MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Οι προϋποθέσεις της ανάπτυξης

Όπως είχε αναφέρει πριν από τέσσερα χρόνια ο πρόεδρος του γερμανικού DIW, υπάρχει σημαντικό έλλειμμα δημοσίων επενδύσεων στη χώρα – αν και το μεγάλο «επενδυτικό κενό» κατά το ΔΝΤ αφορά τις ιδιωτικές επενδύσεις, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπου η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει την εντύπωση ότι, το πρόβλημα θα επιλυθεί με τη μείωση των φόρων παρά το ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο στη Γερμανία. Η βασική απορία εν προκειμένω είναι γιατί δεν επιστρέφουν οι καθαρές αποταμιεύσεις των Γερμανών στη χώρα τους και δεν μετατρέπονται εκεί σε ιδιωτικές επενδύσεις. Για να δοθεί απάντηση, απαιτείται η γνώση των βασικών ισοζυγίων (πληρωμών, τρεχουσών συναλλαγών και χρηματοοικονομικών συναλλαγών) – ενώ το να περιμένει κανείς μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης μέσω ιδιωτικών επενδύσεων αλλά χωρίς την άνοδο της ζήτησης, είναι συνώνυμο με το άκρον άωτο της ανοησίας.


Ανάλυση – Μακροοικονομική θεωρία 

Τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας είναι ένα θέμα που απασχολεί συνεχώς τα ΜΜΕ – αν και η Ολλανδία έχει μεγαλύτερα, ως προς το ΑΕΠ της (10,8% το 2018), όπως επίσης η Ελβετία (10,2%). Εύλογα θα μπορούσε να πει κανείς, επειδή πρόκειται για μία μεγάλη οικονομία με ΑΕΠ της τάξης των 4 τρις $ (πηγή) – ενώ είναι φανερό πως προκαλούν ζημίες σε άλλα κράτη, αφού τα πλεονάσματα του ενός είναι ελλείμματα του άλλου.

Αν και η πλειοψηφία των οικονομολόγων τώρα δεν τα υπερασπίζεται τόσο έντονα, όσο πριν από μερικά χρόνια, οι απόψεις σχετικά με το εάν και πώς θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν, εξακολουθούν να είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους – κάτι που οφείλεται στο γεγονός ότι, δεν ερμηνεύεται η δημιουργία τους με τη βοήθεια της μακροοικονομίας (πηγή: Flasbek, Spieker). 

Περαιτέρω, σε μία ενδιαφέρουσα ανάλυση του προέδρου του γερμανικού ινστιτούτου οικονομικής έρευνας (DIW) με τον τίτλο «Ο Trump έχει δίκιο όταν κατηγορεί τη Γερμανία για προστατευτισμό – Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας προκαλεί παγκόσμιες αδικίες και επενδυτικά κενά στο εσωτερικό της. Χρειαζόμαστε καινούργιες μεταρρυθμίσεις» (πηγή), διαβάζουμε τα εξής:
«Η Γερμανία είχε το 2018 πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ύψους 7,3% του ΑΕΠ της ή περισσότερα από 250 δις € – τα υψηλότερα σε απόλυτο μέγεθος παγκοσμίως. Τα χρήματα αυτά δεν δαπανήθηκαν από τις γερμανικές επιχειρήσεις, τους επενδυτές και τις τράπεζες στο εσωτερικό της, αλλά οδηγήθηκαν στο εξωτερικό…. Τα τεράστια πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας αποτελούν ένα είδος προστατευτισμού. Αντικατοπτρίζουν ένα τεράστιο έλλειμμα δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων (η άλλη όψη του νομίσματος), το οποίο προκαλείται από μία αποτυχημένη οικονομική και διαρθρωτική πολιτική».
Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις του, ο πρόεδρος του DIW απαίτησε τη δρομολόγηση «διαρθρωτικών αλλαγών» στη Γερμανία, καθώς επίσης το τέλος της προστασίας ορισμένων κλάδων από τον ανταγωνισμό – θεωρώντας πως πρόκειται για ένα παρόμοιο είδος προστατευτισμού, όπως οι δασμοί που επέβαλλε ο πρόεδρος Trump στις εισαγωγές. Επί πλέον υπέδειξε τις συμβουλές του ΔΝΤ, σύμφωνα με τις οποίες τα εξής:
«Θα πρέπει να αλλάξει εντελώς το φορολογικό σύστημα της Γερμανίας, να φορολογηθούν με μεγαλύτερο συντελεστή τα περιουσιακά στοιχεία των Γερμανών, καθώς επίσης να μειωθεί η φορολογική επιβάρυνση των μεσαίων και κατώτερων εισοδηματικών τάξεων… Οι μεγάλες καθαρές αποταμιεύσεις των Γερμανών δεν έχουν αποδώσει τα τελευταία είκοσι χρόνια αλλά, αντίθετα, υπήρξαν μεγάλες ζημίες (πάνω από 700 δις €, ανάλυση)… Θα ήταν λοιπόν μία έξυπνη συμβουλή να επενδυθούν αυτά τα χρήματα εντός της Γερμανίας».
Συνεχίζοντας, εύλογα δημιουργείται η απορία γιατί αυτά τα χρήματα, τα πλεονάσματα δηλαδή, δεν επενδύονται στη Γερμανία – εάν δηλαδή οι Γερμανοί είναι τόσο ανόητοι, ώστε να μην μπορούν να υπολογίσουν σωστά ή εάν τους αρέσουν τα μεγάλα ρίσκα. Πόσο μάλλον όταν τους έχουν δοθεί μεγάλες φορολογικές ελαφρύνσεις – οπότε τυχόν ακόμη υψηλότερες μειώσεις των φόρων των επιχειρήσεων δεν θα βοηθούσαν στην προσέλκυση αυτών των χρημάτων στο εσωτερικό, για να κλείσει το «επενδυτικό κενό» που υπάρχει στη χώρα.

Όπως άλλωστε είχε αναφέρει πριν από τέσσερα χρόνια ο πρόεδρος του DIW, όταν ήταν επικεφαλής της επιτροπής των ειδικών για την ενίσχυση των επενδύσεων στη Γερμανία, υπάρχει μεγάλο έλλειμμα δημοσίων επενδύσεων στη χώρα (σε υποδομές, σχολεία κλπ.) – αν και το μεγάλο «επενδυτικό κενό» κατά το ΔΝΤ αφορά τις ιδιωτικές επενδύσεις, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπου η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει την εντύπωση ότι, το πρόβλημα θα επιλυθεί με τη μείωση των φόρων παρά το ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο στη Γερμανία. Η βασική απορία εν προκειμένω είναι γιατί δεν επιστρέφουν οι καθαρές αποταμιεύσεις των Γερμανών στη χώρα τους και δεν μετατρέπονται εκεί σε ιδιωτικές επενδύσεις.

Η απάντηση στο ερώτημα έχει σχέση με την ερμηνεία του πώς δημιουργούνται οι καθαρές αποταμιεύσεις (=αφαιρουμένων των χρεών) στη Γερμανία – κάτι που είναι συνδεδεμένο με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Θα έπρεπε λοιπόν να ρωτήσει κανείς το εξής: «Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας είναι θετικό επειδή τοποθετούνται περισσότερα χρήματα εκ μέρους των Γερμανών επενδυτών στο εξωτερικό λόγω των πιο συμφερουσών προϋποθέσεων εκεί, από ότι των ξένων επενδυτών στη Γερμανία; Ή μήπως το ισοζύγιο είναι θετικό επειδή εξάγονται περισσότερα εμπορεύματα και υπηρεσίες από ότι εισάγονται, με αποτέλεσμα να χρεώνεται το εξωτερικό στη Γερμανία;».

Τα διαφορετικά εθνικά ισοζύγια

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα ξεκινήσουμε από το ισοζύγιο πληρωμών* που, σε αντίθεση με τον Ισολογισμό των επιχειρήσεων, δεν εμπεριέχει αριθμητικά μεγέθη, αλλά χρηματικές ροές – δηλαδή, όλες τις οικονομικές συναλλαγές μεταξύ του εσωτερικού μίας χώρας και του εξωτερικού, εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος. Υποδιαιρείται δε κυρίως (α) στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και (β) στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών.

(α) Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμπεριέχει κυρίως την αξία όλων των εμπορευμάτων και υπηρεσιών που αγοράζονται από ξένους στο εσωτερικό ή από κατοίκους του εσωτερικού στο εξωτερικό (εμπεριέχονται επί πλέον χρηματικές ροές, όσον αφορά την απόκτηση εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών που όμως δεν διαδραματίζουν κανένα σημαντικό ρόλο στην ερμηνεία της δημιουργίας πλεονασμάτων που μας απασχολεί εδώ). Εάν το υπόλοιπο του είναι θετικό, τότε η χώρα έχει εξάγει περισσότερα από όσα εισάγει – ενώ εάν είναι αρνητικό, οι εισαγωγές υπερβαίνουν τις εξαγωγές.

(β) Το ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών απεικονίζει τις αλλαγές του «αποθέματος» απαιτήσεων και υποχρεώσεων μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών – δηλαδή όλες τις κεφαλαιακές ροές με το εξωτερικό. Απέναντι σε εκροές κεφαλαίων, υπάρχουν εισροές κεφαλαίων ακόμη και στους ίδιους τομείς – όπως είναι οι τοποθετήσεις σε αξιόγραφα ή οι απ’ ευθείας επενδύσεις. Εν τούτοις, το υπόλοιπο του ισοζυγίου χρηματοοικονομικών συναλλαγών είναι η αντανάκλαση του υπολοίπου του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εντός του ισοζυγίου πληρωμών. 

Με απλά λόγια, το συνολικό ισοζύγιο είναι ισοσκελισμένο, επειδή καμία χώρα δεν μπορεί να ξοδέψει περισσότερα από όσα εισπράττει, χωρίς να δανεισθεί χρήματα. Ως εκ τούτου, τα υπόλοιπα των δύο επί μέρους ισοζυγίων, των υποδιαιρέσεων δηλαδή του ισοζυγίου πληρωμών, είναι πάντοτε ακριβώς τα ίδια: όπου ένα εξαγωγικό πλεόνασμα αγαθών και υπηρεσιών αντιστοιχεί πάντοτε σε μία καθαρή αύξηση του αποθέματος των απαιτήσεων του εσωτερικού απέναντι στο εξωτερικό και το αντίθετο. 

Το ερώτημα που προκύπτει εν προκειμένω είναι εάν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κυριαρχεί επί του ισοζυγίου χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή το αντίθετο. Μόνο εάν απαντήσει κανείς στο συγκεκριμένο ερώτημα, είναι σε θέση να εξηγήσει αξιόπιστα τι θα πρέπει να κάνει η Πολιτική, για να περιορίσει ένα μη επιθυμητά υψηλό πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. 

Στα πλαίσια αυτά, οφείλουμε να αναρωτηθούμε ως παράδειγμα, τι θα συνέβαινε με το γερμανικό ισοζύγιο πληρωμών, εάν μία μόνο γερμανική επιχείρηση πουλούσε ένα και μόνο αυτοκίνητο, σε μία μόνο χώρα της Ευρωζώνης, στην Ελλάδα – σε μία εισαγωγική επιχείρηση που δεν θα το πλήρωνε αμέσως, αλλά θα έπαιρνε ένα δάνειο σε ευρώ από την τράπεζα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, για να παραλάβει το αυτοκίνητο. 

Εν προκειμένω, είναι φανερό πως η πώληση του αυτοκινήτου θα δημιουργούσε πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας (επίσης στο εμπορικό που όμως είναι μέρος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), ακριβώς όση είναι η αξία του αυτοκινήτου – ενώ στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών θα διαπίστωνε κανείς πως η Γερμανία είχε εξάγει ένα κεφάλαιο στην Ελλάδα, στο ύψος της αξίας του αυτοκινήτου. 

Όσον αφορά τώρα το δάνειο από την τράπεζα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, το οποίο είναι φανερό πως συνδέεται με την αγορά του αυτοκινήτου, αναφέρεται στις στατιστικές σαν να είχε αποφασίσει ένας Γερμανός να μεταφέρει χρήματα στο εξωτερικό, για οποιονδήποτε λόγο. 

Στην παραπάνω λοιπόν περίπτωση είναι φανερό πως η αιτιώδης συνάφεια, η πράξη που κυριαρχεί καλύτερα, είναι αυτή που έχει σχέση με την πώληση του αυτοκινήτου, οπότε με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – επειδή το ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών προσαρμόζεται αυτόματα στη ροή των αγαθών ή υπηρεσιών.

Οι εξαγωγές κεφαλαίων 

Συνεχίζοντας, με ένα άλλο παράδειγμα υποθέτει κανείς πως ένας πλούσιος Γερμανός δίνει εντολή στην τράπεζα του να αγοράσει για μερικά εκατομμύρια ευρώ δεκαετή ελληνικά ομόλογα – επειδή οι αποδόσεις τους είναι μεγαλύτερες από αυτές των γερμανικών ομολόγων (2,05% των ελληνικών, -0,49% των γερμανικών). Το ποσόν που τοποθετεί εγγράφεται προφανώς ως εξαγωγή κεφαλαίου – ενώ ως αποτέλεσμα της αυξημένης ζήτησης που προκαλεί για τα ελληνικά ομόλογα, μειώνεται το επιτόκιο τους κατά μία μονάδα βάσης. 

Σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι τόσο απλό να εξηγήσει κανείς τι συμβαίνει στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και πώς η συγκεκριμένη ενέργεια εγγράφεται στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών, για να οδηγήσει στην ισοσκέλιση του ισοζυγίου πληρωμών – ενώ ακριβώς αυτό πρέπει να κάνει, εάν θέλει να αναζητήσει την αιτιολογική συνάφεια μεταξύ των δύο ισοζυγίων και ποιό υπερισχύει. 

Εν πρώτοις λοιπόν θα πρέπει να βρεθούν τα «μερικά εκατομμύρια ευρώ», επειδή αυτή είναι η αιτία που οι Έλληνες Πολίτες ή οι ελληνικές επιχειρήσεις αγοράζουν περισσότερα γερμανικά προϊόντα από ότι πριν – λόγω του ότι τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων τους μειώθηκαν κατά μία μονάδα βάσης. Τότε μόνο θα μπορούσε να πει κανείς πως το ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών υπερισχύει του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η ισοσκέλιση του ισοζυγίου πληρωμών δεν μπορεί να είναι η αιτία, αφού καμία οικονομική οντότητα δεν ενδιαφέρεται για τις οικονομικές της αποφάσεις, όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά. 

Εν προκειμένω, για να είμαστε ειλικρινείς θα πρέπει να αποδεχθούμε πως δεν υπάρχει καμία τέτοια αιτία. Με απλά λόγια, γιατί αλήθεια θα όφειλαν οι ελληνικές οικονομικές οντότητες να αλλάξουν τους υφιστάμενους προμηθευτές τους στην Ελλάδα ή στην υπόλοιπη Ευρώπη με Γερμανούς προμηθευτές; Στο σημείο αυτό υπάρχει κάποια ασυμμετρία, όσον αφορά τις ερμηνευτικές δυνατότητες, επειδή η αγορά ενός γερμανικού προϊόντος από έναν Έλληνα (προηγούμενο παράδειγμα του αυτοκινήτου) έχει εύλογα αυξήσει τις γερμανικές εξαγωγές κεφαλαίου προς την Ελλάδα και το γερμανικό πλεόνασμα – αλλά, αντίθετα, η γερμανική εξαγωγή κεφαλαίου για την αγορά ελληνικών ομολόγων δεν μπορεί να αυξήσει το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα, οπότε το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. 

Ωστόσο πρέπει να αναρωτηθούμε πώς, με την παραπάνω αναφερόμενη ατομική εξαγωγή κεφαλαίου που είναι κάθε στιγμή δυνατή σε μία νομισματική ένωση, ισοσκελίζεται το ισοζύγιο πληρωμών – αφού τα υπόλοιπα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν κινούνται καθόλου. Η απλή απάντηση είναι η εξής: μέσω μίας εισαγωγής κεφαλαίου, η οποία εξισορροπεί την αρχική εξαγωγή κεφαλαίου, όσον αφορά τις επιπτώσεις της στο ισοζύγιο πληρωμών. Ειδικότερα, εάν οι εξαγωγές κεφαλαίων από τη Γερμανία προς την Ελλάδα ήταν πολύ μεγάλες, τότε θα έπρεπε οι ελληνικές τράπεζες να δανείσουν τις γερμανικές, δηλαδή να εξάγουν (μεταφέρουν) κεφάλαια μεταξύ τους, για να ισοσκελισθεί το ισοζύγιο πληρωμών. 

Σε μία νομισματική ένωση όμως οι διαφορές των επιτοκίων δεν είναι συνήθως πολύ μεγάλες (ή διατηρούνται τεχνητά χαμηλές, όπως σήμερα από την ΕΚΤ), έτσι ώστε να δημιουργούνται κερδοσκοπικές αυτόνομες κινήσεις κεφαλαίων – όπως αποκαλούνται οι συγκεκριμένες αυτόνομες κινήσεις κεφαλαίων στη βιβλιογραφία του ισοζυγίου πληρωμών. Μόνο σε εποχές κρίσεων, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, συμβαίνει κάτι διαφορετικό, με την εκτόξευση των επιτοκίων στα ύψη (γράφημα) – οπότε η ισοσκέλιση του ισοζυγίου πληρωμών εντός μίας νομισματικής ένωσης πρέπει να επιτευχθεί με τη βοήθεια της κεντρικής τράπεζας (ΕΚΤ) ή μέσω ενός μηχανισμού, όπως ο ευρωπαϊκός μηχανισμός σταθερότητας (ESM), ο οποίος προμηθεύει με φρέσκα ρευστότητα τις τράπεζες της βυθισμένης στην κρίση χώρας που απειλούνται να χρεοκοπήσουν (αφού δεν διαθέτουν τα χρήματα που είναι υποχρεωμένες να μεταφέρουν στο εξωτερικό). 

Εν προκειμένω μπορεί πλέον να καταλάβει κανείς τι ακριβώς συνέβη το 2010 – πόσο ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά είχε δηλαδή η Ελλάδα, πόσο είχε τρομοκρατηθεί η Γερμανία, καθώς επίσης το μέγεθος της προδοσίας ή της ανοησίας αυτών που υπέγραψαν το PSI έναντι πινακίου φακής (ανάλυση), ενώ θα μπορούσαν πολύ εύκολα να είχαν διασώσει «άπαξ και δια παντός» την Ελλάδα. 

Η αιτία των πλεονασμάτων 

Περαιτέρω, εάν θέλει κανείς να ερευνήσει τους παράγοντες, για τους οποίους ένας Έλληνας προτιμάει να αγοράζει ένα γερμανικό αυτοκίνητο, για παράδειγμα, αντί ένα ιταλικό, ή γιατί ένας Γερμανός αγοράζει λιγότερα προϊόντα από αυτές τις χώρες, τα εξής: 

Η ύπαρξη αυτών των παραγόντων και η εξέλιξη τους στη διάρκεια του χρόνου, η οποία πρέπει να προσαρμόζεται στα ισοζύγια, αποδεικνύεται εμπειρικά – ενώ θα πρέπει να τεκμηριώνεται ακόμη και η ποσοτική τους σημασία. Ειδικότερα, το γερμανικό μισθολογικό dumping στα πρώτα δέκα χρόνια της Ευρωζώνης (ανάλυση) και η συνδεδεμένη μαζί του υποτίμηση του γερμανικού ευρώ, εκπληρώνει αυτά τα κριτήρια. 

Σε μία τέτοια περίπτωση δεν πρέπει να αναλώνεται κανείς σε σκέψεις, σχετικά με το ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών – αφού προσαρμόζεται πάντοτε στις αλλαγές των ροών των εμπορευμάτων. Το ισοζύγιο πληρωμών είναι ισοσκελισμένο, κάτι που δεν συμβαίνει με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – ενώ αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. 

Στα πλαίσια αυτά ο επικεφαλής του DIW επικρίνει μεν, κατηγορεί δηλαδή τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, αλλά τα συμπεράσματα και οι προτάσεις του είναι εντελώς λανθασμένες – επειδή δεν υπάρχουν πλεονασματικά χρήματα, τα οποία θα μπορούσαν να δαπανηθούν εντός της Γερμανίας. Η χώρα δεν είναι ούτε ελεύθερη να εξάγει κεφάλαια, όταν έχει πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της – αφού αυτό που καταγράφεται στα στατιστικά στοιχεία ως εξαγωγή κεφαλαίων, δεν είναι τίποτα άλλο από μία αντανάκλαση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. 

Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί η Γερμανία τόσο απλά σήμερα, από τη μία ημέρα στην άλλη, να αποφασίσει αυτό που προτείνει ο πρόεδρος του DIW – να επενδύσει δηλαδή τα πλεονάσματα της στο εσωτερικό. Υπήρχε μία κρίσιμη προϋπόθεση που είναι αυτή που είναι: η πραγματική υποτίμηση του γερμανικού ευρώ και η εξ αυτής βελτίωση της γερμανικής ανταγωνιστικότητας. Μόνο η υποτίμηση αυτή επέτρεψε στις γερμανικές εταιρείες να κερδίζουν περισσότερα χρήματα στο εξωτερικό από ότι στο εσωτερικό – ενώ εκμεταλλεύθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν αυτήν τη δυνατότητα. Δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη πως οι συνθήκες στο εσωτερικό της χώρας θα ήταν το ίδιο ευοίωνες στις αρχές του 2000, για να επιτύχουν οι επιχειρήσεις ανάλογα κέρδη. 

Στην προκειμένη περίπτωση το αποφασιστικό στοιχείο, το οποίο καθορίζει τις ενέργειες των επιχειρήσεων σε μία οικονομία της ελεύθερης αγοράς, είναι πάντοτε η προοπτική όσο το δυνατόν υψηλότερων κερδών. Επομένως, όταν στις αρχές του 2000 η σοσιαλιστική κυβέρνηση της χώρας φρόντισε, μετά την πίεση της βιομηχανικής ελίτ, να αυξάνεται το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος λιγότερο από ότι επέτρεπε η παραγωγικότητα των εργαζομένων και χαμηλότερα από τους εταίρους της Γερμανίας στην Ευρωζώνη (γράφημα), δόθηκε η ευκαιρία στις γερμανικές εξαγωγικές επιχειρήσεις να επιτύχουν μεγάλα κέρδη. 

Η βασική αιτία ήταν το ότι, οι άλλες χώρες δεν μπορούσαν να υποτιμήσουν τα νομίσματα τους – οπότε οι γερμανικές εταιρείες ήταν σε θέση να πουλούν φθηνότερα από τις εταιρείες των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης, αποσπώντας τους μεγάλα μερίδια αγοράς παγκοσμίως, χωρίς να είναι υποχρεωμένες να μειώσουν τις τιμές των προϊόντων και τα κέρδη τους. Εάν εκείνη την εποχή είχαν αυξηθεί περισσότερο οι μισθοί των Γερμανών εργαζομένων, τότε θα είχαν οι γερμανικές επιχειρήσεις μεγαλύτερες δυνατότητες να κερδίσουν επενδύοντας στο εσωτερικό – αντί να εξάγουν. 

Ως εκ τούτου, εάν θέλει κανείς να αυξηθούν οι επενδύσεις στην εγχώρια αγορά, θα πρέπει να φροντίσει να αυξηθούν οι μισθοί των εργαζομένων – η άνοδος των οποίων παραμένει χαμηλή ακόμη και σήμερα (γράφημα). Κάτι ανάλογο ισχύει επίσης για την Ελλάδα, η οποία δεν μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις ούτε στον εξαγωγικό της τομέα – αφού, με κριτήριο την εκτόξευση του εμπορικού της ελλείμματος στο -16,6% το πρώτο πεντάμηνο του 2019, έχει χαθεί η όποια ανταγωνιστικότητα κερδήθηκε με τις μειώσεις των μισθών. 

Μόνο σε αυτήν την περίπτωση θα είχαν λόγο να επενδύσουν οι γερμανικές επιχειρήσεις στο εσωτερικό, (α) εξαιτίας της αυξημένης εγχώριας ζήτησης που θα έπρεπε να ικανοποιηθεί, ενώ θα χρησιμοποιούταν καλύτερα η παραγωγική δυνατότητα των εταιριών και (β) η πίεση θα ήταν μεγαλύτερη για να αυξηθεί η παραγωγικότητα μέσω επενδύσεων, με στόχο την κάλυψη του υψηλότερου εργατικού κόστους. 

Παράλληλα θα γινόταν φυσιολογικός ο πληθωρισμός (άνοδος του ρυθμού του), έτσι ώστε η νομισματική πολιτική να επέστρεφε σε θετικά επιτόκια – κάτι που θα αύξανε τα κέρδη των γερμανών αποταμιευτών (διαθέτουν περί τα 6 τρις € καταθέσεις), πυροδοτώντας με τη σειρά του τη ζήτηση/κατανάλωση, οπότε ξανά τις εγχώριες επενδύσεις. 

Κάτι ανάλογο ισχύει φυσικά και για την Ελλάδα που έχει ήδη βυθιστεί σε αποπληθωρισμό (-0,3% τον Ιούνιο), όπου είναι ανοησία η αναφορά σε επιστροφή στην ανάπτυξη μέσω ιδιωτικών επενδύσεων, χωρίς να προηγείται η δημιουργία ζήτησης στο εσωτερικό – πόσο μάλλον όταν μειώνεται η ζήτηση και στην Ευρώπη, ενώ τα ελληνικά προϊόντα έχουν χάσει ξανά την ανταγωνιστικότητα τους. Πώς είναι δυνατόν αλήθεια να επενδύσει μία επιχείρηση, ελληνική ή ξένη, χωρίς την προοπτική να πουλήσει τα προϊόντα της; Δεν είναι το άκρον άωτο της ανοησίας; 

Επίλογος 

Ολοκληρώνοντας, δυστυχώς ο επικεφαλής του DIW δεν θέλει ή δεν μπορεί να το καταλάβει, ισχυριζόμενος πως οι εγχώριες επενδύσεις θα αυξηθούν και θα καταπολεμηθούν οι εισοδηματικές ανισότητες μέσω «διαρθρωτικών αλλαγών» – ενώ ο ευρωπαϊκός νότος χρειάζεται μία πραγματική υποτίμηση απέναντι στη Γερμανία για να βγει από την κρίση και η Γερμανία μία ανατίμηση, για να αντιστραφούν οι εμπορικές ροές. 

Δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τις «διαρθρωτικές αλλαγές» που επικαλείται ο πρόεδρος του DIW ή/και η ελληνική κυβέρνηση – ενώ με την κατάλληλη χρηματοπιστωτική πολιτική θα μπορούσε να επιτύχει κάτι η Γερμανία (ή η Ελλάδα), αυξάνοντας μέσω πιστώσεων τις δημόσιες δαπάνες (πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων κλπ.), έτσι ώστε να αυξηθεί η ζήτηση και να ακολουθήσει ο ιδιωτικός τομέας. 

Μία σημαντική άνοδος της εγχώριας ζήτησης της Γερμανίας θα είχε επίσης κάποια θετικά αποτελέσματα για τις εξαγωγές των Ευρωπαίων εταίρων της – ενώ εάν δεν καταπολεμηθεί μεσοπρόθεσμα το υποτιμημένο γερμανικό ευρώ, λόγω του οποίου οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης χάνουν συνεχώς μερίδια αγοράς παγκοσμίως, η Ευρωζώνη αργά ή γρήγορα θα διαλυθεί. Ενδεχομένως όταν ξεσπάσει η επόμενη παγκόσμια κρίση, ακόμη και αν δεν θα έχει το αναμενόμενο μέγεθος της καταιγίδας των καταιγίδων – η οποία δεν θα αργήσει πολύ ακόμη. 

Σημείωση (*): Το ισοζύγιο πληρωμών ή εξωτερικών πληρωμών είναι μία οικονομική διαδικασία, στην οποία καταγράφονται όλες οι εξωτερικές συναλλαγές μίας χώρας εντός μίας χρονικής περιόδου – με το διπλογραφικό λογιστικό σύστημα χρεώσεων και πιστώσεων, ενώ είναι πάντοτε ισοσκελισμένο από λογιστικής πλευράς. Κάθε εκροή συναλλάγματος καταγράφεται στις χρεώσεις και κάθε εισροή στις πιστώσεις. 

Οι επί μέρους λογαριασμοί του είναι το εμπορικό ισοζύγιο, το ισοζύγιο υπηρεσιών, εισοδημάτων και μεταβιβάσεων (άδηλες συναλλαγές), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το ισοζύγιο κίνησης κεφαλαίων, ο λογαριασμός συναλλάγματος και το ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών.


Πηγή : https://analyst.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου