MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Πέμπτη 30 Μαΐου 2024

Το «φτωχόμετρο» διαψεύδει την Ελλάδα της... ανάπτυξης

ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ
 
Οι δείκτες της εισοδηματικής φτώχειας στη χώρα μας, την περίοδο 2017 έως 2022, δείχνουν ότι οι Περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας, Δυτικής Ελλάδας, Πελοποννήσου και Βορείου Αιγαίου είναι στο ναδίρ, με ποσοστά διαρκώς υψηλότερα του εθνικού μέσου όρου ● Η πανδημία έπληξε περισσότερο Ιόνια Νησιά, Νότιο Αιγαίο, Κρήτη και Δυτική Μακεδονία.
 
Ανισόμετρα αναπτύσσεται η... φτώχεια στην ελληνική επικράτεια. Υπάρχουν περιφέρειες οι οποίες μειονεκτούν φανερά έναντι άλλων, ενώ ταυτόχρονα το φαινόμενο της φτώχειας είναι σε αυτές πιο έντονο. Αλλες περιφέρειες είναι φτωχότερες διαχρονικά και άλλες έχουν πληγεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Μπορεί η γενική εικόνα της χώρας να μην αλλάζει αισθητά, όπως αναμασάται στον δημόσιο διάλογο, αν όμως κοιτάξει κανείς λίγο καλύτερα την εικόνα, ανακαλύπτει τεράστιες διαφοροποιήσεις μεταξύ των 13 περιφερειών της.
 
Η πλεονεκτικότερη θέση της Αττικής απέναντι στις υπόλοιπες περιφέρειες είναι αδιαμφισβήτητη, αναδεικνύοντας το σημαντικό χάσμα μεταξύ πρωτεύουσας και περιφέρειας. Ακολουθούν το Νότιο Αιγαίο και η Κρήτη. Μεσολαβούν η Ηπειρος και τα Ιόνια Νησιά. Τελευταίες και καταϊδρωμένες είναι οι περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας, Δυτικής Ελλάδας, Πελοποννήσου και Βορείου Αιγαίου, όπου το ποσοστό φτώχειας είναι διαρκώς υψηλότερο του εθνικού μέσου όρου.
 
Η «Εφ.Συν.» παρουσιάζει σήμερα τη νέα ανάλυση της διαΝΕΟσις και του Παρατηρητηρίου Περιφερειακών Πολιτικών, που ασχολείται ακριβώς με αυτή την περιφερειακή διάσταση της εισοδηματικής φτώχειας στην Ελλάδα, την περίοδο 2017 έως 2022, παρουσιάζοντας πρόσθετο ενδιαφέρον, αφού ένα μέρος της περιόδου συμπίπτει με το ξέσπασμα της πανδημίας. Η μελέτη, που υπογράφουν ο Αλέξανδρος Καρακίτσιος, οικονομολόγος, ερευνητής στην Τράπεζα της Ελλάδος, η δρ Φαίη Μακαντάση, διευθύντρια Ερευνών διαΝΕΟσις, και ο Ηλίας Βαλεντής, research analyst, διαΝΕΟσις, εστιάζει στους δείκτες εισοδηματικής φτώχειας και στην εξέλιξή τους ανά περιφέρεια.
 
Mεταβολές ΑΕΠ
 
Προτού εστιάσουν στους δείκτες φτώχειας, οι ερευνητές περιγράφουν τις μεταβολές του ΑΕΠ μεταξύ 2019 και 2020, διαπιστώνοντας ότι «περισσότερο φαίνεται να επλήγησαν οι Περιφέρειες των Ιόνιων Νησιών, του Νοτίου Αιγαίου, της Δυτικής Μακεδονίας και της Κρήτης (...), καθώς η οικονομική δραστηριότητα σε αυτές βασίζεται σε κλάδους που είτε επλήγησαν από την πανδημία (όπως ο τουρισμός) είτε επηρεάστηκαν από άλλες αποφάσεις, όπως η απολιγνιτοποίηση της παραγωγής ρεύματος, που αφορά τη Δυτική Μακεδονία».
 
Διαθέσιμο εισόδημα
 
Ομως, οι μεταβολές του ΑΕΠ δεν αντανακλούν απαραίτητα την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών σε μια περιοχή, σύμφωνα με τους ερευνητές. Η διαφορά μεταξύ περιφέρειας και εθνικού μέσου όρου στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών -εξηγούν- είναι τεράστια και αποτυπώνει σημαντικές ανισότητες μεταξύ Αττικής και της υπόλοιπης χώρας, οι οποίες φαίνεται ότι με τον χρόνο διευρύνονται: η διαφορά από τον εθνικό μέσο όρο ήταν στο 13% το 2017 και υπερδιπλασιάστηκε στο 32% το 2022. Μόνο το Νότιο Αιγαίο παρουσιάζει σταθερά θετική διαφορά στο διαθέσιμο εισόδημα στο μεγαλύτερο μέρος του διαστήματος που εξετάζεται (-1% το 2017, 28% το 2022).
 
 
Οι μεγάλες διαφοροποιήσεις... βγάζουν μάτι: στην Αττική το 2020 το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα ανέρχεται έως και 19% πάνω από τον εθνικό μέσο όρο, στη Δυτική Ελλάδα είναι 18% χαμηλότερο από αυτόν. Ιδιαίτερα χαμηλά βρίσκονται επίσης η Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης (-16%), η Στερεά Ελλάδα και η Δυτική Μακεδονία (-13%).
 
Ποσοστά φτώχειας
 
Η πλεονεκτικότερη θέση της Αττικής επιβεβαιώνεται και από τη σκοπιά των ποσοστών φτώχειας, σύμφωνα με τη μελέτη. Τα ποσοστά φτώχειας της Αττικής και του Νοτίου Αιγαίου είναι σταθερά πιο χαμηλά από τον εθνικό μέσο όρο. Το ίδιο ισχύει εν πολλοίς για την Περιφέρεια Κρήτης και, σε μικρότερο βαθμό, για την Ηπειρο και τα Ιόνια Νησιά. Αντίθετα, στις Περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας, Δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου, τα ποσοστά φτώχειας είναι διαρκώς υψηλότερα του εθνικού μέσου όρου.
 

Συγκεκριμένα, τα ποσοστά φτώχειας στην Περιφέρεια Αττικής είναι από 3,4 έως και 6,4 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα του εθνικού ποσοστού φτώχειας. Ωστόσο, από το 2019, σημειώνεται αυξητική τάση του ποσοστού φτώχειας στην Αττική, με αποτέλεσμα να καταλήγει στο 13,6% το 2022. Στο Νότιο Αιγαίο το ποσοστό φτώχειας κυμαίνεται από 14,5% (το 2019 και το 2022) έως και 17,3% (το 2017). Την ίδια περίοδο, το ποσοστό φτώχειας στην Κρήτη μειώνεται και μάλιστα το 2021 το ποσοστό φτώχειας της συγκεκριμένης Περιφέρειας ήταν το χαμηλότερο σε όλη την Ελλάδα (10,4%), ενώ το 2022 σημείωσε οριακή αύξηση (10,6%).
 
Στην Περιφέρεια Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης, το ποσοστό φτώχειας είναι διαρκώς υψηλότερο του εθνικού μέσου όρου (από 3,5 έως και 9,8 ποσοστιαίες μονάδες). Μάλιστα, κατά την πρώτη περίοδο της πανδημίας (2020), το ποσοστό φτώχειας έφτασε το 28,6%, το υψηλότερο σε όλη την Ελλάδα, μαζί με την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας.
 
Παρόμοια εικόνα υπάρχει και για τις Περιφέρειες Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, με ποσοστά που κινούνται διαχρονικά άνω του εθνικού ποσοστού φτώχειας. Στην Κεντρική Μακεδονία το ποσοστό φτώχειας για το 2022 διαμορφώθηκε στο 22,8% (4,4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα του εθνικού ποσοστού), ενώ το 2020 είχε φτάσει στη μέγιστη τιμή του (24,2%). Από την άλλη, στη Δυτική Μακεδονία το ποσοστό φτώχειας για το 2022 διαμορφώθηκε στο 24,9%, αυξανόμενο σημαντικά από το 19,5% το 2020, φανερώνοντας σημαντικές αλλαγές στην κατανομή εισοδήματος σε σύγκριση με άλλες Περιφέρειες. Στη Δυτική Ελλάδα, τα ποσοστά φτώχειας είναι επίσης διαχρονικά υψηλότερα από το εθνικό ποσοστό φτώχειας και, μάλιστα, είναι τα υψηλότερα μεταξύ όλων των Περιφερειών της χώρας. Συγκεκριμένα, το 2022, η φτώχεια στη Δυτική Ελλάδα ανήλθε στο 26,7%, ενώ το 2020 έφτασε στο 28,6%. Τα δεδομένα αυτά αποκαλύπτουν πως η συγκεκριμένη Περιφέρεια βρίσκεται στη μειονεκτικότερη θέση μεταξύ όλων των Περιφερειών ως προς το ποσοστό της φτώχειας.
 
Επίσης, αυξητική τάση παρουσιάζουν τα ποσοστά φτώχειας στην Πελοπόννησο, φτάνοντας το 26,2% το 2022 (7,8 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το εθνικό ποσοστό). Μάλιστα, η συγκεκριμένη Περιφέρεια φαίνεται να αποκλίνει από τον εθνικό μέσο όρο ενώ το 2017 βρισκόταν πολύ κοντά σε αυτόν (μόλις 0,6 ποσοστιαίες μονάδες πιο πάνω).
 
Η πανδημία
 
Η έρευνα επιχειρεί να αποτυπώσει καλύτερα τις επιπτώσεις της πανδημίας, απομονώνοντας τα ποσοστά φτώχειας του 2019 και του 2020 και παρατηρώντας τις αποκλίσεις τους από τον εθνικό μέσο όρο.
 
Οπως συμπεραίνουν οι συγγραφείς, «η επίδραση –κατά κύριο λόγο της πανδημίας– στη φτώχεια ήταν ασύμμετρη ανάμεσα στις Περιφέρειες της χώρας», προσθέτοντας ότι «οι Περιφέρειες που βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση πριν από την πανδημία παρέμειναν σε αυτή και το 2020, με εξαίρεση την Περιφέρεια Ιονίων Νήσων. Συνεπώς, η πρώτη φάση της πανδημίας δεν αλλοίωσε τις ήδη διαμορφωμένες διαφορές που υπήρχαν στα ποσοστά φτώχειας στις διάφορες περιοχές».
 
Πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί;
 
Το ποσοστό των ανθρώπων που βρίσκονται στο κατώφλι της φτώχειας είναι ένας σημαντικός δείκτης, αλλά δεν δίνει ολόκληρη την εικόνα. Για παράδειγμα, ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων που είναι μεν κάτω από το όριο, αλλά σε μικρή απόσταση από αυτό, δεν αντιστοιχεί στην ίδια κοινωνική πραγματικότητα με έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων που είναι πολύ πιο κάτω από το όριο.
 
Από αυτή τη σκοπιά, η μελέτη εστιάζει και πάλι στις επιπτώσεις της πανδημίας. Μεταξύ 2019 και 2020, το εθνικό χάσμα της φτώχειας αυξήθηκε από 2,6% σε 2,8%. Σε περιφερειακό επίπεδο, εν έτει 2019, το χάσμα αυτό ήταν μικρότερο του εθνικού χάσματος σε 8 από τις 13 Περιφέρειες (στις τρεις από αυτές αρκετά οριακά). Μεταξύ των μεταβολών που παρατηρήθηκαν ανάμεσα στο 2019 και το 2020, η πιο εντυπωσιακή ήταν στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων: από 0,8% σε 2,5% – και πάλι, βέβαια, χαμηλότερα από το εθνικό τετραγωνισμένο χάσμα. Την ίδια περίοδο, το χάσμα αυξήθηκε, επίσης, στη Στερεά Ελλάδα και, σε μικρότερο βαθμό, στην Ηπειρο, στη Θεσσαλία, στη Δυτική Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Αντίθετα, το Νότιο Αιγαίο, η Κρήτη, η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη και η Δυτική Μακεδονία είχαν μειωμένο χάσμα φτώχειας.
 
Οι Περιφέρειες Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης ήταν, βεβαίως, σε πιο πλεονεκτική θέση – αφού είχαν ταυτόχρονα χαμηλότερο του εθνικού ποσοστό φτώχειας και χαμηλότερο χάσμα φτώχειας. Αντίστοιχα και στην Αττική, η οποία σημείωσε μεν μια οριακή αύξηση του χάσματος φτώχειας μεταξύ 2019 και 2020, αλλά διαχρονικά έχει χαμηλότερα ποσοστά φτώχειας από τα αντίστοιχα εθνικά (τα οποία στο διάστημα αυτό, μάλιστα, διευρύνθηκαν κατά περισσότερο από μία μονάδα).
 
Ανάγκη για αποκεντρωμένες πολιτικές
 
Η συνολική πορεία της χώρας ασφαλώς έχει μεγάλη σημασία και, επιπλέον, διευκολύνει τις συγκρίσεις με άλλες χώρες. Ομως, μένοντας μόνο σε αυτήν, χάνεται ένα μεγάλο μέρος της πλήρους εικόνας. Δεν είναι όλες οι περιοχές της χώρας το ίδιο φτωχές ούτε εξελίσσεται σε κάθε τόπο με τον ίδιο τρόπο η πορεία των εισοδημάτων μέσα στα χρόνια, τονίζουν οι ερευνητές.
 
 
Οι σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα στην Αττική και τις υπόλοιπες Περιφέρειες υπογραμμίζουν τη σημασία ενός καλύτερου σχεδιασμού πολιτικών καταπολέμησης της φτώχειας σε περιφερειακό επίπεδο. Η απασχόληση και τα χαρακτηριστικά της, αναφέρουν ενδεικτικά οι μελετητές, θεωρείται ο κύριος προσδιοριστικός παράγοντας της φτώχειας, και για την πληρέστερη κατανόηση των διαφοροποιήσεων που παρατηρούνται μεταξύ των Περιφερειών είναι ανάγκη να μελετηθούν ξεχωριστά οι τοπικές συνθήκες της αγοράς εργασίας.
 
Σε κάθε περίπτωση, μία χώρα με οριζόντιες, εθνικού επιπέδου επιδοματικές πολιτικές, που δεν βλέπει την περιφερειακή διάσταση της φτώχειας, δεν μπορεί να στηρίξει πραγματικά τους πιο αδύναμους πολίτες της, με μέτρα καλύτερα στοχευμένα σε όσους τα έχουν ανάγκη, με τους ερευνητές να τονίζουν την ανάγκη πολιτικών που θα βασίζονται στα τοπικά χαρακτηριστικά και θα απαντούν στις τοπικού επιπέδου προκλήσεις που υπάρχουν.
 
🔴 Η ανάλυση βασίζεται σε δεδομένα της έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών, της γνωστής SILC, που διενεργείται πανευρωπαϊκά από τη Eurostat και ειδικότερα στην Ελλάδα από την ΕΛΣΤΑΤ.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου