Οι ανάγκες, οι επιθυμίες, καθώς επίσης οι συνήθειες ορισμένων κρατών του Βορά, είναι εντελώς αντίθετες από αυτές του Νότου – οπότε είναι θέμα χρόνου η κατάρρευση της νομισματικής ένωσης.
Άποψη
Εάν η ΕΚΤ σταματούσε την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης (QE), ειδικά την αγορά ομολόγων των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, από τις οποίες εξαιρείται σταθερά η Ελλάδα λόγω του PSI (μία ακόμη πλευρά του εγκλήματος της υπογραφής του από τον προικισμένο κ. Βενιζέλο), θα αυξανόταν τα επιτόκια δανεισμού τους, οπότε θα βυθιζόταν ξανά σε μία κρίση χρέους.
Η κρίση αυτή θα έθετε σε κίνδυνο το ευρώ, ενώ ο κ. Ντράγκι είχε δηλώσει πως θα κάνει ότι μπορεί για να το διασώσει – κάτι που σημαίνει ότι, δεν επιτρέπεται να πάρει μία τέτοια απόφαση, γεγονός που από την πλευρά της ανταγωνιστικότητας ευνοεί κυρίως τη Γερμανία λόγω του υποτιμημένου ευρώ, με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται στη χώρα ένα μικρό θαύμα ανόδου της παραγωγικότητας (γράφημα).
Η δύσκολη θέση του τώρα οφείλεται στο διπλό χαρακτήρα των χρημάτων, τα οποία πολύ σωστά παρομοιάζονται με τις δύο όψεις του Ιανού – επειδή από τη μία πλευρά αποτελούν το μέσο συναλλαγής και διαφύλαξης των περιουσιακών στοιχείων, ενώ από την άλλη χρησιμοποιούνται ανέκαθεν από τα κράτη ως εργαλείο για τη χρηματοδότηση των δαπανών τους. Οι δύο αυτές διαφορετικές λειτουργίες των χρημάτων έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους.
Ειδικότερα, όποιος θέλει να χρησιμοποιήσει τα χρήματα κυρίως ως μέσο ανταλλαγής και διατήρησης των περιουσιακών του στοιχείων, δίνει μεγάλη σημασία στη σταθερότητα της αγοραστικής τους δύναμης – στο να μην υποτιμούνται δηλαδή. Αντίθετα, το δημόσιο δίνει μεγάλη σημασία στη δημιουργία εκ μέρους του νέων χρημάτων από το πουθενά, έτσι ώστε με έναν φθηνό τρόπο να είναι σε θέση να καλύπτει τις δαπάνες του και τις ανάγκες των Πολιτών του – καθώς επίσης να μπορούν οι εγχώριες επιχειρήσεις να πουλούν τα προϊόντα που παράγουν στο εξωτερικό, σε ανταγωνιστικές τιμές.
Στα πλαίσια αυτά, ήδη από πολλούς αιώνες πριν, ο ευτελισμός των νομισμάτων χρησιμοποιούταν ως μέσο για την αύξηση των δημοσίων εσόδων, μεταξύ άλλων για δημαγωγικούς σκοπούς, για τη «συντήρηση» του πελατειακού κράτους κοκ. – όπως στο παράδειγμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπου το περιεχόμενο του δηναρίου σε ασήμι μειώθηκε από το 100% το έτος 70, σε λιγότερο από 5% το 270.
Ο ευτελισμός όμως αυτός ακολουθούταν σχεδόν πάντοτε από την απώλεια της εμπιστοσύνης των ανθρώπων στο νόμισμα, λόγω της μείωσης της αγοραστικής του αξίας – οπότε αυξάνονταν οι τιμές των προϊόντων, των υπηρεσιών, καθώς επίσης των πραγματικών περιουσιακών στοιχείων. Στο παράδειγμα της δραχμής, είχε ακολουθηθεί μία ανάλογη διαδικασία – μέσω της οποίας η ισοτιμία της απέναντι στο δολάριο από τα 30,1 δρχ. το 1974 κατέρρευσε στα 361,6 δρχ. το 2001 (από το 1953 έως το 1974 ήταν σταθερά στις 30 δρχ. – πηγή).
Συνεχίζοντας, η μετατόπιση της «δημιουργίας χρημάτων» στις ιδιωτικές τράπεζες, καθώς επίσης η μετάθεση του ελέγχου αυτής της δημιουργίας στις ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες, είχε δήθεν σκοπό να προστατεύσει τους ανθρώπους από τις αυθαιρεσίες των κρατών (πολιτικών) – λόγω των οποίων μειωνόταν τα εισοδήματα τους εξαιτίας του περιορισμού της αγοραστικής αξίας των χρημάτων τους μέσω της αθρόας εκτύπωσης (πληθωρισμός).
Έτσι ανέλαβαν οι ιδιωτικές τράπεζες την παραγωγή των λογιστικών χρημάτων (τα μετρητά συνεχίζουν να είναι μονοπώλιο των κεντρικών), μέσω της παροχής πιστώσεων – ενώ οι κεντρικές τράπεζες έχουν την ευθύνη, με τη βοήθεια της νομισματικής τους πολιτικής, να ελέγχουν την αύξηση των δανείων, οπότε την ποσότητα των χρημάτων.
Ο κοινός στόχος αυτής της συνεργασίας του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα ήταν να εξασφαλίζεται η ελεγχόμενη μείωση της αγοραστικής αξίας των χρημάτων – κατά κανόνα στο 2% ετησίως, έτσι ώστε να χρηματοδοτούνται κρατικά ελλείμματα αναλόγου ύψους. Ουσιαστικά λοιπόν αυτή η «διολίσθηση» της αγοραστικής αξίας των χρημάτων προσέφερε στο κράτος ένα μικρότερο αλλά πιο σταθερό κέρδος από την παραγωγή χρημάτων, σε σχέση με την υποτίμηση τους κατά το δοκούν.
Εν τούτοις, με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες κυριάρχησαν σταδιακά επάνω στα κράτη, καταφέρνοντας επί πλέον να αυξήσουν τρομακτικά τη δύναμη τους με το δεύτερο νόμο Glass-Steagall του 1999, ο οποίος επέτρεψε τη συγχώνευση των επενδυτικών με τις αμιγώς τραπεζικές τους λειτουργίες – με αποτέλεσμα να προκληθεί η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, το γνωστό «too big to fail» κοκ.
Ανεξάρτητα όμως από όλα αυτά, το ευρώ σχεδιάσθηκε έτσι ώστε να έχει μόνο μία μορφή, όπως το γερμανικό μάρκο: αυτήν της χρήσης του ως μέσο συναλλαγής, καθώς επίσης διατήρησης των περιουσιακών στοιχείων. Εν τούτοις για να τα καταφέρει, απαιτούσε τη δημοσιονομική πειθαρχία των κρατών που το υιοθέτησαν – κάτι που δεν συνέβη, με αποτέλεσμα να αποκτήσει σταδιακά ένα δεύτερο πρόσωπο, χρησιμοποιούμενο όλο και περισσότερο για τη χρηματοδότηση των κρατών.
Στη συνέχεια, όταν ο κ. Ντράγκι δήλωσε το καλοκαίρι του 2012 πως θα κάνει ότι είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της Ευρωζώνης, το δεύτερο αυτό πρόσωπο του ευρώ έγινε κυρίαρχο – μέσω των πακέτων ποσοτικής διευκόλυνσης (QE), όπου δημιουργούνταν νέα χρήματα όχι μόνο για τη χρηματοδότηση των κρατών αλλά, επίσης των επιχειρήσεων, χωρίς να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην πιστοληπτική τους ικανότητα.
Χωρίς το ευρώ τώρα δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η σταθερότητα των τιμών – ενώ χωρίς τη νομισματική (μονεταριστική) στήριξη των ελλειμματικών, αδύναμων κρατών, μεταξύ των οποίων της Ιταλίας, είναι αδύνατη η χρηματοδότηση τους. Επομένως δεν θα είχαν άλλη επιλογή από τη χρεοκοπία ή/και την έξοδο τους από την Ευρωζώνη – γεγονός που θα οδηγούσε τη νομισματική ένωση στη διάλυση της, κάτι που έως ένα βαθμό αποφεύχθηκε στο παρελθόν, με τους εκβιασμούς της ΕΚΤ.
Εάν η ΕΚΤ συνεχίσει τώρα την επεκτατική πολιτική της, λογικά θα ακολουθήσει σύντομα πληθωρισμός – κάτι που δεν ενοχλεί τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, επειδή αφενός μεν τον έχουν συνηθίσει από το παρελθόν, αφετέρου δεν χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό το χρήμα ως μέσο διατήρησης των περιουσιακών τους στοιχείων, αλλά τα πάγια (ακίνητα κλπ.).
Όμως, για τις χώρες του Βορά και ειδικά για τη Γερμανία, η οποία πλήγηκε δύο φορές από τον υπερπληθωρισμό, έχοντας αναγκασθεί σε δύο νομισματικές μεταρρυθμίσεις, ενώ οι Πολίτες της χρησιμοποιούν το χρήμα ως μέσον διατήρησης των περιουσιακών τους στοιχείων (τραπεζικές καταθέσεις, ασφαλιστήρια συμβόλαια κοκ.), η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική – πόσο μάλλον όταν διαπιστώνεται στη χώρα ήδη πληθωρισμός, σε συνδυασμό με μία φούσκα ακινήτων, λόγω των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού της.
Ταυτόχρονα, οι πολύ υψηλές απαιτήσεις της απέναντι στις άλλες χώρες (target 2 κλπ.) είναι σε χρήματα – κάτι που προσπαθεί να αλλάξει, μετατρέποντας τα κράτη οφειλέτες της σε αποικίες χρέους, σε χώρες της LIDL, καθώς επίσης ανταλλάσσοντας τις χρηματικές απαιτήσεις της με τα πάγια περιουσιακά τους στοιχεία που εξαγοράζει σε εξευτελιστικές τιμές.
Εν τούτοις, χρειάζεται ένα ισχυρότερο νόμισμα για να μειώσει το κόστος της ενέργειας (είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τη Ρωσία), καθώς επίσης για να μην τεθεί στο στόχαστρο των Η.Π.Α. Τέλος, υψηλότερα βασικά επιτόκια για να σταματήσουν οι εκροές κεφαλαίων και για να μη δημιουργηθεί πληθωρισμός.
Συμπερασματικά λοιπόν οι ανάγκες, οι επιθυμίες, καθώς επίσης οι συνήθειες ορισμένων κρατών του Βορά, είναι εντελώς αντίθετες από αυτές του Νότου – οπότε είναι θέμα χρόνου η διάλυση της Ευρωζώνης, ακόμη και αν δεν υπερισχύσουν στις εκλογές κόμματα που θέλουν την έξοδο των χωρών τους από τη νομισματική ένωση. Πόσο μάλλον όταν οι Η.Π.Α. τάσσονται πλέον ανοιχτά εναντίον του ευρώ – κυρίως λόγω των οικονομικών τους προβλημάτων, του δολαρίου, της νομισματικής πολιτικής που χρειάζονται, καθώς επίσης της αλλαγής της γεωπολιτικής τους στρατηγικής.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου