Οι εμπορικές τράπεζες είναι σε θέση να κερδίζουν, εάν έχουν βέβαια αρκετούς πελάτες, ακόμη και με αρνητικά επιτόκια – ακριβώς επειδή τα δάνεια πολλαπλασιάζουν τα χρήματα τους, ενώ η επιστροφή των δανείων «καίει» τα νέα χρήματα που είχαν δημιουργήσει από το πουθενά. Αυτό που τους μένει λοιπόν, όταν εξοφλούνται τα δάνεια τους, είναι το κέρδος – ενώ η παραπάνω διαδικασία τεκμηριώνει πως το πρόβλημα τους δεν είναι συνήθως η έλλειψη χρημάτων, αλλά η μη ύπαρξη αξιόχρεων δανειοληπτών, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. Τεκμηριώνει επίσης γιατί στο παρελθόν έδιναν όσα περισσότερα δάνεια τους επιτρεπόταν, υπολογίζοντας επί πλέον πως τα κράτη δεν θα τις έκλειναν – πως θα ιδιωτικοποιούσαν τα κέρδη, κοινωνικοποιώντας τις ζημίες τους, εκμεταλλευόμενες το ετεροβαρές ρίσκο (=ηθικός κίνδυνος).
“Ουσιαστικά οι εμπορικές τράπεζες δανείζουν αέρα έναντι εμπράγματων αξιών (ακίνητα, επιχειρήσεις κοκ.), κερδίζοντας χρήματα από αυτόν τον αέρα, τους τόκους – έχοντας επί πλέον το αποκλειστικό μονοπώλιο στην όλη διαδικασία”.
Ανάλυση
Εισαγωγικά, όταν το ονομαστικό επιτόκιο και το ποσοστό πληθωρισμού είναι ίσα, τότε το πραγματικό επιτόκιο (=ονομαστικό μείον τον πληθωρισμό) είναι μηδέν. Εν προκειμένω, η επιστροφή ενός δανείου μαζί με τους τόκους του, δεν έχει μεγαλύτερη αξία από αυτήν που είχε όταν δόθηκε – με την έννοια πως ο δανειστής δεν πραγματοποιεί κανένα κέρδος.
Εν τούτοις κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τις εμπορικές τράπεζες, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να κερδίζουν ακόμη και όταν το πραγματικό επιτόκιο είναι μηδέν ή ακόμη και αρνητικό – ενώ ακριβώς αυτή η ικανότητα τους τις διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους δανειστές, όπως είναι οι γνωστοί τοκογλύφοι.
Ειδικότερα, υποθέτουμε με στόχο να επικεντρωθούμε μόνο στο παραπάνω θέμα (α) πως η παροχή ενός δανείου δεν έχει κόστος, (β) ότι όλα τα δάνεια μαζί με τους τόκους τους επιστρέφονται εμπρόθεσμα, οπότε δεν υπάρχουν απώλειες, (γ) πως οι ταμειακές εκροές είναι ίσες με τις εισροές, (δ) ότι η διάρκεια του δανείου είναι δώδεκα μήνες, (ε) πως ο πληθωρισμός είναι 3%, καθώς επίσης (στ) ότι το επιτόκιο δανεισμού είναι 3%.
Περαιτέρω, στο γράφημα που ακολουθεί εξετάζουμε εν πρώτοις τις λογιστικές εγγραφές, τον Ισολογισμό καλύτερα ενός απλού δανειστή – ο οποίος, σε αντίθεση με τις τράπεζες (ανάλυση), μπορεί να δανείσει μόνο τα χρήματα που έχει στο ταμείο του ή στον τραπεζικό λογαριασμό του. Κάτι ανάλογο άλλωστε συμβαίνει με αυτόν που νοικιάζει αυτοκίνητα – αφού είναι σε θέση να νοικιάζει μόνο αυτά που του έχουν επιστρέψει οι προηγούμενοι πελάτες του. Στα πλαίσια αυτά, οι εγγραφές του απλού δανειστή πριν το δανεισμό, μετά το δανεισμό και μετά την τελική εξόφληση είναι οι εξής:
Διαπιστώνεται λοιπόν πως όταν δανείζει 1.000 € με 3% επιτόκιο και με πληθωρισμό 3%, το ονομαστικό κέρδος του είναι μεν 30 €, αλλά το πραγματικό (=αφαιρουμένου του πληθωρισμού) μηδέν – οπότε δεν έχασε μεν από τον πληθωρισμό κρατώντας τα χρήματα στο ταμείο του, αλλά ούτε κέρδισε, ενώ ήταν εκτεθειμένος στο ρίσκο της μη επιστροφής του κεφαλαίου του (όταν αναφερόμαστε σε απώλεια λόγω πληθωρισμού εννοούμε την αντίστοιχη μείωση της αγοραστικής αξίας των χρημάτων – απλούστερα, πως με τα ίδια χρήματα αγοράζουμε λιγότερα αγαθά ή υπηρεσίες).
Συνεχίζοντας, στο επόμενο γράφημα εξετάζουμε τις αντίστοιχες εγγραφές (Ισολογισμό) μίας εμπορικής τράπεζας, η οποία διαθέτει όπως ο δανειστής του παραδείγματος μας ίδια (=δικά της) κεφάλαια 1.000 € – απέναντι στα οποία όμως δημιουργείται αυτόματα ένα ίσο ποσόν στην κεντρική τράπεζα, όπως έχουμε αναλύσει στο παρελθόν (πηγή).
Εν προκειμένω, τα δικά της κεφάλαια και το κέρδος της εμπορικής τράπεζας που δανείζει 1.000 € με 3% επιτόκιο και με πληθωρισμό 3% είναι τα ίδια, όπως στον απλό δανειστή – όπου όμως υπάρχει μία πολύ σημαντική διαφορά μεταξύ τους: ειδικότερα, ενώ ο απλός δανειστής δεν έχει πια άλλα χρήματα για να δανείσει έως ότου του επιστραφούν τα προηγούμενα, όπου στο ενεργητικό (=αριστερά) του Ισολογισμού του αντί χρήματα έχει την απαίτηση απέναντι στο δανειολήπτη, η τράπεζα διαθέτει με έναν μαγικό τρόπο το ίδιο ποσόν σε κεντρικά χρήματα, όπως ακριβώς πριν από το δανεισμό.
Ως εκ τούτου, η τράπεζα δεν έχει δανείσει χρήματα, αλλά δημιούργησε καινούργια μέσω της παροχής του δανείου – οπότε στον τραπεζικό Ισολογισμό, στη μέση του γραφήματος, δεν υπάρχει μία αλλαγή της θέσης «χρήματα» (ταμείο) με τη θέση «απαίτηση» όπως στον απλό δανειστή, αλλά μία επιμήκυνση του Ισολογισμού της προς τα κάτω. Έτσι, στη μέση του γραφήματος, στη μία πλευρά προστίθεται το δάνειο των 1.000 € με επιτόκιο 3%, ενώ στην άλλη η αντίστοιχη κατάθεση του πελάτη της ύψους 1.000 €.
Ενώ τώρα οι δυνατότητες δανεισμού του απλού δανειστή έχουν εξαντληθεί, αφού δάνεισε όλα τα χρήματα που είχε, η εμπορική τράπεζα συνεχίζει να είναι σε θέση να δανείζει νέα χρήματα, έως το ποσόν των 11.500 € – όπου υπεραπλουστευμένα φτάνει στα όρια του επιτρεπτού όχι επειδή της εξαντλούνται τα χρήματα, αλλά λόγω της υποχρέωσης της από τη σύμβαση της Βασιλείας να διαθέτει το 8% του ενεργητικού της σε ίδια κεφάλαια. Ως εκ τούτου οι εγγραφές (Ισολογισμός) της διαμορφώνονται στο τρίτο γράφημα ως εξής:
Συμπερασματικά λοιπόν η τράπεζα, διαθέτοντας τα ίδια χρήματα με έναν απλό δανειστή, τα αυξάνει με την παροχή δανείων – με αποτέλεσμα από το αρχικό της κεφάλαιο των 1.000 € να παρέχει δάνεια 11.500 €, οπότε το ονομαστικό κέρδος της να διαμορφώνεται τελικά στα 350 € αντί στα 30 του απλού δανειστή. Εάν δε από αυτά αφαιρεθεί ο πληθωρισμός 3%, τα κέρδη της δεν θα είναι μηδενικά, αλλά 306 € – ενώ με την εξόφληση του δανείου δεν θα ήταν σε θέση να δανείσει μόνο 1.030 € όπως ο απλός δανειστής, αλλά 1.350 € με την αύξηση τους στα 15.525 € από 11.500 € προηγουμένως κοκ.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, στο παράδειγμα μας η εμπορική τράπεζα κέρδισε 34,5% ή 30,6%* μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού, διαθέτοντας 1.000 € ίδια κεφάλαια – ενώ ο απλός δανειστής 3% ή καθόλου μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού. Επομένως είναι αδύνατον να την ανταγωνιστεί – ενώ το γεγονός ότι, η τράπεζα κερδίζει τέτοια ποσά ακόμη και με μηδενικά πραγματικά επιτόκια, τεκμηριώνει απόλυτα τον τοκογλυφικό της χαρακτήρα.
Πόσο μάλλον όταν είναι σε θέση να αγοράζει επί πλέον πάγια, όπως είναι οι μετοχές, τα ομόλογα και τα ακίνητα, δημιουργώντας επίσης χρήματα από το πουθενά – ενώ κάθε φορά που αυξάνει τα ίδια κεφάλαια της, πολλαπλασιάζονται τουλάχιστον κατά 11,5 φορές (ουσιαστικά πολύ περισσότερο).
Σε κάθε περίπτωση, οι εμπορικές τράπεζες είναι σε θέση να κερδίζουν, εάν έχουν βέβαια αρκετούς πελάτες, ακόμη και με αρνητικά επιτόκια – ακριβώς επειδή τα δάνεια πολλαπλασιάζουν τα χρήματα τους, ενώ η επιστροφή των δανείων «καίει» τα νέα χρήματα που είχαν δημιουργήσει από το πουθενά. Αυτό που τους μένει λοιπόν, όταν εξοφλούνται τα δάνεια τους, είναι το κέρδος – ενώ η παραπάνω διαδικασία τεκμηριώνει πως το πρόβλημα τους δεν είναι συνήθως η έλλειψη χρημάτων, αλλά η μη ύπαρξη αξιόχρεων δανειοληπτών, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας.
Τεκμηριώνει επίσης γιατί στο παρελθόν έδιναν όσα περισσότερα δάνεια τους επιτρεπόταν, υπολογίζοντας επί πλέον πως τα κράτη δεν θα τις έκλειναν – πως θα ιδιωτικοποιούσαν τα κέρδη, κοινωνικοποιώντας τις ζημίες τους, εκμεταλλευόμενες το ετεροβαρές ρίσκο (ανάλυση).
*Σημείωση: Το ποσοστό κέρδους στο παραπάνω παράδειγμα της εμπορικής τράπεζας υπολογίσθηκε με την τοποθέτηση του ονομαστικού ιδίου κεφαλαίου στο χρονικό σημείο της εξόφλησης του 3% υψηλότερα από ότι κατά τη συμφωνία δανεισμού – έτσι ώστε η μικτή επιστροφή του δανείου να ισοσκελίζει την πληθωριστική μείωση του κεφαλαίου κατά 30 €. Το υπόλοιπο κέρδος ύψους 315 € τοποθετήθηκε απέναντι στα 1.030 € και υπολογίσθηκε ως ποσοστό επί αυτών (Βιβλιογραφία: J. Nanninga).
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου