Στην επέτειο των τριάντα ετών από την πτώση του τείχους του Βερολίνου και των περίπου σαράντα ετών από το ξεκίνημα της εποχής της τρίτης παγκοσμιοποίησης με το άνοιγμα των συνόρων της Κίνας προς τα έξω και όχι προς τα μέσα, τα εξής: η Κίνα και η Γερμανία μόνο ως «ατμομηχανές της συμφοράς» θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν, όσον αφορά τον παγκόσμιο ρυθμό ανάπτυξης – αφού τα θηριώδη εμπορικά τους πλεονάσματα βασίζονται στη μειωμένη κατανάλωση στο εσωτερικό τους (χαμηλοί μισθοί σε σχέση με την παραγωγικότητα τους κλπ.), οπότε στην υπερβολική εκμετάλλευση των Πολιτών τους. Επίσης, στην αφαίρεση της κατανάλωσης των εμπορικών εταίρων τους – οπότε στη μείωση του ΑΕΠ των ελλειμματικών χωρών, στην αύξηση της ανεργίας κοκ.
”Όταν ο κόσμος υποφέρει από ένα πολύ χαμηλό επίπεδο αποταμιεύσεων, οι οποίες χρειάζονται για να χρηματοδοτήσουν τις απαιτούμενες επενδύσεις, οι πολιτικές που ενθαρρύνουν την αύξηση των αποταμιεύσεων είναι θετικές, όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.Εάν λοιπόν συμβαίνει κάτι τέτοιο, εάν δηλαδή οι αποταμιεύσεις παγκοσμίως είναι πολύ χαμηλές, τότε οι οικονομίες με πλεονάζουσες αποταμιεύσεις, δημιουργούν ανάπτυξη στο εξωτερικό – εξάγοντας το πλεόνασμα αυτό όπου είναι αναγκαίο.Στην παραπάνω περίπτωση η υιοθέτηση πολιτικών, από την πλευρά της προσφοράς, οι οποίες εστιάζουν στους τρόπους δημιουργίας πρόσθετων αποταμιεύσεων, μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη ανάπτυξη, καθώς επίσης τη διάχυση του πλούτου προς τα κάτω (trickle-down wealth expansion).Όμως, όταν οι παγκόσμιες αποταμιεύσεις είναι αρκετά υψηλές, όπως συμβαίνει σήμερα, καθώς επίσης πολύ εύκολο να διακινηθούν ελεύθερα, έτσι ώστε η ισορροπία να μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αύξηση της ανεργίας, ο κόσμος δεν χρειάζεται περισσότερες αποταμιεύσεις – οι οποίες τότε είναι μάλλον καταστροφικές.Δεν είναι απαραίτητες δηλαδή οι επιπρόσθετες αποταμιεύσεις, για να χρηματοδοτήσουν περισσότερες παραγωγικές επενδύσεις – όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί της θεωρίας της προσφοράς. Αντίθετα, ο κόσμος χρειάζεται μεγαλύτερη ζήτηση, όπως σωστά επιμένουν οι υποστηρικτές της «αντίπαλης» θεωρίας (του Keynes).Η περισσότερη βιώσιμη ζήτηση, με τη μορφή των αναγκαίων υποδομών του δημοσίου ή της υψηλότερης κατανάλωσης των πλουσιότερων εργαζομένων (αυξήσεις μισθών), οδηγεί τότε σε περισσότερες παραγωγικές επενδύσεις – με την εκμετάλλευση των «μη χρησιμοποιουμένων πόρων» (ανεκμετάλλευτη παραγωγική δυναμικότητα μίας οικονομίας), συμπεριλαμβανομένων των ανέργων.Εάν υπάρχει λοιπόν κάτι που θα χαρακτηριζόταν ως μία παγκόσμια «μηχανή ανάπτυξης», τότε θα ήταν εκείνη η χώρα, η οποία θα ήταν σε θέση (ή θα αναγκαζόταν) να εισάγει το μεγαλύτερο μέρος των αποταμιευμένων κεφαλαίων, καθώς επίσης να εξάγει το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης – δηλαδή, να έχει το μεγαλύτερο εμπορικό έλλειμμα.Από εδώ συμπεραίνεται ότι, οι χώρες με τα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα, οι οποίες πρέπει να εξάγουν τις υπερβολικά μεγάλες αποταμιεύσεις τους, όπως η Γερμανία και η Κίνα, δεν προκαλούν ανάπτυξη στο εξωτερικό. Επίσης πως εκείνα τα κράτη με τα μεγαλύτερα εμπορικά ελλείμματα, όπως είναι σήμερα οι Η.Π.Α., αποτελούν τις πραγματικές μηχανές ανάπτυξης του πλανήτη – αρκεί φυσικά να μην τους τελειώσουν τα «καύσιμα»” (M. Pettis με παρεμβάσεις).
Ανάλυση
Πριν ασχοληθεί κανείς με τους τρόπους μείωσης του χρέους (επί μέρους διαγραφές, πάγωμα, επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, μηδενικά επιτόκια κλπ.), οφείλει να επικεντρωθεί στη βιώσιμη σταθεροποίηση του – στο να μην αυξάνεται δηλαδή, χωρίς όμως να δημιουργεί παράπλευρα προβλήματα (εξαθλίωση του πληθυσμού, ανεργία, χρεοκοπίες επιχειρήσεων κοκ.).
Αυτό αφορά την Ελλάδα, την Ευρωζώνη και τον υπόλοιπο πλανήτη – αφού το τέρας της υπερχρέωσης ζει και βασιλεύει, ενώ οι ενέργειες των κεντρικών τραπεζών (μηδενικά επιτόκια, πακέτα ποσοτικής χαλάρωσης) συνεχίζουν να το εκτρέφουν.
Ένας από τους σημαντικότερους τρόπους είναι η καταπολέμηση του μερκαντιλισμού, τον οποίο έχουν υιοθετήσει οι πλεονασματικές χώρες, εις βάρος αφενός μεν των Πολιτών τους, αφετέρου ολόκληρου του πλανήτη. Αυτός είναι ουσιαστικά ο στόχος της ανάλυσης μας, από την οποία φαίνονται τόσο οι τεράστιες ζημίες που προκαλεί, όσο και οι κίνδυνοι για την ασφάλεια και την ειρήνη – στην οποία συμπεριλαμβάνουμε τις απειλές εμφυλίων και διακρατικών πολέμων, συμβατικών ή/και οικονομικών.
Μπορεί κανείς να παραθέσει μία σειρά αρνητικών γεγονότων, επικρίνοντας τεκμηριωμένα τις Η.Π.Α. – ειδικά μετά την υιοθέτηση του «ληστρικού» νεοφιλελευθερισμού εκ μέρους τους (1980, Friedman), την αλλαγή στάσης του ΔΝΤ μετά τη μονομερή καταγγελία του κανόνα του χρυσού το 1971 (σοκ του Νίξον), όπου το ταμείο έπαψε να υπηρετεί τη συμφωνία του Bretton Woods, την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τέρατος από τα δεσμά του, τη διεξαγωγή επεκτατικών πολέμων παγκοσμίως, την υπόγεια αποσταθεροποίηση κυβερνήσεων, με στόχο τη διευκόλυνση της ληστείας πολλών χωρών κοκ.
Εν τούτοις, υπάρχει και η καλή πλευρά της υπερδύναμης, αφού κανένας δεν μπορεί να ισχυρισθεί πως η προστασία του πλανήτη από κάθε είδους εγκληματικές «συμμορίες» δεν είναι απαραίτητη ή δεν κοστίζει πανάκριβα – καθώς επίσης πως η χώρα δεν συνεχίζει να είναι η μεγαλύτερη «ατμομηχανή ανάπτυξης» του πλανήτη, όπως συμπεραίνεται εύκολα από την εισαγωγή μας.
Επειδή όμως ο δικός μας γνωστικός τομέας δεν είναι η γεωπολιτική, αλλά η οικονομία, δεν θα αναφερθούμε καθόλου στη συμβολή της υπερδύναμης στην ειρήνη, καθώς επίσης στην ασφάλεια του πλανήτη – ούτε στην εποχή μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπου η επιβίωση της Ευρώπης, πόσο μάλλον η ευημερία της, θα ήταν σχεδόν αδύνατη, εάν δεν χρηματοδοτούταν η διαγραφή/διακανονισμός των χρεών (ειδικά της Γερμανίας), κυρίως εκ μέρους των Η.Π.Α., σε συνδυασμό με το σχέδιο Marshall.
Όλα αυτά αποτελούν άλλωστε παρελθόν – ενώ οι όποιες «καλές πράξεις» του παρελθόντος, δεν δικαιολογούν σε καμία περίπτωση τυχόν εγκλήματα του μέλλοντος. Θα αναφερθούμε λοιπόν στο παρόν, εξετάζοντας μόνο την οικονομική του πλευρά – ειδικά το εάν οι δύο μεγαλύτερες πλεονασματικές οικονομίες σήμερα, η Γερμανία και η Κίνα, οι οποίες θεωρούνται ως «οι ατμομηχανές» της παγκόσμιας οικονομίας (της Ευρωζώνης η πρώτη), δικαιολογούν τον «τίτλο» τους.
Οφείλουμε βέβαια να τονίσουμε προκαταβολικά πως η ατμομηχανή ενός τραίνου, η οποία σέρνει τα βαγόνια πίσω της, δεν αυξάνει το βάρος τους – όπως συμβαίνει με την ανάπτυξη της Κίνας ή της Γερμανίας, η οποία δεν ενισχύει καθόλου την ανάπτυξη των υπολοίπων χωρών του πλανήτη, την οποία βοηθούσαν σίγουρα οι Η.Π.Α. Ειδικότερα τα εξής:
Ο μύθος της ατμομηχανής
Η Κινά αναπτύσσεται με ρυθμό άνω του 6% σύμφωνα με τις δηλώσεις της κυβέρνησης της, με τις οποίες οφείλουμε να είμαστε επιφυλακτικοί – γνωρίζοντας ότι σπάνια αντιπροσωπεύουν την αλήθεια. Σε κάθε περίπτωση όμως, η χώρα αυξάνει ραγδαία το ΑΕΠ της, σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιαδήποτε άλλη – οπότε, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, λόγω του μεγάλου μεγέθους της, συμβάλλει σημαντικά στην παγκόσμια ανάπτυξη.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη Γερμανία, όσον αφορά την Ευρωζώνη – τουλάχιστον στο παρελθόν, αφού η οικονομία της έχει επιβραδυνθεί πλέον σημαντικά. Ακριβώς για το λόγο αυτό χαρακτηριζόταν ως η αδιαφιλονίκητη «ατμομηχανή του ευρώ» – αυτή που συνέβαλλε δηλαδή τα μέγιστα στην ευρωπαϊκή ανάπτυξη.
Εν τούτοις, η ανάπτυξη μίας χώρας προκαλεί μία αντίστοιχη εξέλιξη στις άλλες, μόνο όταν λειτουργεί σωστά ο «μηχανισμός μεταβίβασης» – κάτι που δεν συμβαίνει με κανένα από τα δύο παραπάνω κράτη, η ανάπτυξη των οποίων έχει αρνητικά αποτελέσματα για τα υπόλοιπα, τα οποία οδηγούνται ακόμη και στην ύφεση.
Η αιτία της αρρώστιας, η οποία μολύνει τις υπόλοιπες χώρες, είναι τα εμπορικά πλεονάσματα της Κίνας, καθώς επίσης της Γερμανίας – ενώ η Γερμανία έχει ξεπεράσει πλέον την Κίνα, κατέχοντας την πρώτη θέση παγκοσμίως, όσον αφορά το καθαρό της εμπορικό πλεόνασμα. Στο γράφημα αριστερά φαίνονται οι κυριότερες χώρες, όσον αφορά τα εμπορικά ελλείμματα, ενώ στο γράφημα δεξιά αυτές με τα μεγαλύτερα πλεονάσματα, για συγκεκριμένα έτη. .
Υπενθυμίζουμε εδώ το ότι, ένα καθαρό εμπορικό πλεόνασμα δεν δηλώνει πως οι εξαγωγές μίας χώρας είναι υψηλές, αλλά πως οι εξαγωγές της είναι μεγαλύτερες από τις εισαγωγές της (το αντίθετο, όσον αφορά το έλλειμμα). Απλοποιημένα, πως μία πλεονασματική χώρα πουλάει τα προϊόντα της στο εξωτερικό, χωρίς να αγοράζει ανάλογα προϊόντα ή υπηρεσίες από τις άλλες χώρες – κάτι που θα έπρεπε να κάνει, εάν ήθελε να διατηρήσει την ισορροπία, χωρίς να εκμεταλλεύεται τον υπόλοιπο πλανήτη.
Περαιτέρω, η συσσώρευση χρημάτων ξένων χωρών, είτε με τη μορφή υψηλών συναλλαγματικών αποθεμάτων (Κίνα, τα οποία σήμερα προσπαθεί να επενδύσει με το δρόμο του μεταξιού, επειδή αφενός μεν δεν εμπιστεύεται τις Η.Π.Α. διατηρώντας τα σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, αφετέρου για να κυριαρχήσει οικονομικά σε άλλα κράτη), είτε με τις τοποθετήσεις των υπερβαλλόντων κεφαλαίων σε άλλες χώρες (Γερμανία), δεν είναι ο πραγματικός στόχος μίας Οικονομίας – η οποία οφείλει να υπηρετεί τους Πολίτες της, αφού δεν πρόκειται για μία επιχείρηση, αλλά για ένα κράτος.
Απλούστερα, είναι απολύτως φυσιολογικό για μία επιχείρηση να επιδιώκει το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, όταν εμπορεύεται τα προϊόντα της – κάτι που δεν ισχύει για τα κράτη, στα οποία πρέπει να προέχει η ευημερία των Πολιτών τους.
Τα καθαρά εξαγωγικά πλεονάσματα
Εδώ οφείλει να εξηγηθεί γιατί θεωρείται πως τα πλεονασματικά κράτη του είδους της Κίνας ή της Γερμανίας, αδιαφορούν για την ευημερία των Πολιτών τους – όπως συνήθως συμβαίνει στα απολυταρχικά καθεστώτα, στα οποία τα άτομα υποχρεώνονται να ενδιαφέρονται μόνο για το κράτος τους και όχι για τον εαυτό τους. Δεν θα επεκταθούμε βέβαια στη θεωρητική ερμηνεία του ολοκληρωτισμού, μέσα από τη «συλλογικότητα» του οποίου ακόμη και τα αδύναμα άτομα αποκτούν μία καταστροφική δύναμη, ικανή να προκαλέσει μία παγκόσμια δυστυχία.
Στα πλαίσια αυτά, χρειάζονται ορισμένες απλουστευμένες εξισώσεις, στις οποίες έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα στο παρελθόν. Η πρώτη αφορά τη «σύσταση» του ΑΕΠ, σύμφωνα με την οποία:
(α) ΑΕΠ = Κατανάλωση + Επενδύσεις + Δημόσιες
Δαπάνες + Καθαρές Εξαγωγές (εξαγωγές – εισαγωγές)
Εάν οι εξαγωγές είναι υψηλότερες από τις εισαγωγές, τότε ο δείκτης «καθαρές εξαγωγές» (ΚΕ) είναι θετικός, πλεονασματικός – διαφορετικά είναι αρνητικός, ελλειμματικός.
Ένα πλεόνασμα στις καθαρές εξαγωγές τώρα (=εμπορικό πλεόνασμα), εάν όλοι οι άλλοι παράγοντες της εξίσωσης παραμένουν αναλλοίωτοι, αυξάνει το συνολικό εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) μίας χώρας – οπότε μειώνεται η ανεργία, ενώ ένα μέρος του πλεονάσματος καταναλώνεται στο εξωτερικό.
Το αντίθετο συμβαίνει όταν οι καθαρές εξαγωγές είναι αρνητικές, ακόμη και αν η κατανάλωση παραμένει σταθερή: η εσωτερική παραγωγή μειώνεται προς όφελος του εξωτερικού, ενώ η ανεργία αυξάνεται. Ακριβώς για το λόγο αυτό αναφερόμαστε σε εισαγωγή θέσεων εργασίας στην πρώτη περίπτωση, καθώς επίσης σε εξαγωγή απασχόλησης στη δεύτερη. Η επόμενη εξίσωση αφορά τη συνολική αποταμίευση μίας οικονομίας, σύμφωνα με την οποία:
(β) Αποταμίευση = Συνολική παραγωγή (ΑΕΠ) –
Κατανάλωση – Δημόσιες δαπάνες
(κατανάλωση του δημοσίου)
Η αποταμίευση ορίζεται λοιπόν ως η συνολική παραγωγή μίας οικονομίας, η οποία δεν «αναλώνεται» από την εσωτερική κατανάλωση (ιδιωτική) και από τις δαπάνες του κράτους (δημόσια κατανάλωση). Περαιτέρω, εάν στην πρώτη εξίσωση μεταφέρουμε την κατανάλωση και τις δημόσιες δαπάνες αριστερά, τότε θα έχουμε το εξής:
(γ) ΑΕΠ – Κατανάλωση – Δημόσιες δαπάνες = Επενδύσεις +
Καθαρές εξαγωγές
Εδώ γνωρίζουμε ήδη (από το β), πως η αριστερή πλευρά τις εξίσωσης ορίζει τις συνολικές αποταμιεύσεις – οπότε έχουμε το εξής:
(δ) Αποταμιεύσεις = Επενδύσεις + Καθαρές εξαγωγές
Επομένως, οι επενδύσεις, καθώς επίσης οι καθαρές εξαγωγές μίας χώρας είναι εφικτές ακριβώς σε εκείνο το βαθμό, στον οποίο η Οικονομία παραιτείται από τη δημόσια και την ιδιωτική κατανάλωση – γεγονός που ισχύει, ανεξάρτητα από την παραγωγικότητα της. Έτσι καταλήγουμε στην τελευταία μας εξίσωση, σύμφωνα με την οποία:
(ε) Καθαρές Εξαγωγές = Αποταμιεύσεις – Επενδύσεις
Συμπερασματικά λοιπόν, οι Καθαρές Εξαγωγές απαιτούν να είναι οι Αποταμιεύσεις (η παραίτηση δηλαδή από τη δημόσια και ιδιωτική κατανάλωση), υψηλότερες από τις Επενδύσεις. Με απλούστερα λόγια, όσο υψηλότερες είναι οι Επενδύσεις στο εσωτερικό μίας χώρας, τόσο μικρότερες οι Καθαρές Εξαγωγές της (πλεόνασμα εμπορικού ισοζυγίου ή θετικό πρόσημο της διαφοράς «Εξαγωγές – Εισαγωγές»). Ακριβώς για το λόγο αυτό λέγεται πως «η Γερμανία αποταμιεύει μέχρι θανάτου» – ενώ η μείωση των επενδύσεων στο εσωτερικό της φαίνεται από το γράφημα.
Ευτυχώς λοιπόν που η Φύση (η Οικονομία εν προκειμένω) εξισορροπεί από μόνη της τις ανθρώπινες ανοησίες – αφού η μείωση των επενδύσεων στη Γερμανία θα εμποδίσει τη συνέχιση του εγκλήματος (τερατώδες πλεονασματικό ισοζύγιο της τάξης του 8%), όσον αφορά τις υπόλοιπες χώρες του πλανήτη. Αυτό συμβαίνει ήδη, αφού η γερμανική οικονομία έχει πάψει να αναπτύσσεται, «βυθιζόμενη» στα όρια της στασιμότητας.
Η παγίδα των εμπορικών πλεονασμάτων
Με βάση την προηγούμενη θεωρητική ανάλυση, η οποία ελπίζουμε να μην προβληματίζει στην κατανόηση της, μπορούν να δημιουργηθούν εμπορικά πλεονάσματα, μόνο εάν οι αποταμιεύσεις μίας χώρας είναι υψηλότερες από τις επενδύσεις της στο εσωτερικό. Απαιτείται επομένως μία περιορισμένη εσωτερική κατανάλωση ή/και μειωμένες επενδύσεις, γενικότερα μία παραίτηση από τη «Ζήτηση» στο εσωτερικό – αφού διαφορετικά δεν δημιουργούνται πλεονάσματα, τα οποία να μπορούν να εξαχθούν.
Όταν λοιπόν τα εμπορικά πλεονάσματα είναι ο μοχλός ανάπτυξης μίας χώρας, σημαίνει πως οι Πολίτες της πρέπει να καταναλώνουν λιγότερο, καθώς επίσης να μην επενδύουν σε μεγάλο βαθμό. Σύμφωνα δε με μελέτη του ΔΝΤ, η Γερμανία είναι η μοναδική χώρα της Ευρώπης, η οποία επενδύει λιγότερο στο εσωτερικό της, ενώ οι αποταμιεύσεις της αυξάνονται παράλληλα – οπότε οι Πολίτες της «παραιτούνται» από την κατανάλωση. Το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης διαδικασίας είναι η συνεχής αύξηση των εμπορικών της πλεονασμάτων – εις βάρος φυσικά των εταίρων της, καθώς επίσης του υπόλοιπου πλανήτη.
Ουσιαστικά δηλαδή η Γερμανία συμπεριφέρεται όπως εκείνος ο τοκογλύφος, ο οποίος δεν χαλάει τίποτα για τον εαυτό του, δεν επενδύει καθόλου, ενώ συσσωρεύει χρήματα, «υποχρεωμένος» να τα δανείζει με τόκο – κατά κάποιον τρόπο, όπως αυτοί που τοποθετήθηκαν στο στόχαστρο του Χίτλερ, όταν κατέλαβε την εξουσία.
Περαιτέρω, από την ίδια μελέτη διαπιστώνεται πως η κατάσταση για την Κίνα είναι κάπως διαφορετική. Ο κίτρινος γίγαντας έχει αυξήσει σημαντικά τις επενδύσεις του στο εσωτερικό, ενώ την ίδια στιγμή οι αποταμιεύσεις των Πολιτών του περιορίζονται – αν και πολύ ελαφρά. Έτσι λοιπόν τα εμπορικά πλεονάσματα της Κίνας μειώνονται.
Εν τούτοις, οι υψηλές επενδύσεις δεν αποτελούν μία «χαρμόσυνη είδηση» για τον πλανήτη – επειδή τα εμπορικά πλεονάσματα μίας χώρας, παρά τις υψηλές επενδύσεις, είναι τότε μόνο εφικτά, όταν μειώνεται δραματικά η εσωτερική της κατανάλωση (ζήτηση).
Στα πλαίσια αυτά, το μερίδιο της εσωτερικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ της Κίνας ήταν πρόσφατα μόλις 35% αν και πλέον αυξάνεται – ένα ποσοστό που ακόμη και για μία αναπτυσσομένη οικονομία είναι υπερβολικά χαμηλό. Συγκρινόμενο δε με τις βιομηχανικές οικονομίες, στις οποίες το μερίδιο της εσωτερικής κατανάλωσης υπερβαίνει το 70%, το ποσοστό στην Κίνα είναι «εξτρεμιστικό» – επικυρώνοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ανάπτυξη της, εις βάρος των υπολοίπων χωρών του πλανήτη.
Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το ότι, οι υψηλές επενδύσεις της Κίνας βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στις ελπίδες των επιχειρηματιών της για αυξημένες εξαγωγές – δεν διενεργούνται δηλαδή λόγω των αναμενομένων κερδών, οπότε είναι εξαιρετικά επικίνδυνες, ειδικά εάν ο πλανήτης, όπως προβλέπεται, βυθιστεί στην ύφεση.
Επομένως, είναι σε μεγάλο βαθμό μη παραγωγικές – με αποτέλεσμα οι τράπεζες της Κίνας να έχουν συσσωρεύσει τεράστιες επισφάλειες. Με πιο απλά λόγια, οι Καθαρές Εξαγωγές της Κίνας (εμπορικό πλεόνασμα), προκαλούν μία επικίνδυνη ανισορροπία στο εσωτερικό της – γεγονός που επεξηγεί την αλλαγή στάσης της κυβέρνησης της, η οποία έχει τοποθετήσει ως στόχο της την ανάπτυξη, μέσω της αύξησης της εσωτερικής της κατανάλωσης και του δρόμου του μεταξιού. Για τη Γερμανία η κατάσταση είναι διαφορετική – αφού είναι υποχρεωμένη να επενδύει τα πλεονασματικά της κεφάλαια στο εξωτερικό, διακινδυνεύοντας την απώλεια τους.
Οι ατμομηχανές της συμφοράς
Ενώ οι Καθαρές Εξαγωγές (εμπορικά πλεονάσματα) αποτελούν το μοχλό ανάπτυξης τόσο της Γερμανίας, όσο και της Κίνας, χωρίς να ωφελούν ανάλογα τους Πολίτες τους, «εκτοπίζεται», μέσω της συγκεκριμένης πολιτικής, η Ζήτηση από τις χώρες που οδηγούνται τα πλεονάσματα τους – λόγω των εμπορικών ελλειμμάτων πους τους προκαλούν, του δανεισμού τους για να τα καλύψουν, της μείωσης της παραγωγής τους (αποβιομηχανοποίηση), της ανεργίας κοκ.
Επομένως, τόσο η Κίνα, όσο και η Γερμανία, επιβραδύνουν την ανάπτυξη των χωρών, με τις οποίες έχουν εμπορικά πλεονάσματα – οπότε δεν μπορεί να θεωρηθούν σε καμία περίπτωση ως οι «ατμομηχανές ανάπτυξης» της παγκόσμιας οικονομίας.
Εν τούτοις, οι Καθαρές Εξαγωγές, οπότε και οι εξαγωγές κεφαλαίων, μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη ακόμη και στις χώρες με ελλειμματικά εμπορικά ισοζύγια, εάν σε αυτές η ανάπτυξη εμποδίζεται από την έλλειψη κεφαλαίων και όχι από τη μειωμένη ζήτηση. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Γερμανία, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – όπου τα εμπορικά πλεονάσματα των Η.Π.Α., οπότε και οι εξαγωγές κεφαλαίων, βοήθησαν τη χώρα να αναπτυχθεί, επειδή οι αποταμιεύσεις της δεν ήταν αρκετές για να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις και την εσωτερική κατανάλωση (αιτιολογία στον πρόλογο του κειμένου).
Σήμερα όμως, το πρόβλημα παγκοσμίως (της Ελλάδας επίσης), δεν είναι η έλλειψη εκείνων των αποταμιεύσεων, οι οποίες είναι απαραίτητες για να διενεργηθούν επενδύσεις, αλλά η ανυπαρξία ζήτησης – με την «οικονομική ισορροπία» στις χώρες με ελλειμματική ζήτηση, όπως η πατρίδα μας, να επιτυγχάνεται μέσω της αύξησης της ανεργίας.
Σε μία τέτοια περίπτωση, στο σημερινό κόσμο δηλαδή, αλλά και στην Ευρώπη, οι πραγματικές ατμομηχανές της ανάπτυξης δεν είναι οι χώρες με πλεονασματικά εμπορικά ισοζύγια, με Καθαρές Εξαγωγές κατά την οικονομική ορολογία, αλλά, αντίθετα, οι χώρες με Καθαρές Εισαγωγές – με ελλειμματικά εμπορικά ισοζύγια, όπως οι Η.Π.Α., η Μ. Βρετανία, η Τουρκία κοκ.
Αναλυτικότερα, επειδή οι χώρες με πλεονασματικά εμπορικά ισοζύγια είτε εξάγουν τα πλεονάσματα τους με τη μορφή κεφαλαίων, είτε συσσωρεύουν συναλλαγματικά αποθέματα, εμποδίζουν εκείνο το μηχανισμό, ο οποίος εξισορροπεί την παγκόσμια οικονομία: τη διαμόρφωση δηλαδή των συναλλαγματικών ισοτιμιών έτσι ώστε, τα νομίσματα των πλεονασματικών κρατών να ανατιμώνται, με αποτέλεσμα να ακριβαίνουν τα εξαγωγικά προϊόντα τους, καθώς επίσης να φθηναίνουν τα εισαγόμενα, οπότε να επωφελούνται οι δικοί τους Πολίτες.
Στα πλαίσια αυτά, η Γερμανία «κερδοσκοπεί» επί πλέον, με τη βοήθεια της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη – αφού η εξαγωγική βιομηχανία της προστατεύεται από τις ανατιμήσεις του νομίσματος, το οποίο υποτιμάται ακόμη και σήμερα απέναντι στο δολάριο, παρά τα τεράστια ελλείμματα της υπερδύναμης, καθώς επίσης την εκτύπωση τεραστίων ποσοτήτων χρήματος από την ΕΚΤ
Ολοκληρώνοντας, η Κίνα και η Γερμανία μόνο ως «ατμομηχανές της συμφοράς» υα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν, ως φρένο καλύτερα του παγκόσμιου ρυθμού ανάπτυξης – αφού τα εμπορικά τους πλεονάσματα βασίζονται στη μειωμένη κατανάλωση στο εσωτερικό τους (χαμηλοί μισθοί σε σχέση με την παραγωγικότητα τους κλπ.), οπότε στην υπερβολική εκμετάλλευση των Πολιτών τους. Επίσης, στην αφαίρεση της κατανάλωσης των εμπορικών εταίρων τους – οπότε στη μείωση του ΑΕΠ των ελλειμματικών χωρών, στην αύξηση της ανεργίας κοκ.
Επίλογος
Με κριτήριο την παραπάνω οικονομική ανάλυση, η οποία γνωρίζουμε ότι κουράζει, αλλά είναι υποχρεωτική όσον αφορά την τεκμηρίωση της θέσης μας (οι ατεκμηρίωτες απόψεις είναι ανόητες, εάν δεν είναι καταστροφικές), η επιβίωση της Ευρωζώνης έχει τεθεί σε κίνδυνο όχι τόσο από το ευρώ ή από τα συσσωρευμένα χρέη αλλά, κυρίως, από τον μερκαντιλισμό της Γερμανίας – από το είδος δηλαδή της ανάπτυξης, η οποία βασίζεται στην αύξηση των εξαγωγών.
Η Γερμανία δεν έχει υιοθετήσει μόνο αυτήν την πολιτική, αλλά προσπαθεί ταυτόχρονα να την επιβάλλει και στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης – αδυνατώντας να κατανοήσει αφενός μεν πως οι περισσότερες, κυρίως η Γαλλία, δεν επιθυμούν την εκμετάλλευση των Πολιτών τους, αφετέρου πως είναι αδύνατον να γίνει κάτι τέτοιο αποδεκτό από τα υπόλοιπα κράτη του πλανήτη. Πόσο μάλλον όταν η Ευρωζώνη έχει γίνει ήδη πλεονασματική (από το 2010 περίπου), εις βάρος της Ευρώπης και του υπολοίπου πλανήτη (γράφημα).
Η υιοθέτηση λοιπόν της γερμανικής πολιτικής είναι επιβλαβής τόσο για τους Πολίτες της Ευρωζώνης (για το ευρωπαϊκό και γερμανικό τραπεζικό σύστημα επίσης, κρίνοντας από την Deutsche Bank ή από την Κίνα), όσο και για τις υπόλοιπες χώρες – γεγονός που σημαίνει πως η μοναδική λύση δεν είναι άλλη, από την αποχώρηση της Γερμανίας από το ευρώ (ανάλυση). Κάτι τέτοιο θα ωφελούσε όχι μόνο την Ευρώπη, αλλά και τις Η.Π.Α. – οι οποίες θα μπορούσαν ίσως να δραστηριοποιηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση, πριν βυθιστούν με τη σειρά τους στην παγίδα του χρέους.
Εάν η παράλογη ισοτιμία δε του αμερικανικού νομίσματος απέναντι στο ευρώ, η οποία μόνο στη διατήρηση του καθεστώτος του πετροδολαρίου μπορεί να συμβάλλει, αυξήσει περαιτέρω τα πλεονάσματα της Ευρωζώνης, τα αποτελέσματα για τον υπόλοιπο πλανήτη δεν θα είναι καθόλου ευχάριστα – επειδή τα πλεονάσματα του ενός είναι ελλείμματα του άλλου, αφού η «εξίσωση» είναι μηδενικού αθροίσματος.
Κλείνοντας, ο μερκαντιλισμός ήταν ανέκαθεν μία από τις βασικότερες αιτίες πολέμων – αφού αποτελεί ξεκάθαρα μία επεκτατική πολιτική, με οικονομικά όπλα. Ο πλανήτης σήμερα δεν χρειάζεται επί πλέον εστίες πυρκαγιάς και σε καμία περίπτωση έναν παγκόσμιο πόλεμο – το έδαφος για τον οποίο φαίνεται δυστυχώς να «προλειαίνει» η πρωσική κυβέρνηση της Γερμανίας, εις βάρος των δικών της Πολιτών, καθώς επίσης αυτών της Ευρωζώνης. Πόσο μάλλον όταν η Κίνα έχει κατανοήσει το πρόβλημα, έχοντας αλλάξει ήδη πορεία. Η Ελλάδα βέβαια είναι αναμφίβολα ακόμη μία φορά υπό γερμανική κατοχή – σήμερα με οικονομικά όπλα, γεγονός που σημαίνει πως θα διαρκέσει για πολλές δεκαετίες, εάν δεν αντιδράσουν οι Έλληνες.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου