MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Το πέμπτο μνημόνιο

Η εκτίμηση της κυβέρνησης για το ρυθμό ανάπτυξης του 2021, για την άνοδο δηλαδή του ΑΕΠ, είναι αρκετά αισιόδοξη – στο 5,5% χωρίς την εισροή των ευρωπαϊκών πόρων και στο 7,5% με την εισροή. Μετά την κατάρρευση βέβαια του 2020, την ύφεση σχεδόν κατά 10%, όταν είχε υποσχεθεί ανάπτυξη 4%, δεν είναι καθόλου απίθανο το 5,5% – αν και ελλοχεύει ένας ακόμη κίνδυνος: ο αποπληθωρισμός (=η πτώση των τιμών) που μάλλον θα διαμορφωθεί στο 2% το 2020, αυξάνοντας ανάλογα τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού κράτους και επιχειρήσεων, δυσχεραίνοντας τις επενδύσεις. Ακόμη όμως και αν επαληθευτούν οι προβλέψεις για το 2021, δεν θα επιλύσουν κανένα πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας που συνεχίζει να λειτουργεί με ένα εντελώς λανθασμένο οικονομικό μοντέλο – οπότε, για να «μαζευτούν» ξανά τα μεγέθη που ξέφυγαν, τα δίδυμα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος, πιθανότατα θα επιβληθεί ένα νέο μνημόνιο, αν και μάλλον με κάποιο διαφορετικό όνομα. Εάν μας ρωτούσε βέβαια κάποιος για την επιτυχία του, θα του υποδεικνύαμε να μελετήσει την οικονομική ιστορία των προηγουμένων ετών – όπου αποδεικνύεται πως η σημερινή κατάσταση της χώρας μας είναι τρισχειρότερη, σε σχέση με το 2010.


Ανάλυση

Εισαγωγικά, επειδή η σχέση των μακροοικονομικών με την πολιτική είναι μεγάλη, ο ρόλος των οικονομολόγων δεν είναι άλλος από το να την καθιστούν κατανοητή στους Πολίτες, αφού αυτοί ψηφίζουν καθορίζοντας το μέλλον της χώρας τους – αποφεύγοντας ορολογίες που δεν είναι κατανοητές. Ξεκινώντας λοιπόν από τον προϋπολογισμό, το πρώτο βασικό στοιχείο του είναι το έλλειμμα ή το πλεόνασμα του – όπου το μεν πρώτο είναι αντίστοιχο με τη ζημία μίας επιχείρησης, ενώ το δεύτερο με τα κέρδη της.

Εν προκειμένω, το έλλειμμα, η ζημία δηλαδή, αυξάνει το δημόσιο χρέος – ενώ το πλεόνασμα το μειώνει. Οι πωλήσεις δημόσιας περιουσίας, όπως των παγίων μίας επιχείρησης (=ακίνητα, μηχανήματα, αυτοκίνητα κλπ.) μειώνουν επίσης το χρέος, αλλά δεν οφείλεται στην κερδοφορία της – ενώ επειδή δεν είναι επαναλαμβανόμενες, λόγω του ότι δηλαδή μία μόνο φορά μπορεί να πουλήσει κανείς ένα ακίνητο, δεν πρέπει να τις λαμβάνει κανείς υπ’ όψιν.

Περαιτέρω, όλοι οι προϋπολογισμοί της Ελλάδας μετά το 1982 είχαν ελλείμματα, τα οποία δεν ανταποκρίνονταν ποτέ με τα προϋπολογισμένα – από το 1982 έως το 1993 κατά μέσον όρο -8,2% ετήσια πάνω από το στόχο τους. Ανάλογα λοιπόν αυξάνονταν τα χρέη σε απόλυτο μέγεθος. Από το 1993 έως και το 2005 ο αριθμός αυτός περιορίσθηκε στο -3,9% με αποτέλεσμα ο μέσος όρος 1982 έως 2005 να διαμορφωθεί στο -6,3%. Από το 2007 δε έως το 2009, η κατάσταση ξέφυγε εντελώς – με τελική κατάληξη το υπέρογκο έλλειμμα του 2009 στο -12,7% εάν εξαιρέσει κανείς τις αλχημείες της ΕΛΣΤΑΤ κατ’ εντολή πιθανότατα του ΔΝΤ που το διόγκωσαν στο -15,4%.

Αναφερόμαστε σε απόλυτο μέγεθος όσον αφορά το δημόσιο χρέος, επειδή η συνήθης μέτρηση του ως ποσοστό του ΑΕΠ δίνει μία διαφορετική εικόνα – αφού μπορεί μεν το χρέος να αυξάνεται, αλλά η σχέση του με το ΑΕΠ να μειώνεται, εάν η άνοδος του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερη. Η εξέλιξη τώρα όλων αυτών των μεγεθών από το 1995 έως το 2017 φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί – όπου στη θέση δημοσιονομικό ισοζύγιο αναφέρονται τα ελλείμματα χωρίς την πώληση παγίων και διαγραφών (PSI, επαναγορά ομολόγων) ενώ στην τέταρτη μαζί με αυτά.



Συνεχίζοντας, εκτός από το δημόσιο χρέος υπάρχει και το ιδιωτικό, το οποίο αντιπροσωπεύει το καθαρό ποσόν (=συνολικές τρέχουσες υποχρεώσεις μείον τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία σε τρέχουσες τιμές – net amount liabilities) των υποχρεώσεων των νοικοκυριών, των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά (πηγή) – η εξέλιξη των οποίων στην Ελλάδα φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί.


Τέλος, θα πρέπει κανείς να μετράει και το κόκκινο ιδιωτικό χρέος – αυτό δηλαδή που δεν μπορούν να πληρώσουν οι Πολίτες στο κράτος (εφορίες κλπ.), στις τράπεζες και στους διαφόρους οργανισμούς. Το χρέος αυτό, από μηδαμινό το 2009, είχε εκτοξευθεί στο 180% του ΑΕΠ στα τέλη περίπου του 2018 (γράφημα) – σημειώνοντας πως όλο το χρονικό διάστημα των μνημονίων μειώνονται οι τιμές των ιδιωτικών και δημοσίων παγίων στην Ελλάδα (ακίνητα, αξία επιχειρήσεων κλπ.), οπότε αντίστοιχα τα χρέη ως προς αυτά.

Στα απλά αυτά πλαίσια, όταν βλέπει κανείς στο προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2021 ότι, το ΑΕΠ του 2020 τοποθετείται στα 170,7 δις € από 187,4 δις € το 2019, κατανοεί πως όλοι οι παραπάνω δείκτες θα επιδεινωθούν σε μεγάλο βαθμό – με το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης, ολόκληρου του κράτους δηλαδή στο 216,2% του ΑΕΠ από 189,9% προηγουμένως, ενώ της Γενικής Κυβέρνησης που αποτελεί το πραγματικό κριτήριο στο 197,4% από 176,5% το 2019. Εύλογα, αφού το έλλειμμα του προϋπολογισμού του 2020 θα πλησιάσει το 10% του ΑΕΠ (8,2% κατά την κυβέρνηση), αυξάνοντας ανάλογα το δημόσιο χρέος – ενώ η επιδότηση των 19,5 δις € που αναμένουμε από την ΕΕ με αφετηρία το 2ο εξάμηνο του 2021, απλά θα καλύψει το έλλειμμα του 2020.

Εκτός του ελλείμματος τώρα του προϋπολογισμού, υπάρχει και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – αυτό δηλαδή που προκύπτει εάν από όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες όπως ο τουρισμός που εξάγουμε, αφαιρέσουμε αυτά που εισάγουμε. Το συγκεκριμένο έλλειμμα που στην ουσία αυξάνει το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος, επίσης κορυφώθηκε το 2008/9 (γράφημα) – ενώ στη συνέχεια συρρικνώθηκε με την επιβολή της εσωτερικής υποτίμησης (=μείωση μισθών και συντάξεων), καταστρέφοντας όμως παράλληλα την οικονομία.

Υπολογίζουμε πως το 2020 θα διαμορφωθεί επίσης στο -10% αυξάνοντας ανάλογα το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος – σημειώνοντας πως όταν αναφερόμαστε σε δίδυμα ελλείμματα πρόκειται για τα δύο παραπάνω (προϋπολογισμός, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών), ενώ σε δίδυμα χρέη για το δημόσιο και το ιδιωτικό, καθαρό ή κόκκινο.

Η εκτίμηση τώρα της κυβέρνησης για το ρυθμό ανάπτυξης του 2021, για την άνοδο δηλαδή του ΑΕΠ, είναι αρκετά αισιόδοξη – στο 5,5% χωρίς την εισροή των ευρωπαϊκών πόρων και στο 7,5% με την εισροή. Μετά την κατάρρευση βέβαια του 2020, την ύφεση σχεδόν κατά 10%, όταν είχε υποσχεθεί ανάπτυξη 4%, δεν είναι καθόλου απίθανο το 5,5% – αν και ελλοχεύει ένας ακόμη κίνδυνος: ο αποπληθωρισμός (=η πτώση των τιμών) που μάλλον θα διαμορφωθεί στο 2% το 2020, αυξάνοντας ανάλογα τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού κράτους και επιχειρήσεων, δυσχεραίνοντας τις επενδύσεις.

Ακόμη όμως και αν επαληθευτούν οι προβλέψεις για το 2021, δεν θα επιλύσουν κανένα πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας που συνεχίζει να λειτουργεί με ένα εντελώς λανθασμένο οικονομικό μοντέλο – οπότε, για να «μαζευτούν» ξανά τα μεγέθη που ξέφυγαν, τα δίδυμα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος, πιθανότατα θα επιβληθεί ένα νέο μνημόνιο, αν και μάλλον με κάποιο διαφορετικό όνομα. Εάν μας ρωτούσε βέβαια κάποιος για την επιτυχία του, θα του υποδεικνύαμε να μελετήσει την οικονομική ιστορία των προηγουμένων ετών – όπου αποδεικνύεται πως η σημερινή κατάσταση της χώρας μας είναι τρισχειρότερη, σε σχέση με το 2010.

Βασίλης Βιλιάρδος

Πηγή : https://analyst.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου