Οι κεντρικές τράπεζες υπηρετούν τα συμφέροντα των ιδιωτικών τραπεζών και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού τομέα – πόσο μάλλον όταν, με τη βοήθεια του δικού τους λόμπι οικονομολόγων, έχουν αποκτήσει μία εξτρεμιστική ανεξαρτησία από τις κυβερνήσεις (=από τα κράτη). Άλλωστε η πλειοψηφία των οικονομολόγων που ασχολούνται με την οικονομία του χρήματος, με το σύστημα του χρέους, αμείβονται ή από τις ιδιωτικές τράπεζες, ή από τις κεντρικές, είτε ως υπάλληλοι τους, είτε ως ελεύθεροι συνεργάτες τους. Αντί λοιπόν να υποχρεώνονται να συμπεριφέρονται σωστά οι τράπεζες από τα κράτη, οι κεντρικές τράπεζες φροντίζουν σήμερα ως η πέμπτη φάλαγγα του χρηματοπιστωτικού κλάδου, έτσι ώστε ή Πολιτεία και οι Πολίτες της να παραμένουν εξαρτημένοι από τις χρηματαγορές – από την πέμπτη εξουσία, για να «συμβαδίζει» η Δημοκρατία με τις αγορές, παραμένοντας όμηρος τους. Δυστυχώς όμως δεν το καταλαβαίνουν ούτε η Πολιτεία, ούτε οι Πολίτες – αφού έχουν πεισθεί με τη βοήθεια των διατεταγμένων ΜΜΕ, οικονομολόγων, πολιτικών κλπ. πως τα κράτη είναι ανίκανα να χειρισθούν τα χρήματα, τις τράπεζες και την οικονομία εν γένει, ενώ οι ιδιώτες κυριολεκτικά Θεοί. Έτσι οι αγορές καταφέρνουν να ζουν πλουσιοπάροχα, εις υγεία των κορόιδων. Εις βάρος των Πολιτών δηλαδή που απομυζούνται αχόρταγα, έχοντας κλέψει όλα τους τα προνόμια συν τη Δημοκρατία – απλά και μόνο επειδή οι Πολίτες δεν κατανοούν πως λειτουργεί το σύστημα, οπότε είναι θύματα της χειραγώγησης και της προπαγάνδας που τους ασκείται. Ακριβώς για το συγκεκριμένο λόγο αμφιβάλουν πάντοτε και αρνούνται να δεχθούν τις λύσεις που τους προτείνονται – παρά το ότι είναι πολύ απλές και εύκολες στην υιοθέτηση τους, αρκεί φυσικά να υπάρχει συλλογική βούληση
Ανάλυση
Η ΕΕ και η Ευρωζώνη βιώνουν μία οικονομική κρίση, από την οποία πολύ δύσκολα θα επιβιώσουν – έχοντας εκφράσει την άποψη πως η ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2010 ήταν η τελευταία που μπόρεσε να ξεπερασθεί εν μέρει, με εξαίρεση την Ελλάδα, με τη βοήθεια της ΕΚΤ. Δυστυχώς το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο δημιούργησε ένα ακόμη πρόβλημα, αμφισβητώντας αφενός μεν την ανεξαρτησία της ΕΚΤ (αν και σωστά), αφετέρου το ευρωπαϊκό δικαστήριο (πηγή) – γεγονός που σημαίνει ότι, πολλές άλλες χώρες θα το μιμηθούν όπως η Πολωνία ή η Ουγγαρία, τοποθετώντας το εθνικό τους Δίκαιο πάνω από το κοινοτικό και τινάζοντας στον αέρα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Πόσο μάλλον όταν δεν είναι μόνο η Ιταλία που αδυνατεί να ανταπεξέλθει με το δημόσιο χρέος της υπό τις παρούσες συνθήκες, αναζητώντας ενδεχομένως τη λύση εκτός της Ευρωζώνης ή η Γαλλία που καταρρέει (πηγή) – αλλά και η Γερμανία που μάλλον επιδιώκει την έξοδο της από την Ευρωζώνη, αντιλαμβανόμενη πως ευρίσκεται σε πορεία διάλυσης. Μοναδική λύση φαίνεται να είναι τα διαρκή ομόλογα (perpetual bonds) ή ακόμη καλύτερα τα Consol που θα εκδιδόταν από την Κομισιόν ή/και την ΕΚΤ – με τα οποία όμως δεν πρόκειται να συμφωνήσει η Γερμανία.
Από την άλλη πλευρά, διαγράφεται καθαρά στον ορίζοντα ο κίνδυνος υπερπληθωρισμού – παρά το ότι σήμερα, με τη ζήτηση στο ναδίρ λόγω του COVID-19, με την ανεργία να αυξάνεται, με τις χρεοκοπίες να κλιμακώνονται, με τις τιμές του πετρελαίου να έχουν καταρρεύσει και με την ύφεση στο ζενίθ, φαίνονται ανόητοι τέτοιοι φόβοι. Εάν όμως κατανοήσει κανείς πως ο πληθωρισμός (=ανοδικό σπιράλ μισθών και τιμών) διατηρήθηκε χαμηλός τις τελευταίες δεκαετίες λόγω της παγκοσμιοποίησης, των ανοιχτών συνόρων με την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, κεφαλαίων και εμπορευμάτων, καθώς επίσης της Κίνας, ενώ όλα αυτά σήμερα αποτελούν παρελθόν, όταν παράλληλα κλιμακώνεται ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, θα αντιληφθεί πως οι φόβοι μας είναι ρεαλιστικοί.
Με απλά λόγια, η παγκοσμιοποίηση είχε ως αποτέλεσμα μία σχεδόν ανεξάντλητη προσφορά προϊόντων – ενώ ο περιορισμός της θα συρρικνώσει κατά πολύ αυτήν την προσφορά, προκαλώντας την άνοδο των τιμών που αργά ή γρήγορα οδηγεί στην άνοδο των μισθών, μέσα από ένα αυτοτροφοδοτούμενο ανοδικό σπιράλ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πετρελαϊκό σοκ της δεκαετίας του 1970, όπου τα κράτη και οι κεντρικές τράπεζες τροφοδοτούσαν με μεγάλες ποσότητες χρημάτων την Οικονομία για να κινηθεί ξανά – με αποτέλεσμα η αύξηση της ζήτησης με τη βοήθεια της κρατικής στήριξης να έλθει αντιμέτωπη με μία περιορισμένη προσφορά, όπως συμβαίνει σήμερα. Έτσι προκλήθηκε η άνοδος των τιμών και αμέσως μετά των μισθών – οπότε ένας συνεχώς κλιμακούμενος πληθωρισμός που ουσιαστικά διήρκεσε έως τις αρχές του 1990, όπου ξεκίνησε η παγκοσμιοποίηση.
Ο δεύτερος παράγοντας που θα ενισχύσει τον υπερπληθωρισμό, θα προέλθει από το προβλεπόμενο κύμα χρεοκοπιών, λόγω της βαθιάς ύφεσης που προκαλεί η πανδημία – με αποτέλεσμα οι μεγάλες επιχειρήσεις να γίνουν ακόμη μεγαλύτερες, μεταξύ άλλων μέσω των κρατικών ενισχύσεων. Επομένως ο ανταγωνισμός θα αποδυναμωθεί, ενώ οι εταιρικοί όμιλοι που θα επιβιώσουν θα μπορούν να επιβάλουν τις τιμές που θέλουν, κατέχοντας μία μονοπωλιακή σχεδόν θέση στους κλάδους τους.
Ο τρίτος και τελευταίος παράγοντας είναι το δημογραφικό πρόβλημα, ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη – το οποίο θα οδηγήσει στη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, οπότε στη μείωση της προσφοράς στην αγορά εργασίας και επομένως στην άνοδο των μισθών (εκτός εάν το κενό καλυφθεί με μετανάστες).
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει όλα τα κράτη να προετοιμάζονται για να αντιμετωπίσουν αυτούς τους κινδύνους – ειδικά μία χώρα όπως η Ελλάδα, ουσιαστικά η πιο χρεοκοπημένη στην παγκόσμια ιστορία, με το δημόσιο και με το κόκκινο ιδιωτικό της χρέος στη στρατόσφαιρα, με μία απίστευτα αρνητική καθαρή εξωτερική θέση (-150% που σημαίνει πως οι ξένοι κατέχουν 150% περισσότερα πάγια στην Ελλάδα από ότι η Ελλάδα στο εξωτερικό) και με μία πολύ μεγαλύτερη ύφεση μπροστά της, συγκριτικά με όλα τα υπόλοιπα κράτη.
Στα πλαίσια αυτά, οφείλει κανείς να εμβαθύνει στη σύγχρονη νομισματική θεωρία (ΜΜΤ), η οποία θα μπορούσε να δώσει λύσεις – είτε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, είτε σε εθνικό εάν διαλυθεί η Ευρωζώνη, όπου η διαγραφή ενός μεγάλου μέρους των χρεών των υπερχρεωμένων κρατών, τραπεζών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, θα καταστεί αναπόφευκτη.
Η σύγχρονη νομισματική θεωρία (ΜΜΤ)
Συνεχίζοντας, η ΜΜΤ στηρίζεται στη θεωρία του κρατικού χρήματος – όπου το κράτος μετατρέπει ορισμένα χρεόγραφα σε χρήματα, μέσω της κυκλοφορίας τους, της αναγνώρισης τους ως μέσο πληρωμής και της απαίτησης του να πληρώνονται με αυτά οι εισφορές, καθώς επίσης οι φόροι. Από την οπτική γωνία της ΜΜΤ, οι εισφορές και οι φόροι, καθώς επίσης τα ομόλογα, δεν χρηματοδοτούν τις κρατικές δαπάνες – αλλά φροντίζουν έτσι ώστε το κράτος να αποσύρει από την κυκλοφορία ένα μέρος των χρημάτων που έχει το ίδιο δημιουργήσει, για να μπορεί να κυκλοφορεί καινούργια χωρίς το φόβο του πληθωρισμού. Εκτός αυτού, μέσω των φόρων επιτυγχάνεται η αναδιανομή των εισοδημάτων.
Εάν τώρα φαντασθεί κανείς πολύ απλοποιημένα τη δομή της οικονομίας του χρήματος, με το κράτος από τη μία πλευρά συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής του τράπεζας και με τον ιδιωτικό τομέα από την άλλη, τότε το σύστημα λειτουργεί ακριβώς όπως το περιγράψαμε παραπάνω. Εάν όμως διαμορφώσει έναν ιδιωτικό τραπεζικό τομέα χωριστό από την υπόλοιπη οικονομία και μία κεντρική τράπεζα χωριστή από το κράτος, τότε αλλάζουν πάρα πολλά – σημειώνοντας πως η ΜΜΤ απαιτεί να ανήκει η κεντρική τράπεζα αποκλειστικά και μόνο στο κράτος, αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος του.
Εν προκειμένω βοηθάει σε μεγάλο βαθμό για την κατανόηση της ΜΜΤ η ανάλυση του M. Hudson με τον τίτλο «Η χρήση και η κατάχρηση της ΜΜΤ» (πηγή) – αρκεί να καταλάβει κανείς πως η ΜΜΤ είναι μία θεωρία που αφορά τον τρόπο λειτουργίας μίας οικονομίας χρήματος και όχι ένα οικονομικό-πολιτικό πρόγραμμα, ενώ δεν είναι ούτε αριστερή, ούτε δεξιά, όπως οφείλει ένα σύγχρονο πολιτικό σύστημα.
Περαιτέρω, είναι εύκολο να εξηγήσουμε γιατί οι συντηρητικοί ως συνήγοροι αυτών που έχουν κεφαλαιακά εισοδήματα, καθώς επίσης του τραπεζικού κλάδου, πολεμούν κατά παράδοση την ΜΜΤ. Απλούστατα, όσο οι πολιτικοί και οι Πολίτες πιστεύουν λανθασμένα ότι, το κράτος στηρίζεται σε φόρους και σε δάνεια για να καλύπτει τις δαπάνες του, τόσο οι πλούσιοι και ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα μπορούν να κερδίζουν σίγουρα χρήματα, δανείζοντας το κράτος – γεγονός που σημαίνει πως κάνουν τα πάντα για να διατηρηθεί η συγκεκριμένη ψευδαίσθηση.
Εκτός αυτού κατέχουν συλλογικά, όλοι μαζί, μία πολύ ισχυρή θέση – επειδή τότε, όσο έχουν δηλαδή οι πολιτικοί και οι Πολίτες την παραπάνω εσφαλμένη εντύπωση, το κράτος πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με τις επιθυμίες των «χρηματαγορών», έτσι ώστε να του εμπιστεύονται αυτοί (οι πλούσιοι και ο χρηματοπιστωτικός τομέας) τα χρήματα τους. Ανάλογα σημαντικό είναι το ότι, όταν το κράτος δεν μπορεί να κυκλοφορήσει αρκετά χρήματα για να διατηρήσει σε λειτουργία την οικονομία (όπως σήμερα στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Γαλλία κλπ. αφού έχουν απομυζήσει τα υφιστάμενα η Γερμανία, η Ολλανδία κοκ., ενώ τα καινούργια χρήματα της ΕΚΤ οδηγούνται στα πλούσια κράτη και στην ελίτ των ελίτ), τότε εκμεταλλεύεται αυτές τις δαπάνες και αυτό το προνόμιο ο ιδιωτικός τραπεζικός τομέας. Με απλά λόγια, αντί το κράτος να εισπράττει τα κέρδη από την έκδοση χρημάτων, με στόχο τη συλλογική ωφέλεια των Πολιτών του, τα εισπράττουν οι τράπεζες – καθώς επίσης, έμμεσα, οι ιδιοκτήτες κεφαλαίων.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα, όπου πάνω από το 90% των χρημάτων που κυκλοφορούν δεν δημιουργούνται ούτε από τα κράτη, ούτε από τις (κρατικές) κεντρικές τράπεζες – αλλά από τις ιδιωτικές τράπεζες με τη μορφή τραπεζικών καταθέσεων, όπου στην ουσία δημιουργούν χρήματα μέσω της παροχής δανείων (ανάλυση). Ακόμη χειρότερα, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες είναι επίσης ιδιωτικές – ενώ γίνεται προσπάθεια κατάργησης ακόμη και των μετρητών χρημάτων που δημιουργούν μόνο οι κεντρικές (ανάλυση), έτσι ώστε οι αχόρταγες ιδιωτικές τράπεζες να έχουν το 100% της δημιουργίας χρημάτων.
Οι ιδιωτικές τράπεζες λοιπόν έχουν μέσω του προνομίου της έκδοσης χρημάτων που τους δόθηκε από τα κράτη, μαζί με τις κρατικές εγγυήσεις των καταθέσεων, το status ενός de facto νόμιμου μέσου πληρωμών – κάτι που φυσικά τους αρέσει, πόσο μάλλον αφού ακόμη και όταν κινδυνεύουν λόγω της κακοδιαχείρισης τους, όπως το 2008, είναι σε θέση να κοινωνικοποιούν τις ζημίες τους, με την έννοια της διάσωσης τους από τα κράτη (=από τους φορολογουμένους). Εν προκειμένω, εάν οι άνθρωποι κατανοούσαν την ΜΜΤ, προφανώς δεν θα αποδέχονταν αυτή τη ληστεία και θα επαναστατούσαν – οπότε λογικά η ΜΜΤ τους παρουσιάζεται ως ανοησία, αγυρτεία και παραλογισμός.
Εδώ ακριβώς διαπιστώνεται η αδυναμία των οπαδών της ΜΜΤ, αφού προσποιούνται πως η κεντρική τράπεζα είναι μέρος της κυβέρνησης, ενώ οι ιδιωτικές τράπεζες ένα είδος «εκτεταμένων χεριών» της κεντρικής τράπεζας, οπότε της κυβέρνησης – όπου το δίδυμο αυτό (κεντρική τράπεζα, ιδιωτικές), υπό την ακριβή καθοδήγηση της κυβέρνησης, διασφαλίζει τη σωστή και «ελαστική» δανειοδότηση της πραγματικής οικονομίας, κάτι που φυσικά δεν συμβαίνει.
Στην πραγματικότητα, οι κεντρικές τράπεζες υπηρετούν σε μεγάλο βαθμό τα συμφέροντα των ιδιωτικών τραπεζών και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού τομέα – πόσο μάλλον όταν με τη βοήθεια του δικού τους λόμπι οικονομολόγων έχουν αποκτήσει μία εξτρεμιστική ανεξαρτησία από τις κυβερνήσεις (=από τα κράτη). Άλλωστε η πλειοψηφία των οικονομολόγων που ασχολούνται με την οικονομία του χρήματος, με το σύστημα του χρέους (πηγή), αμείβονται ή από τις ιδιωτικές τράπεζες, ή από τις κεντρικές, είτε ως υπάλληλοι τους, είτε ως ελεύθεροι συνεργάτες τους.
Αντί λοιπόν να υποχρεώνονται να συμπεριφέρονται σωστά οι τράπεζες από τα κράτη, οι κεντρικές τράπεζες φροντίζουν σήμερα ως η πέμπτη φάλαγγα του χρηματοπιστωτικού κλάδου, έτσι ώστε ή Πολιτεία και οι Πολίτες της να παραμένουν εξαρτημένοι από τις χρηματαγορές – από την πέμπτη εξουσία, για να «συμβαδίζει» η Δημοκρατία με τις αγορές, παραμένοντας όμηρος τους.
Δυστυχώς όμως δεν το καταλαβαίνουν ούτε η Πολιτεία, ούτε οι Πολίτες – αφού έχουν πεισθεί με τη βοήθεια των διατεταγμένων ΜΜΕ, οικονομολόγων, πολιτικών κλπ. πως τα κράτη είναι ανίκανα να χειρισθούν τα χρήματα, τις τράπεζες και την οικονομία εν γένει, ενώ οι ιδιώτες κυριολεκτικά Θεοί.
Η χρήση των πακέτων ποσοτικής διευκόλυνσης (QE)
Συνεχίζοντας, οι οικονομολόγοι που υποστηρίζουν την ΜΜΤ περιγράφουν με σαφήνεια πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σωστά τα χρήματα διάσωσης που δόθηκαν από τα κράτη, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – εάν υπό την κυβέρνηση Obama το αμερικανικό υπουργείο δεν είχε λειτουργήσει ως ένα υποκατάστημα της Goldman Sachs, καθώς επίσης εάν η κεντρική τράπεζα (Fed) ενδιαφερόταν για τα συμφέροντα των Αμερικανών Πολιτών.
Εν προκειμένω, αντί να χρηματοδοτούσαν τις τράπεζες για να ισοσκελίσουν τις ζημίες, για τις οποίες οι ίδιες ευθύνονταν από τα ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης που έδιναν απλά και μόνο για να εισπράξουν τις προμήθειες, από τα κερδοσκοπικά CDO’s κλπ., καθώς επίσης αντί να τους επιτρέπουν τις μαζικές εξώσεις των ιδιοκτητών ακινήτων που λογικά δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις δόσεις λόγω της κρίσης δρομολογώντας τους μαζικούς πλειστηριασμούς των σπιτιών τους, θα μπορούσαν εύκολα να τις υποχρεώσουν να χρησιμοποιήσουν τα κρατικά χρήματα από τα πακέτα διάσωσης για τη μερική διαγραφή των χρεών των οφειλετών τους – σε ανάλογα ποσά, με αυτά που θα πουλούσαν τα ενυπόθηκα δάνεια στα κερδοσκοπικά κεφάλαια. Φυσικά κάτι ανάλογο ισχύει επίσης για την Ελλάδα, όπου οι τράπεζες στηρίχθηκαν με 44 δις € συν 17 δις € από το κράτος εις βάρος του δημοσίου χρέους και άρα των φορολογουμένων Πολιτών – ενώ ταυτόχρονα αφελληνίσθηκαν, πλειστηριάζοντας τα σπίτια των Ελλήνων.
Για τις τράπεζες θα ήταν το ίδιο καλό, αλλά για τους ανθρώπους πολύ καλύτερο – κάτι που όμως δεν θα το επέτρεπε ποτέ και δεν το επέτρεψε η κάστα των δανειστών, επειδή δεν έπρεπε να αγγιχθεί ο θεμελιώδης κανόνας της εξυπηρέτησης και αποπληρωμής των δανείων. Ο «ηθικός κίνδυνος» δηλαδή που επικαλούνται ανέκαθεν οι τράπεζες θα έπρεπε να αποφευχθεί – ένας κανόνας που ισχύει για όλους, αλλά όχι για τις ίδιες, για το καρτέλ του χρήματος (ανάλυση).
Το λάθος της ΜΜΤ
Περαιτέρω, εάν δεν γίνεται διάκριση του κατά πόσον τα νέα χρήματα που δημιουργούνται από την κεντρική ή από τις ιδιωτικές τράπεζες οδηγούνται στο χρηματοπιστωτικό κλάδο ή στην πραγματική οικονομία, όπως συμβαίνει με τους θεωρητικούς της ΜΜΤ, τότε δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν το σημαντικότερο: αφού είναι εντελώς διαφορετικό εάν με τα χρήματα αυτά χρηματοδοτούνται (α) οι παραγωγικές επενδύσεις ή, έστω, η κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών, καθώς επίσης (β) εάν τοποθετούνται σε μετοχές, σε ομόλογα, σε αγορές ακινήτων και σε ολοένα περισσότερο αδιαφανείς «αλυσίδες χρέους», εντός του χρηματοπιστωτικού κλάδου.
Αυτό που παραβλέπεται λοιπόν από τους θεωρητικούς της ΜΜΤ είναι το ότι, τα δάνεια των τραπεζών στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν οδηγούνται στην παραγωγή ή στην κατανάλωση – αλλά στις αγορές ήδη υφιστάμενων σπιτιών, διαμερισμάτων και οικοπέδων, αφού σε σύγκριση με τα ενυπόθηκα δάνεια, τα επιχειρηματικά δάνεια είναι πλέον παγκοσμίως σχεδόν αμελητέα.
Το γεγονός αυτό έχει πολύ ζημιογόνες συνέπειες για την Οικονομία – το ότι δηλαδή ένα μεγάλο μέρος των δανείων, οπότε των νέων χρημάτων, δεν χρησιμοποιείται παραγωγικά. Ειδικότερα, τα χρέη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων αυξάνονται ταχύτερα από την ικανότητα αποπληρωμής τους – οπότε, όσο περισσότερο αυξάνονται τα βουνά των χρεών, τόσο περισσότερα εισοδήματα (χρήματα) αφαιρούνται από την κυκλοφορία και τόσο περισσότερο μειώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης. Το «κυκλοφοριακό αυτό έλλειμμα» θα πρέπει να εξισορροπείτε με όλο και πιο πολλά νέα χρήματα – γεγονός που αργά ή γρήγορα οδηγεί σε μία κρίση χρέους.
Τότε, για να μην καταρρεύσουν οι τράπεζες και ο χρηματοπιστωτικός τομέας, επεμβαίνει το κράτος και κοινωνικοποιεί τις ζημίες – ενώ μπορεί μεν να έχει τη δυνατότητα το κράτος να εξυπηρετεί οποιοδήποτε χρέος στο δικό του νόμισμα, αλλά όχι σε ξένο. Η ΜΜΤ λοιπόν θα έπρεπε να υιοθετήσει την άποψη ότι, η παροχή δανείων θα πρέπει να κατευθύνεται στην πραγματική οικονομία, ενώ η ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος οφείλει να αυξάνεται ανάλογα με την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών – αφού διαφορετικά μία οικονομία οδηγείται σε υπερπληθωρισμό ή/και σε κρίση χρέους.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η μονεταριστική ορθοδοξία, κατά την οποία τα χρέη είναι κάτι πολύ κακό, ενώ πρέπει να τα περιορίζει κανείς ξεπουλώντας τις δημόσιες επιχειρήσεις ή/και μειώνοντας τις συντάξεις, καθώς επίσης τις κοινωνικές παροχές, έχει αποδειχθεί απόλυτα λανθασμένη – πως απλά εξυπηρετεί την 5η φάλαγγα και την 5η εξουσία των αγορών που καταφέρνουν να ζουν πλουσιοπάροχα, εις υγεία των κορόιδων.
Εις βάρος των Πολιτών δηλαδή που απομυζούνται αχόρταγα, έχοντας κλέψει όλα τους τα προνόμια συν τη Δημοκρατία – απλά και μόνο επειδή οι Πολίτες δεν κατανοούν πως λειτουργεί το σύστημα, οπότε είναι θύματα της χειραγώγησης και της προπαγάνδας που τους ασκείται. Ακριβώς για το συγκεκριμένο λόγο αμφιβάλουν πάντοτε και αρνούνται να δεχθούν τις λύσεις που τους προτείνονται – παρά το ότι είναι πολύ απλές και εύκολες στην υιοθέτηση τους, αρκεί φυσικά να υπάρχει συλλογική βούληση.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου