Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς
Ποιο το ενδεχόμενο να ξεσπάσει ένα θερμό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας; Αυτό το κύριο ερώτημα, αντανακλά βασανιστικά το ρόλο της τύχης στις επιχειρήσεις που διενεργούνται αυτή την ώρα από τα πολεμικά σκάφη που πλέουν στην περιοχή του συμπλέγματος των νήσων του Καστελορίζου. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν πολεμούμε με άψυχα αντικείμενα, αλλά αληθινά άτομα, πληρώματα, με ιδέες και θέληση. Η έννοια της τριβής του Clausewitz υπάρχει περισσότερο στο επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο. Υπάρχει σε όλα τα επίπεδα, και έτσι αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη για σύνεση στην ανάληψη κινδύνων και στην προσαρμοστικότητα στη στρατηγική σκέψη η οποία δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Ο αντίκτυπος της τύχης είναι γνωστός σε άπαντες. Η αποδοχή της αβεβαιότητας και της τύχης είναι το αδιαμφισβήτητο άγχος του καθενός για τη σύνεση στις υποθέσεις της στρατηγικής.
Τελευταία υπάρχει ένα “άνισος διάλογος”. Ενώ η πολιτικοστρατιωτική αλληλεπίδραση στην ανάπτυξη στρατηγικής είναι ζωτικής σημασίας για τη στρατηγική επιτυχία διαπιστώνουμε ότι παράλληλα, είναι μια μεγάλη πηγή έντασης. Δεν συζητούνται οι στόχοι πολιτικής και οι επιχειρησιακές επιλογές. Ο διάλογος που ακολουθείται για τη δημιουργία και τη βελτίωση στρατηγικών είναι σπάνιο προϊόν. Τελικά, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να σταθμίσουν τα απαράδεκτα μέσα από δομημένες συζητήσεις που απομακρύνουν τις προσωπικές, οργανωτικές και εθνικές ψευδαισθήσεις και αλήθειες. Πρέπει να αντιμετωπίσουν με ακρίβεια τα εθνικά συμφέροντα, να διακρίνουν με ακρίβεια τις στρατηγικές επιλογές και να κάνουν επιλογές ακόμη και με ατελείς πληροφορίες.
Υπάρχει μια τάση στους ελληνικούς κύκλους διαμόρφωσης πολιτικής, να επιμένουν στις γραμμικές και ορθολογικές διαδικασίες, σαν να μπορεί να απομονωθεί από τον πόλεμο. Όπως υποστήριξε ο Clausewitz, οι σχεδιαστές στρατηγικής πρέπει να αποδεχτούν ότι η πολιτική συχνά εισβάλλει στη στρατηγική και στον πόλεμο. Οι ένοπλες δυνάμεις, διατηρούν την παροιμιώδη γέφυρα μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικών μέσων, και είναι αυτοί που πρέπει να αποδεχτούν το ιστορικό γεγονός ότι οι καθαρά ορθολογικές μέθοδοι δεν είναι ο κανόνας στη στρατηγική. Αντίθετα, οι φυσικοί λόγοι αναπαραγωγής της στρατηγικής είναι η συμβολή της πολιτικής, της πολυπλοκότητας, της αβεβαιότητας και των περιορισμών. Οι εθνικές στρατηγικές αναπτύσσονται για να υποστηρίξουν την επίτευξη της πολιτικής όπως καθορίζεται από την πολιτική, καθώς η πολιτική επηρεάζει ή καθοδηγεί την πολιτική και επομένως έχει αντίκτυπο στη στρατηγική.
Γνωρίζουμε ότι, η στρατηγική πρέπει να είναι ανταγωνιστική. Το να είσαι ανταγωνιστικός σημαίνει ότι αναγνωρίζεις πως οποιαδήποτε στρατηγική λειτουργεί σε ένα διαδραστικό και εχθρικό περιβάλλον στο οποίο οι αντίπαλοι επιδιώκουν να προωθήσουν ο καθένας τα δικά του συμφέροντα. Μια ανταγωνιστική στρατηγική εκτιμά και αναλύει τις επιλογές που μπορεί να θέσει ο αντίπαλος. Αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα ότι ο πόλεμος είναι μια αμοιβαία μονομαχία, μια διαδραστική άσκηση επιχειρήσεων, απάντησης και αντιπαράθεσης. Αυτή η σκέψη είναι το μέρος της χάραξης στρατηγικής όπου κάποιος λαμβάνει υπόψη τις σχετικές δυνάμεις και αδυναμίες του εαυτού του καθώς και του αντίπαλό του. Πολλές στρατηγικές δεν δίνουν πάντα ιδιαίτερη σημασία σε αυτό το ζήτημα. Μάλιστα πολλοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής φαίνεται συχνά «να ξεχνούν ότι ο εχθρός έχει επίσης προτιμήσεις και επιλογές».
Πρέπει λοιπόν να δοθούν αξιόπιστες απαντήσεις στις παρακάτω οκτώ ερωτήσεις για την εφαρμογή μιας αξιόπιστης στρατηγικής:
Ποιο το ενδεχόμενο να ξεσπάσει ένα θερμό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας; Αυτό το κύριο ερώτημα, αντανακλά βασανιστικά το ρόλο της τύχης στις επιχειρήσεις που διενεργούνται αυτή την ώρα από τα πολεμικά σκάφη που πλέουν στην περιοχή του συμπλέγματος των νήσων του Καστελορίζου. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν πολεμούμε με άψυχα αντικείμενα, αλλά αληθινά άτομα, πληρώματα, με ιδέες και θέληση. Η έννοια της τριβής του Clausewitz υπάρχει περισσότερο στο επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο. Υπάρχει σε όλα τα επίπεδα, και έτσι αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη για σύνεση στην ανάληψη κινδύνων και στην προσαρμοστικότητα στη στρατηγική σκέψη η οποία δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Ο αντίκτυπος της τύχης είναι γνωστός σε άπαντες. Η αποδοχή της αβεβαιότητας και της τύχης είναι το αδιαμφισβήτητο άγχος του καθενός για τη σύνεση στις υποθέσεις της στρατηγικής.
Τελευταία υπάρχει ένα “άνισος διάλογος”. Ενώ η πολιτικοστρατιωτική αλληλεπίδραση στην ανάπτυξη στρατηγικής είναι ζωτικής σημασίας για τη στρατηγική επιτυχία διαπιστώνουμε ότι παράλληλα, είναι μια μεγάλη πηγή έντασης. Δεν συζητούνται οι στόχοι πολιτικής και οι επιχειρησιακές επιλογές. Ο διάλογος που ακολουθείται για τη δημιουργία και τη βελτίωση στρατηγικών είναι σπάνιο προϊόν. Τελικά, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να σταθμίσουν τα απαράδεκτα μέσα από δομημένες συζητήσεις που απομακρύνουν τις προσωπικές, οργανωτικές και εθνικές ψευδαισθήσεις και αλήθειες. Πρέπει να αντιμετωπίσουν με ακρίβεια τα εθνικά συμφέροντα, να διακρίνουν με ακρίβεια τις στρατηγικές επιλογές και να κάνουν επιλογές ακόμη και με ατελείς πληροφορίες.
Υπάρχει μια τάση στους ελληνικούς κύκλους διαμόρφωσης πολιτικής, να επιμένουν στις γραμμικές και ορθολογικές διαδικασίες, σαν να μπορεί να απομονωθεί από τον πόλεμο. Όπως υποστήριξε ο Clausewitz, οι σχεδιαστές στρατηγικής πρέπει να αποδεχτούν ότι η πολιτική συχνά εισβάλλει στη στρατηγική και στον πόλεμο. Οι ένοπλες δυνάμεις, διατηρούν την παροιμιώδη γέφυρα μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικών μέσων, και είναι αυτοί που πρέπει να αποδεχτούν το ιστορικό γεγονός ότι οι καθαρά ορθολογικές μέθοδοι δεν είναι ο κανόνας στη στρατηγική. Αντίθετα, οι φυσικοί λόγοι αναπαραγωγής της στρατηγικής είναι η συμβολή της πολιτικής, της πολυπλοκότητας, της αβεβαιότητας και των περιορισμών. Οι εθνικές στρατηγικές αναπτύσσονται για να υποστηρίξουν την επίτευξη της πολιτικής όπως καθορίζεται από την πολιτική, καθώς η πολιτική επηρεάζει ή καθοδηγεί την πολιτική και επομένως έχει αντίκτυπο στη στρατηγική.
Γνωρίζουμε ότι, η στρατηγική πρέπει να είναι ανταγωνιστική. Το να είσαι ανταγωνιστικός σημαίνει ότι αναγνωρίζεις πως οποιαδήποτε στρατηγική λειτουργεί σε ένα διαδραστικό και εχθρικό περιβάλλον στο οποίο οι αντίπαλοι επιδιώκουν να προωθήσουν ο καθένας τα δικά του συμφέροντα. Μια ανταγωνιστική στρατηγική εκτιμά και αναλύει τις επιλογές που μπορεί να θέσει ο αντίπαλος. Αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα ότι ο πόλεμος είναι μια αμοιβαία μονομαχία, μια διαδραστική άσκηση επιχειρήσεων, απάντησης και αντιπαράθεσης. Αυτή η σκέψη είναι το μέρος της χάραξης στρατηγικής όπου κάποιος λαμβάνει υπόψη τις σχετικές δυνάμεις και αδυναμίες του εαυτού του καθώς και του αντίπαλό του. Πολλές στρατηγικές δεν δίνουν πάντα ιδιαίτερη σημασία σε αυτό το ζήτημα. Μάλιστα πολλοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής φαίνεται συχνά «να ξεχνούν ότι ο εχθρός έχει επίσης προτιμήσεις και επιλογές».
Πρέπει λοιπόν να δοθούν αξιόπιστες απαντήσεις στις παρακάτω οκτώ ερωτήσεις για την εφαρμογή μιας αξιόπιστης στρατηγικής:
1. Ποια σενάρια εν τέλει, θα μας οδηγήσουν στην χρήση της σκληρής ισχύος ως προς την απειλή της Τουρκίας πλην των εχθρικών ενεργειών όπου η χρήση βίας είναι δεδομένη;
2. Ποια θα είναι η αποστολή των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων; Να μην επιτραπεί η αποβίβαση στρατευμάτων σε μικρονήσο; Να καταστραφούν οι τουρκικές αερο-ναυτικές δυνάμεις; Μας συμφέρει μια παρατεταμένη και γενικευμένη σύγκρουση;
3. Ποιες επιχειρησιακές δυνάμεις θα χρησιμοποιηθούν κατά τον πόλεμο αυτών των σεναρίων;
4. Ποιες είναι οι βασικές παραδοχές που επιτρέπουν την αποτελεσματική απόδοση αυτών των δυνάμεων; Πώς έχει αντισταθμίσει η Κυβέρνηση το ενδεχόμενο οι παραδοχές αυτές να είναι λανθασμένες;
5. Έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές αυτές οι δυνάμεις στην αποτροπή μέσω της άρνησης; Σε ποια σενάρια; Εάν όχι, πρέπει να προσαρμοστούν αυτές οι δυνάμεις;
6. Ποιες δυνατότητες χρειάζονται περισσότερο για την ενίσχυση της αποτροπής;
7. Τι αλλαγές πρέπει να γίνουν στο αμυντικό πρόγραμμα για την ενίσχυση της αποτροπής μέσω της άρνησης;
8. Υπάρχουν σχέδια για μετάβαση αυτών των επιχειρησιακών δυνάμεων σε δόγμα; Εάν όχι, γιατί όχι;
Κλείνοντας αυτές τις σκέψεις να τονίσουμε ότι η στρατηγική είναι μια ακατάστατη και μη γραμμική διαδικασία, όπως τόνιζε συχνά ο μεγάλος δάσκαλος της στρατηγικής, Colin Gray. Πρέπει να σχεδιάζεται, νωρίτερα και σοφότερα από τους αντιπάλους. Η ικανότητα μας να αμφισβητούμε τη συμβατικότητα, να βλέπουμε μέσα από το φλοιό και να διακρίνουμε την ουσία ενός προβλήματος, να αποκαλύπτουμε την ψευδαίσθηση ή την αλαζονεία, και να σχεδιάζουμε μια στρατηγική που προωθεί μια θεωρία επιτυχίας είναι σκληρή δουλειά. Η υγιής στρατηγική δεν είναι ψευδαίσθηση. Είναι απλά το καλύτερο αντίδοτο για τη στρατηγική φτώχεια και την καλύτερη ασφάλεια που έχει κάθε χώρα έναντι των εθνικών καταστροφών.
*Ο Υποναύαρχος ε.α. Δημήτριος Τσαϊλάς είναι Senior Researcher of Strategy International και Member of Institute for National and international Security. Διετέλεσε Διοικητής της Ναυτικής Διοίκησης Βορείου Ελλάδος.
*Ο Υποναύαρχος ε.α. Δημήτριος Τσαϊλάς είναι Senior Researcher of Strategy International και Member of Institute for National and international Security. Διετέλεσε Διοικητής της Ναυτικής Διοίκησης Βορείου Ελλάδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου