Η «στιγμή Minsky» έφτασε το 2008, όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση – ενώ δεν αντιμετωπίσθηκε με επιτυχία, όπως εικάζεται, αλλά απλά αναβλήθηκε διογκούμενη σε μεγάλο βαθμό για το μέλλον που πλησιάζει επικίνδυνα.
Οι δύο «μεγάλοι και κακοί ηθοποιοί» είναι ένας υπερχρεωμένος ιδιωτικός τομέας, καθώς επίσης μία επερχόμενη ύφεση – στους οποίους, εάν προστεθεί ένας χρεοκοπημένος δημόσιος τομέας, καθώς επίσης πτωχευμένες τράπεζες, τότε προκαλείται κυριολεκτικά χάος – κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο για την Ελλάδα που βρίσκεται σήμερα σε πολύ χειρότερη κατάσταση από το 2010, με την Ιταλία και με τη Γερμανία ήδη σε ύφεση (οι δύο μεγαλύτερες εξαγωγικές μας αγορές).
Ανάλυση
Υπενθυμίζουμε πως ο I. Fischer, ένας από τους κορυφαίους οικονομολόγους της εποχής του, είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε μαθηματικές μεθόδους για να τεκμηριώσει τη θεωρία της ισορροπίας – όπου η προσφορά και η ζήτηση, όταν οι τιμές φτάσουν σε ένα ορισμένο επίπεδο, εξισορροπούν μεταξύ τους. Θεωρείται δε ως ο «πνευματικός πατέρας» του μονεταρισμού, έχοντας διατυπώσει πρώτος την «ποσοτική εξίσωση» – σύμφωνα με την οποία η ποσότητα χρήματος επί την ταχύτητα κυκλοφορίας, είναι ίση με το εθνικό προϊόν επί το επίπεδο των τιμών (M * V = Y *P).
Μέσα από τις μελέτες του πείσθηκε αρχικά απόλυτα ότι, η σταθερότητα των τιμών είναι η κεντρική προϋπόθεση της ομαλής λειτουργίας της Οικονομίας – κάτι που ακολούθησε πιστά αργότερα ο βασικός υποστηρικτής του μονεταρισμού, ο M. Friedman. Οφείλουμε να συμπληρώσουμε εδώ ότι, η βασική υποχρέωση της ΕΚΤ, «κατ’ επιταγή» της Γερμανίας που φοβάται τον υπερπληθωρισμό έχοντας τον βιώσει δύο φορές τον 20ο αιώνα, είναι η σταθερότητα των τιμών – ενώ για τη Fed είναι κυρίως σημαντική η απασχόληση.
Συνεχίζοντας, στη δεκαετία του 1920 ο κ. Fisher, καθηγητής στο Yale, ήταν ο πρωταγωνιστής, ο σταρ καλύτερα μεταξύ των οικονομολόγων – ασχολούμενος επίσης με εφευρέσεις, όπως με τη δημιουργία ενός συστήματος αρχειοθέτησης, η πώληση της «πατέντας» του οποίου τον έκανε εκατομμυριούχο.
Εκείνη την εποχή, οι άνθρωποι βίωναν μία ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας, χωρίς ιστορικό προηγούμενο – οπότε ο Fisher επένδυσε όλα τα χρήματα του στο χρηματιστήριο, αυξάνοντας σημαντικά τον πλούτο του. Προς τα τέλη της δεκαετίας δε ανήκε σε εκείνους τους ειδικούς των μετοχών, οι οποίοι καλούνταν συνεχώς από τα ΜΜΕ για να εκφράσουν τις απόψεις τους, σε σχέση με την εξέλιξη των δεικτών των χρηματιστηρίων.
Τελικά, στις 21 Οκτωβρίου του 1929 ανέφερε σε μία συνέντευξη του τις εξής δεκαέξι λέξεις, οι οποίες έμελε να αλλάξουν για πάντα τη ζωή του: «Οι τιμές των μετοχών έφτασαν σε ένα σημείο, το οποίο μοιάζει με ένα μόνιμα υψηλό οροπέδιο». Τέθηκε λοιπόν υπέρ της άποψης πως οι τιμές θα παρέμεναν σταθερές ή υψηλότερες, για ένα μεγάλο (μόνιμο) χρονικό διάστημα, τρεις ημέρες ακριβώς πριν ξεκινήσει το μεγάλο κραχ του 1929 – κατά τη διάρκεια του οποίου ο βιομηχανικός δείκτης των Η.Π.Α. (Dow Jones) έχασε το 80% της αξίας του.
Κάτι σχετικά ανάλογο βιώνουμε σήμερα, αφού οι χρηματιστηριακοί δείκτες, ιδίως οι αμερικανικοί, σημειώνουν διαρκώς νέα υψηλά – ενώ αρκετοί ισχυρίζονται πως οι συνθήκες έχουν αλλάξει, οπότε δεν πρόκειται για φούσκα. Την ίδια στιγμή τα χρέη αυξάνονται συνεχώς σε όλες σχεδόν τις χώρες – ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, στις οποίες οι επιχειρήσεις έχουν εκδώσει ομόλογα λαμβάνοντας ταυτόχρονα δάνεια τεραστίου ύψους από τις τράπεζες, Συνολικά έχουν αυξηθεί τα χρέη από το 60% του ΑΕΠ τους πάνω από το 100% – ειδικά στην Κίνα, στην οποία έχουν υπερβεί το 190%, ποσοστό που δεν είναι σε καμία περίπτωση βιώσιμο.
Στην Ευρώπη η κατάσταση είναι λιγότερο προβληματική, αλλά ο ρυθμός ανάπτυξης είναι πολύ χαμηλός, οπότε τα χρέη είναι υψηλά σε σχέση με το ΑΕΠ – ενώ στις Η.Π.Α. η κατάσταση είναι καλή, αφού τα δάνεια των επιχειρήσεων δεν υπερβαίνουν το 75%. Οφείλει βέβαια να γνωρίζει κανείς πως τα χρέη δεν είναι θανατηφόρα, όσο υπάρχει ανάπτυξη και ρευστότητα – κάτι που παύει να ισχύει όταν αυξάνονται τα επιτόκια.
Η μεγάλη πτώση
Περαιτέρω στο 1930, ο οικονομολόγος έχασε από το κραχ, καθώς επίσης από τη Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε, ολόκληρη την περιουσία του – ενώ για πολλές εβδομάδες έλεγε δημόσια ότι, το χρηματιστήριο είχε υποστεί μία χρονικά περιορισμένη διόρθωση, οπότε θα επανερχόταν γρήγορα στα προηγούμενα επίπεδα. Αργότερα βέβαια, αφού μετατράπηκε στη συμβολική φιγούρα εκείνου του κερδοσκόπου ο οποίος, τυφλωμένος από το πάθος του, οδηγείται στο γκρεμό, έχοντας απαξιωθεί εντελώς ως οικονομολόγος από την κοινή γνώμη και τους συναδέλφους του, είπε τα παρακάτω:
«Μία αποπληθωριστική εκκαθάριση του χρέους είναι ένας κύκλος του διαβόλου, ένας φαύλος κύκλος. Καμία δύναμη δεν μπορεί να οδηγήσει την οικονομία πίσω, στο σημείο ισορροπίας της. Το πλοίο θα γέρνει όλο και περισσότερο, μέχρι να ανατραπεί. Εάν πιστεύει κάποιος ότι, σε μία τέτοια κατάσταση θα πρέπει να αφήσουμε τη φύση να ακολουθήσει την πορεία της, χωρίς να κάνουμε τίποτα για να την αλλάξουμε, είναι τόσο ανόητος όσο εκείνος ο γιατρός, ο οποίος συμβουλεύει τον ασθενή του που πάσχει από βαριά πνευμονία να την αγνοήσει«.
Ειδικότερα, στα πιο σκοτεινά χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης, έχοντας τις δικές του προσωπικές εμπειρίες, ο Fisher άλλαξε ριζικά τις θέσεις του για την Οικονομία –παύοντας να πιστεύει στη θεωρία της ισορροπίας, καθώς επίσης στις «ορθολογικές προσδοκίες». Απαρνούμενος τα μαθηματικά μοντέλα στο κείμενο του «Η θεωρία του αποπληθωρισμού και του χρέους» (Debt Deflation Theory), αναφέρθηκε στο θέμα τεκμηριώνοντας το εμπειρικά – χωρίς να το αποδεικνύει δηλαδή με μαθηματικές εξισώσεις, καλώντας παράλληλα τους συναδέλφους του να αποδείξουν το αντίθετο, εάν μπορούσαν φυσικά.
Η θεωρία
Ο Fisher περιγράφει αρχικά τη φυσιολογική άνοδο και κάθοδο των οικονομικών κύκλων, στους οποίους «ταλαντεύεται» μία Οικονομία, σε συνθήκες ισορροπίας –οι οποίοι φαίνονται στο γράφημα που ακολουθεί, με τις επιπτώσεις τους για τις αγορές (επιτόκια, ομόλογα, μετοχές, εμπορεύματα, ακίνητη περιουσία). Επεξήγηση γραφήματος: Φάση της ισορροπίας μετά την πτώση, πρώιμη ανάκαμψη, τελευταία φάση της ανάκαμψης, επιβράδυνση της οικονομίας, ύφεση.
Εάν όμως συναντηθούν δύο απειλητικές δυνάμεις (τις αποκαλεί χαρακτηριστικά μεγάλους, κακούς ηθοποιούς – Big Bad Actors), τότε μπορεί να προκληθεί από μία ανώδυνη ύφεση ένας καταστροφικός αποπληθωρισμός (Depression) – από τον οποίο δεν μπορεί να εξέλθει μία οικονομία, ευρίσκοντας από μόνη της το σημείο ισορροπίας της.
Οι δύο αυτοί «μεγάλοι και κακοί ηθοποιοί» είναι ένας υπερχρεωμένος ιδιωτικός τομέας, καθώς επίσης μία επερχόμενη ύφεση – στους οποίους, εάν προστεθεί ένας επίσης υπερχρεωμένος δημόσιος τομέας, τότε προκαλείται κυριολεκτικά χάος (αυτό ακριβώς βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα, ευρισκόμενοι σε πολύ χειρότερη κατάσταση από το 2010, λόγω της τρομακτικής ανόδου των μη εξυπηρετούμενων ιδιωτικών χρεών – γεγονός που σημαίνει ότι, χωρίς «εξωγενή στήριξη» δεν υπάρχει δυνατότητα εξόδου από την κρίση).
Περαιτέρω, η Μεγάλη Ύφεση του 1930 εμπλούτισε τη θεωρία του με το τέλειο ενδεικτικό παράδειγμα. Αναλυτικότερα, όταν οι τιμές των μετοχών στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1920 αυξάνονταν ραγδαία, τροφοδοτούμενες από κερδοσκοπικές υπερβολές, ο ιδιωτικός τομέας των Η.Π.Α. είχε συσσωρεύσει ένα ιστορικά μοναδικό βουνό χρεών, το οποίο ήταν της τάξης του 260% του ΑΕΠ (της Κίνας σήμερα είναι της τάξης του 230% – γράφημα).
Επεξήγηση γραφήματος: Συνολικά χρέη της Κίνας – Νοικοκυριά (34%),
Επιχειρήσεις χωρίς το χρηματοπιστωτικό τομέα (197%), Δημόσιο (48%). Η αύξηση
τους συνεχίζεται έως και σήμερα.
Τα χρέη αυτά δεν φαινόταν προβληματικά, επειδή οι τιμές στις αγορές περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα, μετοχές κλπ.), αυξάνονταν συνεχώς – όπως συνέβαινε πρόσφατα, λίγο πριν ξεσπάσει η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Μετά το 1929 όμως και ιδιαίτερα μετά το 1931, όπου οι Η.Π.Α. βυθίστηκαν στον αποπληθωρισμό, η κατάσταση άλλαξε ραγδαία – αφού τέθηκε σε λειτουργία ο αποπληθωριστικός καθοδικός κύκλος. Ο Fisher περιγράφει τη διαδικασία που ακολούθησε τότε ως εξής:
«Οι οφειλέτες, οι οποίοι βρέθηκαν σε κακή οικονομική κατάσταση, έπρεπε να ρευστοποιήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία, για να μπορέσουν να εξοφλήσουν τα δάνεια τους. Σαν αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού, συρρικνώθηκε η ποσότητα χρήματος στην Οικονομία, καθώς επίσης η ταχύτητα κυκλοφορίας του«.
Στη συνέχεια κατέρρευσαν οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων, λόγω των αναγκών και της μεγάλης προσφοράς – γεγονός που, σε συνδυασμό με τον περιορισμό της ποσότητας χρήματος, οδήγησε στην ακόμη μεγαλύτερη μείωση του επιπέδου των τιμών.
Ακολούθησε αμέσως μετά ο αποπληθωρισμός – ενώ, στα επόμενα στάδια της κρίσης, η μειωμένη ζήτηση, καθώς επίσης οι χαμηλές τιμές, «αδυνάτισαν» τις επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου κορυφώθηκαν οι χρεοκοπίες, ενώ οι εναπομείναντες επιχειρήσεις μείωσαν την παραγωγή τους και απέλυσαν προσωπικό – με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ανεργία, να μειωθεί περαιτέρω η ζήτηση, να κλείσουν περισσότερες επιχειρήσεις κοκ.
Τέλος ο οικονομολόγος αναφέρει ότι, η κρίση εμπιστοσύνης, στην οποία ουσιαστικά στηρίζεται το σύστημα, διευρύνθηκε – οπότε μειώθηκαν οι δαπάνες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, επειδή προτιμούσαν να αποταμιεύουν τα χρήματα.
Το αποτέλεσμα ήταν να περιορίζεται συνεχώς περισσότερο η κυκλοφοριακή ταχύτητα των χρημάτων (παγίδα ρευστότητας), οπότε να επιδεινώνεται ο αποπληθωρισμός. Η διαδικασία αυτή αύξησε τα πραγματικά επιτόκια (ονομαστικά πλην τον πληθωρισμό ή συν τον αποπληθωρισμό), καθώς επίσης την πραγματική αξία των χρεών – οπότε ήταν αδύνατον πλέον να εξυπηρετηθούν.
Το παράδοξο του αποπληθωρισμού
Ο οικονομολόγος προειδοποίησε για τους μεγάλους κινδύνους, οι οποίοι απειλούν μία οικονομία που έχει βυθιστεί στον αποπληθωρισμό – εάν είναι ταυτόχρονα επιβαρυμένη με ένα υψηλό ιδιωτικό χρέος. Όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά προσπαθούν ταυτόχρονα να μειώσουν τα χρέη τους, με αποτέλεσμα να αδυνατίζει η οικονομία και να ενισχύεται συνεχώς η ύφεση (ανάλυση).
Στη χειρότερη των περιπτώσεων, ο ρυθμός του αποπληθωρισμού είναι υψηλότερος από το ρυθμό, με τον οποίο μειώνονται τα χρέη – οπότε συνεχίζει να αυξάνεται το ύψος των πραγματικών χρεών, παρά το ότι οι οφειλέτες πληρώνουν χρήματα, για να εξοφλήσουν (συμβαίνει επίσης στην Ελλάδα σήμερα). Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Fisher,
«Πρόκειται ουσιαστικά για το μεγάλο παράδοξο όλων των αποπληθωρισμών – το ότι οι οφειλέτες πληρώνουν τα χρέη τους, αλλά το ύψος των οφειλών τους αυξάνεται συνεχώς».
Συνοψίζοντας, ο αποπληθωρισμός από μόνος του δεν είναι ιδιαίτερα απειλητικός – κάτι που αλλάζει, όταν εμφανίζεται σε μία οικονομία με υπερχρεωμένο ιδιωτικό τομέα, όπως συνέβη στις Η.Π.Α. το 1837, το 1873 και το 1929. «Η ισορροπία δε αποκαθίσταται τότε μόνο, όταν μία καθολική χρεοκοπία σαρώσει ολόκληρο το οικονομικό σύστημα», αναφέρει ο οικονομολόγος στο σύγγραμμα του – προσθέτοντας όμως πως πρόκειται για έναν μη αναγκαίο, εξαιρετικά οδυνηρό δρόμο ολοκλήρωσης μίας αποπληθωριστικής περιόδου.
Με απλά λόγια, η μοναδική σωτηρία σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, όταν δεν ληφθούν έγκαιρα μέτρα, είναι η χρεοκοπία – η οποία είναι μεν εξαιρετικά οδυνηρή, αλλά απολύτως απαραίτητη.
Η συνταγή του Fisher
Συνεχίζοντας ο τρόπος, με τον οποίο καταπολεμάται αποτελεσματικά ένα τέτοιο φαινόμενο είναι ο εξής κατά τον οικονομολόγο: «Η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να υιοθετήσει πάση θυσία μία επεκτατική νομισματική πολιτική, έτσι ώστε να εμποδίσει μία υπερχρεωμένη οικονομία να βυθιστεί στον αποπληθωρισμό». Οφείλει λοιπόν να λειτουργήσει απο-αποπληθωριστικά, έτσι ώστε ο περιορισμός των χρεών να είναι ελεγχόμενος.
Με βάση το συγκεκριμένο κριτήριο, είναι προφανές πως η «συνταγή» που επέβαλλαν στην Ελλάδα οι δανειστές της, ήταν και είναι αντίθετη – παρά το ότι γνώριζαν τι ακριβώς θα ακολουθούσε. Επομένως, ο στόχος τους ήταν εντελώς διαφορετικός από αυτόν που θα ήθελαν να πιστεύουμε – απλούστατα, η λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας των Ελλήνων, η οποία απαιτούσε να τεθεί σε λειτουργία ο καθοδικός κύκλος των τιμών, έτσι ώστε να εκποιηθούν τα πάντα σε τιμές ευκαιρίας.
Περαιτέρω στη συνταγή του Fisher, ακόμη σημαντικότερη από την «κατασταλτική» μέθοδο είναι η πρόληψη: το να μην επιτραπεί δηλαδή η υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα. Το κλειδί τώρα για τον έλεγχο της ευρίσκεται στο τραπεζικό σύστημα – όπου οι τράπεζες θα πρέπει να υπόκεινται στην αυστηρή επιτήρηση του κράτους, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική δημιουργία νέων χρημάτων από το πουθενά, μέσω της παροχής δανείων.
Ως εκ τούτου, ο βασικός ένοχος της κατανάλωσης επί πιστώσει στην Ελλάδα πριν το 2008 ήταν αφενός μεν οι εμπορικές τράπεζες, αφετέρου η Τράπεζα της Ελλάδας που όφειλε να τις ελέγχει – κατ’ επέκταση η ΕΚΤ ως ο κεντρικός ελεγκτικός μηχανισμός της Ευρωζώνης, καθώς επίσης η νομισματική πολιτική της που, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της Γερμανίας, αδιαφορούσε εντελώς για όλες τις υπόλοιπες χώρες (ανάλυση).
Θα μπορούσε βέβαια να ισχυρισθεί κανείς ότι δεν έφταιγαν οι τράπεζες, η ΤτΕ και η ΕΚΤ, αλλά οι Έλληνες – οι οποίοι όφειλαν να γνωρίζουν πως δεν πρέπει κανείς να δανείζεται για καταναλωτικούς σκοπούς, αλλά μόνο για επενδυτικούς. Εν τούτοις το γεγονός ότι δεν ήταν οι μοναδικοί το 2008, αφού το ίδιο και χειρότερο συνέβαινε στις Η.Π.Α., στην Ισπανία, στην Ιρλανδία, στην Κύπρο κοκ., τεκμηριώνει πως ο ισχυρισμός αυτός είναι λάθος – επειδή δυστυχώς όλοι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται έτσι, όταν δεν ελέγχονται από τη μακροοικονομική πολιτική.
Ένα επόμενο παράδειγμα είναι ο Καναδάς σήμερα, ο οποίος θεωρείται ως ο μεγαλύτερος κίνδυνος παγκοσμίως, όσον αφορά το χρηματοπιστωτικό του σύστημα, σε συνδυασμό με τη φούσκα ακινήτων – ακολουθούμενος από την Κίνα, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της τράπεζας διεθνών διακανονισμών.
Τελευταίο παράδειγμα είναι οι σκανδιναβικές χώρες, όσον αφορά τη φούσκα ακινήτων που έχει δημιουργηθεί λόγω του υπερβολικού και φθηνού δανεισμού των νοικοκυριών – ιδίως η Σουηδία, στην οποία οι τιμές ακινήτων σε σχέση με τα ενοίκια έχουν αυξηθεί κατά 92% από το 2001, καθώς επίσης η Νορβηγία (+67%). Στην Ελβετία έχουν αυξηθεί κατά 30% και στη Γερμανία κατά 23%, πάντοτε σε σχέση με τα ενοίκια – ενώ στη Γαλλία, Ολλανδία, Ισπανία και Ιταλία οι τιμές μειώνονται συνεχώς μετά την κρίση του 2007.
Επεξήγηση γραφήματος: Σχέση των τιμών των ακινήτων ως προς τα ενοίκια, με
κριτήριο το 2010=100. Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Νορβηγία, Ισπανία,
Σουηδία, Ελβετία, Η.Π.Α. Για τα έτη 2001 γαλάζια στήλη, 2007 κόκκινη, 2010 καφέ,
2015 μπλε και 2016 ανοιχτό καφέ.
Περαιτέρω, ήδη το 1935 εξέδωσε ο Fisher το βιβλίο «Πλήρες Χρήμα», με το οποίο απαιτούσε την πλήρη κάλυψη των δανείων των τραπεζών, με δικά τους χρήματα. Εν τούτοις, κανένας δεν του έδωσε σημασία, με αποτέλεσμα να συσσωρευτούν στις Η.Π.Α. και αλλού, με αφετηρία το 1980, τα μεγαλύτερα χρέη όλων των εποχών – υψηλότερα ακόμη και από τη δεκαετία του 1930.
Όπως και τότε, έτσι και μέχρι πρόσφατα, κανένας δεν θεώρησε απειλητική την υπερχρέωση – έως ότου ξέσπασε η κρίση του 2008, όπου ο κεντρικός τραπεζίτης των Η.Π.Α. (Bernanke) εφάρμοσε κατά γράμμα τη συνταγή του, αγωνιζόμενος εναντίον του αποπληθωρισμού.
Δυστυχώς βέβαια δεν πρόβλεψε ότι, η μέθοδος αυτή θα οδηγούσε σε έναν πληθωρισμό των χρηματιστηριακών αξιών (μετοχές κλπ.), οπότε σε μία άλλου είδους ανεξέλεγκτη φούσκα – η οποία θα μας οδηγήσει πιθανότατα σε έναν καταστροφικό υπερπληθωρισμό, όταν η δημιουργία χρημάτων από τις κεντρικές τράπεζες (επεκτατική νομισματική πολιτική) συνοδευτεί ξαφνικά από την αντίστοιχη των εμπορικών τραπεζών, χωρίς να προλάβουν οι κεντρικές τράπεζες να απορροφήσουν την υπερβάλλουσα ρευστότητα.
Ο κίνδυνος αυτός είναι πλέον εμφανής, ειδικά εάν επιβληθεί στις Η.Π.Α. ο οικονομικός εθνικισμός χωρίς να μεσολαβήσει η απαραίτητη προετοιμασία – αφού, όσο η παγκοσμιοποίηση προκαλεί αποπληθωρισμό, τόσο ο προστατευτισμός οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο του: στον υπερβολικό πληθωρισμό.
Κλείνοντας, η αναφορά του Fisher στο «πλήρες χρήμα» οφείλει να μας απασχολήσει πολύ περισσότερο, συγκριτικά με όλα τα υπόλοιπα – αφού πρόκειται για ένα από τα καλύτερα μέτρα αναστολής οικονομικών κρίσεων. Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων στη Γερμανία, στη Μ. Βρετανία, στην Αυστρία και στην Ελβετία, έχουν δημιουργηθεί κινήσεις Πολιτών, οι οποίοι τάσσονται υπέρ της συγκεκριμένης υποχρέωσης των τραπεζών, με στόχο την αποδυνάμωση της ισχύος τους – με σημαντικότερη ίσως αυτήν στην Ελβετία.
Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να σταματήσει η ανεξέλεγκτη επέκταση της ποσότητας χρήματος, καθώς επίσης να μειωθεί το ρίσκο των μελλοντικών υπερβολών (φούσκες) – οπότε να γίνει πολύ πιο ανθρώπινη η Οικονομία. Πόσο μάλλον όταν η ανάπτυξη έχει πάψει προ πολλού να είναι αειφόρος, ενώ χωρίς αυτήν δεν μπορεί να επιβιώσει το σημερινό καπιταλιστικό σύστημα – επειδή εάν δεν αυξάνεται το ΑΕΠ, ο δείκτης Χρέος/ΑΕΠ επιδεινώνεται ραγδαία, οπότε προκαλούνται μαζικές χρεοκοπίες.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η εποχή του ελεγχόμενου πληθωρισμού που ξεκίνησε με την παγκοσμιοποίηση, καθώς επίσης με την άνοδο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού στη Δύση, φτάνει στο τέλος της – κρίνοντας από τη στροφή των Η.Π.Α. και της Μ. Βρετανίας προς τον οικονομικό εθνικισμό, καθώς επίσης από τα βουνά του χρέους που έχουν συσσωρευτεί και τα οποία μπορούν να μειωθούν μόνο πληθωριστικά (εναλλακτικά με τη χρηματοπιστωτική καταστολή ή/και με τις μαζικές διαγραφές, κάτι που όμως είναι πολύ δύσκολα εφικτό).
Αυτό σημαίνει πως θα αρχίσουν να αυξάνονται τα επιτόκια και ο πληθωρισμός, ενώ τα ομόλογα θα πάψουν να ακολουθούν την ίδια πορεία με τις μετοχές – οι τιμές των οποίων, μετά τις πρώτες συνεχείς αυξήσεις των βασικών επιτοκίων, θα αρχίσουν να μειώνονται, ελπίζοντας να μην καταρρεύσουν απότομα. Παράλληλα θα περιοριστεί σημαντικά η παγκοσμιοποίηση – μία διαδικασία που ευρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, με οδηγό τις Η.Π.Α. Ας ελπίσουμε πάντως πως η δεύτερη αυτή εποχή της παγκοσμιοποίησης (τρίτη στην ουσία) δεν θα τελειώσει όπως η πρώτη – υπενθυμίζοντας πως το τέλος τότε σηματοδοτήθηκε από τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο.
Για την Ελλάδα τώρα, την πιο χρεοκοπημένη χώρα στην παγκόσμια ιστορία, τόσο ο πληθωρισμός, όσο και ο περιορισμός της παγκοσμιοποίησης, είναι καλά νέα – με εξαίρεση την αύξηση των επιτοκίων, αφού αναγκάζεται να δανειστεί μόνη της από τις αγορές, μετά το τέλος της τρίτης δανειακής σύμβασης. Αντίθετα, για τη Γερμανία είναι κακά νέα τόσο το ένα, όσο και το άλλο – οπότε θα προσπαθήσει να αντιδράσει, εκτός εάν τελικά λογικευτεί.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου