Πολλοί αναφέρονται στην αντιφατική πολιτική της ΕΕ σε σχέση με την Κίνα, ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα και την Πορτογαλία – όπου η Τρόικα έχει επιβάλλει στις κυβερνήσεις το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας τους. Επειδή όμως οι Ευρωπαίοι επενδυτές είτε δεν είχαν την πρόθεση, είτε προσέφεραν χαμηλές τιμές, οι Κινέζοι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία – αγοράζοντας τις εταιρείες ηλεκτρισμού της Πορτογαλίας, μεγάλα μέρη του χρηματοπιστωτικού της τομέα, το λιμάνι του Πειραιά στην Ελλάδα κοκ. Σήμερα είναι ολόκληρο το λιμάνι υπό κινεζικό έλεγχο, ακόμη και οι λιμενικές αρχές – αποτελώντας ουσιαστικά ξένο έδαφος, κινεζικό, αφού ελέγχεται πλήρως από τους κινέζους managers τι εισέρχεται και τι εξέρχεται. Από την άλλη πλευρά όμως, όλοι αναρωτιούνται τι θα συμβεί, εάν η ΕΕ καταλήξει να μετατραπεί στο πεδίο μάχης των δύο υπερδυνάμεων – με κριτήριο τον οικονομικό πόλεμο που κλιμακώνεται μεταξύ τους. Παράδειγμα το θέμα της Huawei, όπου ο πρόεδρος Trump απαιτεί από τους συμμάχους της χώρας του να σταματήσουν τη συνεργασία μαζί της – κάτι που έχουν σεβαστεί η Πολωνία και η Τσεχία, αλλά όχι η Γαλλία και η Γερμανία
«Η άνοδος της Κίνας σε μια οικονομική υπερδύναμη, θέτει ένα στρατηγικό δίλημμα για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Η αυτοκρατορία των 1,4 δισεκατομμυρίων ανθρώπων στην Άπω Ανατολή, έχει καταστεί αναπόσπαστο μέρος της οικονομίας της Ευρώπης, τόσο ως εξαγωγική αγορά, όσο και ως επενδυτής. Στα πλαίσια όμως ενός κλιμακούμενου εμπορικού πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, η Ευρώπη αποτελεί ένα πεδίο μάχης, χωρίς να έχει μία σαφή, συνεκτική πολιτική για τον τρόπο, με τον οποίο χειρίζεται τις κινεζικές επενδύσεις.Ως εκ τούτου οι Κινέζοι στην Ευρώπη εκμεταλλεύονται σοφά τις αποτυχίες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεών, στηρίζοντας τις περιφέρειες και τις χώρες που έχουν ανάγκη. Οι κινεζικές ξένες άμεσες επενδύσεις στην ΕΕ έχουν αυξηθεί σχεδόν 50 φορές μέσα σε μόλις οκτώ χρόνια. Κανένας δεν μπορεί να πει δε με σιγουριά, σε ποιο βαθμό αυτή η οικονομική αλληλεξάρτηση χρησιμοποιείται από την κινεζική κυβέρνηση, για να εξυπηρετήσει όχι μόνο οικονομικούς αλλά και γεωστρατηγικούς σκοπούς – αγοράζοντας πολιτική επιρροή μέσω επενδύσεων.Ενώ λοιπόν η κινεζική παγκοσμιοποίηση συνεχίζει ασταμάτητα, οφείλει να αναρωτηθεί κανείς εάν η επέκταση της χώρας στην ΕΕ είναι καλή για την ήπειρο ή επικίνδυνη. Αυτό ακριβώς ερεύνησαν οι συνεργαζόμενοι δημοσιογράφοι της πλατφόρμας «Investigate Europe», καταλήγοντας σε απαντήσεις που ευρίσκονται σε αντίθεση με τις προσδοκίες των Ευρωπαίων (πηγή)».
Η γερμανική πόλη του Duisburg, σε απόσταση 11.000 χιλιομέτρων από την Κίνα, αποτελεί τον τερματικό σταθμό ατελείωτων συρμών τραίνων που μεταφέρουν εμπορευματοκιβώτια από τη χώρα της Άπω Ανατολής στην Ευρώπη – με συχνότητα περίπου 30 αφίξεων την εβδομάδα. Αμέτρητα φορτηγά και πλοία περιμένουν εκεί, για να μεταφέρουν τα κινεζικά προϊόντα στις γύρω χώρες – ενώ οι υπεύθυνοι της πόλης θεωρούν πως αποτελεί τον τελικό σταθμό του κινεζικού δρόμου του μεταξιού, υπερηφανευόμενοι ότι έτσι συντομεύεται ο χρόνος παράδοσης κατά τρεις εβδομάδες, σε σχέση με τη μεταφορά μέσω πλοίων.
Υπάρχουν πάντως ήδη περισσότερες από 100 κινεζικές εταιρείες στην πόλη, ενώ θα ιδρυθούν πολλές ακόμη – σημειώνοντας πως σε ολόκληρη την Ευρώπη οι Κινέζοι αγοράζουν σιδηροδρομικές γραμμές, εθνικές οδούς, λιμάνια, δίκτυα ηλεκτρισμού, βιομηχανίες, τουριστικές επιχειρήσεις, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κοκ., έχοντας επενδύσει πάνω από 300 δις $ από το 2009, εκμεταλλευόμενοι την πτώση των τιμών λόγω της κρίσης χρέους.
Περαιτέρω, για πάρα πολλά χρόνια οι κινεζικές επενδύσεις θεωρούνταν καλοδεχούμενο αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης – πόσο μάλλον όταν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει πολύ περισσότερα στην Κίνα. Μόνο από τη Γερμανία έχουν επενδύσει περί τις 5.000 επιχειρήσεις πάνω από 100 δις € στην ασιατική χώρα – ενώ από τις 500 μεγαλύτερες ήδη οι 119 έχουν έδρα στην Κίνα, έναντι 121 αμερικανικών.
Εν τούτοις, τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ο φόβος των Ευρωπαίων, οι οποίοι πλέον θεωρούν πως η Κίνα αποτελεί κίνδυνο για την ΕΕ – συνειδητοποιώντας πως στο οικονομικό πόλεμο που μαίνεται, διαθέτουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες. Στο γράφημα φαίνονται οι κινεζικές άμεσες επενδύσεις σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης – όπου σε σχέση με τις κατά κεφαλήν, ανά κάτοικο δηλαδή, εντυπωσιάζει το μέγεθος τους στην Ελβετία.
Οι κυριότεροι επενδυτές της Κίνας πάντως είναι οι κρατικοί όμιλοι (γράφημα) – πριν από όλους η ChemChina, στην οποία ανήκουν μεταξύ άλλων η ιταλική Pirelli, η γαλλική Adisseo, η νορβηγική Elkem, η ελβετική Syrgenta και η γερμανική Kraus Maffei.
Συνεχίζοντας, πολλοί αναφέρονται στην αντιφατική πολιτική της ΕΕ σε σχέση με την Κίνα, ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα και την Πορτογαλία – όπου η Τρόικα έχει επιβάλλει στις κυβερνήσεις το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας τους σε οποιονδήποτε τη θελήσει. Επειδή όμως οι Ευρωπαίοι επενδυτές είτε δεν είχαν την πρόθεση, είτε προσέφεραν χαμηλές τιμές, οι Κινέζοι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία – αγοράζοντας τις εταιρείες ηλεκτρισμού της Πορτογαλίας, μεγάλα μέρη του χρηματοπιστωτικού της τομέα, το λιμάνι του Πειραιά στην Ελλάδα κοκ.
Η εξαγορά του λιμανιού του Πειραιά ξεκίνησε βέβαια το 2008 – όπου όταν οι Έλληνες εφοπλιστές άρχισαν να κατασκευάζουν τα πλοία τους στην Κίνα και να χρηματοδοτούνται από αυτήν, προσέλκυσαν την κρατική Cosco στη χώρα τους που μόλις έναντι 680 εκ. € αγόρασε την άδεια για δύο αποβάθρες εμπορευματοκιβωτίων. Οκτώ χρόνια αργότερα «ιδιωτικοποιήθηκε» (κρατικοποιήθηκε στην ουσία από την Κίνα) το υπόλοιπο λιμάνι – χωρίς καμία ανταγωνιστική προσφορά και με το αστείο ποσόν των 280 εκ. €.
Σήμερα είναι ολόκληρο το λιμάνι υπό κινεζικό έλεγχο, ακόμη και οι λιμενικές αρχές – αποτελώντας ουσιαστικά ξένο έδαφος, κινεζικό, αφού ελέγχεται πλήρως από τους κινέζους managers τι εισέρχεται και τι εξέρχεται. Έτσι ο Πειραιάς αναρριχήθηκε στο δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου, προσθέτοντας 337 εκ. € το 2018 στο ελληνικό ΑΕΠ και δημιουργώντας 3.100 θέσεις εργασίας. Φυσικά τα οφέλη για τους Κινέζους από τη λαθραία (=χωρίς δασμούς) εξαγωγή εμπορευμάτων, κρίνοντας από τα ευρήματα στη Νάπολη (ανάλυση), θα είναι ασύγκριτα υψηλότερα.
Ο Πειραιάς είναι βέβαια μόνο ένα από τα λιμάνια που εξαγόρασαν οι Κινέζοι, ενδιαφερόμενοι κυρίως για τις κοινωφελείς και τις στρατηγικές επιχειρήσεις μίας χώρας, στον οικονομικό ή νεοαποικιακό πόλεμο που διεξάγεται – όπως οι Γερμανοί που στην ουσία κρατικοποίησαν τον ΟΤΕ και τα κερδοφόρα ελληνικά αεροδρόμια, μέσω των κρατικών εταιριών τους Telekom και Fraport. Οι Κινέζοι διαθέτουν ήδη 13 λιμάνια στην Ευρώπη (γράφημα) – ενώ οι ναυτιλιακές φιλοδοξίες τους αντικατοπτρίζουν το ρόλο τους ως ο μεγαλύτερος παγκόσμιος εξαγωγέας, ο οποίος θέλει να εξασφαλίσει την είσοδο του στις υποδομές και στους πόρους των άλλων χωρών που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη του.
Με δεδομένη δε την πολιτική λιτότητας που έχει επιβάλλει η Γερμανία στην ΕΕ, λόγω της οποίας δεν διενεργούνται καθόλου δημόσιες ή ιδιωτικές επενδύσεις στις υποδομές, η Κίνα κυριολεκτικά εξαγοράζει τα πάντα ανενόχλητη – έχοντας επενδύσει συνολικά πάνω από 1 τρις $ για την κατασκευή μεταφορικών οδών παγκοσμίως, σε περιοχές που δεν ελέγχονται από τις Η.Π.Α. Τοποθετείται δε κυρίως σε κράτη της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης, ιδρύοντας μεταξύ άλλων την Ομάδα 16+1 που διευρύνθηκε σε 17+1 με την είσοδο της Ελλάδας, στις ετήσιες συσκέψεις της οποίας ο ένας, η Κίνα, ανακοινώνει τα μελλοντικά της εγχειρήματα.
Πρόκειται κυρίως για ένα συνονθύλευμα σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, εθνικών οδών και σιδηροδρομικών γραμμών εκτός της Ευρώπης – ενώ μέχρι σήμερα σχεδιάζεται μόνο μία σιδηροδρομική γραμμή με κινεζική χρηματοδότηση εντός της ΕΕ, η οποία θα συνδέει τη Βουδαπέστη με το Βελιγράδι και αργότερα με τον Πειραιά.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η πιο εξαρτημένη χώρα της Ευρώπης από την Κίνα είναι η Γερμανία – αφού οι μεγάλοι όμιλοι της που διαπραγματεύονται στον DAX-30 «παράγουν» το 15% του τζίρου τους στη χώρα της Άπω Ανατολής. Η Volkswagen, η Mercedes και η BMW πουλούν περίπου το 33% των αυτοκινήτων τους στην Κίνα – περισσότερα δηλαδή από αυτά που εξάγουν σε οποιανδήποτε άλλη χώρα. Ταυτόχρονα οι μεγάλες γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες είναι στενά συνδεδεμένες με τις κινεζικές – πριν από όλες η Mercedes, δύο από τους μεγαλύτερους μετόχους της οποίας είναι Κινέζοι (Geely, BAIC).
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, όλοι αναρωτιούνται τι ακριβώς θα συμβεί, εάν η Ευρώπη καταλήξει να μετατραπεί στο πεδίο μάχης των Η.Π.Α. με την Κίνα – με κριτήριο τον οικονομικό πόλεμο που κλιμακώνεται μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Παράδειγμα η σύγκρουση τους στο θέμα της Huawei – η οποία είναι παγκόσμιος ηγέτης στον κλάδο της, με τζίρο 2,4 δις € στη Γερμανία και με 28.000 εργαζομένους.
Εν προκειμένω ο πρόεδρος Trump απαιτεί από τους συμμάχους της χώρας του να σταματήσουν τη συνεργασία με τη Huawei – κάτι που έχουν σεβαστεί η Πολωνία και η Τσεχία, αλλά όχι η Γαλλία και η Γερμανία που αρνούνται να το δρομολογήσουν. Οι Η.Π.Α. όμως απείλησαν τους ευρωπαίους προμηθευτές υψηλής τεχνολογίας της Huawei, με τον αποκλεισμό τους από την αμερικανική αγορά – κάτι που οδήγησε τη βρετανική εταιρία ARM να σταματήσει τη συνεργασία με τον κινεζικό κολοσσό.
Εύλογα λοιπόν δημιουργείται η απορία σχετικά με το πώς θα συμπεριφερθεί η Ευρώπη, εάν οι Η.Π.Α. απαιτήσουν κάτι ανάλογο για κινεζικές επιχειρήσεις άλλων κλάδων, όπου μπορεί μεν η ΕΕ να τοποθετείται υπέρ της συνεργασίας και με τις δύο υπερδυνάμεις, αλλά ορισμένα μέλη της ίσως έχουν άλλες απόψεις – ενώ η κατάσταση θα μπορούσε να γίνει εκρηκτική στο μέλλον, εάν οι Η.Π.Α. εντείνουν τις πιέσεις τους.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου