Είναι μεγάλος μύθος πως μόνο οι Έλληνες είναι υπεύθυνοι για τα λάθη που οδήγησαν τη χώρα τους στην καταστροφή – επίσης το ότι, το εθνικό νόμισμα έχει το θεϊκό χάρισμα να προστατεύει ένα κράτος από οικονομικές καταρρεύσεις, εγγυώμενο ως εκ τούτου την εθνική του κυριαρχία.
Υπάρχουν δύο μεγάλοι μύθοι, με τους οποίους αξίζει να αντιπαρατεθεί κανείς. Ο πρώτος έχει σχέση με το ότι, μόνο οι Έλληνες ήταν υπεύθυνοι για τα λάθη τους, τα οποία οδήγησαν τη χώρα στην καταστροφή του 2009/10 – όχι η μακροοικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε και οι διαστρεβλώσεις της Ευρωζώνης.
Στα πλαίσια αυτά, όσον αφορά τον πρώτο μύθο, η ευθύνη ανήκει κυρίως σε εκείνους τους πολιτικούς που αποφάσισαν ανεύθυνα τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη – χωρίς να λάβουν παράλληλα κανένα απολύτως μέτρο προστασίας της. Ως εκ τούτου, με βάση τη διεθνή εμπειρία, ήταν φυσιολογική η υπερχρέωση της – αφού δόθηκε η δυνατότητα εύκολου δανεισμού τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό της τομέα. Εκτός αυτού, η πολιτική που ακολούθησε η Γερμανία με αφετηρία την υιοθέτηση του ευρώ (ατζέντα 2010), ήταν ο βασικός λόγος, για τον οποίο ξέσπασε η ευρωπαϊκή κρίση χρέους – η οποία συνεχίζεται ακόμη, με πρώτο θύμα την Ελλάδα.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται, μεταξύ άλλων, από την κρίση της Ταϊλάνδης το 1997, εν μέσω της ευρύτερης ασιατικής – η οποία μας δίνει επίσης μία εικόνα σχετικά με το ότι, το εθνικό νόμισμα μίας χώρας δεν είναι σε θέση να την προστατεύσει, όταν βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα. Ειδικότερα τα εξής:
Η μάχη του Μπατ
Η ραγδαία άνοδος της Ταϊλάνδης, μίας από τις ασιατικές τίγρεις της εποχής της, πριν από την κρίση ήταν κυρίως το αποτέλεσμα του μεγάλου δανεισμού της – έως εκείνη τη στιγμή που οι επιχειρήσεις της δεν είχαν πια τη δυνατότητα να χρηματοδοτηθούν, η ανταγωνιστικότητα τους μειώθηκε σημαντικά, ενώ η ανατίμηση του δολαρίου τους έδωσε τη χαριστική βολή. Οι περισσότερες ήταν άλλωστε υπερχρεωμένες σε δολάρια ή σε γεν, επειδή πλήρωναν χαμηλότερα επιτόκια – οπότε, εάν το εθνικό νόμισμα (Μπατ) υποτιμούταν, θα αυξάνονταν ανάλογα τα χρέη τους.
Περαιτέρω, αφενός μεν για να εξυπηρετούν τα δάνεια τους, αφετέρου για να αγοράζουν πρώτες ύλες και ενέργεια από τις διεθνείς αγορές, χρειαζόντουσαν δολάρια – οπότε τυχόν υποτίμηση του Μπατ, θα μείωνε αυτόματα τα κέρδη τους. Ο κεντρικός τραπεζίτης τώρα της χώρας γνώριζε, όπως όλοι οι συνάδελφοι του, τις τρομακτικές συνέπειες της υποτίμησης – κάνοντας τα πάντα για να την αποφύγει. Ως εκ τούτου υπεράσπιζε τη σύνδεση του Μπατ με το δολάριο, η οποία είχε υιοθετηθεί 14 χρόνια πριν – κάτι που όμως διατηρούσε την ισοτιμία του ανατιμημένη, οπότε ήταν θέμα χρόνου να βρεθεί στο στόχαστρο των ξένων κερδοσκοπικών κεφαλαίων.
Έτσι ξεκίνησε στις 13 Μαΐου του 1997 «η μάχη του Μπατ» η οποία, μέσα σε ελάχιστες εβδομάδες, εξελίχθηκε σε μία καταιγίδα που τελικά προκάλεσε τη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική κρίση μετά τον πόλεμο στη χώρα. Η καταιγίδα αυτή δεν οδήγησε μόνο την οικονομία της Ταϊλάνδης στο γκρεμό αλλά, επίσης, όλες τις υπόλοιπες ασιατικές τίγρεις – διευρυνόμενη αργότερα στη Ρωσία και στη Νότια Αμερική.
Οι πρώτες ειδήσεις που έλαβε ο κεντρικός τραπεζίτης από τις «μυστικές του υπηρεσίες» στο εξωτερικό, τον ειδοποιούσαν για την επίθεση που σχεδίαζαν οι κερδοσκόποι ενώ, παρά το ότι είχε στη διάθεση του πολύ μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα (38 δις $), δεν ήταν βέβαιος εάν θα έπρεπε να στηρίξει το νόμισμα ή να το απελευθερώσει από το δολάριο – γνωρίζοντας πως στην τελευταία περίπτωση το κόστος για τους Πολίτες και τις επιχειρήσεις της χώρας του θα ήταν τεράστιο.
Στη συνέχεια οι ειδήσεις από το τμήμα συναλλάγματος της κεντρικής τράπεζας άρχισαν να πολλαπλασιάζονται – αφού οι κερδοσκόποι, μαζί με ορισμένες βρετανικές και αμερικανικές τράπεζες, πουλούσαν ανοιχτά το Μπατ σε μεγάλες ποσότητες, για να προκαλέσουν την υποτίμηση του.
Τότε ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας, φοβούμενος ότι θα ακολουθούσαν και άλλοι κερδοσκόποι όταν θα άνοιγαν τα χρηματιστήρια στις υπόλοιπες αγορές του πλανήτη, ζήτησε τη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών της Ευρώπης και των Η.Π.Α. Φυσικά χωρίς ανταπόκριση εκ μέρους τους, αφού αυτοί είναι οι κανόνες που ισχύουν στον καπιταλισμό – οπότε η μικρή χώρα βρέθηκε εντελώς ανυπεράσπιστη, απέναντι στο χρηματοπιστωτικό τυφώνα που την απειλούσε.
Τελικά η κεντρική τράπεζα αποφάσισε να στηρίξει το νόμισμα της χώρας, διαθέτοντας τα συναλλαγματικά της αποθέματα – τα οποία άρχισαν να απορροφώνται με μανία από τους κερδοσκόπους που πουλούσαν ανοιχτά τεράστιες ποσότητες Μπατ, χωρίς να τις έχουν δηλαδή στη διάθεση τους, για να αγοράσουν τα δολάρια της τράπεζας. Έτσι, μέχρι το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, η κεντρική τράπεζα είχε «κάψει» 5 δις $ από τα συναλλαγματικά της αποθέματα – κατορθώνοντας όμως να στηρίξει το Μπατ.
Περαιτέρω δύο ημέρες αργότερα, στις 15 Μαΐου, η κεντρική τράπεζα έβγαλε το μεγαλύτερο όπλο της στη μάχη – απαγορεύοντας δια νόμου στις τράπεζες της Ταϊλάνδης να πουλούν Μπατ σε ξένους. Η κίνηση της αυτή προκάλεσε πανικό και οργή στις τάξεις των κερδοσκόπων – αφού οι περισσότεροι από αυτούς, ελπίζοντας σε γρήγορα κέρδη, είχαν πουλήσει βραχυπρόθεσμα και ανοιχτά μεγάλες ποσότητες Μπατ, τα οποία θα έπρεπε να αγοράσουν για να καλύψουν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους.
Όταν λοιπόν έφτασε η ημέρα που έπρεπε να αγοράσουν Μπατ, ξαφνικά δεν έβρισκαν καθόλου στην αγορά – οπότε τα επιτόκια δανεισμού σε Μπατ εκτοξεύθηκαν στα ύψη (πάνω από 1.000%), ενώ η ισοτιμία του αυξανόταν αντί να πέφτει. Με απλά λόγια, όσοι προσπάθησαν να κερδοσκοπήσουν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, έχασαν πολλά εκατομμύρια – ενώ αυτοί που είχαν έγκαιρα καλυφθεί με Μπατ αγοράζοντας τα, αφενός μεν απέφυγαν τη ζημία, αφετέρου κέρδισαν τεράστια ποσά, δανείζοντας τους συναδέλφους τους και κερδίζοντας μεγάλους τόκους.
Το τέλος του δράματος
Τις επόμενες εβδομάδες οι κερδοσκόποι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να αποφύγουν το μπλοκάρισμα της κεντρικής τράπεζας – αφού τα τελωνεία της χώρας συνέλαβαν ακόμη και «ταχυδρόμους», οι οποίοι προσπαθούσαν να περάσουν λαθραία βαλίτσες γεμάτες Μπατ. Εκτός αυτού, ορισμένες επιχειρήσεις της Ταϊλάνδης σύναψαν πλαστές συμφωνίες με ξένες και εξέδιδαν πλαστά τιμολόγια – έτσι ώστε να μπορούν να εμβάζουν Μπατ στο εξωτερικό, τα οποία ζητούσαν οι κερδοσκόποι.
Τελικά οι αμερικανικές επενδυτικές επιχειρήσεις ανακάλυψαν ένα τρικ – ένα κενό στην άμυνα της κεντρικής τράπεζας, το οποίο κατάφεραν να εκμεταλλευθούν. Ειδικότερα, όποιος αγόραζε μετοχές εταιρειών της Ταϊλάνδης στο χρηματιστήριο της Μπανγκόγκ, μπορούσε να τις πληρώνει σε δολάρια – ενώ όταν τις πουλούσε επιτρεπόταν να εισπράττει Μπατ. Έτσι, χρησιμοποιώντας το χρηματιστήριο ως ανταλλακτήριο, κατάφερναν να αγοράζουν Μπατ – με αποτέλεσμα ο όγκος των συναλλαγών στις 10 Ιουνίου να έχει τριπλασιαστεί, αφού οι χρηματιστές είχαν την εντολή από τους κερδοσκόπους να αγοράζουν μετοχές σε δολάρια και να τις πουλούν αμέσως μετά σε Μπατ.
Αργότερα βέβαια η κεντρική τράπεζα κατάφερε να καλύψει το «ρήγμα» – πολύ αργά όμως, αφού ο πόλεμος είχε τρομοκρατήσει τους κατοίκους της Ταϊλάνδης, οι οποίοι άρχισαν να στέλνουν τα χρήματα τους στο εξωτερικό, αγοράζοντας δολάρια.
Έτσι ξεκίνησε μία μαζική φυγή από το νόμισμα (κάτι ανάλογο παρατηρείται σήμερα στην Κίνα), οπότε κανένας δεν μπορούσε να σταματήσει το ξεπούλημα του – με αποτέλεσμα στις 2 Ιουλίου η κεντρική τράπεζα, έχοντας χάσει σχεδόν όλα τα συναλλαγματικά της αποθέματα (38 δις $), να αναγκασθεί να απελευθερώσει τη σύνδεση του Μπατ με το δολάριο, έχοντας ηττηθεί κατά κράτος από τους κερδοσκόπους. Το Μπατ υποτιμήθηκε λοιπόν ραγδαία και πολλοί κερδοσκόποι κέρδισαν τεράστια ποσά – μόνο ένας από αυτούς σχεδόν 8 δις $ μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες.
Φυσικά ο πόλεμος που είχαν κηρύξει οι κερδοσκόποι είχε συνοδευτεί από πολλές άλλες παράπλευρες ενέργειες – όπως από τη δημοσίευση μελετών σχετικά με την κακή οικονομική κατάσταση της Ταϊλάνδης εκ μέρους των οργανισμών τους, από την υποτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, από την αντίστοιχη των μετοχών του χρηματιστηρίου της, από τις κατηγορίες εναντίον της κυβέρνησης για διαφθορά και διαπλοκή, από τις αναφορές σε μία εκτεταμένη φοροδιαφυγή των Πολιτών της κοκ.
Σε γενικές γραμμές δε κατάφεραν να πείσουν τους Ταϊλανδούς πως ήταν οι ίδιοι διεφθαρμένοι, ανεύθυνοι αφού στήριξαν την αύξηση του βιοτικού τους επιπέδου στα δανεικά και υπεύθυνοι για το κατάντημα της χώρας τους – οπότε θα ήταν δίκαιη και σωστή η τιμωρία τους. Έτσι τους θυματοποίησαν, εξασφαλίζοντας τη μη αντίδραση τους – ή, ακόμη καλύτερα, την ακούσια συμβολή τους στη μάχη εναντίον της πατρίδας τους, με τη μαζική εκροή των καταθέσεων τους στο εξωτερικό.
Επίλογος
Στη συνέχεια ακολούθησε η ραγδαία πτώση των τιμών των μετοχών και των νομισμάτων στη Νότια Κορέα, στην Ινδονησία στη Μαλαισία κοκ. (γράφημα), μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι κατέρρευσαν, ενώ οι άνθρωποι αγωνιούσαν για το μέλλον τους. Στην Ινδονησία ξέσπασε ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος, ενώ χιλιάδες οργισμένοι Πολίτες βγήκαν στους δρόμους, καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμα τους – καίγοντας καταστήματα, λεηλατώντας Σούπερ Μάρκετ και αναγκάζοντας τον πρόεδρο της χώρας να παραιτηθεί, μετά από 32 χρόνια στην εξουσία.
Επεξήγηση γραφήματος: Πτώση των ισοτιμιών των νομισμάτων
απέναντι στο δολάριο, κατά τη διάρκεια της ασιατικής κρίσης.
Αμέσως μετά ολοκληρώθηκε το δράμα, ως συνήθως με την εισβολή του ΔΝΤ – το οποίο υποχρέωσε τις κυβερνήσεις να ξεπουλήσουν τη δημόσια περιουσία στους ξένους εντολείς του που υφάρπαξαν επίσης, μέσω των τραπεζών, ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής. Έτσι μία σχετικά μικρή χώρα, όπως η Ταϊλάνδη (σημερινό ΑΕΠ 400 δις $), έγινε στόχος των κερδοσκόπων και καταστράφηκε ολοσχερώς – παρά το ότι το μέγεθος της δεν προϊδέαζε κανέναν για αυτές τις εξελίξεις.
Κλείνοντας, η μόνη εγγύηση της εθνικής κυριαρχίας μίας χώρας, από οικονομικής πλευράς, είναι η μη υπερχρέωση του δημόσιου και ιδιωτικού της τομέα, ειδικά σε ξένο νόμισμα – καθώς επίσης ο υγιής παραγωγικός της ιστός, με ένα πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Όλα τα υπόλοιπα, όπως το εθνικό νόμισμα, είναι μύθοι που δεν βοηθούν κανέναν – ειδικά την Ελλάδα σήμερα, η οποία ευρίσκεται στα πρόθυρα του χάους, όπως η Ινδονησία του παραδείγματος μας.
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου