Ήδη από την 20η Ιουλίου, μετά την τουρκική εισβολή, ο Κίσινγκερ είχε
πει στον πρέσβυ του να ενημερώσει την ελληνική κυβέρνηση ότι εάν η
τελευταία πραγματοποιούσε την απειλή της να κηρύξει πόλεμο στην Τουρκία
και υλοποιούσε την Ένωση, οι ΗΠΑ θα διέκοπταν αμέσως την στρατιωτική
βοήθεια.
Πάντως η πλέον έντονη πίεση ασκήθηκε στην νέα κυβέρνηση Καραμανλή
αμέσως μετά την “δεύτερη” τουρκική εισβολή, τη νύχτα της 14ης Αυγούστου:
Σε ένα περιέργως κισινγκερικό μήνυμα προς τον Καραμανλή, ο Κάλαχαν
δήλωνε: «Η άφιξη των ελληνικών δυνάμεων [στην Κύπρο], ανεξαρτήτως
λόγου και αιτίας, θα αυξήσει τον κίνδυνο αποστολής επί πλέον τουρκικών
δυνάμεων στο νησί καθώς και περαιτέρω προέλαση των ήδη υφισταμένων.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε δολοφονικές επιθέσεις εναντίον
των Ελληνοκυπρίων της περιοχής – η οποία βρίσκεται υπό τον έλεγχο των
τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Επίσης θα ήγειρε το φάσμα μιας καταστροφικής
επεκτάσεως της διαμάχης και εκτός Κύπρου, με ελάχιστες προοπτικές
έξωθεν επεμβάσεως για την προστασία των ελληνικών συμφερόντων».
Από διπλωματικής απόψεως, αυτή ήταν μία ξεκάθαρη απειλή προς την
Ελλάδα ότι, αν έσπευδε να βοηθήσει την Κύπρο, δεν θα είχε υποστήριξη,
ακόμη και εάν απειλούντο ελληνικά εδάφη. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό
με την αμερικανική απειλή στην προηγουμένη κυβέρνηση της Ελλάδος, ήταν
ταυτόσημο με επικρότηση της τουρκικής επιθετικότητας. Δεν είναι να
απορεί κανείς που ακόμη και οι σημερινές ελληνικές κυβερνήσεις –και
ιδίως τα ΜΜΕ– διακατέχονται από καχυποψία για τις αμερικανικές (και
βρετανικές) πολιτικές ως προς την Κύπρο.
Οι Βρετανοί τουλάχιστον υπoλόγισαν τις στρατιωτικές τους επιλογές,
έχοντας πλήρη συναίσθηση των διπρόσωπων τουρκικών θέσεων στις συνομιλίες
της Γενεύης. Ένα Άκρως Απόρρητο μνημόνιο του Υπουργείου Αμύνης προς τον
Κάλαχαν με ημερομηνία 10 Αυγούστου ανέφερε τα εξής: «Ο τουρκικός
στρατός ψάχνει για δικαιολογία να συνεχίσει τις επιχειρήσεις… Ζήτησα από
τον Επιτελάρχη να υπολογίσει επειγόντως τις δυνάμεις εκείνες που θα
μπορούσαν να διατεθούν ως ενισχύσεις καθώς και τα πιθανά
χρονοδιαγράμματα αλλά πιστεύω ότι δεν υπάρχει τρόπος να προσφερθούν οι
επί πλέον 5.000 ανδρών χωρίς μείωση των δυνάμεων της Βορείου Ιρλανδίας
και ταυτόχρονη απόσυρση δυνάμεων από τον Βρετανικό Στρατό του Ρήνου.
Κατά την εκτίμησή μου, η ανάπτυξη των δυνάμεων θα χρειαζόταν έως και ένα
δεκαπενθήμερο και δεν θα με εξέπληττε εάν ο Επιτελάρχης εξέφραζε την
επιθυμία να συμπεριλάβει και αεράμυνα εν όψει της υπολογίσιμης απειλής
από την Τουρκική Πολεμική Αεροπορία».
Η Κύπρος δεν ήταν Ιράκ
Την ίδια ημέρα, Βρετανοί αξιωματούχοι αμύνης στη Γενεύη σε Άκρως Απόρρητο τηλεγράφημα προς το ΥΕΚ, ανέφεραν ότι τον Κάλαχαν «απασχολούσε
η στάση τηρήσεως σκληρής γραμμής που υιοθετήθηκε από την τουρκική
αντιπροσωπεία στη Γενεύη καθώς και οι ισχυρές ενδείξεις ότι η τελευταία
θα επιχειρούσε συντόμως να ξεφύγει». Και συνέχισε: «Η δύναμη [αναφέρεται στην UNFICYP –Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών για την Διατήρηση της Ειρήνης στην Κύπρο] θα
έπρεπε να είναι αρκετά μεγάλη και τόσο οπλισμένη ώστε να δικαιώσει την
φήμη της, αλλά έχω τονίσει ότι δεν μπορούμε να ελπίζουμε παρά σε
αποτροπή και ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συγκρατηθούν οι Τούρκοι με τα
επίπεδα ενόπλων δυνάμεων που εκτιμάται ότι διαθέτουν για να μην αναφερθώ
στην αεροπορία τους [sic]… Ο υπουργός των Εξωτερικών ζήτησε να
σταθμεύσουν αεροσκάφη τύπου Phantom στο Ακρωτήρι… Θα ήταν πολύ χρήσιμο
αν είχαμε μια ιδέα για το είδος των ενισχύσεων που θα μπορούσαν να
διατεθούν καθώς και για τον χρονικό ορίζοντα.
Πέραν όλου αυτού του παρασκηνιακού σχεδιασμού αντιμετωπίσεως
απροόπτων, οι “διαπραγματεύσεις” εξακολούθησαν στη Γενεύη, με
αποκορύφωμα –όπως είναι γνωστό– την τουρκική προθεσμία και την επίθεση.
Περιέργως, ο Κάλαχαν ζήτησε από τον Κίσινγκερ να ρωτήσει τον Ετσεβίτ
πόσο νοτίως σκόπευαν να προελάσουν οι Τούρκοι· ο Κίσινγκερ ισχυρίσθηκε
ότι «δεν τον έβρισκε στο τηλέφωνο» και ζήτησε με τη σειρά του
από τον πρέσβυ των ΗΠΑ στην Άγκυρα να ρωτήσει εκ μέρους του . Ο
Κίσινγκερ γνώριζε πολύ καλά περίπου πόσο νοτίως σχεδίαζαν να προελάσουν
οι Τούρκοι. Σε κάθε περίπτωση, η βρετανική κυβέρνηση είχε ξεκάθαρα
υποκύψει στην πολιτική των ΗΠΑ, ασχέτως της ευλόγου αγανακτήσεώς της για
την τουρκική συμπεριφορά.
Πιο αποκαλυπτικά, στις 11.30 (ώρα Γκρήνουιτς) τη νύχτα της 14ης
Αυγούστου, όταν ο Κάλαχαν ρώτησε τον Κίσινγκερ εάν, σε περίπτωση που
συγκαλούσε συμβούλιο υπουργών του ΝΑΤΟ, θα προτίθετο να παραστεί, ο
τελευταίος συνεφώνησε «υπό την προϋπόθεση να μην συγκληθεί πριν την Δευτέρα 19 Αυγούστου».
Αυτή η σκανδαλώδης τακτική χρονοτριβής εκ μέρους του Κίσινγκερ
αποκαλύπτει πάνω απ’ όλα πόσο απελπισμένα προσπαθούσε να δώσει στην
τουρκική κυβέρνηση όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε για να επιτύχει τους
στόχους της. Η Βρετανία ακολουθούσε πλέον τη γραμμή των ΗΠΑ, αν και θα
έπρεπε να καταπιεί όση υπερηφάνεια της είχε απομείνει. Ο Κάλαχαν δεν
προτίθετο καν να συναντήσει τον Καραμανλή «πριν (ο Καραμανλής) μιλήσει με τους Αμερικανούς».
Η Βρετανία πλέον ακολουθούσε πειθήνια τις ΗΠΑ στο θέμα της Κύπρου. Για
να υπογραμμίσει ακόμη περισσότερο το ζήτημα, η ακόλουθη αναφορά μιας
(ακόμη) τηλεφωνικής συνομιλίας της 15ης Αυγούστου μεταξύ του Κίσινγκερ
και του Κάλαχαν, αποκαλύπτει την επιμελέστατη και σκοπίμως παρελκυστική
προσέγγιση του πρώτου:
«[…] Εξέφρασα [μιλάει ο Κάλαχαν] την ανησυχία μου για τις
προθέσεις της Τουρκίας ως προς το υπόλοιπο Αιγαίο… Μακάρι οι Αμερικανοί
να είχαν σκεφτεί τι θα έκαναν σε περίπτωση που οι Τούρκοι επιχειρούσαν
να εξαπλωθούν και εκτός Κύπρου… O Κίσινγκερ είπε ότι σ’αυτήν
την περίπτωση θα εστρέφετο εναντίον των Τούρκων. Του είπα πως δεν ήμουν
σίγουρος ότι θα μπορούσαμε να περιμένουμε μέχρι να δράσουν οι Τούρκοι.
Εάν, φερ’ ειπείν, δημιουργούσαν μία κατάσταση όπου η ντε φάκτο θέση της
νήσου είχε ως αποτέλεσμα την ένωση –είτε διπλή είτε οιασδήποτε άλλης
μορφής-, οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν παρά να είναι δυσάρεστες.
Ενδεχόμενη συμμαχία μεταξύ Μακαρίου και Παπανδρέου θα οδηγούσε σε
ουδετερόφιλη κυβέρνηση στην Ελλάδα. Ο Κίσινγκερ είπε ότι θα ζητούσε από
το επιτελείο του να μελετήσει τα ζητήματα που είχα θέσει».
Χρήσιμα συμπεράσματα
Η ιστορία της βρετανοαμερικανικής διπλωματίας έναντι της κρίσεως της
Κύπρου το 1974 είναι σαφώς θλιβερή. Παρουσιάζει όχι μόνο την διπροσωπία
και τα κρυφά σχέδια των Κίσινγκερ και Ετσεβίτ,
αλλά και ένα αμερικανικό καρφί στο φέρετρο της ανεξαρτησίας της
βρετανικής εξωτερικής πολιτικής, ένα φέρετρο που έχει πλέον γίνει
απολύτως προφανές. Παρά τον πρότερο θυμό των Ηνωμένων Πολιτειών για την
άρνηση της Βρετανίας να στείλει στρατεύματα στο Βιετνάμ, οι Αμερικανοί
πήραν την “αντιπαροχή” τους όταν η βρετανική κυβέρνηση εξεμίσθωσε το
“Ντιέγκο Γκαρσία” στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενδίδοντας στην αμερικανική
επιμονή να απομακρύνει η Βρετανία τους υπηκόους της από το νησί ως μέρος
της συμφωνίας (αυτό έρχεται σε έντονη αντίθεση με την τεράστια
στρατιωτική επένδυση της Βρετανίας στην “διάσωση” των κατοίκων των
Φώκλαντς μερικά χρόνια αργότερα).
Όπως στην περίπτωση “Ντιέγκο Γκαρσία”, η Κύπρος ήταν –και είναι – για
τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς τίποτε παραπάνω από μία στρατιωτική
θέση-κλειδί. Οι Ελληνοκύπριοι δεν ήταν παρά “παράπλευρες απώλειες”.
Παρά την κατ’ ιδίαν παραδοχή εκ μέρους της βρετανικής κυβερνήσεως ότι η
από κοινού δράση ήταν απαραίτητη όταν έλαβε χώρα το πραξικόπημα Σαμψών, η Βρετανία προτίμησε να κρυφτεί τελικώς πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά την όποια αγανάκτησή της.
Και ένα καταληκτικό σχόλιο σχετικά με τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στην
ελληνική (-ές) κυβέρνηση (-εις) κατά τη διάρκεια της κρίσεως. Στην αρχή,
ο Κίσινγκερ
έκανε παν το δυνατόν ώστε να μην πιέσει την ελληνική κυβέρνηση να
αποσύρει τους Έλληνες αξιωματικούς από την κυπριακή Εθνική Φρουρά. Το
κίνητρο του ήταν ξεκάθαρα να τροφοδοτήσει το σκεπτικό της τουρκικής
κυβερνήσεως υπέρ της εισβολής. Τότε, όταν οι Τούρκοι πραγματοποίησαν την
απόβαση, ο Κίσινγκερ, σε μια εκπληκτική μεταμόρφωση, απέσυρε όλα τα
εμπόδια που απέτρεπαν την ελληνική κυβέρνηση από το να αναλάβει δράση
εναντίον της εισβολής.
Πηγή : https://slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου