Η επάνοδος του φασισμού στη Βραζιλία, κρυμμένου πίσω από το πέπλο μίας δήθεν «νέας Δεξιάς», ήταν νομοτελειακή μετά την αποτυχία της κυβέρνησης να αναδείξει το πρόβλημα – σύμφωνα με το οποίο η διαφθορά είναι δομικό στοιχείο της κοινωνίας, ενώ η καταπολέμηση της είναι ευθύνη του συνόλου των Πολιτών της χώρας.
«Ασφαλώς υπάρχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ της Ελλάδας και της Βραζιλίας. Κυρίως το ότι, η διαφθορά αποτελεί μέρος του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας – ειδικά όσον αφορά το κομματικό-πελατειακό κράτος που στραγγαλίζει κάθε προσπάθεια υγιούς ανάπτυξης της χώρας. Είτε το καταλαβαίνουμε πάντως είτε όχι, έχουμε δικτατορία εκτός του ότι είμαστε υπό κατοχή – αυτήν της γερμανικής Ευρώπης».
Ανάλυση
Η οικονομική εξέλιξη της Βραζιλίας, μετά την άλωση της από το ΔΝΤ (ανάλυση) και την ανάληψη της κυβέρνησης από το Εργατικό Κόμμα (ΡΤ) το 2002, ήταν υποδειγματική – αφού το ΑΕΠ της έως το 2011 πενταπλασιάσθηκε, από τα 500 δις $ στα 2,5 τρις $, όπως φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί. Εν τούτοις, από το 2014 έως το 2016 βυθίστηκε σε μία βαθειά ύφεση, με μία σημαντική υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής, την οποία ακολούθησε η οικονομική στασιμότητα – με την ανεργία να εκτοξεύεται από το 4% στο 14% και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να υποχωρεί σε μεγάλο βαθμό.
Ακόμη χειρότερα, το έλλειμμα του προϋπολογισμού της αυξήθηκε από το -2,3% του ΑΕΠ στο -10,2% το 2015 (γράφημα), παρά τα διαδοχικά μέτρα λιτότητας που λήφθηκαν, ταυτόχρονα με μία συνταγματική αλλαγή που πάγωσε τις πραγματικές δημόσιες δαπάνες για τα επόμενα είκοσι χρόνια – με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος της, από 51,27% του ΑΕΠ το 2011 να εκτοξευθεί στο 74,04% το 2017, παράλληλα με την άνοδο του εξωτερικού της χρέους, το οποίο ως γνωστόν δημιουργεί νομισματικά προβλήματα και αυξάνει τον κίνδυνο χρεοκοπίας.
Το κυριότερο όμως πρόβλημα ήταν η πολιτική κρίση που ξέσπασε, όπου η πρόεδρος Rousseff που εξελέγη για πρώτη φορά το 2010 και για δεύτερη το 2014, εξεδιώχθη από την προεδρία με τη βοήθεια ενός κοινοβουλευτικού-δικαστικού-μιντιακού πραξικοπήματος (ανάλυση). Εκτός από την πρόεδρο, μεγάλες ομάδες του ηγετικού πολιτικού προσωπικού της χώρας κατηγορήθηκαν για μία ατελείωτη σειρά σκανδάλων διαφθοράς που δραματοποιήθηκαν από τα ΜΜΕ – ενώ εν μέρει σκηνοθετήθηκαν, με τη δικαστική εξουσία να παραβιάζει το Σύνταγμα τόσο όσον αφορά την εκτελεστική, όσο και τη νομοθετική εξουσία.
Ως εκ τούτου τροφοδοτήθηκε μία πολιτική σύγχυση, η οποία επέτρεψε την άνοδο μίας ριζοσπαστικής μορφής του νεοφιλελευθερισμού, με τελικό αποτέλεσμα να εκλεγεί στην προεδρία της χώρας ο J. Bolsonaro – ένας άγνωστος στην πολιτική, γνωστός όμως για τις εξωφρενικές δηλώσεις του εναντίον ομοφυλοφίλων, γυναικών και αριστερών.
Ο συνταξιούχος αξιωματικός του στρατού, μέλος της Βουλής των αντιπροσώπων του Ρίο ντε Τζανέιρο από το 1991, ηλικίας 63 ετών, μισογύνης και ρατσιστής κατά πολλούς (πηγή), θεωρείται ένα «τερατώδες προϊόν» της εκκωφαντικής σιωπής της χώρας – όσον αφορά τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν τη μακρόχρονη εποχή της δικτατορίας (μέχρι σήμερα, πολλά χρόνια μετά το τέλος της δικτατορίας, κανείς δεν έχει τιμωρηθεί – ενώ τα στρατιωτικά αρχεία που καλύπτουν την περίοδο εκείνη παραμένουν κλειστά, αποτρέποντας τις οικογένειες των 147 αγνοουμένων από το να θάψουν τους νεκρούς τους και να μάθουν την αλήθεια). Ως βασικό «εργαλείο» του χρησιμοποίησε τις κατηγορίες για πολιτική διαφθορά – κάτι που δεν είναι πρωτόγνωρο στη Βραζιλία.
Η «συστημική» διαφθορά της Βραζιλίας
Ειδικότερα, οι κατηγορίες για διαφθορά αποτελούν βασικό συστατικό στοιχείο όλων των πολιτικών αναταραχών και ανακατατάξεων στη χώρα από το 19ο αιώνα. Η υστερία εναντίον της διαφθοράς ενός από τα πλέον διεφθαρμένα κράτη στον πλανήτη, όπως συνήθως συμβαίνει, έφερε στην εξουσία το 1960 έναν ακροδεξιό ηγέτη (J. Quadros), ο οποίος υποσχέθηκε να καθαρίσει τη χώρα – παραιτούμενος όμως επτά μήνες μετά, επειδή δεν κατάφερε να πείσει το Κογκρέσο να τον εξουσιοδοτήσει για τη λήψη μέτρων εκτάκτου ανάγκης.
Στη συνέχεια, οι κατηγορίες για διαφθορά του δημοσίου εκ μέρους της δεξιάς παράταξης, διαδραμάτισαν ένα σημαντικό ρόλο στην αποδυνάμωση και στην ανατροπή του αριστερού προέδρου J. Goulart το 1964 – μέσω ενός πραξικοπήματος, το οποίο νομιμοποιήθηκε εν μέρει από τους ισχυρισμούς ότι, ο στρατός ήταν η μοναδική δύναμη που θα μπορούσε να καταπολεμήσει τη διαφθορά. Εν τούτοις, τα σκάνδαλα διαφθοράς αφορούσαν επίσης όλες τις στρατιωτικές διοικήσεις – οπότε τίποτα δεν καταπολεμήθηκε.
Περαιτέρω, στις πρώτες προεδρικές εκλογές μετά τη μακρά περίοδο της δικτατορίας, το 1989, εξελέγη ο νεοφιλελεύθερος δεξιός F. Collor – ο οποίος είχε το παρατσούκλι «ο κυνηγός των Μαχαραγιάδων», σημειώνοντας πως με το όνομα αυτό αποκαλούνταν οι υψηλά αμειβόμενοι και διεφθαρμένοι δημόσιοι υπάλληλοι. Μετά από δύο χρόνια όμως αναγκάσθηκε να παραιτηθεί, λόγω της εμπλοκής του σε μία σειρά σκανδάλων – από κλοπή και ερωτικές υποθέσεις έως το εμπόριο ναρκωτικών.
Χωρίς να επεκταθούμε σε άλλες λεπτομέρειες, το 2002 ανήλθε στην εξουσία ο αριστερός L.I. Lula με το Εργατικό κόμμα (ΡΤ), τον οποίο διαδέχθηκε το 2010 και το 2014 η D. Rousseff – ενώ από το 2013 και μετά το δεξιό κόμμα, μαζί με πολλά ΜΜΕ, διεξάγουν μία αμείλικτη εκστρατεία σπίλωσης του ΡΤ, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να το συνδέσουν με σκάνδαλα διαφθοράς. Η επιτυχία τώρα αυτής της εκστρατείας ήταν τέτοια που δεν το περίμενε κανείς, αφού η πρόεδρος κατηγορήθηκε για διαφθορά χωρίς να υπάρχουν καθόλου ενοχοποιητικά στοιχεία, αλλά μόνο ισχυρισμοί – ενώ, παρά τις τεράστιες πιέσεις που ασκήθηκαν στα μέλη της κυβέρνησης της, δεν βρέθηκε τίποτα που να τη συνδέει με κάτι συγκεκριμένο.
Εκτός αυτού οδηγήθηκε ο προκάτοχος της L.I. Lula, εξαιρετικά αγαπητός στο εσωτερικό της Βραζιλίας και στο εξωτερικό, στη φυλακή – έχοντας καταδικαστεί χωρίς να υπάρχει καμία απόδειξη, σε δώδεκα χρόνια φυλάκιση για διαφθορά! Το κατηγορητήριο, περί τις 250 σελίδες, είναι εντυπωσιακό, με την έννοια πως δεν υπάρχει τίποτα που να το τεκμηριώνει – ενώ ήταν ο λόγος που του απαγορεύθηκε να συμμετέχει στις πρόσφατες εκλογές, παρά το ότι ήταν μακράν πρώτος σε όλες τις δημοσκοπήσεις μεταξύ των υποψηφίων για την προεδρία.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν ουσιαστικά ένα μεγάλο μάθημα, σχετικά με το πώς είναι δυνατόν να «υπεξαιρέσει» ένα κόμμα και ένας πολιτικός την εξουσία – χωρίς να χρειάζεται κανένα πραγματικό αποδεικτικό στοιχείο εάν σκηνοθετήσει σωστά μία υπόθεση διαφθοράς, με τη βοήθεια διατεταγμένων ΜΜΕ. Εάν δηλαδή είναι ακραία νεοφιλελεύθερος με απολυταρχικές τάσεις, όπως στην περίπτωση της Βραζιλίας, αρκεί να πείσει ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης πως το δημόσιο είναι αναποτελεσματικό και διεφθαρμένο, ότι οι ιδιωτικοποιήσεις είναι απαραίτητες και πως ο περιορισμός του κοινωνικού κράτους αναγκαίος, για να λειτουργήσει σωστά η Οικονομία, παράγοντας πλούτο – οπότε διασπάται ο πληθυσμός και εξασφαλίζεται η αποδοχή της πλειοψηφίας για τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις.
Εν προκειμένω οι κατηγορίες για διαφθορά αποτελούν ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο για να κινητοποιηθούν οι μάζες και να στηρίξουν ακροδεξιά προγράμματα – πόσο μάλλον σε χώρες που η οικονομία τους παραπαίει, ενώ είναι βυθισμένες για πολλά χρόνια στην ύφεση και στην κρίση, όπως είναι η Ελλάδα σήμερα. Με τον τρόπο αυτό συγκαλύπτεται πολύ εύκολα η λεηλασία της δημόσιας περιουσίας και στηρίζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο η καταπολέμηση των σκανδάλων είναι ευκολότερη με τη μικρότερη παρέμβαση του κράτους στην Οικονομία – αντί με την υποχρέωση λογοδοσίας των εκάστοτε κυβερνήσεων απέναντι στο λαό, όπως σε εκείνες τις χώρες που έχουν υιοθετήσει την άμεση δημοκρατία.
Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι, στη Βραζιλία η διαφθορά αντιμετωπίζεται συνεχώς ως πολιτικό πρόβλημα και όχι ως ποινικό αδίκημα (=πολιτικές ευθύνες και όχι ποινικές) – όπως συνέβη με τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις που διενεργήθηκαν από τα νεοφιλελεύθερα καθεστώτα των F. Collor (1990-1992), I. Franco (1992-1994) και F. H. Cardoso (1994-2002), έχοντας οδηγήσει τη χώρα στα νύχια του ΔΝΤ και στη χρεοκοπία.
Σε αντίθεση με τη διακυβέρνηση της Βραζιλίας από αριστερές κυβερνήσεις, τα σκάνδαλα αυτά σπάνια διερευνήθηκαν και ποτέ εις βάθος – ενώ το μεγάλο λάθος της προέδρου Rousseff θεωρείται το ότι, ανακήρυξε γενικά τη διαφθορά, καθώς επίσης την αναποτελεσματικότητα του δημοσίου ως τα σημαντικότερα προβλήματα της Βραζιλίας, πέφτοντας κυριολεκτικά στην παγίδα που της έστησαν οι αντίπαλοι της.
Παράλληλα, η πρόεδρος ανέφερε πως αυτό το κακό (=η διαφθορά), οφειλόταν στη διεστραμμένη συμπεριφορά ορισμένων ατόμων και αριστερών κομμάτων – ανεξάρτητα από την ιστορία, τους Θεσμούς, τις πολιτικές πρακτικές και τις κοινωνικές δομές της χώρας. Με τον τρόπο όμως που χειρίσθηκε το θέμα, οι ηθικοί στόχοι που έθεσε στην εκστρατεία της κατά της διαφθοράς ήταν ανέφικτοι – ενώ η κινητοποίηση χωρίς ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα, οδήγησε αναπόφευκτα την ίδια στην απογοήτευση (=προσπάθησα αλλά ήταν άχρηστο) και στον ατομικισμό (= δεν μπορώ να αλλάξω τη χώρα, οπότε θα έπρεπε να προσέχω τον εαυτό μου), ενώ τους ανθρώπους στην απέχθεια και αηδία απέναντι στην Πολιτική (είναι όλοι ίδιοι).
Αυτά τα συναισθήματα της απογοήτευσης πάντως, μεταξύ άλλων σχετικά με τη συλλογική δράση, υποστηρίζουν τον απώτερο στόχο της άκρας Δεξιάς – ο οποίος είναι ο αποκλεισμός των απλών ανθρώπων από την Πολιτική, αν και με το πρόσχημα να τους συμπεριλάβει όλους.
Η πολιτική εκστρατεία της Δεξιάς
Περαιτέρω, η προεκλογική καμπάνια της (άκρο)Δεξιάς προσέφερε δύο «λύσεις» στον πόλεμο εναντίον της διαφθοράς, οι οποίες φαίνεται πως έπεισαν τις μάζες: (α) την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων κανόνων στο δημόσιο (λογοδοσία, μικροοικονομική αποτελεσματικότητα, μικρότερο κράτος, ελαχιστοποίηση του κόστους κλπ.), δηλαδή την επιβολή ριζοσπαστικών νεοφιλελεύθερων μέτρων και (β) την υπόσχεση, σύμφωνα με την οποία οι συγκρούσεις συμφερόντων που προκαλούν τη διαφθορά, θα «αναχαιτίζονται» από έναν ισχυρό αρχηγό – φασιστικά δηλαδή.
Στην πραγματικότητα οι επιδόσεις των διοικήσεων του αριστερού κόμματος (ΡΤ), όσον αφορά την πάταξη της διαφθοράς, είχαν γίνει νεφελώδεις ως αποτέλεσμα μίας σειράς κατηγοριών για διαφθορά εναντίον τους. Ταυτόχρονα, η εκστρατεία κατά της διαφθοράς της προέδρου Rousseff αγνόησε την «τετριμμένη αλήθεια», σύμφωνα με την οποία
(α) οι βελτιώσεις στην παροχή υπηρεσιών εκ μέρους του δημοσίου απαιτούν πολύ χρόνο, κοστίζουν τεράστια ποσά και είναι αδύνατον να επιτευχθούν χωρίς μία αυστηρή κυβερνητική πολιτική, ενώ(β) προϋποθέτουν σημαντικές αλλαγές στις κοινωνικές δομές (για παράδειγμα, όταν είναι συνήθεια ο χρηματισμός δημοσίων υπαλλήλων εκ μέρους των Πολιτών, δύσκολα αντιμετωπίζεται εάν δεν αλλάξει η κοινωνική συμπεριφορά) και(γ) μπορεί να προκαλέσουν μεγάλες αντιδράσεις (εκ μέρους αυτών που χάνουν χρήματα από τα «φακελάκια» ή προνόμια). Πόσο μάλλον όταν ένα μεγάλο μέρος των δημοσίων υπαλλήλων έχουν διορισθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αποτελούν συχνά κρυφούς οπαδούς τους και ως εκ τούτου στηρίζονται ποικιλοτρόπως από την αξιωματική αντιπολίτευση – αναμένοντας την «επιβράβευση» τους όταν διαδεχθεί την κυβέρνηση.
Σε κάθε περίπτωση, οι μαζικές διαμαρτυρίες των Βραζιλιάνων εναντίον της διαφθοράς ισχυροποιήθηκαν μετά το 2013 από τα φανατικά δεξιά ΜΜΕ – τα οποία από πολλά χρόνια διεκδικούσαν να είναι το μοναδικό «κανάλι» της διατύπωσης και της έκφρασης του δημοσίου συμφέροντος. Σαν να μην επρόκειτο δηλαδή για ιδιωτικές εφημερίδες, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς ιδιοτελών συμφερόντων με στόχο το κέρδος – τα οποία ανταλλάσσουν σταθερά ιστορίες έναντι χρημάτων, πουλούν παραπλανητικές διαφημίσεις, ενώ στα πλαίσια των καθηκόντων τους απέναντι στους μετόχους τους συναλλάσσονται με τους πάντες, διαπλέκονται και διαφθείρονται.
Η ισχύς των ΜΜΕ ενδυναμώθηκε ακόμη περισσότερο από τη συνεργασία τους με το δικαστικό σώμα – όπου οι προσεκτικά σχεδιαζόμενες διαρροές από τις συνεχιζόμενες έρευνες, η έντεχνα προκαλούμενη λατρεία του πλήθους στους τηλεοπτικούς δικαστές και εισαγγελείς, καθώς επίσης η εκτεταμένη κάλυψη των επιδρομών της ομοσπονδιακής αστυνομίας, οδηγούσαν στην άνοδο των ποσοστών θέασης στις τηλεοράσεις και στις αυξημένες πωλήσεις των εφημερίδων.
Από την άλλη πλευρά, η προσοχή των ΜΜΕ με τη σειρά της, έδινε τη δυνατότητα στη Δικαιοσύνη και στην Αστυνομία να μην εμποδίζονται από τους νόμους και να σκηνοθετούν με κινηματογραφικό τρόπο τον πόλεμο τους εναντίον της διαφθοράς – παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως ήρωες που αγωνίζονται με αυτοθυσία εναντίον ενός διεφθαρμένου κρατικού μηχανισμού.
Σε τελική ανάλυση, ο συνδυασμός των παραπάνω διατήρησε και ενίσχυσε την αγανάκτηση της μεσαίας τάξης εναντίον του πολιτικού συστήματος – με αποτέλεσμα να λειτουργήσει καταστροφικά όχι μόνο εις βάρος του ΡΤ αλλά και της συνταγματικής τάξης στη χώρα. Οι σχετικά πρόσφατες έρευνες κατά της διαφθοράς αποτελούν σαφή ένδειξη στρέβλωσης του δικαστικού συστήματος της Βραζιλίας – με την έννοια πως οι συνταγματικές εγγυήσεις για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, στήριξαν την άνοδο των «επώνυμων» δικαστών που τελικά διεκδίκησαν οι ίδιοι το δικαίωμα της ανασυγκρότησης του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος.
Η συγκεκριμένη «αποστολή» τους, έτσι όπως οι δικαστές ήθελαν να την αντιλαμβάνονται, στηρίχθηκε από τις εχθρικές επιθέσεις εναντίον του ΡΤ, από την ευθραυστότητα και τη στρέβλωση του πολιτικού συστήματος της χώρας, από την ευαισθησία της αστικής μεσαίας τάξης, από την οικονομική κρίση, καθώς επίσης από την παράλυση της δημόσιας (ομοσπονδιακής) διοίκησης. Για πρώτη φορά δε μετά από πενήντα περίπου χρόνια μία συμμαχία των ελίτ, βασισμένη στην εκστρατεία διαφθοράς εναντίον του ΡΤ, κατάφερε να κινητοποιήσει τις μάζες, έτσι ώστε να υποστηρίξουν πλειοψηφικά την άκρα δεξιά – κραυγάζοντας «ποτέ πια αριστερά».
Όπως λοιπόν στις αρχές της δεκαετίας του 1960, πριν την δικτατορία, το κίνημα της «νέας δεξιάς» στηρίχθηκε από την αστική ελίτ και ένωσε τις δυνάμεις της εναντίον της αριστερής διακυβέρνησης – η οποία κατηγορήθηκε για ανικανότητα στην Οικονομία (=πτώση του ΑΕΠ, αύξηση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού κλπ.), για αριστερό «λαϊκισμό» (=προσπάθειες αναδιανομής των εισοδημάτων), καθώς επίσης για «αχαλίνωτη» διαφθορά. Παρά το ότι δε οι ελίτ της Βραζιλίας δεν ενώνονται μεταξύ τους εύκολα, αποδείχθηκε πως αλλάζουν συμπεριφορά και οργανώνονται εναντίον της όποιας κυβέρνησης, όταν απειλείται άμεσα ο πλούτος, τα προνόμια και η πολιτική τους επιρροή.
Δυστυχώς για την ίδια, η αριστερά δεν συνειδητοποίησε το αυτονόητο: το ότι πρέπει μεν να απορρίπτει τη διαφθορά και να διώκει τους διεφθαρμένους πολιτικούς, αλλά οφείλει να αποφεύγει ταυτόχρονα τις πολιτικές ή διοικητικές πρωτοβουλίες που επικεντρώνονται στη «διαφθορά εν γένει» – επειδή αυτού του είδους οι ενέργειες, με κριτήριο την εμπειρία, μπορούν να στραφούν εναντίον της από την «κατάχρηση» τους εκ μέρους της δεξιάς.
Έτσι δεν κατάφερε να αντιδράσει σωστά, ξεκινώντας η ίδια μία μαζική εκστρατεία κατά της διαφθοράς των ελίτ της χώρας, αλλάζοντας παράλληλα το θεσμικό πλαίσιο, μεταρρυθμίζοντας την Οικονομία, αυξάνοντας τη διαφάνεια και καθιστώντας τη δημόσια διοίκηση πιο υπεύθυνη – δίνοντας τη δυνατότητα στους Πολίτες να ελέγχουν τα αποτελέσματα της. Αντί δηλαδή να δρομολογήσει τα παραπάνω, άφησε την πρωτοβουλία των κινήσεων σε μία υπερβολικά κομματική Δικαιοσύνη, στα ΜΜΕ και στην Αστυνομία – οπότε ήταν νομοτελειακή η απώλεια του ελέγχου του κράτους εκ μέρους της.
Η αριστερή κυβέρνηση (ΡΤ) θα έπρεπε να είχε καταστήσει σαφές στους Πολίτες πως η διαφθορά στη Βραζιλία είναι συστημική – ταυτόχρονα με τη δική της αυτοκριτική. Είχε δε την ευκαιρία να το επιδιώξει για πολλά χρόνια, από τη θητεία του Lula έως την πρώτη τετραετία της Rousseff – κάτι που όμως δεν έκανε, ενώ όταν διαπίστωσε τις αδυναμίες της ήταν ήδη πολύ αργά, με αποτέλεσμα η ηγεσία της να χάσει το παιχνίδι.
Έτσι εξαρθρώθηκε το ένα μέλος της μετά το άλλο μεθοδικά, ενώ στο τέλος δεν είχε μείνει κανένας που να μπορούσε να αντισταθεί – οπότε ήταν δεδομένη η άνοδος της ακροδεξιάς. Του φασισμού καλύτερα, κρυμμένου πίσω από το πέπλο της «νέας Δεξιάς» – η οποία δήθεν δεν είναι ακραία και δεν έχει καμία σχέση με το φασιστικό παρελθόν της χώρας.
Επίλογος
Ασφαλώς υπάρχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ της Ελλάδας και της Βραζιλίας. Κυρίως το ότι, η διαφθορά αποτελεί μέρος του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας – ειδικά όσον αφορά το κομματικό-πελατειακό κράτος που στραγγαλίζει κάθε προσπάθεια υγιούς ανάπτυξης της χώρας. Κατά την άποψη μας πάντως, η διαφθορά δεν έχει χρώμα – δεν είναι δηλαδή ακροδεξιά, δεξιά, κεντρώα, αριστερή ή ακροαριστερή, αλλά κάτι που συναντάται σε όλα σχεδόν τα κόμματα, καθώς επίσης σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας παραδοσιακά.
Αυτό που προξενεί εντύπωση όμως από την εμπειρία της Βραζιλίας, είναι ο ρόλος της Δικαιοσύνης – ειδικά επειδή συχνά επικαλούμαστε την ανάγκη να στηρίξουν οι δικαστές το καθάρισμα του διεφθαρμένου ελληνικού συστήματος. Όσον αφορά δε την κατάργηση του συντάγματος της χώρας μας και της δημοκρατίας από την Τρόικα και τα μνημόνια, με την επιβολή κυβερνήσεων-υποχειρίων των δανειστών, ξανά εναποθέτουμε τις ελπίδες μας σε κάποιο βαθμό στη Δικαιοσύνη – ενώ το γεγονός ότι, οι ενέργειες της αριστερής κυβέρνησης ως συμπλήρωμα όλων των προηγουμένων δεν έχουν επίσης κανένα θετικό αποτέλεσμα για την Ελλάδα, μας έχει οδηγήσει στο να πιστεύουμε ότι, «όλοι ίδιοι είναι», όπως ακριβώς οι Βραζιλιάνοι.
Το γεγονός αυτό δεν είναι βέβαια καθόλου θετικό για το μέλλον της χώρας μας – αφού απογοητεύει και αποδυναμώνει ολόκληρη την κοινωνία, καθιστώντας την ανίκανη να οδηγηθεί στην έξοδο από την κρίση. Ως εκ τούτου, εάν δεν υπάρξει κάποια εντυπωσιακή αλλαγή, τα χειρότερα έπονται – χωρίς καμία διάθεση απαισιοδοξίας. Είτε το καταλαβαίνουμε πάντως είτε όχι, έχουμε δικτατορία εκτός του ότι είμαστε υπό κατοχή – αυτήν της γερμανικής Ευρώπης.
Πληροφορίες: A.S. Filho
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου