Η ήπειρος μας, με αφετηρία την Ελλάδα, θα απειληθεί με το χάος για τρίτη φορά εντός ενός αιώνα, με ευθύνη της Γερμανίας – η οποία αδυνατεί να κατανοήσει πως είναι αδύνατον να ζήσει με άνεση σε μία γειτονιά, όπου όλοι οι υπόλοιποι εξαθλιώνονται
Αρχείο – συλλογή διαχρονικών και εκπαιδευτικών αναλύσεων
«Τον 20′ αιώνα η Γερμανία διέλυσε δύο φορές τον εαυτό της και την ευρωπαϊκή τάξη, με εγκληματικούς και γενοκτόνους πολέμους, στην προσπάθεια της να υποδουλώσει την ήπειρο.
Θα ήταν τραγική ειρωνεία εάν τώρα, στην αρχή του 21ου αιώνα, η επανενωμένη Γερμανία, αυτή τη φορά ειρηνικά, καθώς επίσης με τις καλύτερες των προθέσεων, ανατρέψει για τρίτη φορά την ευρωπαϊκή τάξη» (J. Fischer, πρώην υπουργός εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας, σε άρθρο του το 2012 στην SZ).
Ανάλυση
Οι Έλληνες αποφάσισαν να ψηφίσουν κόμματα που τοποθετήθηκαν εναντίον της Τρόικας, της Γερμανίας, του ΔΝΤ και των μνημονίων, αφού όλα τα προηγούμενα απέτυχαν να τους οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση – βυθίζοντας την οικονομία σε μία κατάσταση που μόνο με τη Μεγάλη Ύφεση των Η.Π.Α. του 1929 μπορεί να συγκριθεί.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από το γράφημα που ακολουθεί, στο οποίο απεικονίζεται η εκρηκτική αύξηση της ανεργίας μετά το 2009, παράλληλα με την ραγδαία πτώση τόσο του ονομαστικού, όσο και του πραγματικού ΑΕΠ – ενώ, εάν συμπεριλάβει κανείς όλα τα υπόλοιπα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, θα οδηγηθεί σε ακόμη πιο απογοητευτικά και θλιβερά συμπεράσματα.
Ταυτόχρονα, οι Έλληνες αποφάσισαν να δώσουν μία πρώτη (ιστορικά) ευκαιρία στην ήπια, ευρωπαϊκή αριστερά, να εφαρμόσει όλα αυτά που από πάρα πολλά χρόνια διακηρύσσει – ένα σύστημα δηλαδή που διασφαλίζει το κοινωνικό κράτος, δεν μεταφέρει τα εισοδήματα των μικρομεσαίων τάξεων στην ανώτατη, προάγει το Κράτος Δικαίου, καθώς επίσης δεν επιτρέπει την νεοφιλελεύθερη ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών, των στρατηγικών και των κερδοφόρων επιχειρήσεων του δημοσίου.
Επιφυλάσσονται βέβαια όσον αφορά τον κρατισμό που ίσως θα υιοθετούσε ένα τέτοιο κόμμα, αφού δεν θέλουν τη διόγκωση της δημόσιας διοίκησης – ενώ συνεχίζουν να τάσσονται υπέρ της ατομικής πρωτοβουλίας, ως κινητήρια δύναμη της οικονομίας, γνωρίζοντας πως τα κεντρικά κατευθυνόμενα, κομμουνιστικά συστήματα, σχεδόν πάντοτε αποτυγχάνουν (όπως στο πρόσφατο παράδειγμα της Βενεζουέλας).
Αυτό που κυρίως τους ενδιαφέρει δεν είναι η υιοθέτηση του συστήματος της αριστεράς, αλλά η εκδίωξη των εισβολέων, ιδίως της Γερμανίας, καθώς επίσης η κατάργηση των μνημονίων, τα οποία τους έχουν κυριολεκτικά εξαθλιώσει, πριν είναι ακόμη πολύ αργά – ενώ για να τα καταφέρουν θα μπορούσαν να συμμαχήσουν ακόμη και με το διάβολο, τοποθετώντας τον στην ηγεσία του κράτους τους.
Η γερμανική εμμονή
Από την άλλη πλευρά οι δανειστές της Ελλάδας συνεχίζουν να έχουν την ουτοπία ότι, μπορεί μία σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένη χώρα να βιώσει μία ακόμη μεγάλη ύφεση, ανάλογη με την πρώτη – έτσι ώστε να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα της (ανάλυση)!
Επίσης πως έχει τη δυνατότητα να πληρώσει ένα δημόσιο χρέος που έχει εκτοξευθεί ξανά στο 175% του ΑΕΠ της, όταν οι ανεξόφλητες ληξιπρόθεσμες οφειλές του ιδιωτικού της τομέα πλησιάζουν στο 100% του ΑΕΠ – ενώ τα ταμεία του κράτους είναι άδεια και οι τράπεζες αφερέγγυες, έχοντας μεταξύ άλλων καταφύγει ξανά στον ευρωπαϊκό μηχανισμό παροχής ρευστότητας (ELA).
Είχαν αποφασίσει λοιπόν να συνεχίσουν το «βομβαρδισμό» της Ελλάδας, με τη βοήθεια της κυβέρνησης της, η οποία αδυνατούσε να αντιπαρατεθεί μαζί τους – να επιμείνουν δηλαδή σε μία αδιέξοδη πολιτική λιτότητας, παρά το ότι η χώρα έχει ήδη ερειπωθεί, ενώ οι κάτοικοί της είναι στα όρια της απόλυτης εξαθλίωσης, αδυνατώντας να υποστούν περαιτέρω βασανιστήρια.
Ειδικά η γερμανική κυβέρνηση συνεχίζει να απαιτεί το ανέφικτο, παρά το ότι έχει μετατρέψει ολόκληρο τον ευρωπαϊκό Νότο σε ένα οδυνηρό κολαστήριο, καθώς επίσης την Ευρωζώνη σε μία εύθραυστη πορσελάνη, καλλιεργώντας το μίσος εκατομμυρίων Ευρωπαίων εναντίον της – χωρίς να συνειδητοποιεί πως με τον τρόπο αυτό τοποθετεί τις βάσεις της καταστροφής ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, με θύμα και την ίδια.
Επιμένει δε να ρίχνει όλο και περισσότερο «λάδι στη φωτιά», καθώς επίσης να κατηγορεί τους Έλληνες, όταν γνωρίζει πολύ καλά πως το πρόβλημα της νομισματικής ζώνης δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η ίδια (ανάλυση) – γεγονός που θα τεκμηριωθεί όταν «εκραγεί» η Ιταλία, η οποία είναι αθεράπευτα υπερχρεωμένη, σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και στα όρια της καταστροφής (σωστά παρομοιάζεται η Ελλάδα με την Bear Sterns, ενώ η Ιταλία με την Lehman Brothers).
Οι ελληνικές εκλογές
Στα πλαίσια αυτά οι Έλληνες σωστά αποφάσισαν, εκλέγοντας κόμματα που είναι εναντίον της συνέχισης της καταστροφής, ενώ θέλουν να απελευθερώσουν την πατρίδα τους από την πρωσική Γερμανία – αναλαμβάνοντας το ρίσκο, καθώς επίσης δίνοντας την ευκαιρία σε ένα κόμμα της αριστεράς να εφαρμόσει όλα αυτά που υπόσχεται.
Προφανώς δεν περιμένουν να εξαργυρώσει τα χιλιάδες «γραμμάτια» που υπέγραψε ο νέος πρωθυπουργός, γνωρίζοντας ότι δεν είναι καθόλου εύκολο, ούτε βιάζονται να φέρει εις πέρας την αποστολή του – αφού δεν είχαν καμία άλλη εναλλακτική δυνατότητα, παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις τους όσον αφορά την οικονομική πολιτική που προτείνει, τα εθνικά θέματα και το μεταναστευτικό.
Το ερώτημα βέβαια που τίθεται εδώ είναι εάν οι Έλληνες ψήφισαν συνειδητά, έχοντας συναίσθηση του τεράστιου ρίσκου. Επίσης, εάν μπορεί πράγματι ένα κόμμα της αριστεράς, η συγκεκριμένη κυβέρνηση συνεργασίας καλύτερα, να διασώσει ένα κράτος που βρίσκεται στην άκρη του γκρεμού, στον προθάλαμο της χρεοκοπίας – αφού τα λόγια και οι πράξεις έχουν πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ τους.
Κατά την άποψη μας, κάτι τέτοιο ίσως αποδειχθεί ανέφικτο, εάν η Ελλάδα δεν αποφασίσει να χρεοκοπήσει πρώτα (ανάλυση), χωρίς φυσικά να εκβιάσει κανέναν, εισερχόμενη αργότερα σε διαπραγματεύσεις με τους δανειστές της – ή τουλάχιστον να είναι πρόθυμη να το κάνει, να πάρει δηλαδή συνειδητά το ρίσκο, τοποθετώντας το στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Φυσικά η κυβέρνηση θα πρέπει προηγουμένως να είναι σίγουρη ότι, έχει την ενίσχυση όλων των Ελλήνων – αφού η επιτυχία ή η αποτυχία της δεν εξαρτάται μόνο από την ίδια, ακόμη και αν έχει θεϊκές ικανότητες, αλλά από όλους εμάς τους Έλληνες.
Ένα τρίτο, πολύ μεγάλο ερώτημα είναι εάν μπορεί μία κατεστραμμένη χώρα να «αναστηθεί», παραμένοντας μέλος μίας ασύμμετρης νομισματικής ένωσης, η οποία κυριαρχείται, άγεται και φέρεται κυριολεκτικά από τη Γερμανία – από μία χώρα που δεν είναι καθόλου πρόθυμη να θυσιάσει τα προνόμια και τα οφέλη της από τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη, επιμένοντας να ζει εις βάρος των υπολοίπων, παρά το ότι γνωρίζει πως με τον τρόπο αυτό οδηγεί την Ευρωζώνη στη διάλυση της.
Έχοντας τεθεί ανέκαθεν υπέρ της ΕΕ, της Ευρωζώνης και του κοινού νομίσματος, θεωρώντας όμως ότι έχει ημερομηνία λήξης εάν δεν επιταχυνθεί η τραπεζική, η δημοσιονομική, καθώς επίσης η πολιτική ένωση όλων των χωρών μελών, οι οποίες οφείλουν φυσικά να είναι ισότιμες μεταξύ τους, θεωρούμε πως είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε πώς θα έπρεπε να ενεργήσουμε, εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο – ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, η οποία δεν έχει άλλο χρόνο στη διάθεση της για να περιμένει μία τέτοια εξέλιξη, εκτός εάν της δοθεί από τους εταίρους της.
Εάν δηλαδή, επί πλέον στο ρίσκο της χρεοκοπίας εντός του ευρώ που οφείλουμε να πάρουμε, θα έπρεπε να σκεφθούμε και την υιοθέτηση της δραχμής, υπό προϋποθέσεις βέβαια (ανάλυση) – εάν δεν μας προσφερθεί καμία άλλη εναλλακτική δυνατότητα αναβίωσης της πατρίδας μας η οποία, από οικονομικής πλευράς, είναι ήδη «κλινικά νεκρή».
Το πρόβλημα του νομισματικού χώρου
Είναι προφανές ότι, αυτό που χρειάζεται επειγόντως η πατρίδα μας σήμερα δεν είναι άλλο από 1.000.000 τουλάχιστον θέσεις εργασίας – αφού χωρίς την κατακόρυφη άνοδο της απασχόλησης δεν είναι δυνατόν να αυξηθεί το ΑΕΠ, οπότε εξ αυτού τα έσοδα του δημοσίου με βιώσιμο τρόπο, να επιβιώσουν οι Έλληνες, να επιλυθεί το ασφαλιστικό πρόβλημα, να εξυπηρετηθούν τα όποια χρέη μας κοκ.
Φυσικά θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι, εντός ενός άριστου νομισματικού χώρου, όπως θα έπρεπε να είναι η Ευρωζώνη, με την έννοια της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και εργαζομένων, οι παραπάνω θέσεις εργασίας θα μπορούσαν να εξασφαλισθούν σε άλλες χώρες – ότι δηλαδή οι Έλληνες άνεργοι θα έπρεπε να μετακινούνται σε εκείνα τα κράτη που μπορούν να βρουν εργασία, όπως συμβαίνει στις Η.Π.Α.
Η Ευρωζώνη όμως δεν έχει τη δομή των Η.Π.Α., δεν αποτελεί έναν άριστο νομισματικό χώρο, ενώ δεν είναι δημοσιονομικά ενωμένη – δεν μεταφέρονται δηλαδή τα πλεονάσματα της μίας χώρας στα ελλείμματα της άλλης, ούτε υπάρχει κάποια ρεαλιστική προοπτική να συμβεί. Επομένως, η μετακίνηση των εργαζομένων δεν λύνει το πρόβλημα των κρατών μελών, αλλά ενδεχομένως μόνο του εργατικού δυναμικού τους – ενώ είναι συνδεδεμένη με πάρα πολλές δυσκολίες (γλώσσα, ήθη και έθιμα, ρατσισμός κοκ.).
Οι παραπάνω θέσεις εργασίας θα έπρεπε λοιπόν να δημιουργηθούν εντός την Ελλάδας – γεγονός που απαιτεί αφενός μεν μεγάλες επενδύσεις, αφετέρου αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, αφού η γεωργία δεν προωθείται από την ΕΕ, επειδή δεν είναι ανταγωνιστική σε σχέση με τον υπόλοιπο πλανήτη. Είναι όμως δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι οι επενδύσεις ευνοούταν από τη ζήτηση, από την αύξηση της κατανάλωσης δηλαδή μέσω της ανόδου των μισθών και των συντάξεων;
Η βιωσιμότητα της Ελλάδας εντός της γερμανικής Ευρωζώνης
Στο σημείο αυτό βοηθάει η εξέταση των οικονομικών επιδόσεων των διαφόρων κρατών της Ευρωζώνης, πριν και μετά την υιοθέτηση του ευρώ – μέσω των διαγραμμάτων που βρήκαμε στο ξένο τύπο. Το πρώτο διάγραμμα απεικονίζει την οικονομική τους απόδοση, με κριτήριο τη βιομηχανική τους παραγωγή, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας πριν από την υιοθέτηση του ευρώ.
Από το γράφημα διαπιστώνεται πως η Ισπανία ήταν στην καλύτερη θέση, ακολουθούμενη από την Ελλάδα και την Ιταλία – ενώ τόσο η Γαλλία, όσο και η Γερμανία, ήταν στο τέλος, «ουραγοί» στην ανάπτυξη. Παραδόξως λοιπόν η βιομηχανική παραγωγή ανθούσε στον ευρωπαϊκό Νότο τη δεκαετία του 1990, ενώ όλα τα κράτη είχαν θετικές τάσεις, μετά το 1993.
Συνεχίζοντας, οφείλει να εξετάσει κανείς τις επιδόσεις των ίδιων παραπάνω χωρών, μετά την υιοθέτηση του ευρώ – λαμβάνοντας βέβαια υπ’ όψιν το γεγονός ότι, το νόμισμα δεν είναι η μοναδική μεταβλητή όσο αφορά τις οικονομικές επιδόσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Πρέπει να λάβουμε επίσης υπ’ όψιν μας το γεγονός ότι, η Γερμανία εφάρμοσε μία πολύ αυστηρή πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, ακριβώς την εποχή που υιοθέτησε το ευρώ, εις βάρος φυσικά των υπολοίπων – ενώ κυρίως οι χώρες του Νότου έκαναν ακριβώς το αντίθετο, επειδή ήταν πολύ πιο εύκολος ο δανεισμός τους με χαμηλά επιτόκια, σε σχέση με το παρελθόν.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η εξέλιξη της βιομηχανικής παραγωγής των ίδιων χωρών, τη δεκαετία μετά την υιοθέτηση του ευρώ – οδηγώντας μας σε εύλογα συμπεράσματα για τα αποτελέσματα της.
Όπως φαίνεται από το διάγραμμα η Γερμανία, η οποία ήταν στην τελευταία θέση τα χρόνια που προηγήθηκαν της υιοθέτησης του ευρώ, βρέθηκε ξαφνικά στην πρώτη, με πολύ μεγάλη απόσταση από όλες τις χώρες του Νότου – ενώ μόνο η βιομηχανική παραγωγή της Γαλλίας, μετά από μία απότομη πτώση, σταθεροποιήθηκε σε κάποιο αρνητικό μεν (-10%), αλλά σχετικά βιώσιμο επίπεδο.
Συμπερασματικά λοιπόν, το ευρώ ήταν πολύ θετικό για τη Γερμανία, καθώς επίσης για τις χώρες του Βορά, αλλά πολύ αρνητικό για το Νότο – γεγονός που οφείλεται πιθανότατα στη διαφορά νοοτροπίας μεταξύ των δύο περιοχών. Ειδικότερα, οι μεν Βόρειοι είναι πολύ πειθαρχικοί, υπακούοντας στα οικονομικά προγράμματα των κυβερνήσεων τους, ενώ οι Νότιοι έχουν αδύναμο χαρακτήρα – ο οποίος απαιτεί μία διαφορετική προσέγγιση (ονομαστική υποτίμηση του νομίσματος αντί εσωτερική, αυξημένα επιτόκια για να μην διευκολύνεται ο καταναλωτικός δανεισμός κοκ.).
Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι το ότι, απαιτείται διαφορετική μακροοικονομική και νομισματική πολιτική στις δύο περιοχές της Ευρώπης, στο Βορά και στο Νότο, με κριτήριο την εντελώς αντίθετη νοοτροπία των Πολιτών τους – κάτι που είναι αδύνατον, εάν η Ευρωζώνη δεν χωριστεί στα δύο ή εάν δεν ενωθεί πολιτικά.
Προφανώς το πρόβλημα δεν θα λυθεί, όσο και αν προσπαθήσει η ΕΚΤ, η οποία πράγματι κάνει ότι καλύτερο μπορεί για να επιλύσει το θέμα της υπερχρέωσης, μέσω της νομισματικής επέκτασης και του πληθωρισμού – αν και δεν μπορεί να είναι κανείς σίγουρος για τις πραγματικές της προθέσεις (άρθρο).
Επίλογος
Με βάση τα παραπάνω ο πλεονασματικός Βοράς, υπό την ηγεσία της Γερμανίας, προσπαθεί να επιβάλλει στο Νότο, με πρώτη την Ελλάδα, μία περιοριστική πολιτική εσωτερικής υποτίμησης και δημοσιονομικής πειθαρχίας – όμοια με αυτήν που εφάρμοσε η ίδια, όταν υιοθέτησε το ευρώ.
Εν τούτοις, δεν κατανοεί ότι οι εποχές έχουν αλλάξει, αφού ο πλανήτης έχει βυθιστεί στην ύφεση και στα χρέη, ενώ η ίδια τα κατάφερε εκμεταλλευόμενη τους εταίρους της – αφού τα πλεονάσματα που αποκτάει (εμπορικό ισοζύγιο) θα ήταν αδύνατα, εάν δεν δημιουργούσε στις άλλες χώρες ελλείμματα (άρθρο), επειδή ο «λογαριασμός» είναι μηδενικού αθροίσματος (Πλεονάσματα – ελλείμματα = μηδέν).
Με δεδομένο δε το ότι, τα ελλείμματα οδηγούν στην αύξηση των χρεών (το ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην αύξηση του ιδιωτικού κυρίως χρέους, ο ελλειμματικός προϋπολογισμός στην αύξηση του δημοσίου χρέους), λόγω των οποίων περιορίζεται η ζήτηση, οπότε οι επενδύσεις και η ανάπτυξη, ολόκληρος ο Νότος βιώνει μία «ύφεση ισολογισμών» (ανάλυση) – από την οποία είναι αδύνατον να ξεφύγει με τη συγκεκριμένη οικονομική πολιτική.
Επομένως, είναι εύλογη η άνοδος εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που αντιτίθενται σε αυτά που θέλει να επιβάλλει η Γερμανία – είτε από τα δεξιά, όπως στη Γαλλία, είτε από τα αριστερά, όπως στην Ελλάδα και στην Ισπανία, ανάλογα με τις θέσεις τους σε άλλα ζητήματα (εθνικισμός, μεταναστευτικό κλπ.).
Για να μπορέσουν λοιπόν να υπάρξουν βιώσιμες λύσεις, χωρίς να χρεοκοπήσει το ένα κράτος μετά το άλλο, εκούσια ή ακούσια, στα πλαίσια μίας αλυσιδωτής αντίδρασης που πιθανότατα θα ξεκινούσε από την Ελλάδα, υπάρχουν οι εξής τουλάχιστον εναλλακτικές δυνατότητες:
(α) Επίλυση του προβλήματος της υπερχρέωσης με τη βοήθεια της ΕΚΤ – οπότε με την αύξηση της ποσότητας χρήματος, με τον πληθωρισμό, καθώς επίσης με το πάγωμα μέρους των χρεών (ανάλυση), παράλληλα με μία ήπια πολιτική λιτότητας, εμπλουτισμένη με αλληλέγγυα αναπτυξιακά μέτρα.
(β) Επιτάχυνση της τραπεζικής, δημοσιονομικής και πολιτικής ένωσης της Ευρωζώνης, με την αμοιβαιοποίηση των δημοσίων χρεών (Ευρωομόλογα κλπ.) – έτσι ώστε να ιδρυθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης.
(γ) Επιστροφή όλων των χωρών μαζί στην προ ευρώ εποχή (ανάλυση), όπου όμως θα απαιτηθούν ευρείες διαγραφές χρεών εκ μέρους τόσο των πλεονασματικών χωρών, όσο και των διεθνών επενδυτών, ανάλογα με τη δομή των δανείων της κάθε χώρας.
Εάν δεν συμβεί τίποτα από τα παραπάνω, ή εάν υιοθετηθούν άλλες πρόχειρες λύσεις (διπλά νομίσματα, αποπομπή της Ελλάδας από την Ευρωζώνη με στόχο να δημιουργηθεί ένα παράδειγμα προς αποφυγή, Ευρωζώνη δύο ταχυτήτων κλπ.), η ήπειρος μας θα απειληθεί με το χάος – για τρίτη φορά εντός ενός αιώνα με ευθύνη της Γερμανίας, η οποία αδυνατεί να κατανοήσει πως είναι αδύνατον να ζήσει με άνεση σε μία γειτονιά, όπου όλοι οι υπόλοιποι πεθαίνουν από την πείνα.
Σε μία τέτοια περίπτωση, είναι δεδομένη η εισβολή τους στο μοναδικό πλούσιο σπίτι της περιοχής, όσο καλά και αν προστατεύεται, παρά το ότι οι ίδιοι δεν είναι εγκληματίες – αφού το αίσθημα της επιβίωσης είναι το ισχυρότερο όλων, ακόμη και από την ίδια τη λογική ή από την έμφυτη ηθική των ανθρώπων.
Υστερόγραφο: Δεν απενοχοποιούμε φυσικά ούτε θυματοποιούμε τους Έλληνες (τους Ιταλούς, τους Ισπανούς κλπ.) με τα παραπάνω, αφού είναι προφανώς και οι ίδιοι υπεύθυνοι για τα προβλήματα τους, σε μεγάλο βαθμό – λόγω των ιδιοτελών ή/και εσφαλμένων πολιτικών τους επιλογών, της διαπλοκής, της διαφθοράς, της σπατάλης, της νόμιμης ή παράνομης αποφυγής των φόρων κοκ.
Περαιτέρω, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν πιστεύουμε ότι θα εφαρμόσει η νέα κυβέρνηση αυτά που έχει υποσχεθεί ή ότι θα καταφέρει να οδηγήσει την Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση – ευχόμενοι φυσικά να διαψευσθούμε παταγωδώς.
Όταν όμως βλέπουμε την ποιότητα και το είδος του πολιτικού της προσωπικού, έχουμε την άποψη πως εύλογα αμφιβάλλουμε – ειδικά όταν μας προϊδεάζει για την επιστροφή της χώρας σε εκείνο το καταστροφικό παρελθόν, το οποίο συνέβαλλε τα μέγιστα στη χρεοκοπία (διεφθαρμένος συνδικαλισμός, κακοπροαίρετες απεργίες, μηδενική συναίνεση στις εκάστοτε κυβερνήσεις κοκ.).
Πόσο μάλλον όταν θα έχει αντιμέτωπες τις αγορές που αντιπαθούν όσο τίποτα άλλο τις «μεσοβέζικες» λύσεις, στις οποίες ευχόμαστε να μην «συρθεί», υποκύπτοντας με τη σειρά της στη Γερμανία – ελπίζοντας να έχει το σθένος να αντιδράσει με εκείνη τη γνώση, με την αξιοπρέπεια, με την υπερηφάνεια και με την αποφασιστικότητα που απαιτείται σήμερα.
Ολοκληρώνοντας, υπενθυμίζουμε ότι δεν είμαστε ποτέ υπέρ της υιοθέτησης του ευρώ, πως όταν το κάναμε έπρεπε να υιοθετήσουμε μία αντίστοιχα συντηρητική πολιτική με αυτήν της Γερμανίας ή, έστω, της Γαλλίας, ενώ σήμερα είμαστε εγκλωβισμένοι τόσο στο ευρώ, όσο στο χρέος και στα μνημόνια (ανάλυση), εξαιρετικά δύσκολο να απαλλαγούμε ή/και να επιβιώσουμε.
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου