Το μεγάλο μάθημα που πήραν οι πιστώτριες χώρες των Η.Π.Α. από την κρίση του 2007 ήταν το ότι, η υψηλά μοχλευμένη αμερικανική αγορά, όπως επίσης οι αγορές συμβολαίων χρυσού, δεν είναι ελεύθερες, αλλά κεντρικά κατευθυνόμενες
(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
Αρχείο (Σεπτ. ’14) – συλλογή διαχρονικών και εκπαιδευτικών αναλύσεων
Σε μία πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση (L. Gromen ), η οποία θέλει να δώσει απάντηση στις δυνατότητες της περαιτέρω επιβίωσης του πετροδολαρίου, η ερώτηση που τίθεται αρχικά είναι η εξής: ”Από που προέρχεται αλήθεια το κεφάλαιο;«
Σύμφωνα με τους πολιτικούς της μεγαλύτερης χώρας-οφειλέτη του πλανήτη, των Η.Π.Α., το κεφάλαιο, τα έσοδα δηλαδή ενός κράτους εκτός της φορολογίας, προέρχεται από τις εκδόσεις ομολόγων της ιδιωτικής ουσιαστικά Fed, καθώς επίσης των μεγάλων τραπεζών-ιδιοκτητών της. Με τη συγκεκριμένη θέση «συντάσσονται» οι περισσότερες άλλες σημαντικές χώρες-οφειλέτες όπως, για παράδειγμα, η υπερχρεωμένη Ιαπωνία.
Κατά τους πολιτικούς τώρα των μεγαλυτέρων χωρών-δανειστών του πλανήτη, με ηγέτη την Κίνα, το πραγματικό κεφάλαιο είναι εκείνο το «εμπορικό πλεόνασμα», το οποίο δημιουργείται από την παραγωγή προϊόντων και από το εμπόριο – το οποίο όμως έχει συσσωρευτεί κυρίως σε αμερικανικά δολάρια, υποστηρίζοντας το προνόμιο του δολαρίου, ως το βασικότερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
Την τελευταία δεκαετία, οι δύο αντικρουόμενες αυτές θέσεις, όσον αφορά την προέλευση του κεφαλαίου, άρχισαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, σε ορισμένες παγκόσμιες αγορές περιουσιακών στοιχείων.
Στο γράφημα που ακολουθεί, απεικονίζεται η εξέλιξη των τιμών του χρυσού (πράσινο), του πετρελαίου (μπλε), καθώς επίσης των ονομαζόμενων «Fed Funds rates» (κόκκινο) – των επιτοκίων δηλαδή, με τα οποία δανείζονται οι αμερικανικές τράπεζες μεταξύ τους, για να ισοσκελίσουν τους λογαριασμούς τους στην κεντρική, στα πλαίσια του μηχανισμού των ελαχίστων αποθεματικών κεφαλαίων (επειδή συμβαίνει καθημερινά, ονομάζονται και νυχτερινές πιστώσεις – overnight credit).
ΗΠΑ, δολάριο – η εξέλιξη των τιμών του χρυσού (πράσινο), του πετρελαίου (μπλε), καθώς επίσης των ονομαζόμενων «Fed Funds rates» (κόκκινο).
Όπως φαίνεται από το παραπάνω γράφημα, για περισσότερες από τρεις δεκαετίες (1973-2002), κατά τη διάρκεια των οποίων η ηγεμονία των Η.Π.Α. ήταν αδιαμφισβήτητη, οι τιμές των τριών αυτών «περιουσιακών στοιχείων εξελίσσονταν σε γενικές γραμμές ομοιόμορφα (με εξαίρεση, ελάχιστης χρονικής διάρκειας, τις δύο σχετικά μεγάλες υφέσεις που φαίνονται με τις γκρίζες στήλες).
Την τελευταία όμως δεκαετία, οι τιμές τους παρουσιάζουν δραματικές αποκλίσεις – με τις κρίσιμες «επιπτώσεις» να αφορούν τις τιμές του πετρελαίου, καθώς επίσης του χρυσού, εκπεφρασμένες σε δολάρια (ακριβώς για το λόγο αυτό, όταν αυξάνεται η ισοτιμία του δολαρίου, μειώνεται η τιμή του πετρελαίου και του χρυσού). Με στόχο τώρα την εξήγηση του φαινομένου, τα εξής:
Η συμφωνία των πετροδολαρίων
Είναι γνωστό πως, με βάση τη συμφωνία των πετροδολαρίων (1973), οι χώρες εξαγωγής πετρελαίου τιμολογούν το «μαύρο χρυσό» σε δολάρια – με αντάλλαγμα τη στρατιωτική προστασία τους από τις Η.Π.Α.
Οι Η.Π.Α. τώρα διαχειρίζονταν ανέκαθεν τα επιτόκια τους έτσι ώστε, να είναι άνευ σημασίας το εάν οι χώρες παραγωγής πετρελαίου συσσώρευαν (αποθήκευαν, επένδυαν) τα συναλλαγματικά τους αποθέματα, τα οποία δημιουργούνταν από τις εξαγωγές πετρελαίου, σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα ή σε χρυσό (ο οποίος χρησιμοποιούταν πριν το 1971 ως αντίκρισμα στο δολάριο, όπως προηγουμένως ως αντίκρισμα στη βρετανική στερλίνα – το πρώην παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα).
Εκείνη την εποχή βέβαια οι Η.Π.Α. ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό έθνος του πλανήτη, καθώς επίσης ένας μεγάλος παραγωγός πετρελαίου. Η Fed κατάφερνε λοιπόν, με σχετική ευκολία, να διαχειρίζεται με τον παραπάνω τρόπο τα επιτόκια δανεισμού της υπερδύναμης (αποδόσεις των ομολόγων), έτσι ώστε να διατηρούνται σταθερές οι τιμές του πετρελαίου – ακόμη και αν απαιτούνταν ιδιαίτεροι χειρισμοί, κατά τη διάρκεια των υφέσεων.
Επειδή λοιπόν τα αμερικανικά επιτόκια διαχειρίζονταν από την κεντρική τράπεζα έτσι ώστε, να προστατεύονται οι δανειστές της υπερδύναμης, καθώς επίσης να διατηρείται η αγοραστική δύναμη των χωρών εξαγωγής πετρελαίου σε όρους πετρελαίου, το σύστημα ήταν αποδεκτό από τα περισσότερα κράτη του πλανήτη.
Συνεχίζοντας, το σύστημα του πετροδολαρίου λειτούργησε αρκετά καλά για σχεδόν τριάντα χρόνια – αρχίζοντας να παρουσιάζει «ταλαντεύσεις» μεταξύ των ετών 2002 και 2004. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο «μοναδικό συνδυασμό» των εξής παραγόντων:
(α) Η οικονομία των Η.Π.Α. επικεντρωνόταν όλο και περισσότερο στον τραπεζικό κλάδο, από το 1981 έως το 2000 – με το ποσοστό του ΑΕΠ που προερχόταν από τομείς όπως ο χρηματοοικονομικός και τα ακίνητα, να αυξάνεται σημαντικά.
Αυτό οφειλόταν κυρίως στη συνεχή πτώση των επιτοκίων από τη δεκαετία του 1980 και μετά, καθώς επίσης στους χρηματοπιστωτικούς νεωτερισμούς – όπως, για παράδειγμα, στην «τιτλοποίηση» (συγκέντρωση σε ένα προϊόν πολλών μαζί δανείων και πώληση τους) των καταναλωτικών και επιχειρηματικών δανείων.
Αυτό σήμαινε με τη σειρά του ότι, τα φθηνά δάνεια γινόταν όλο και πιο σημαντικά για την αμερικανική οικονομία, από το φθηνό πετρέλαια – αφού υποχωρούσε συνεχώς το ποσοστό της συμμετοχής της βιομηχανίας στο ΑΕΠ, «καλυπτόμενο» από την αύξηση του ποσοστού του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Το αποτέλεσμα ήταν η σημαντική αύξηση της συνολικής δανειακής επιβάρυνσης των Η.Π.Α. (δημόσιας και ιδιωτικής), καθώς επίσης η άνοδος των θέσεων εργασίας στους κλάδους που ασχολούνταν με τη δημιουργία, με τη συντήρηση, καθώς επίσης με τι διαχείριση των πιστωτικών προϊόντων (αντί των βιομηχανικών).
(β) Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη των αναπτυσσομένων οικονομιών, η οποία οδήγησε στην αύξηση της κατανάλωσης πετρελαίου εκ μέρους τους, σε συνδυασμό με τη στασιμότητα της παραγωγής πετρελαίου από τα παγκόσμια κοιτάσματα, αύξησε σημαντικά τις τιμές του.
Για πρώτη φορά δε οι αναπτυσσόμενες οικονομίες ευρισκόταν στο δρόμο να γίνουν οι μεγαλύτεροι καταναλωτές πετρελαίου – οπότε να έχουν το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Η αρχή του τέλους των πετροδολαρίων
Περαιτέρω, σαν αποτέλεσμα του συνδυασμού των παραπάνω παραγόντων, οι τιμές του πετρελαίου άρχισαν να αυξάνονται σταθερά το 2002 και το 2003, ενώ τα «Fed Funds rates» παρέμειναν χαμηλά – επειδή έπρεπε να μετριασθούν οι συνέπειες της ύφεσης, την οποία προκάλεσε το σπάσιμο της φούσκας του διαδικτύου.
Έτσι λοιπόν, ο αριθμός των βαρελιών πετρελαίου, τα οποία θα μπορούσαν να αγορασθούν με ένα αμερικανικό ομόλογο (face–value US Treasury), άρχισε να μειώνεται δραματικά. Στο γράφημα που ακολουθεί, φαίνεται καθαρά πως το 2004, η αξία των ομολόγων έχασε την «στήριξη» της, καταρρέοντας στα χαμηλότερα επίπεδα των είκοσι τελευταίων ετών, συγκριτικά με το πετρέλαιο.
Το δολάριο λοιπόν κατέρρευσε σε σχέση με το πετρέλαιο – γεγονός που απογοήτευσε τόσο τους εξαγωγείς πετρελαίου, όσο και τους πιστωτές των Η.Π.Α., οι οποίοι χρειάζονταν πετρέλαιο, όπως η Κίνα. Επίσης όλους αυτούς τους δανειστές της υπερδύναμης, οι οποίοι είχαν «συσσωρεύσει» αμερικανικά ομόλογα, με τα οποία πληρώνονταν οι πολυετείς εξαγωγές τους στις Η.Π.Α.
Απλούστερα, χώρες όπως η Κίνα, εάν αγόραζαν πετρέλαιο αντί να επενδύουν τα χρήματα τους σε αμερικανικά ομόλογα, θα ήταν σε πολύ καλύτερη θέση – ενώ τα κράτη παραγωγής πετρελαίου θα ήταν επίσης σε καλύτερη θέση, εάν δεν πουλούσαν το πετρέλαιο έναντι ομολόγων ή δολαρίων, αλλά το άφηναν κάτω από το έδαφος τους.
Συνεχίζοντας, μετά την εποχή που αγοραζόταν 55-60 βαρέλια πετρελαίου ανά ομόλογο του αμερικανικού δημοσίου (1986 – 1999), με ένα ομόλογο αξίας 1.000 $ αγοράζονταν πλέον από 60 βαρέλια το 1999, κάτω από 30 στις αρχές του 2004.
Το γεγονός αυτό τρομοκράτησε και απείλησε σοβαρά το σύστημα του πετροδολαρίου. Μετά την κατάρρευση των ομολόγων λοιπόν, του δολαρίου δηλαδή, οι εξαγωγείς πετρελαίου συνειδητοποίησαν πως θα ήταν σε καλύτερη θέση οικονομικά, εάν άφηναν το πετρέλαιο στο έδαφος – γεγονός που ανάγκασε τους πολιτικούς των Η.Π.Α. να πάρουν μία πολύ σημαντική απόφαση. Ειδικότερα,
(α) είτε να αυξήσουν τα αμερικανικά επιτόκια (Fed Funds rates), έτσι ώστε να ισχυροποιηθεί το δολάριο σε σχέση με το πετρέλαιο – οπότε να στηριχθεί το σύστημα των πετροδολαρίων,
(β) είτε να «επιτρέψουν» την κατάρρευση του συστήματος.
Οι αμερικανοί προτίμησαν την πρώτη λύση – με αποτέλεσμα η Fed να αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια από τον Ιούνιο του 2004, με αργό ρυθμό. Η απόφαση όμως αυτή, όπως συμβαίνει συνήθως στην οικονομία, κατ’ αναλογία με τα φάρμακα, είχε σοβαρές «παρενέργειες» – κυρίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα και ιδίως στην αγορά ακινήτων, η οποία βρέθηκε αντιμέτωπη με μία σειρά υψηλής μόχλευσης ενυπόθηκων προϊόντων, τα οποία ήταν συνδεδεμένα με τα επιτόκια της Fed.
Η χρηματοπιστωτική κρίση
Η αγορά ακινήτων «αποδυναμωνόταν» σταδιακά, όταν άρχισαν να αυξάνονται τα επιτόκια, (κατά 4,25% μέσα σε δώδεκα μόλις μήνες), φτάνοντας στο ζενίθ το τρίτο τρίμηνο του 2005 – οπότε η αδυναμία της συγκεκριμένης αγοράς ήταν πλέον αξιοσημείωτη. Οι προβλέψεις λοιπόν κατάρρευσης της, μετά το ξεκίνημα της αύξησης των βασικών επιτοκίων, δεν ήταν καθόλου δύσκολες – παρά το ότι αρκετοί θεωρούν πως κανένας δεν υποψιάσθηκε τι θα επακολουθούσε.
Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για μία πολύ κρίσιμη στιγμή στην αμερικανική οικονομική ιστορία, η οποία δυστυχώς δεν εκτιμήθηκε όπως θα έπρεπε – επειδή κανένας σχεδόν δεν είχε συνειδητοποιήσει πως η αμερικανική οικονομία είχε γίνει σε τέτοιο βαθμό χρηματοπιστωτική, ώστε δεν μπορούσε να αντέξει κάτι περισσότερο, από μία συμβολική αύξηση των επιτοκίων.
Συνεχίζοντας, η οικονομία της υπερδύναμης κινούταν αργά κατά τη διάρκεια του 2006, ως τις αρχές του 2007 – έως ότου οι «παράπλευρες απώλειες» από την πτώση των τιμών στην αγορά ακινήτων, άρχισαν να επεκτείνονται στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα. Στην αρχή μέσω των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης (Sub primes), όπου αθετούνταν μαζικά οι πληρωμές – αμέσως μετά, ο «ιός» μόλυνε άλλες, πιο παραδοσιακές μορφές δανεισμού.
Δεν άργησε πολύ, έως ότου να προσβληθεί από τη θανατηφόρο ασθένεια ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα – μαζί με άλλου είδους χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως η ασφαλιστική AIG. Για να προστατεύσει τώρα η κεντρική τράπεζα τις μεγάλες τράπεζες, καθώς επίσης όλους τους υπόλοιπους οργανισμούς, μείωσε τα βασικά της επιτόκια σχεδόν στο 0% – αυξάνοντας παράλληλα τον ισολογισμό της κατά πέντε ολόκληρες φορές, εντός πέντε ετών, στο αδιανόητα μεγάλο ποσόν των 5,5 τρις $.
Οι συνέπειες της πολιτικής της Fed
Ενώ όλες αυτές οι μη συμβατικές κινήσεις «έσωσαν το σύστημα», ότι και αν αυτό σημαίνει, από την ολοκληρωτική κατάρρευση του, προκλήθηκε ένα τεράστιο κόστος – το εξής:
(α) Οι Αμερικανοί πολιτικοί έδωσαν το μήνυμα ότι, οι Η.Π.Α. δεν θα μπορούσαν ποτέ να χρεοκοπήσουν, ότι και να συνέβαινε, αφού η Fed έχει τη δυνατότητα να εκτυπώνει χρήματα χωρίς αντίκρισμα στο διηνεκές – οπότε να εξοφλεί πάντα τα χρέη της υπερδύναμης, επειδή αυτά εκφράζονται σε δολάρια.
(β) Οι εξαγωγείς πετρελαίου, καθώς επίσης οι άλλες πιστώτριες χώρες των Η.Π.Α., πήραν ένα πολύ διαφορετικό, μεγάλο μάθημα από την κρίση: το ότι η αμερικανική οικονομία έχει γίνει πλέον τόσο εξαρτημένη από τα χαμηλά επιτόκια, ώστε δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να τα επαναφέρει σε ένα φυσιολογικό επίπεδο – έτσι ώστε να διατηρήσει σταθερές τις τιμές του πετρελαίου, χωρίς να ανατινάξει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Επομένως, το σύστημα του πετροδολαρίου, το οποίο επέτρεψε στο δολάριο να αντικαταστήσει το χρυσό, ως υποστήριξη για το εμπόριο πετρελαίου, από το 1973 έως το 2002, έχει πλέον πεθάνει αμετακλήτως – άπαξ και δια παντός.
Σημείωση: Εάν πράγματι αυξήσει η Fed τα επιτόκια, όπως έχει ήδη ανακοινώσει, στην προσπάθεια της να μην καταρρεύσουν τα πετροδολάρια, τότε το αμερικανικό νόμισμα θα ανατιμηθεί περαιτέρω – ενώ τόσο οι τιμές του χρυσού, όσο και του πετρελαίου, θα μειωθούν σε όρους δολαρίου, με τα χρηματιστήρια όμως, καθώς επίσης με την πραγματική οικονομία, να ακολουθούν καθοδική πορεία.
Η μείωση των τιμών του πετρελαίου, επίσης των υπολοίπων πρώτων υλών, θα αποτελέσει τότε πρόβλημα για τη Ρωσία, καθώς επίσης για τη βιομηχανία φυσικού αερίου από σχιστόλιθο των Η.Π.Α. – η οποία είναι ήδη σχεδόν ασύμφορη, με κριτήριο τις καθοδικές τιμές του φυσικού αερίου στο εσωτερικό της χώρας.
Στην Ευρώπη βέβαια, η ακόμη μεγαλύτερη μείωση της ισοτιμίας του ευρώ θα ενίσχυε τις εξαγωγές της, εις βάρος φυσικά του εμπορικού ισοζυγίου των Η.Π.Α. – ενώ η παράλληλη μείωση των τιμών της ενέργειας, δεν θα είχε ίσως σοβαρό αντίκτυπο, αφού δεν θα άλλαζαν σε όρους ευρώ.
Τόσο για την Ιαπωνία, όσο και για την Κίνα, η αύξηση της ισοτιμίας του δολαρίου θα είχε θετικά αποτελέσματα – αφενός μεν επειδή οι δύο αυτές χώρες είναι οι μεγαλύτεροι δανειστές της υπερδύναμης, αφετέρου επειδή θα ενισχύονταν επίσης οι εξαγωγές τους, ενώ θα περιορίζονταν οι εισαγωγές.
Το πρόβλημα όμως είναι το εάν θα μπορέσουν να αντέξουν οι Η.Π.Α. την εκτόξευση τότε των εμπορικών ελλειμμάτων τους – πόσο μάλλον όταν είναι ήδη βυθισμένες στην παγίδα του χρήματος, με αρκετούς να αμφιβάλλουν εάν η Fed καταφέρει έγκαιρα να «αναρροφήσει» την υπερβολική ποσότητα χρήματος, πριν ξεσπάσει υπερπληθωρισμός.
Άρης Οικονόμου, Senior Analyst (finance & markets)
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου