Στο επίπεδο πάντως του 5%, η δαπάνη για την εξυπηρέτηση εξελίσσεται στην μεγαλύτερη του ετήσιου ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, μεγαλύτερη και από την κοινωνική ασφάλιση – Social Security (1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια), την δημόσια υγεία – Medicare (826 δισεκατομμύρια δολάρια) και τις αμυντικές δαπάνες του Υπουργείου Άμυνας (704 δισεκατομμύρια δολάρια).
Το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί και κατά το 1979, με συνέπεια ο τότε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας Paul Volcker να αυξήσει το βραχυπρόθεσμο επιτόκιο δανεισμού σχεδόν στο 20%, έχοντας παρατηρήσει πως κατά την διάρκεια της προηγηθείσας διετίας, ο δανεισμός είχε δυσανάλογα αυξηθεί κατά 40%. Ο τότε κεντρικός τραπεζίτης κατά το τρίτο τρίμηνο του 1979 αυξάνει τα επιτόκια επιθετικά έως το δεύτερο τρίμηνο του 1981, από το 10,95% στο 17,78%, αλλά εκείνη την εποχή η σχέση χρέους προς ΑΕΠ, ανέρχεται μόλις στο 32%.
Πολιτική διογκούμενου δανεισμού
Ιστορικά η τρέχουσα αντιπαράθεση έχει επαναληφθεί κατά το 2011, το 2013, το 2015, το 2017 και το 2019, με συνέπεια το υπουργείο Οικονομικών να έχει πλέον εξοικειωθεί με την διαδικασία και να αντιλαμβάνεται ότι κατά βάθος δεν αφορά το όριο του χρέους. Αντίθετα επικεντρώνεται στο ποιος θα επιλέξει το μέγεθος των δαπανών της κυβέρνησης, λόγω του ότι οι δαπάνες αποτελούν έναν τομέα που ελέγχεται ασφυκτικά από τους πολιτικούς και τους γραφειοκράτες και συνιστά το μοναδικό πεδίο για το οποίο ενδιαφέρονται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Στην πραγματικότητα η συνεχής αύξηση του χρέους αναιρεί χρηματοοικονομικά την βιωσιμότητά του και οι αποπληρωμές του κόστους εξυπηρέτησής του εξελίσσονται πλέον στο ταχύτερα διογκούμενο μέρος των δαπανών του αμερικανικού δημοσίου. Εάν υιοθετηθεί θεσμικά το σχέδιο της κυβέρνησης Μπάιντεν για την αύξηση του δανεισμού, τότε το 2032 θα ανέρχεται στα 44,8 τρισεκατομμύρια δολάρια και πρακτικά δεν θα εξυπηρετείται, ενώ αντίθετα με μία ισορροπημένη διαχείριση θα ανέλθει στα 37 τρισεκατομμύρια δολάρια, επιτρέποντας χωρίς μεγάλα προβλήματα τις αποπληρωμές του κόστους εξυπηρέτησης.
Η περιθωριοποιημένη πραγματικότητα
Οι δραματικές προειδοποιήσεις των χρηματοοικονομικών ειδικών και αναλυτών δημιουργούν σκιές και σύγχυση στην κυβέρνηση, με μόνη σαφή συμβουλή την περικοπή δαπανών, παρέχοντας ταυτόχρονα την απαραίτητη δικαιολογία στους Ρεπουμπλικάνους για να κινηθούν κατά της απόπειρας αύξησης του ορίου του χρέους. Πρόκειται για μία διαχρονικά επαναλαμβανόμενη αναταραχή, όποτε η συγκεκριμένη παράταξη ελέγχει την Βουλή των Αντιπροσώπων, επικαλούμενη το γεγονός ότι το χρέος κινείται εκτός ελέγχου.
Τα επιχειρήματά της όμως δεν κρίνονται απλώς εσφαλμένα, αλλά συγκαλύπτουν το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας, το γεγονός δηλαδή ότι κατά την διάρκεια των τελευταίων πέντε δεκαετιών αντί να φορολογείται ο υπερβολικός πλούτος των Αμερικανών εκατομμυριούχων και δισεκατομμυριούχων, αξιοποιείται για να δανειοδοτεί το δημόσιο. Αυτή η ιδιότυπη σχέση επιβάλλεται να εξηγηθεί στους Αμερικανούς, αλλά ούτε οι Ρεπουμπλικάνοι, ούτε οι υποτιθέμενοι προοδευτικοί αντίπαλοί τους Δημοκρατικοί, αναφέρονται στο πρόβλημα.
Προ πέντε δεκαετιών οι ανώτερες και ανώτατες εισοδηματικά τάξεις χρηματοδοτούν το αμερικανικό δημόσιο χάρη στην πλlηρωμή φόρων και μάλιστα επί προεδρίας του Ρεπουμπλικάνου προέδρου Dwight Eisenhower, ο φορολογικός συντελεστής διαμορφώνεται στο 90%, ενώ ακόμα και με τις αφαιρέσεις φόρων που εκπίπτουν, οι συγκεκριμένες τάξεις εισφέρουν το 50% των εισοδημάτων τους στα κρατικά ταμεία.
Έκτοτε χάρη στους προέδρους Ronald Reagan, George W. Bush και Donald Trump η φορολόγηση εξανεμίζεται, παρά την οφθαλμοφανή συγκέντρωση πλούτου σε μικρό μέρος του πληθυσμού, με συνέπεια οι 400 πλουσιότερες οικογένειες να φορολογούνται μεταξύ των ετών 2014-2018 με συντελεστή 3,4%, όταν οι υπόλοιποι Αμερικανοί επιβαρύνονται με μέσο συντελεστή 13,3%.
Αυξάνει το χρέος η φορολογική πολιτική
Η φορολογική πολιτική κατά συνέπεια αποτελεί ένα από τα βασικά αίτια της έκρηξης του αμερικανικού χρέους, που προς το παρόν χρηματοδοτείται από τους πλουσίους, οι οποίοι δανείζουν την κυβέρνηση εισπράττοντας τόκους. Η αύξηση του χρέους απαιτεί με την λήξη του οικονομικού έτους τον Σεπτέμβριο του 2022, $475 δισεκατομμύρια για την εξυπηρέτησή του, με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής των Αντιπροσώπων (Congressional Budget Office) να υπολογίζει πως το κόστος εξυπηρέτησης θα ανέλθει στο 3,3% του ΑΕΠ το 2032 και στο 7,2% το 2052.
Οι πλέον ευνοημένοι από τα έσοδα των τόκων δεν εντοπίζονται στο εξωτερικό, αλλά αντίθετα στο εσωτερικό της χώρας, όπου εναποθέτουν τις τεράστιες αποταμιεύσεις τους σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, μέσω θεσμικών επενδυτών, τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών, καταπιστευμάτων και ιδρυμάτων. Πρόκειται για την μεγαλύτερη οικονομική αλλαγή πορείας μετά το 1970, όπου αντί να φορολογούνται με υψηλούς συντελεστές οι ανώτερες και ανώτατες εισοδηματικά τάξεις, αποκτούν πρόσθετα έσοδα χρηματοδοτώντας το διογκούμενο αμερικανικό χρέο, που αυξάνεται κυρίως λόγω της χαμηλής τους φορολόγησης.
Φυσικά και νομικά πρόσωπα διακρατούν σχεδόν 25 τρισεκατομμύρια δολάρια ομοσπονδιακού χρέους, μέγεθος ισοδύναμο σχεδόν με το 100% του αμερικανικού ΑΕΠ, με την πρόβλεψη για το 2050, να αυξάνει το συγκεκριμένο ποσοστό στο 180%. Η συγκεκριμένη μεταβολή συνεπάγεται ότι η πλειοψηφία των Αμερικανών που επιβαρύνεται με σχεδόν τετραπλάσιους φορολογικούς συντελεστές, μεταφέρει πλούτο με την μορφή αποπληρωμής τόκων, αντί να χρηματοδοτεί τις απαραίτητες υπηρεσίες κοινωνικής ωφέλειας του κράτους.
Το πρόβλημα δεν αφορά το διευρυνόμενο έλλειμμα του προϋπολογισμού, αλλά την συρρίκνωση των φορολογικών εσόδων από τον πλούτο μίας μικρής μειοψηφίας, που συνδυάζεται με αυξανόμενες αποπληρωμές τόκων στις ομολογιακές της τοποθετήσεις, αν και οι πολιτικοί της χώρας αποφεύγουν συστηματικά να το θίγουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου