Ο κρατισμός είναι ένα σύστημα, μέσω του οποίου ο καθένας προσπαθεί να ζήσει εις βάρος του καθενός – ενώ όταν οι πολιτικοί αναφέρονται στη δημιουργία θέσεων εργασίας από το κράτος κρύβουν από τους Πολίτες ότι, αυτοί που θα τις πληρώσουν θα είναι οι καταναλωτές και οι φορολογούμενοι.
«Ευρίσκομαι στην κορυφή της ηγεσίας ενός κράτους, το οποίο είναι χρεοκοπημένο. Εάν η Γαλλία ήταν μία επιχείρηση ή ένα ιδιωτικό νοικοκυριό, θα αδυνατούσε να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του, οπότε θα είχε πτωχεύσει» (F. Fillon το 2007, όταν είχε γίνει για πρώτη φορά πρωθυπουργός, κάτω από τον πρόεδρο Sarkozy).
Άποψη
Η Γαλλία, μαζί με την Ιταλία, διακρίνεται από τη μη αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων της (άρθρο) – αν και δεν έχει ακόμη τόσο τεράστια προβλήματα όπως η Ιταλία (ανάλυση), η τύχη της οποίας θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από το δημοψήφισμα της Κυριακής.
Ήδη οι αγορές πάντως προσπαθούν να εκβιάσουν τους Ιταλούς να ψηφίσουν ΝΑΙ, κρίνοντας από τα μαζικά στοιχήματα των κερδοσκόπων (πηγή) υπέρ της πτώσης των χρηματιστηριακών δεικτών, ιδίως όσον αφορά τις τράπεζες – με εξαίρεση τη Blackrock που είναι με την πλευρά των αγοραστών (πηγή).
Το γεγονός πάντως ότι, η κυβέρνηση της χώρας απειλεί τους κερδοσκόπους, ισχυριζόμενη πως θα χάσουν τα χρήματα τους, αν και η ΕΚΤ δηλώνει πως θα στηρίξει τόσο τα ιταλικά ομόλογα, όσο και τις μετοχές τη Δευτέρα μετά τις εκλογές, θυμίζει σε μεγάλο βαθμό την Ελλάδα του 2009 (η οποία όμως δεν στηρίχθηκε από κανέναν).
Εν τούτοις, εμείς τουλάχιστον δύσκολα πιστεύουμε ότι, τυχόν επικράτηση του ΟΧΙ θα οδηγήσει σε παραίτηση τον πρωθυπουργό της Ιταλίας, όπως έχει δηλώσει – αφού μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με το δικό μας, με μοναδικό κριτήριο βέβαια την «αρρωστημένη αγάπη» του για την καρέκλα.
Εκτός αυτού, δεν περιμένουμε πως θα κινδυνεύσει η Ευρωζώνη, ακόμη και αν οι Ιταλοί ψηφίσουν θαρραλέα εναντίον της αλλαγής του συντάγματος τους – αφού κάτι τέτοιο δεν σημαίνει πως θα θελήσουν πράγματι να εγκαταλείψουν το κοινό νόμισμα, με τα προβλήματα που έχει η οικονομία τους σήμερα, ενώ η ζώνη του ευρώ είναι μάλλον έτοιμη να διαχειρισθεί την έξοδο χωρών, ακόμη και αν είναι τόσο μεγάλες, όσο η Ιταλία.
Περαιτέρω στη Γαλλία, ο τότε πρωθυπουργός δεν έκανε απολύτως τίποτα, παρά τη διάγνωση του στην αρχή του κειμένου, για να διορθώσει τα «κακώς κείμενα» – επειδή το σύστημα της χώρας είναι προεδρικό, ενώ ο πρόεδρος που τελικά παίρνει τις αποφάσεις θεωρούσε ότι, η οικονομία υπέφερε από αναπτυξιακά προβλήματα και όχι από δομικά. Εν τούτοις, έχοντας κερδίσει πλέον την ηγεσία του συντηρητικού κόμματος, με πολύ μεγάλη διαφορά από τον κ. Sarkozy στην αρχή και στη συνέχεια από τον τελικό του αντίπαλο, είναι σχεδόν βέβαιο πως εάν εκλεγεί αυτός πρόεδρος, θα αλλάξει πάρα πολλά πράγματα στη χώρα.
Σε κάθε περίπτωση δεν είναι τυχαίο το ότι, το όνομα της κυρίας M. Thatcher ακούγεται πλέον πολύ συχνά στη Γαλλία – ενώ πρόσφατα εκδόθηκε μία συλλογή από διάφορες ομιλίες της, μεταφρασμένες στα γαλλικά. Το περιοδικό δε «Le Point» της αφιέρωσε τον τίτλο πρόσφατου τεύχους του, αναφέροντας πως η Γαλλία είναι σήμερα ανάλογα προβληματική, όσο η Μ. Βρετανία στα τέλη της δεκαετίας του 1970 – οπότε απαιτείται μία εξ ίσου βαθειά ανανέωση της.
Αυτό ακριβώς υπόσχεται ο κ. Fillon, στο κυβερνητικό του πρόγραμμα, σχεδιάζοντας να «σπάσει» πολλά ταμπού – μεταξύ των οποίων να καταργήσει την εβδομάδα των 35 ωρών εργασίας, να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες κατά 100 δις € εντός πέντε ετών, να περιορίσει μαζικά το μέγεθος του κρατικού μηχανισμού, να μειώσει τους φόρους των επιχειρήσεων κατά 40 δις €, καθώς επίσης να αυξήσει το όριο συνταξιοδότησης από τα 62 έτη στα 65.
Προφανώς λοιπόν, ως θαυμαστής της M.Thatcher, προσανατολίζεται σε μία θεραπεία-σοκ, όσον αφορά την οικονομία της Γαλλίας – υπενθυμίζοντας πως ήταν αυτός που επέβαλλε τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση το 2003 ως υπουργός, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις εντός της Βουλής και στους δρόμους.
Όσον αφορά δε το μεταναστευτικό, η πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του με τον τίτλο «Νικήστε τον ισλαμικό ολοκληρωτισμό» δεν αφήνει πολλές αμφιβολίες για τις προθέσεις του – οι οποίες είναι άμεσα ανταγωνιστικές σε όλα τα επίπεδα με αυτές της κυρίας Le Pen.
Η γαλλική νεοφιλελεύθερη ιστορία
Συνεχίζοντας ο γαλλικός φιλελευθερισμός, ο οποίος φυσικά δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το νεοφιλελεύθερο φασισμό, δεν είναι κάτι καινούργιο, παρά το ότι η χώρα έχει μία μάλλον προβληματική σχέση με τη φιλελεύθερη κουλτούρα – αφού υπήρξαν αρκετοί Γάλλοι θεωρητικοί στο παρελθόν της ίδιας σχολής με τους βρετανούς A. Smith, J.S. Mill, J. Locke κοκ.
Πρώτος ο C.L. de Montesquieu ο οποίος, στο βασικό του έργο «Το πνεύμα των νόμων» τάθηκε υπέρ του διαχωρισμού των εξουσιών – ενώ η πρόταση του υιοθετήθηκε από το αμερικανικό σύνταγμα του 1787. Εν τούτοις, η πατρίδα του Γάλλου έχει ακόμη και σήμερα τη νοοτροπία, σύμφωνα με την οποία ο νόμος δεν είναι υπεράνω όλων – αλλά, εφόσον υπάρξει ανάγκη, ο αρχηγός του κράτους μπορεί να τοποθετηθεί πάνω από τους νόμους.
Ένα επόμενο μεγάλο όνομα του γαλλικού νεοφιλελευθερισμού είναι ο Alexis de Tocqueville ο οποίος, το 1831, επισκέφθηκε τις Η.Π.Α. και μελέτησε την αμερικανική κοινωνία – με αποτέλεσμα τη συγγραφή του βιβλίου «Η Δημοκρατία της Αμερικής», το οποίο διδάσκεται ακόμη και σήμερα. Η θεμελιώδης αρχή του συγκεκριμένου είναι δε η εξής: «Έχω ένα και μοναδικό πάθος – την αγάπη μου στην ελευθερία και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια» – ενώ η βασική του φροντίδα ήταν το πώς θα έπρεπε να προστατεύεται αυτή ακριβώς η ελευθερία και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Ο A. de Tocqueville είχε προβλέψει ότι, ο έντονος ατομικισμός και η επικέντρωση στο κέρδος, θα ενίσχυε τελικά το δεσποτισμό – με την έννοια της δημιουργίας ενός κράτους που θα θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για όλους και για όλα, καθιστώντας τους ανθρώπους ανίκανους όπως στη Σοβιετική Ένωση. Οι φόβοι του αυτοί επαληθεύθηκαν με το χειρότερο δυνατό τρόπο στη Γαλλία – ενώ δεν είναι φυσικά η μοναδική χώρα που συνέβη κάτι τέτοιο, σημειώνοντας πως η Ελλάδα αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα.
Περαιτέρω, δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς το φιλελεύθερο οικονομολόγο Frederic Bastiat, παρά το ότι τον γνωρίζουν ελάχιστοι στην πατρίδα του – έχοντας αναφέρει σε ελεύθερη μετάφραση το ότι, «Ο κρατισμός είναι ένα σύστημα, μέσω του οποίου ο καθένας προσπαθεί να ζήσει εις βάρος του καθενός». Θρυλική είναι επίσης η προσέγγιση του, όσον αφορά τις αόρατες συνέπειες του κρατικού παρεμβατισμού – σύμφωνα με την οποία τα εξής:
«Όταν οι πολιτικοί αναφέρονται στη δημιουργία θέσεων εργασίας από το κράτος κρύβουν από τους Πολίτες ότι, αυτοί που θα τις πληρώσουν θα είναι οι καταναλωτές και οι φορολογούμενοι. Ξεχνούν επίσης πως οι παρεμβάσεις τους μειώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ενώ στραγγαλίζουν την επιχειρηματικότητα και το νεωτερισμό».
Πιο γνωστός πάντως είναι ο επίσης κλασσικός οικονομολόγος Jean B. Say – το όνομα του οποίου έχει πάρει το θεώρημα, σύμφωνα με το οποίο «κάθε αύξηση της προσφοράς σε μία οικονομία δημιουργεί από μόνη της μία δική της ζήτηση». Η αιτία είναι το ότι, με την παραγωγή αγαθών κερδίζονται ταυτόχρονα εκείνα τα χρήματα που χρειάζεται κανείς για να τα αγοράσει – οπότε η συνολική προσφορά και η ζήτηση ισορροπούν τελικά (κάτι που αμφισβήτησε αργότερα ο Keynes).
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, τον 20ο αιώνα δεν βρίσκει κανείς αξιόλογους φιλελεύθερους γάλλους οικονομολόγους, όπως στις προηγούμενες εποχές – αν και αρκετοί διανοητές είχαν ταθεί εναντίον του μαρξισμού, θεωρώντας πως μόνο η ελεύθερη οικονομία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση, για τη δημιουργία ενός σοσιαλιστικού κράτους (κάτι που υιοθέτησαν οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες ήδη από το 1959).
Σε κάθε περίπτωση πάντως πιστεύεται σήμερα από πολλούς ότι, εάν η οικονομία της Γαλλίας δεν μεταρρυθμισθεί από την κυβέρνηση που θα εκλεγεί το 2017, όποια και αν είναι αυτή, τότε η χώρα θα βυθιστεί στο χάος και θα χρεοκοπήσει – παρασέρνοντας μαζί της ολόκληρη την Ευρωζώνη, η οποία μπορεί μεν να είναι σε θέση να διαχειρισθεί μία ιταλική κρίση, ενδεχομένως ακόμη και την επιστροφή της Ιταλίας στη λιρέτα, αλλά όχι μία γαλλική.
Analyst Team
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου