Οφείλουμε να εξετάσουμε τη θέση μας εντός της ΕΕ που παρουσιάζει ήδη πολλά προβλήματα και από την πλευρά της θυσίας των αποθεμάτων λιγνίτη. Με απλά λόγια, αξίζει να θυσιάσουμε 227 δις € για να εισπράξουμε ευρωπαϊκά πακέτα 72 δις €, συνδεδεμένα όμως με υποχρεώσεις και με σοβαρά ανταλλάγματα; Για ένα προβληματικό Ταμείο Ανάκαμψης, όπως έχουμε αναλύσει στο παρελθόν, από το οποίο θα επωφεληθούν μόνο οι ξένοι και η εγχώρια Ολιγαρχία; Με υποχρεωτική χρήση των κεφαλαίων σε ορισμένα έργα και με μία μόχλευση που είναι κάτι παραπάνω από δύσκολο να επιτευχθεί; Πόσο μάλλον όταν ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών είπε καθαρά πως κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί ποτέ στην Ελλάδα; Με αντάλλαγμα το ξεπούλημα των δικτύων ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου (ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ), της ΕΥΔΑΠ, της ΕΥΑΘ κοκ. που θα έχει ως αποτέλεσμα τον τετραπλασιασμό των τιμών του νερού, για το οποίο διεξάγονται παγκοσμίως πόλεμοι;
Ανάλυση
Ανάλυση
Η περιβαλλοντική υποκρισία είναι κάτι που αντιπαθούμε σε πολύ μεγάλο βαθμό – ειδικά όταν καίγονται δάση για να κατασκευασθούν ανεμογεννήτριες στη θέση τους, αφού δεν δρομολογείται σχεδόν ποτέ η αναδάσωση των πληττομένων περιοχών ή/και όταν τοποθετούνται φωτοβολταϊκά σε αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας (ανάλυση).
Εν προκειμένω, εκτός του ότι δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για ανανεώσιμη ενέργεια, αφού τα παραπάνω μηχανήματα κάποια στιγμή παλιώνουν και πρέπει να αντικατασταθούν, δεν υπολογίζεται καν στο κόστος της ενέργειας που παράγουν οι δαπάνες ανακύκλωσης τους – οι οποίες είναι τεράστιες, ενώ ένα μεγάλο μέρος των υλικών κατασκευής τους δεν ανακυκλώνεται καθόλου, εις βάρος φυσικά του περιβάλλοντος (ανάλυση).
Η μεγαλύτερη περιβαλλοντική υποκρισία διαπιστώνεται σε εκείνες τις χώρες που παράγουν ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά, όπως στην περίπτωση της ΕΕ – με την έννοια πως αφενός μεν η ενέργεια που παράγεται από αυτά επιδοτείται, αφετέρου επιβάλλονται ρήτρες ρύπων σε άλλες πηγές ενέργειας, όπως ο λιγνίτης. Με απλά λόγια, οι χώρες που καίνε λιγνίτη πληρώνουν ρήτρες, χρηματοδοτώντας αυτές που παράγουν ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά – όπως η Ελλάδα που χρηματοδοτεί έτσι τη Γερμανία ή τη Δανία διπλά, πληρώνοντας για το λιγνίτη της και εισάγοντας τα μηχανήματα τους. Υπάρχει δε ένα χάσμα τιμολόγησης των ρητρών ρύπων, όπως φαίνεται από το γράφημα.
Περαιτέρω, η ρύπανση του περιβάλλοντος από την καύση του λιγνίτη είναι σχετικά με τα υπόλοιπα άλλα καύσιμα μικρή – ενώ ευρίσκεται σε αφθονία στο υπέδαφος της Ελλάδας, αφού η χώρα μας κατείχε μέχρι πρόσφατα τη δεύτερη θέση σε παραγωγή λιγνίτη στην ΕΕ και την 6η παγκοσμίως (πηγή). Με βάση δε τον προγραμματιζόμενο ρυθμό κατανάλωσης στο μέλλον, υπολογίζεται πως επαρκούν για τα επόμενα 45 χρόνια – ευρισκόμενα σε διάφορες θέσεις μέσα σε λεκάνες, με τις μεγαλύτερες να φαίνονται στο χάρτη.
Επομένως, τα λιγνιτικά αποθέματα προσφέρουν στην Ελλάδα μία μεγάλη ενεργειακή αυτονομία που γνωρίζουμε πόσο σημαντική είναι – σε αντίθεση με τις υπόλοιπες «ανανεώσιμες» πηγές ενέργειας που αυξάνουν την ενεργειακή μας εξάρτηση, έως ότου τουλάχιστον εκμεταλλευθούμε τα κοιτάσματα φυσικού αερίου που διαθέτουμε (κάτι που θεωρούμε πως θα αργήσει πολύ, αφενός μεν επειδή η Γερμανία θέλει να μας τα «μοιράσει» με την Τουρκία διχοτομώντας το Αιγαίο, αφετέρου λόγω του ότι η κυβέρνηση μας είναι υποχείριο της).
Σύμφωνα τώρα με την ιστοσελίδα της ΔΕΗ στο διαδίκτυο (πηγή), την οποία η κυβέρνηση κατ’ εντολή προφανώς της καγκελαρίου θέλει να καταστήσει «κουφάρι», ξεπουλώντας τα πολυτιμότερα περιουσιακά της στοιχεία όπως το δίκτυο λιανικής του ΔΕΔΔΗΕ (αναφορά) σε κερδοσκοπικά κεφάλαια (η προηγούμενη ξεπούλησε το δίκτυο χονδρικής, τον ΑΔΜΗΕ), τα εξής:
Εν τούτοις, η κυβέρνηση έχει δηλώσει πως θα σταματήσει τη χρησιμοποίηση του λιγνίτη άμεσα, σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες – οπότε πως θα απαξιώσει τα κοιτάσματα μας, πετώντας από το παράθυρο 227 δις €. Ως αιτία αναφέρει το κόστος των ρητρών ρύπων που καθιστά ασύμφορη την παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη – παρά το ότι η Γερμανία δήλωσε πως θα κρατήσει τις λιγνιτικές μονάδες της έως το 2038, η Πολωνία μάλλον έως το 2050, η Κίνα κατασκευάζει μονάδα λιγνίτη στη Σερβία, η Τουρκία δεν πρόκειται να τον σταματήσει κλπ.
Στο παράδειγμα της Γερμανίας, εκσυγχρονίζει τις λιγνιτικές μονάδες της με την τεχνολογία ξήρανσης του λιγνίτη και ενταφιασμού του εκπεμπομένου CO2 σε υπόγειες δεξαμενές – με σκοπό την παρασκευή χάλυβα. Παράλληλα, χρησιμοποιεί ειδικά φίλτρα που απομειώνουν τη ρύπανση – ενώ η Ελλάδα δεν χρησιμοποιεί καμία τεχνολογία, για να απομειώσει τις εκπομπές ρύπων.
Επομένως, παρά την υψηλή ρήτρα ρύπων, η Γερμανία δεν βρήκε μόνο τρόπο να αποφύγει την επιβάρυνση της αλλά, επί πλέον, χρήση για το διοξείδιο του άνθρακα στην παραγωγή της – τεχνολογίες που ασφαλώς θα μπορούσαμε να αγοράσουμε, αντί να πετάξουμε 227 δις € από το παράθυρο, να οδηγήσουμε 20.000 άτομα στην ανεργία στις περιοχές παραγωγής λιγνίτη κλπ. Έχουμε δε την υποψία πως η Γερμανία επιβουλεύεται το λιγνίτη μας – όπως άλλωστε τα ενεργειακά μας αποθέματα φυσικού αερίου, καθώς επίσης τη Μακεδονία για την πρόσβαση της στη Μεσόγειο που ονειρεύεται από την εποχή του Χίτλερ (το πρώτο βήμα έγινε με τη παράδοση του ονόματος στα Σκόπια – ανάλυση).
Οφείλουμε πάντως να εξετάσουμε ένα επί πλέον θέμα – τη θέση μας εντός της ΕΕ που παρουσιάζει ήδη πολλά προβλήματα (ανάλυση), από την πλευρά της θυσίας των αποθεμάτων λιγνίτη. Με απλά λόγια, αξίζει να θυσιάσουμε 227 δις € για να εισπράξουμε ευρωπαϊκά πακέτα 72 δις €, συνδεδεμένα όμως με υποχρεώσεις και με σοβαρά ανταλλάγματα; Για ένα προβληματικό Ταμείο Ανάκαμψης, όπως έχουμε αναλύσει στο παρελθόν (εικόνα, πηγή), από το οποίο θα επωφεληθούν μόνο οι ξένοι και η εγχώρια Ολιγαρχία;
Με υποχρεωτική χρήση των κεφαλαίων σε ορισμένα έργα και με μία μόχλευση (γράφημα) που είναι κάτι παραπάνω από δύσκολο να επιτευχθεί; Πόσο μάλλον όταν ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών είπε καθαρά πως κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί ποτέ στην Ελλάδα; (πηγή). Με αντάλλαγμα το ξεπούλημα των δικτύων ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου (ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ), της ΕΥΔΑΠ, της ΕΥΑΘ κοκ. που θα έχει ως αποτέλεσμα τον τετραπλασιασμό των τιμών του νερού, για το οποίο διεξάγονται παγκοσμίως πόλεμοι;
Εν προκειμένω, εκτός του ότι δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για ανανεώσιμη ενέργεια, αφού τα παραπάνω μηχανήματα κάποια στιγμή παλιώνουν και πρέπει να αντικατασταθούν, δεν υπολογίζεται καν στο κόστος της ενέργειας που παράγουν οι δαπάνες ανακύκλωσης τους – οι οποίες είναι τεράστιες, ενώ ένα μεγάλο μέρος των υλικών κατασκευής τους δεν ανακυκλώνεται καθόλου, εις βάρος φυσικά του περιβάλλοντος (ανάλυση).
Η μεγαλύτερη περιβαλλοντική υποκρισία διαπιστώνεται σε εκείνες τις χώρες που παράγουν ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά, όπως στην περίπτωση της ΕΕ – με την έννοια πως αφενός μεν η ενέργεια που παράγεται από αυτά επιδοτείται, αφετέρου επιβάλλονται ρήτρες ρύπων σε άλλες πηγές ενέργειας, όπως ο λιγνίτης. Με απλά λόγια, οι χώρες που καίνε λιγνίτη πληρώνουν ρήτρες, χρηματοδοτώντας αυτές που παράγουν ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά – όπως η Ελλάδα που χρηματοδοτεί έτσι τη Γερμανία ή τη Δανία διπλά, πληρώνοντας για το λιγνίτη της και εισάγοντας τα μηχανήματα τους. Υπάρχει δε ένα χάσμα τιμολόγησης των ρητρών ρύπων, όπως φαίνεται από το γράφημα.
Περαιτέρω, η ρύπανση του περιβάλλοντος από την καύση του λιγνίτη είναι σχετικά με τα υπόλοιπα άλλα καύσιμα μικρή – ενώ ευρίσκεται σε αφθονία στο υπέδαφος της Ελλάδας, αφού η χώρα μας κατείχε μέχρι πρόσφατα τη δεύτερη θέση σε παραγωγή λιγνίτη στην ΕΕ και την 6η παγκοσμίως (πηγή). Με βάση δε τον προγραμματιζόμενο ρυθμό κατανάλωσης στο μέλλον, υπολογίζεται πως επαρκούν για τα επόμενα 45 χρόνια – ευρισκόμενα σε διάφορες θέσεις μέσα σε λεκάνες, με τις μεγαλύτερες να φαίνονται στο χάρτη.
Επομένως, τα λιγνιτικά αποθέματα προσφέρουν στην Ελλάδα μία μεγάλη ενεργειακή αυτονομία που γνωρίζουμε πόσο σημαντική είναι – σε αντίθεση με τις υπόλοιπες «ανανεώσιμες» πηγές ενέργειας που αυξάνουν την ενεργειακή μας εξάρτηση, έως ότου τουλάχιστον εκμεταλλευθούμε τα κοιτάσματα φυσικού αερίου που διαθέτουμε (κάτι που θεωρούμε πως θα αργήσει πολύ, αφενός μεν επειδή η Γερμανία θέλει να μας τα «μοιράσει» με την Τουρκία διχοτομώντας το Αιγαίο, αφετέρου λόγω του ότι η κυβέρνηση μας είναι υποχείριο της).
Σύμφωνα τώρα με την ιστοσελίδα της ΔΕΗ στο διαδίκτυο (πηγή), την οποία η κυβέρνηση κατ’ εντολή προφανώς της καγκελαρίου θέλει να καταστήσει «κουφάρι», ξεπουλώντας τα πολυτιμότερα περιουσιακά της στοιχεία όπως το δίκτυο λιανικής του ΔΕΔΔΗΕ (αναφορά) σε κερδοσκοπικά κεφάλαια (η προηγούμενη ξεπούλησε το δίκτυο χονδρικής, τον ΑΔΜΗΕ), τα εξής:
“Τα συνολικά βεβαιωμένα γεωλογικά αποθέματα λιγνίτη στη χώρα ανέρχονται σε περίπου 5 δις. τόνους. Τα κοιτάσματα αυτά παρουσιάζουν αξιοσημείωτη γεωγραφική εξάπλωση στον ελληνικό χώρο. Με τα σημερινά τεχνικό-οικονομικά δεδομένα, τα κοιτάσματα που είναι κατάλληλα για ενεργειακή εκμετάλλευση, ανέρχονται σε περίπου 3,2 δις τόνους και ισοδυναμούν με 450 εκ. τόνους πετρελαίου.
Με βάση τα συνολικά εκμεταλλεύσιμα αποθέματα λιγνίτη της χώρας και τον προγραμματιζόμενο ρυθμό κατανάλωσης στο μέλλον, υπολογίζεται ότι τα αποθέματα αυτά επαρκούν για περισσότερο από 45 χρόνια. Μέχρι σήμερα οι εξορυχθείσες ποσότητες λιγνίτη φτάνουν περίπου στο 29% των συνολικών αποθεμάτων. Εκτός από λιγνίτη η Ελλάδα διαθέτει και ένα μεγάλο κοίτασμα Τύρφης στην περιοχή των Φιλίππων (Ανατολική Μακεδονία). Τα εκμεταλλεύσιμα αποθέματα στο κοίτασμα αυτό εκτιμώνται σε 4 δις κυβικά μέτρα και ισοδυναμούν περίπου με 125 εκατ. τόνους πετρελαίου”.Με βάση αυτές τις παραδοχές και με την τιμή του πετρελαίου στα 65 $ το βαρέλι, όπου ο ένας τόνος ισοδυναμεί με 7,3 βαρέλια, η τιμή των 450 εκ. τόνων είναι 450.000.000Χ7,3Χ65$ = 213,5 δις $. Των 125 εκ. τόνων αντίστοιχα 59,3 δις $, επιφυλασσόμενοι για τυχόν αριθμητικό λάθος. Συνολικά λοιπόν η αξία των ως άνω αποθεμάτων της χώρας μας είναι 272,8 δις $ ή περίπου 227 δις € (με 1,18 $ το ένα ευρώ) – σχεδόν στο 60% των 380,79 δις € που έχει δανεισθεί η Ελλάδα έως τις 31.03.21 (πηγή).
Εν τούτοις, η κυβέρνηση έχει δηλώσει πως θα σταματήσει τη χρησιμοποίηση του λιγνίτη άμεσα, σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες – οπότε πως θα απαξιώσει τα κοιτάσματα μας, πετώντας από το παράθυρο 227 δις €. Ως αιτία αναφέρει το κόστος των ρητρών ρύπων που καθιστά ασύμφορη την παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη – παρά το ότι η Γερμανία δήλωσε πως θα κρατήσει τις λιγνιτικές μονάδες της έως το 2038, η Πολωνία μάλλον έως το 2050, η Κίνα κατασκευάζει μονάδα λιγνίτη στη Σερβία, η Τουρκία δεν πρόκειται να τον σταματήσει κλπ.
Στο παράδειγμα της Γερμανίας, εκσυγχρονίζει τις λιγνιτικές μονάδες της με την τεχνολογία ξήρανσης του λιγνίτη και ενταφιασμού του εκπεμπομένου CO2 σε υπόγειες δεξαμενές – με σκοπό την παρασκευή χάλυβα. Παράλληλα, χρησιμοποιεί ειδικά φίλτρα που απομειώνουν τη ρύπανση – ενώ η Ελλάδα δεν χρησιμοποιεί καμία τεχνολογία, για να απομειώσει τις εκπομπές ρύπων.
Επομένως, παρά την υψηλή ρήτρα ρύπων, η Γερμανία δεν βρήκε μόνο τρόπο να αποφύγει την επιβάρυνση της αλλά, επί πλέον, χρήση για το διοξείδιο του άνθρακα στην παραγωγή της – τεχνολογίες που ασφαλώς θα μπορούσαμε να αγοράσουμε, αντί να πετάξουμε 227 δις € από το παράθυρο, να οδηγήσουμε 20.000 άτομα στην ανεργία στις περιοχές παραγωγής λιγνίτη κλπ. Έχουμε δε την υποψία πως η Γερμανία επιβουλεύεται το λιγνίτη μας – όπως άλλωστε τα ενεργειακά μας αποθέματα φυσικού αερίου, καθώς επίσης τη Μακεδονία για την πρόσβαση της στη Μεσόγειο που ονειρεύεται από την εποχή του Χίτλερ (το πρώτο βήμα έγινε με τη παράδοση του ονόματος στα Σκόπια – ανάλυση).
Οφείλουμε πάντως να εξετάσουμε ένα επί πλέον θέμα – τη θέση μας εντός της ΕΕ που παρουσιάζει ήδη πολλά προβλήματα (ανάλυση), από την πλευρά της θυσίας των αποθεμάτων λιγνίτη. Με απλά λόγια, αξίζει να θυσιάσουμε 227 δις € για να εισπράξουμε ευρωπαϊκά πακέτα 72 δις €, συνδεδεμένα όμως με υποχρεώσεις και με σοβαρά ανταλλάγματα; Για ένα προβληματικό Ταμείο Ανάκαμψης, όπως έχουμε αναλύσει στο παρελθόν (εικόνα, πηγή), από το οποίο θα επωφεληθούν μόνο οι ξένοι και η εγχώρια Ολιγαρχία;
Με υποχρεωτική χρήση των κεφαλαίων σε ορισμένα έργα και με μία μόχλευση (γράφημα) που είναι κάτι παραπάνω από δύσκολο να επιτευχθεί; Πόσο μάλλον όταν ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών είπε καθαρά πως κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί ποτέ στην Ελλάδα; (πηγή). Με αντάλλαγμα το ξεπούλημα των δικτύων ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου (ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ), της ΕΥΔΑΠ, της ΕΥΑΘ κοκ. που θα έχει ως αποτέλεσμα τον τετραπλασιασμό των τιμών του νερού, για το οποίο διεξάγονται παγκοσμίως πόλεμοι;
Η Ανατολική Ευρώπη
Συνεχίζοντας, ο προβληματισμός μας σε σχέση με το πραγματικό όφελος της συμμετοχής μίας χώρας στην ΕΕ, δεν αφορά μόνο την Ελλάδα – με κριτήριο μία έρευνα του Γάλλου οικονομολόγου T. Piketty, γνωστού από τη μελέτη του για το σημαντικότερο πρόβλημα του δυτικού μονοπωλιακού καπιταλισμού (ανάλυση): τη μη ισορροπημένη αναδιανομή των εισοδημάτων που φτωχοποιεί το 90% του πληθυσμού, αυξάνοντας τόσο τα δημόσια, όσο και τα ιδιωτικά χρέη.
Εν προκειμένω, το 2018 παρουσίασε υπολογισμούς, σύμφωνα με τους οποίους οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που έχουν πολύ σημαντικές εμπορικές συναλλαγές με την ΕΕ, ενώ αρκετές από αυτές παράγουν προϊόντα για τις βιομηχανίες της Γερμανίας, ουσιαστικά ζημιώνονται. Ειδικότερα, μεταξύ των ετών 2010 και 2016, οι εισροές σε επενδύσεις παγίων από την ΕΕ ανέρχονταν σε 1,9-4% του ΑΕΠ τους – 2,7% η Πολωνία, 4,0% η Ουγγαρία, 1,9% η Τσεχία και 2,2% η Σλοβακία. Αντίθετα, οι εκροές από τις επενδύσεις σε πάγια, ανέρχονταν στο 4-7,6% του ΑΕΠ τους – 4,7% Πολωνία, 7,2% η Ουγγαρία, 7,6% in Τσεχία και 4,2% η Σλοβακία (γράφημα, πηγή).
Το γεγονός αυτό, ήταν η αφετηρία μίας οικονομικής συζήτησης που έφτασε έως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – το οποίο εκπόνησε μία σχετική μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2020, με τον τίτλο «Πώς τα ευρωπαϊκά κονδύλια αντιμετωπίζουν το χάσμα εντός της ΕΕ» (πηγή). Στη μελέτη αυτή των 106 σελίδων που θα έπρεπε να διαβαστεί από όλους μας προσεκτικά, αναφέρεται η καθαρή εισφορά των χωρών της ΕΕ από τον κοινοτικό προϋπολογισμό – όπου πράγματι η Ελλάδα, καθώς επίσης άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και της Ανατολικής Ευρώπης, είναι καθαροί αποδέκτες (γράφημα, πατώντας επάνω μεγεθύνεται).
Εκτός του ότι τώρα προκύπτει από τη συγκεκριμένη μελέτη πως τελικά τα χρήματα που εισπράττουμε από την ΕΕ αποτελούν ένα πολύ μικρό μέρος του προϋπολογισμού μας, επίσης όλων των χωρών της ΕΕ, αφού συνολικά ήταν στα 164 δις € το 2021 (πηγή), έναντι ΑΕΠ περί τα 15,2 τρις € το 2020, αναφέρεται πως από το 2009 έως το 2018 οι γερμανικές επενδύσεις έχουν αποκομίσει 1,73 δις € από την Ελλάδα, ενώ οι γαλλικές 588 εκ. € – χωρίς φυσικά να υπολογίζονται τα έσοδα της Γερμανίας και της Γαλλίας από τους τόκους του μη βιώσιμου χρέους μας (γράφημα).
Με βάση την ίδια μελέτη, οι καθαρές εισροές της Ελλάδας για την περίοδο 2000-2018 από την ΚΑΠ, τα ΕΣΠΑ κλπ. ήταν 80 δις € (γράφημα) – θυμίζοντας πως μόνο τη διετία 2020 και 2021 η κυβέρνηση σπατάλησε με δανεικά 41 δις €. Εκτός αυτού, σε ένα άλλο άρθρο αναφέρεται πως η Ελλάδα από την ένταξη της στην ΕΕ έως και το 2010 έλαβε ως επιδοτήσεις 120 δις € – εκ των οποίων τα 51,3 δις € επέστρεψαν πίσω στις εταιρείες της ΕΕ που μας προμήθευαν με εξοπλισμό, μηχανήματα και πρώτες ύλες (πηγή). Προφανώς δε, το μεγαλύτερο μέρος των υπολοίπων οδηγήθηκε στην εγχώρια πολιτική και οικονομική ελίτ – με υπερκοστολογήσεις έργων, με μίζες κοκ.
Από το 2000 έως το 2018 το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά μέσον όρο μόλις 1,2%, όταν της ΕΕ κατά 2,7% – ενώ είναι περιττό να αναφερθούμε στα τεράστια πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας μετά την κρίση χρέους του 2010, έως και 8% του ΑΕΠ της, στη διατήρηση του νομίσματος της σε ανταγωνιστικά επίπεδα εις βάρος της ανταγωνιστικότητας των εταίρων της, στην αποβιομηχανοποίηση της Ελλάδας, στην τεράστια πια συμβολή της κατανάλωσης στο ΑΕΠ της (γράφημα) κοκ.
Από όλα τα παραπάνω συμπεραίνεται πως η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ ήταν επίσης ζημιογόνα σε τελική ανάλυση, όπως των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης – ενώ εάν συμπεριλάβουμε την υπερχρέωση του 2009, τη χρεοκοπία του 2012 με το PSI, καθώς επίσης τις τεράστιες καταστροφές που μας προκάλεσαν τα μνημόνια, η συμμετοχή μας στην ΕΕ ήταν συνώνυμη με την απόλυτη οικονομική και λοιπή κατάρρευση μας. Αρκεί να σημειώσει κανείς πως το ΑΕΠ μίας χώρας σε χειρότερη γεωπολιτική θέση από την Ελλάδα και εκτός ΕΕ, του Ισραήλ, αυξήθηκε από τα 215 δις $ το 2008 στα 402 δις $ σήμερα, ενώ της Ελλάδας κατέρρευσε από τα 357 δις $ στα 187 δις $, για να καταλάβει το μέγεθος της καταστροφής μας – χωρίς καμία διάθεση υπερβολής.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, θα επαναλάβουμε το ερώτημα μας, εάν ήλθε αλήθεια η ώρα να αλλάξει η Ελλάδα στάση. Να σκεφθεί εάν θα πρέπει να επιλέξει την έξοδο της από την ΕΕ, παρά το ότι είναι πολύ αργά, έχοντας παραδώσει ήδη το 2012 την εθνική της κυριαρχία υποθηκεύοντας τα πάντα – καθώς επίσης παρά το ότι είναι εγκλωβισμένη στο ευρώ, στο χρέος και στα μνημόνια, κυριολεκτικά δεμένη χειροπόδαρα.
Αξίζει η παραμονή σε ένα ασφαλές μεν σπίτι που όμως σε απομυζούν, σε κλέβουν, σε δέρνουν, σε εξευτελίζουν, σε κακολογούν, δεν σου δίνουν καμία σημασία και σε ληστεύουν καθημερινά, απαιτώντας επί πλέον την πλήρη υποταγή σου; Σε μία ομάδα κρατών που ο καθοδηγητής τους είναι η σύμμαχος της Τουρκίας, η Γερμανία, η οποία μεταξύ πολλών άλλων ποτέ δεν μας υποστήριξε στα εθνικά μας θέματα, μας ληστεύει και μας λοιδορεί;
Δεν υπάρχει πάντως καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι, η ΕΕ είναι μία νεοφιλελεύθερη γερμανική λέσχη, στην οποία κανένας δεν λογοδοτεί στους Πολίτες της. Επίσης πως το BREXIT είναι μία προσπάθεια δημοκρατικής αναβίωσης και αντίστασης στην κυριαρχία των ελίτ που λεηλατούν αδυσώπητα τις αδύναμες εισοδηματικές τάξεις – επί πλέον μία προσπάθεια απελευθέρωσης από τα δεσμά της Γερμανίας. Η Ελλάδα βέβαια δεν έχει το μέγεθος και τις δυνατότητες της Μ. Βρετανίας – ενώ οι Έλληνες δεν φαίνονται αποφασισμένοι να σπάσουν τις αλυσίδες της σκλαβιάς τους, αποδεχόμενοι τις τεράστιες θυσίες που προϋποθέτει κάτι τέτοιο.
Εν τούτοις, εάν δεν το κάνουν, είναι δεδομένο πως το Έθνος τους θα βαδίζει από το κακό στο χειρότερο – με τελικό αποτέλεσμα να αλλάξει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της χώρας και να αλλοιωθεί από την παράνομη μετανάστευση η κοινωνία, σε συνδυασμό με τη φυγή στο εξωτερικό ενός μεγάλου αριθμού Ελλήνων. Να μετατραπούν όσοι μείνουν στην Ελλάδα σε εξαθλιωμένους σκλάβους χρέους των λίγων εγχωρίων και των πολλών ξένων ελίτ – χωρίς καμία προοπτική για το μέλλον τους, πόσο μάλλον για το μέλλον των παιδιών τους.
Βασίλης Βιλιάρδος
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου