Σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα και τις επενδύσεις, όσο και αν χαμηλώσει ο μισθός ενός αγρότη που καλλιεργεί με τα χέρια του τα χωράφια, είναι αδύνατον να ανταγωνιστεί ένα τρακτέρ (=επένδυση) – ενώ φυσικά δεν μπορεί κανείς να του αυξήσει το μισθό του, λόγω του υψηλότερου κόστους διαβίωσης του, όσο και αν είναι ασφαλώς δίκαιο, αφού τότε αυτά που παράγει δεν πρόκειται ποτέ να πουληθούν. Από την άλλη πλευρά, οι ξένες επενδύσεις που διενεργούνται στην Ελλάδα αφορούν σχεδόν αποκλειστικά και μόνο το ξεπούλημα των υφισταμένων επιχειρήσεων – οπότε έχουν ημερομηνία λήξης. Για παράδειγμα, όταν ένα εργοστάσιο ξεπουλάει τα μηχανήματα του, αυξάνει μεν το τζίρο του (ΑΕΠ για τη χώρα), αλλά για κάποιο περιορισμένο χρονικό διάστημα – ενώ στο τέλος τα μηχανήματα του θα ανήκουν στους νέους ιδιοκτήτες του και ο εργοστασιάρχης θα εργάζεται πλέον για αυτούς.
Ο πληθωρισμός (άνοδος των τιμών καταναλωτή), καθώς επίσης το αντίθετο του, ο αποπληθωρισμός (κάθοδος των τιμών καταναλωτή), είναι πολύ σημαντικά μεγέθη για την οικονομία – ενώ καθορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη νομισματική πολιτική μίας κεντρικής τράπεζας. Το γεγονός αυτό φαίνεται καθαρά από τον προβληματισμό τόσο της ΕΚΤ, όσο και της Τράπεζας της Ιαπωνίας, σε σχέση με το χαμηλό ύψος του πληθωρισμού – όπου προσπαθούν τα τελευταία χρόνια με όλα τα μέσα που διαθέτουν να τον αυξήσουν τουλάχιστον στο 2%.
Η αιτία των προσπαθειών τους είναι το πραγματικό επιτόκιο, το οποίο αποτελεί τον κεντρικό τους στόχο – όπου το πραγματικό επιτόκιο είναι το ονομαστικό (βασικό), αφαιρουμένου του εκάστοτε πληθωρισμού. Στο σχήμα που ακολουθεί, όταν το ονομαστικό επιτόκιο είναι 3%, ενώ ο πληθωρισμός 2%, τότε το πραγματικό επιτόκιο είναι μόλις 1% (3-2=1).
Περαιτέρω, το πραγματικό επιτόκιο αποτελεί θεωρητικά εκείνο το μέγεθος, το οποίο είναι σημαντικό για τις αποφάσεις που αφορούν τη λήψη πιστώσεων, καθώς επίσης τις επενδύσεις – επειδή, σε τελική ανάλυση, αυτό που μετράει είναι η απόδοση των επενδύσεων ή το κόστος των δανείων, μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού.
Οι κεντρικές τράπεζες τώρα δεν καθορίζουν τη νομισματική τους πολιτική από τις στατιστικές του παρελθόντος, αλλά από τις μελλοντικές τους προβλέψεις – επειδή τόσο για τις πιστώσεις, όσο και για τις επενδύσεις, αυτό που έχει σημασία δεν είναι το παρόν, αλλά το μέλλον.
Εάν λοιπόν προβλέπουν πως ο πληθωρισμός θα αυξηθεί, τότε υπολογίζουν ότι το πραγματικό επιτόκιο θα μειωθεί – οπότε προσαρμόζουν ανάλογα το βασικό, όπως πριν η Fed, η οποία το αύξησε ευχόμενη να ακολουθήσει πληθωρισμός. Στην περίπτωση της ΕΚΤ, εάν ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη αυξανόταν στο 2% (όπως συνέβαινε το 2011/13 και το 2017, γράφημα) τότε, με βασικό επιτόκιο 0%, το πραγματικό θα διαμορφωνόταν στο -2%, οπότε θα διευκολύνονταν σημαντικά τόσο ο δανεισμός, όσο και οι επενδύσεις.
Στα πλαίσια αυτά, κατά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, το πραγματικό επιτόκιο έφτασε στις Η.Π.Α. ακόμη και στο +6% στα τέλη του 2008 – με αποτέλεσμα να ενταθούν τα προβλήματα στην οικονομία τους, βυθίζοντας τη χώρα στην ύφεση. Επειδή τώρα η αιτία δεν ήταν το ονομαστικό (βασικό) επιτόκιο, «ένοχος» ήταν ο αποπληθωρισμός – όχι τόσο αυτός που καταγραφόταν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αλλά εκείνος που προβλεπόταν για το μέλλον.
Στο γράφημα που ακολουθεί, η κόκκινη καμπύλη αναφέρεται στο πραγματικό επιτόκιο των Η.Π.Α. (αποδόσεις δεκαετών ομολόγων αφαιρουμένου του πληθωρισμού) – ενώ οι σκιασμένες περιοχές αφορούν τις υφέσεις μετά το 1960.
Συνεχίζοντας, για να μπορέσει να αντιστρέψει την τάση η Fed, υιοθέτησε για πρώτη φορά τα πακέτα ποσοτικής διευκόλυνσης (QE) – στόχος των οποίων ήταν να αυξηθεί η προσφορά χρήματος. Επομένως, να μειωθούν τα μακροπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς, τα οποία ουσιαστικά δεν μπορεί να επηρεάσει η νομισματική πολιτική – αφού καθορίζονται από τους συμμετέχοντες (εμπορικές τράπεζες, επιχειρήσεις κλπ.).
Η ενέργεια αυτή της Fed οδήγησε σε προσδοκίες ενός υψηλότερου πληθωρισμού στο μέλλον, οι φόβοι αποπληθωρισμού εξαφανίσθηκαν και το πραγματικό επιτόκιο μειώθηκε –με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν το παράδειγμα της πολλές άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, αυξάνοντας με τη σειρά τους την ποσότητα χρήματος.
Με απλά λόγια, όταν η ανάπτυξη είναι αδύναμη, οι μελλοντικές προσδοκίες όσον αφορά την εξέλιξη του πληθωρισμού μπορούν να την αποδυναμώσουν ακόμη περισσότερο – οπότε, όταν τα βασικά επιτόκια έχουν φτάσει πλέον στο μηδέν, όπως συνέβη σε όλες τις βιομηχανικές χώρες, ήταν ευχής έργο να αυξηθεί ο πληθωρισμός τουλάχιστον στο 2%. Εν τούτοις, στις Η.Π.Α., στην Ευρωζώνη, καθώς επίσης στην Ιαπωνία και αλλού, ο πληθωρισμός δεν υπερέβαινε το 1% – ενώ οι χαμηλές τιμές της ενέργειας επιδείνωσαν την εξέλιξη του.
Για ορισμένες άλλες χώρες, όπως η Ελβετία ή η Σουηδία, το πρόβλημα επικεντρώνεται στην ισχυρή ανατίμηση των νομισμάτων τους, όταν ο αποπληθωρισμός είναι υψηλότερος από το βασικό επιτόκιο – ενώ και σε αυτήν την περίπτωση ο πληθωρισμός είναι η μοναδική λύση, επειδή οι αγορές συναλλάγματος επηρεάζονται επίσης από τα πραγματικά επιτόκια.
Σε κάθε περίπτωση, για τις κεντρικές τράπεζες πρόκειται για ένα παιχνίδι προσδοκιών – όπου, εάν πείσουν τις αγορές πως θα αυξήσουν τον πληθωρισμό με όλα τα μέσα που διαθέτουν, τότε το πραγματικό επιτόκιο μειώνεται και κερδίζουν τη μάχη. Εάν όχι, τότε χάνουν το παιχνίδι – ειδικά όταν τα βασικά επιτόκια ευρίσκονται στο μηδέν, ενώ η αύξηση της ποσότητας χρήματος δημιουργεί φούσκες στις αγορές παγίων, χωρίς να καταλήγει στην πραγματική οικονομία.
Η Ευρωζώνη και η Ελλάδα
Περαιτέρω, με βάση τα παραπάνω κατανοεί κανείς τα προβλήματα μίας νομισματικής ένωσης, όπως η Ευρωζώνη – με την έννοια πως η κάθε επί μέρους χώρα απαιτεί μία δική της νομισματική πολιτική, αφού πρόκειται για οικονομίες με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Ειδικά όσον αφορά τα χρέη, εάν εκείνες οι χώρες που είναι ήδη υπερχρεωμένες βυθιστούν στον αποπληθωρισμό, μειώνεται ταυτόχρονα η ποσότητα χρήματος ενώ οι μελλοντικές τους προοπτικές δεν φαίνεται να αλλάζουν, τότε δεν υπάρχει καμία απολύτως δυνατότητα να ξεφύγουν από την παγίδα, οτιδήποτε και αν κάνουν – ενώ φυσικά τα χρέη τους αυξάνονται, χρειάζονται νέα δάνεια κοκ.
Στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου συνέβαιναν όλα τα παραπάνω, ενώ ήταν βυθισμένη από το 2013 σε έναν καταστροφικό αποπληθωρισμό της τάξης του -2% έχοντας ξεφύγει μόλις το 2017 (γράφημα), το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού της από το ΔΝΤ ήταν περί το 6,9% (4,9% + 2%) – ενώ αντίστοιχα υψηλό είναι επίσης το επιτόκιο των άλλων δανειστών της, παρά το ότι το ονομαστικό είναι χαμηλότερο από το 2%.
Ανάλογα υψηλό είναι το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού του ιδιωτικού της τομέα, σημειώνοντας πως η Τράπεζα Πειραιώς δανείσθηκε πρόσφατα με το υπέρογκο επιτόκιο του 9,75% – οπότε είναι αδύνατον να ανταγωνισθεί τις άλλες χώρες, παρά τη συνεχή μείωση των μισθών, με αποτέλεσμα να μην διενεργούνται επενδύσεις και να συνεχίζεται η αποψίλωση του παραγωγικού μας ιστού.
Με δεδομένο δε το ότι, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα πλησιάζει ξανά το μηδέν (0,2%), κατανοεί κανείς πως παρά την κατακόρυφη πτώση των δεκαετών ομολόγων στο 2,076% σήμερα, το πραγματικό επιτόκιο είναι στο 1,80% περίπου – γεγονός που δυσκολεύει επί πλέον τη διεξαγωγή επενδύσεων. Χωρίς επενδύσεις όμως (όχι ασφαλώς εξωτερικές μέσω του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, όπως συμβαίνει), είναι αδύνατη η άνοδος της ανταγωνιστικότητας και κατ’ επακόλουθο των μισθών, οπότε της ζήτησης για εγχώρια προϊόντα και όχι για εισαγόμενα – ενώ το κόστος εργασίας δεν είναι δυνατόν να μειωθεί περισσότερο.
Για παράδειγμα, σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα και τις επενδύσεις, όσο και αν χαμηλώσει ο μισθός ενός αγρότη που καλλιεργεί με τα χέρια του τα χωράφια, είναι αδύνατον να ανταγωνιστεί ένα τρακτέρ (=επένδυση) – ενώ φυσικά δεν μπορεί κανείς να του αυξήσει το μισθό του, λόγω του υψηλότερου κόστους διαβίωσης του, όσο και αν είναι ασφαλώς δίκαιο, αφού τότε αυτά που παράγει δεν πρόκειται ποτέ να πουληθούν.
Από την άλλη πλευρά, οι ξένες επενδύσεις που διενεργούνται στην Ελλάδα αφορούν σχεδόν αποκλειστικά και μόνο το ξεπούλημα των υφισταμένων επιχειρήσεων – οπότε έχουν ημερομηνία λήξης. Για παράδειγμα, όταν ένα εργοστάσιο ξεπουλάει τα μηχανήματα του, αυξάνει μεν το τζίρο του (ΑΕΠ για τη χώρα), αλλά για κάποιο περιορισμένο χρονικό διάστημα – ενώ στο τέλος τα μηχανήματα του θα ανήκουν στους νέους ιδιοκτήτες του και ο εργοστασιάρχης θα εργάζεται πλέον για αυτούς.
Ακριβώς για το λόγο αυτό αναφερόμαστε συχνά στην αλλαγή ιδιοκτησίας της Ελλάδας, στην υφαρπαγή της – ελπίζοντας να μη θελήσει η νέα κυβέρνηση της να επιτύχει ρυθμό ανάπτυξης 4% με τη συγκεκριμένη, εγκληματική για το μέλλον των παιδιών μας, μέθοδο.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας η τραπεζική κρίση, καθώς επίσης η μείωση των μισθών και των συντάξεων στα πλαίσια της εσωτερικής υποτίμησης που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα, εντείνουν τα προβλήματα της – ενώ φυσικά αυξάνεται συνεχώς το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος της, οδηγώντας την απ’ ευθείας στο γκρεμό. Με απλά λόγια, η νομισματική πολιτική που εφαρμόζεται στην Ελλάδα είναι η ακριβώς αντίθετη από αυτήν που χρειάζεται η οικονομία της – γεγονός που επεξηγεί τη συνεχή αύξηση του δημοσίου χρέους της, καθώς επίσης την αδυναμία της να ξεφύγει από την κρίση.
Η λύση εν προκειμένω είναι γνωστή, μία και μοναδική: η δραστική μείωση των φόρων και η αύξηση των δημοσίων δαπανών – έτσι ώστε (α) να υπάρξουν φορολογικά κίνητρα για τις ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς επίσης (β) να προηγηθεί το κράτος επενδύοντας, να οδηγήσει σε άνοδο της ανταγωνιστικότητας των εργαζομένων οπότε της αμοιβής τους και επομένως να δημιουργηθεί ζήτηση, με στόχο να ακολουθήσει ο ιδιωτικός τομέας. Όλα τα υπόλοιπα, όπως τα περί εργατικών μεταρρυθμίσεων κλπ. που απαιτούνται για να ακολουθήσει η ανάπτυξη, χωρίς την οποία ασφαλώς δεν λύνεται κανένα πρόβλημα της Ελλάδας, είναι απλά ανοησίες.
Βασίλης Βιλιάρδος
Πηγή : https://analyst.gr
Βασίλης Βιλιάρδος
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου