Η σχετική σταθεροποίηση που έχει επιτευχθεί στην οικονομία την περίοδο από το 2014 έως σήμερα εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό στοιχεία στασιμότητας
Η ελληνική επιχειρηματικότητα θα συνεχίσει την καθοδική της πορεία και το α’ 6μηνο του τρέχοντος έτους, με 18.700 μικρομεσαίες επιχειρήσεις να βάζουν «λουκέτο» και να αφήνουν χωρίς εργασία 34.000 πολίτες.
Αυτό διαπιστώνει σε σχετική της 6μηνιαία έρευνα η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), διευκρινίζοντας ότι για το εν λόγω χρονικό διάστημα το 40,3% θα κλείσουν, την ίδια στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό για τους αυτοαπασχολούμενους φτάνει το 57,4%!
Το υψηλό αυτό ποσοστό αποτελεί ένδειξη για περαιτέρω διεύρυνση της αδήλωτης επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς πολλοί αυτοαπασχολούμενοι μη μπορώντας να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις, θα λειτουργούν παρανόμως.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, το β΄ 6μηνο του 2016 ο κύκλος εργασιών παρουσίασε μείωση για περίπου 6 στις 10 επιχειρήσεις (59,8%), ενώ μόνο για το 13,4% των επιχειρήσεων σημειώθηκε αύξηση στον κύκλο εργασιών.
Τα επιμέρους στοιχεία αναδεικνύουν έναν ιδιόμορφο δυϊσμό ακόμα και στο εσωτερικό των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Πιο συγκεκριμένα, αύξηση στον κύκλο εργασιών παρουσίασε το 20,3% των νεώτερων σε ηλικία επιχειρήσεων και το 30,6% των μεγαλύτερων ως προς τον ετήσιο κύκλο εργασιών (πάνω από 300.000 ευρώ) επιχειρήσεων.
Πρέπει να σημειωθεί όμως, ότι η τελευταία κατηγορία επιχειρήσεων αποτελεί μόλις το 12% περίπου του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Αντίθετα, για τις μισές περίπου επιχειρήσεις (49,1%) ο ετήσιος κύκλος εργασιών δεν ξεπερνά τις 50.000 ευρώ.
Για τις επιχειρήσεις που παρουσίασαν μείωση στον κύκλο εργασιών τους η μείωση αυτή ήταν κατά μέσο όρο 17,8%.
Σύμφωνα με τον δείκτη του κύκλου εργασιών που έχει διαμορφώσει το Ινστιτούτο Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΙΜΕ) της ΓΣΕΒΕΕ για το 2016 η τιμή αυτού του δείκτη ήταν 19,82 όταν το 2010 (έτος βάσης) η τιμή του ίδιου δείκτη ήταν 100.
Ο δείκτης αυτό δείχνει σωρευτική απώλεια στον κύκλο εργασιών για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις 80 μονάδων, ενώ μείωση της ζήτησης και των παραγγελιών καταγράφεται για το 62,4% και 65,9% των επιχειρήσεων αντίστοιχα.
Ρευστότητα
Ο δείκτης ρευστότητας εξακολουθεί να διατηρείται σε εμφανώς χαμηλά επίπεδα αφού για 7 στις 10 επιχειρήσεις (70,1%) η ρευστότητα μειώθηκε κατά το β΄ 6μηνο του 2016.
Το πρόβλημα της ρευστότητας γα τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις γίνεται εμφανέστερο εφόσον ληφθεί υπόψη ότι μόνο το 30% από αυτές αντλεί τη ρευστότητά του μέσω τραπεζικού δανεισμού.
Σύμφωνα με έρευνα που εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο το 2008 το ποσοστό αυτό για την προ κρίσης περίοδο ήταν 48%.
Αυτό σημαίνει ότι οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που εξασφαλίζουν ρευστότητα μέσω του τραπεζικού δανεισμού μειώθηκαν κατά 50% περίπου.
Υποχρεώσεις – οφειλές
Όπως σημειώνει η ΓΣΕΒΕΕ, το υψηλότερο ποσοστό των επιχειρήσεων που έχουν καθυστερημένες οφειλές συγκεντρώνεται σε εκείνες που έχουν χρέη προς τον ΟΑΕΕ και νυν ΕΦΚΑ (ποσοστό 26,7%).
Μολονότι το ποσοστό αυτό εμφανίζεται μειωμένο σε σύγκριση με τον Ιούλιο του 2016 (28,3%), ο αριθμός των επιχειρήσεων με οφειλές και χρέη στο ασφαλιστικό ταμείο υπολογίζεται στις 300.000.
Αυτό που εμφανίζεται ιδιαίτερα ανησυχητικό σε σχέση με τις οφειλές των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων είναι η αύξηση των επιχειρήσεων που έχουν οφειλές στην εφορία αφενός και στους προμηθευτές αφετέρου.
Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις που έχουν οφειλές προς την εφορία αυξήθηκαν από 21,9% τον Ιούλιο του 2016 σε 23,8% τον Φεβρουάριο του 2017 (ρυθμός αύξησης 10% περίπου).
Το στοιχείο αυτό συμβαδίζει με το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Φεβρουαρίου του 2017, οι οποίες ανήλθαν στα 1,63 δισ. ευρώ.
Μάλιστα, οι προοπτικές εμφανίζονται ακόμα πιο δυσμενείς αφού το ποσοστό των επιχειρήσεων που εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να αντεπεξέλθει στις οφειλές του προς την εφορία το 2017 ανέρχεται σε 33,2%, δηλαδή στο ένα τρίτο των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Εξίσου ανησυχητική είναι και η αύξηση των επιχειρήσεων που έχουν χρέη προς τους προμηθευτές τους αφού από 19% τον Ιούλιο του 2016 αυξήθηκαν σε 21,7% (ρυθμός αύξησης πάνω από 10%).
Οι στατιστικές προβολές του ΙΜΕ - ΓΣΕΒΕΕ δείχνουν ότι έχει παγιωθεί ένα περιβάλλον υψηλής έκθεσης των επιχειρήσεων σε οφειλές προς το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.
Πάνω από 3 στις 10 επιχειρήσεις αναμένεται να μην ανταποκριθούν στις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους για το 2017.
Αξίζει να σημειωθεί ότι 9,3% των επιχειρήσεων έχει ταυτόχρονα οφειλές σε δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία.
Όπως σχολιάζει με αφορμή την έκθεση η ΓΣΕΒΕΕ, η σχετική σταθεροποίηση που έχει επιτευχθεί στην οικονομία την περίοδο από το 2014 έως σήμερα εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό στοιχεία στασιμότητας, δεδομένου ότι ενσωματώνει τόσο κυκλικά όσο και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της κρίσης.
Αυτό συμβαίνει διότι η πολιτική λιτότητας παραμένει στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής ως μηχανισμός «εξυγίανσης» ιδιωτικού και δημόσιου τομέα- παρά την αποτυχία των προηγούμενων ετών-, ενώ παράλληλα αποτρέπονται ή καθυστερούν επενδυτικές πρωτοβουλίες σε δυναμικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, που δυνητικά θα απέδιδαν πολλαπλασιαστικά σε ένα διαφορετικό μακροοικονομικό περιβάλλον, περισσότερο φιλικό στην ανάπτυξη.
Επιπρόσθετα, η αβεβαιότητα της συγκυρίας ως προς τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης επιτείνει τους φόβους και τους κινδύνους, οι οποίοι καθίστανται μεγαλύτεροι για τις ευάλωτες μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους.
Η πλήρης εφαρμογή του πρώτου πακέτου υφεσιακών μέτρων (αύξηση φόρων σε νησιά, αύξηση σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, αυξημένος φορολογικός συντελεστής κερδών) και η προσδοκία ψήφισης και εφαρμογής ενός δεύτερου επιμηκυνόμενου προγράμματος λιτότητας φαίνεται ότι επιδρά ανασταλτικά στις αναπτυξιακές προοπτικές, γεγονός που ήδη αποτυπώθηκε στην πρόσφατη εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ για τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας (δ’ 3μηνο 2016, -1,4% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015).
Αντίστοιχα, δεν αναμένονται θεαματικές μεταβολές στο πρώτο εξάμηνο του 2017, εκτός αν μεσολαβήσουν σημαντικές εξωγενείς κατά βάση, εξελίξεις στην οικονομία.
Με τα υφιστάμενα δεδομένα, το σενάριο πρόβλεψης για αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 2,5% στο 2017 φαίνεται να μην είναι ρεαλιστικό.
Η επιχειρηματική δραστηριότητα, μετά από 7 χρόνια μνημονίων, προσαρμόζεται στις προοπτικές επανάληψης ενός ακόμη κύκλου δημοσιονομικής προσαρμογής και λιτότητας, η οποία θα έχει ως ορίζοντα τα επόμενα 3-4 έτη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επιχειρηματική στρατηγική μετατρέπεται σε στρατηγική επιβίωσης, ακόμη και για εκείνες τις επιχειρήσεις που παρουσιάζουν δυναμισμό και διαθέτουν τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθούν περαιτέρω.
Μολονότι είναι σαφές ότι η έγκαιρη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα συντελέσει στην εξομάλυνση του οικονομικού κλίματος-, τα οφέλη της δεν αναμένεται να διαχυθούν άμεσα στο σύνολο της επιχειρηματικής κοινότητας. Μάλιστα, πάνω από 4 στις 5 μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται εκτεθειμένες σε πιστωτικούς κινδύνους, παρουσιάζουν κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας και λειτουργούν με ορίζοντα συρρίκνωσης και όχι επέκτασης.
Ο οικονομικός δυϊσμός που διατρέχει το φάσμα της πραγματικής οικονομίας, έχει προκαλέσει έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις προς τις μικρές επιχειρήσεις, ενώ εδραιώνει τις ευέλικτες μορφές εργασίας και τις άτυπες μορφές απασχόλησης και επαγγελματικής δραστηριότητας.
Η έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ καταδεικνύει για άλλη μια φορά ότι η μειωμένη ρευστότητα, το επενδυτικό κενό και η ασθενική χρηματοδοτική ικανότητα αποτελούν κυρίαρχα προβλήματα για τις επιχειρήσεις, και συνυφαίνονται με το κενό της τελικής κατανάλωσης που προκλήθηκε από την άμεση ή έμμεση συρρίκνωση των εισοδημάτων και την απόσυρση του κράτους.
Παράλληλα, παραμένει ανεπαρκής η ιδιωτική χρηματοδότηση και απουσιάζουν τα κατάλληλα σύγχρονα χρηματοδοτικά εργαλεία, ενώ, περιορισμένες είναι οι δυνατότητες κινητοποίησης επενδυτικών ροών μέσα από δημόσια προγράμματα επενδύσεων.
Η ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελεί επίσης μια σημαντική παράμετρο για την επαναφορά του οικονομικού κλίματος σε θετική τροχιά.
Τα «κόκκινα» δάνεια προς τις τράπεζες ανέρχονται στα 107,8 δις (ΤτΕ, Έκθεση Διοικητή 2016) ενώ το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς εφορία και ασφαλιστικά ταμεία υπερβαίνει τα 120 δισεκ. ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επισπευστούν οι πρωτοβουλίες για την αποτελεσματικότερη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους (εξωδικαστικός μηχανισμός, κώδικας δεοντολογίας, επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης), χωρίς επιπρόσθετη γραφειοκρατία, πολύπλοκους μηχανισμούς και αποκλεισμούς επιχειρήσεων.
Αναφορικά με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εκτιμάται ότι η υπαγωγή των ελληνικών ομολόγων θα αποτελέσει κυρίως ένα σήμα επαναφοράς του αξιόχρεου της οικονομίας, παρά μια ουσιαστική παρέμβαση που θα δώσει ώθηση στην πραγματική οικονομία και τις μικρές επιχειρήσεις.
Ωστόσο, η μακροοικονομική βελτίωση της θέσης της χώρας αναπόφευκτα συνδέεται με την οριστική μεσοπρόθεσμη διευθέτηση του χρέους, την αλλαγή της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής και τον τερματισμό διαφόρων ακραίων σεναρίων για αποπομπή της χώρας από την ευρωζώνη.
Σε αυτό το διαπιστωτικό πλαίσιο επανέρχονται στην επικαιρότητα οι θέσεις διεθνών εμπειρογνωμόνων και οικονομικών αναλυτών που διατυπώθηκαν στο παρελθόν, - μάλιστα μερικοί εξ αυτών προέρχονται και από τους κόλπους των επίσημων πιστωτών της χώρας (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ευρωπαϊκά ινστιτούτα)-, οι οποίοι είχαν προειδοποιήσει τις πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης, του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και τις ελληνικές κυβερνήσεις για την ανάγκη ουσιαστικής αναδιάρθρωσης του χρέους πριν από την έναρξη εφαρμογής των προγραμμάτων προσαρμογής.
Η ανάγκη αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους επαναδιατυπώθηκε στην 5η Ενδιάμεση Έκθεση που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής με τίτλο «Η παγίδα του χρέους», όπου επιχειρείται να αναλυθεί η αρνητική επίδραση που ασκεί η ανακύκλωση του χρέους στις προοπτικές μεγέθυνσης.
Από την αρχή της κρίσης και της υπαγωγής στο μηχανισμό στήριξης, το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ είχε αναφερθεί στην ανάγκη έγκαιρης ρύθμισης των δημοσιονομικών υποχρεώσεων σε μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο πριν την εφαρμογή του εμπροσθοβαρούς προγράμματος προσαρμογής, το οποίο ενώ επέβαλλε όρους δημοσιονομικής πειθαρχίας, τελικά εξουδετέρωσε κάθε επενδυτική προοπτική, ακυρώνοντας ορισμένες θετικές πτυχές του προγράμματος.
Το επόμενο διάστημα η κυβέρνηση καλείται να αναλάβει πρωτοβουλίες, στο περιορισμένο δημοσιονομικό και πολιτικό χώρο που διαθέτει ώστε
α) να μειώσει μεσοπρόθεσμα τη φορολογική επιβάρυνση, ιδιαίτερα στις μικρές επιχειρήσεις
β) να διορθώσει ορισμένες στρεβλές πτυχές του νέου ασφαλιστικού, ιδιαίτερα στα μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια
γ) να θέσει σε λειτουργία ένα αποτελεσματικό πλαίσιο διαχείρισης των κόκκινων δανείων και υποχρεώσεων
δ) να αξιοποιήσει όλες τις χρηματοοικονομικές ευκαιρίες ώστε να προκαλέσει νέες επενδύσεις και θέσεις απασχόλησης.
Πηγή : www.bankingnews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου