MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

Η προηγουμένη εθνοπολιτική εξέγερσις στην Γαλλία (2005)- Μία χρήσιμος υπενθύμισις από τον Η.Ηλιόπουλο

Η προηγουμένη εθνοπολιτική εξέγερσις στην Γαλλία (2005)
 
Μία χρήσιμος υπενθύμισις
Ηλίας Ηλιόπουλος
 
(το κείμενον που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίον «Η Μεγάλη Αντικατάστασις. Εισβολή, Εποικισμός, Εξισλαμισμός και Εθνοπολιτική Αναδιάταξις της Ελλάδος και της Ευρώπης», εκδόσεις «Πελασγός», 2017)
 
1. Η εκδήλωσις της Ασυμμέτρου Απειλής
 
Η εθνοπολιτική (ethnopolitical), εθνοπολιτισμική (ethnocultural), ισλαμική
 
εξέγερσις, η οποία συνεκλόνισε άπασαν την Γαλλίαν κατά το χρονικόν διάστημα Οκτωβρίου–Δεκεμβρίου 2005,  εξερράγη την 27ην Οκτωβρίου 2005, στο προάστειον των Παρισίων Clichy-sous-Bois, εξ αφορμής του τυχαίου θανάτου δύο (2) ατόμων νεαράς ηλικίας και αφροαραβικής/μουσουλμανικής καταγωγής και ταυτότητος, επελθόντος λόγω ατυχήματος, ενώ απεπειρώντο να διαφύγουν εξακρίβωσιν στοιχείων υπό των Αρχών Ασφαλείας. Μετά ταύτα, η εξέγερσις επεξετάθη ραγδαίως εις τα κατοικούμενα από το μουσουλμανικόν, αφροαραβικόν στοιχείον προάστεια τριακοσίων περίπου (300) αστικών κέντρων της χώρας, μεταξύ των οποίων εις: Στρασβούργον, Λίλλην, Νίκαιαν, Ρουένην, Τουλούζην, Αμιένην, Μασσαλίαν, Ντιζόν, Άβρην κ.λπ.
 
Επρόκειτο περί της σοβαρωτέρας κρίσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας από της εποχής του Πολέμου της Αλγερίας (1954-62), ως εμφαίνεται και εκ του γεγονότος ότι ο τότε Υπουργός των Εσωτερικών εισηγήθη στον Πρωθυπουργόν, και αυτός με την σειράν του στην Εθνοσυνέλευσιν, το Π.Δ. υπ’ αριθμ. 2005-1387 της 8ης Νοεμβρίου 2005 σχετικόν προς την εφαρμογήν του Νόμου υπ’αριθμ. 55-385 της 3ης Απριλίου 1955, ο οποίος ορίζει την κήρυξιν ολοκλήρου της εθνικής επικρατείας εις κατάστασιν εκτάκτου ανάγκης (déclaration de l’ état d’ urgence). Η Εθνική Αντιπροσωπεία εψήφισε το προαναφερθέν Διάταγμα, το οποίον και ίσχυσε από 9ης Νοεμβρίου 2005, προβλέπον την παραχώρησιν ευρυτάτων εξουσιών στους Νομάρχες, ιδιαιτέρως δε και ρητώς την εκ μέρους των επιβολήν απαγορεύσεως κυκλοφορίας. Η αρχικώς προβλεπομένη διάρκεια 12 ημερών παρετάθη επί τρίμηνον.(1)
 
«Αληθή περίπτωση αντάρτικου πόλεων» (urban guerrilla) εχαρακτήρισε το φαινόμενον ο Jean-Louis Debre, τότε Βουλευτής της Assemblée Nationale και Δήμαρχος του Evreux, ενώ χαρακτηριστική ήτο και η τοποθέτησις των πλέον αρμοδίων, εκείνων που επί εβδομάδες και νυχθημερόν εβίωσαν την κατάστασιν: Η Εθνική Ένωσις Αστυνομικών εχαρακτήρισε το φαινόμενον «εμφύλιον πόλεμον» και εζήτησε παρά της Κυβερνήσεως την επέμβασιν του Στρατού. (2)  Εν τούτοις, και παρά την προσφυγή στην νομοθεσία εκτάκτου ανάγκης του 1955, η Γαλλική Κυβέρνησις απέφυγε εσκεμμένως και συστηματικώς, στις επίσημες δηλώσεις της, την αναφορά στην «απηγορευμένην» λέξιν «Ισλάμ» και, γενικώς, οτιδήποτε θα ηδύνατο να εκληφθεί ως παραδοχή ότι στην χώρα διεξήγετο εθνοπολιτική σύγκρουσις χαμηλής εντάσεως (lοw intensity ethno-political conflict). Το αυτό ισχύει και για τις Αρχές Ασφαλείας της Γαλλίας, των οποίων είναι γνωστή και παροιμιώδης η άκρα μυστικότης, με την οποίαν περιβάλλουν ένα ζήτημα που θεωρείται «affaire d’ état».
Ωστόσο, έγκυροι αναλυτές της Δυτικής «security community», όπως ο Michael Radu, εξέχον στέλεχος του Κέντρου Τρομοκρατίας, Αντιτρομοκρατίας και Εσωτερικής Ασφαλείας (Center on Terrorism, Counter-Terrorism and Homeland Security) του Ινστιτούτου Ερευνών Εξωτερικής Πολιτικής (Foreign Policy Research Institute) των ΗΠΑ, δεν άφησαν την παραμικράν αμφιβολίαν περί του εθνοπολιτικού (διάβαζε: ισλαμικού) χαρακτήρος του φαινομένου.(3)
 
Περαιτέρω, διεβεβαίωναν ότι οι αρμόδιοι της «Direction des Renseignements Generaux» (D.R.G.: το γαλλικόν αντίστοιχον της C.I.A.) και της «Direction de la Surveillance du Territoire» (D.S.T.: το γαλλικό αντίστοιχο του F.B.I.) είχαν από πολλών ετών απευθύνει αυστηρές προειδοποιήσεις προς την ιθύνουσαν πολιτικήν ελίτ των Παρισίων για την επερχομένην εθνοπολιτικήν έκρηξιν – οι οποίες, κατά τα φαινόμενα, εν πολλοίς ηγνοήθησαν (Arnaud de Borchgrave). Και έτσι, η Γαλλία κατέστη πεδίον φυλετικών ταραχών, «διότι αυτό είναι φυλετικές ταραχές», κατά την διαπίστωσιν του Καθηγητού Steven Ekovich από το Αμερικανικόν Πανεπιστήμιον των Παρισίων. (4) Αφ’ ης στιγμής ετέθη εν ισχύϊ το Διάταγμα περί Καταστάσεως Εκτάκτου Ανάγκης, η κρίσις έβη σαφώς προς εκτόνωσιν.
 
Ένας απολογισμός ανθρωπίνων απωλειών και υλικών ζημιών μέχρι της 11/11/2005 είχε ως ακολούθως:
 
– Νεκροί: ένας Γάλλος πολίτης, 60 ετών, Λευκός, χριστιανικού θρησκεύματος, μικροαστικής κοινωνικοοικονομικής προελεύσεως, ο οποίος εξυλοκοπήθη μέχρι θανάτου από εξαγριωμένους ταραχοποιούς εμπρός στην είσοδον της κατοικίας του.
 
– Βαρέως τραυματισθέντες: πέντε πολίτες και μέλη των Σωμάτων Ασφαλείας, μεταξύ αυτών μία γυναίκα με σωματική αναπηρία και κινητικά προβλήματα, την οποίαν περιέλουσαν με βενζίνη και επυρπόλησαν οι ταραχοποιοί, ένας Πυροσβέστης επίσης πυρποληθείς, μία μητέρα συνοδεύουσα το νήπιον τέκνον της και δύο Αστυνομικοί πυροβοληθέντες διά κυνηγετικού όπλου.
 
Ελαφρώς τραυματισθέντες: 75 Αστυνομικοί των Λόχων Ασφαλείας της Δημοκρατίας (Companies Républicaines de la Sécurité / C.R.S.) και των λοιπών Υπηρεσιών της Εθνικής Χωροφυλακής (Gendarmerie Nationale), 36 Νοσηλευτές και Οδηγοί των Υπηρεσιών Πρώτων Βοηθειών, και εκατοντάδες άμαχοι πολίτες και ταραχοποιοί.   
 
Υλικές ζημίες:
 
– 7000 οχήματα πυρποληθέντα, ιδιωτικά και δημόσια (Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, αστυνομικά, πυροσβεστικά, νοσοκομειακά κ.λπ.),
 
– εκατοντάδες δημόσια και δημοτικά καταστήματα πυρποληθέντα και καταστραφέντα ολικώς ή μερικώς:
 
– Σχολεία, Νηπιαγωγεία,
 
– Βρεφοκομικοί Σταθμοί,
 
– Κέντρα Νεότητος,
 
– Πολιτιστικά Κέντρα,
 
– Υποκαταστήματα Κοινωνικής Προνοίας,
 
– Κέντρα Υγείας,
 
– Υπηρεσίες Εφορίας,
 
– Νομαρχίες,
 
– Αστυνομικά Τμήματα,
 
– Σταθμοί Κοινωνικής Υποστηρίξεως,
 
– Κέντρα Υποστηρίξεως Γυναικών,
 
– Βιβλιοθήκες,
 
– ιδιωτικά καταστήματα πάσης επαγγελματικής χρήσεως,
 
– θρησκευτικά καθιδρύματα (ναοί, κοιμητήρια, συναγωγές κ.λπ.).(5)
     
2. Η εξαιρετική βιαιότης μιας «μη πολιτικής» εξεγέρσεως
 
Το πρώτον το οποίο εκπλήσσει τους αναλυτές είναι η λεγομένη «μη πολιτική» φύσις της εξεγέρσεως (non-political nature). Ο έγκριτος αναλυτής Federico Bordonaro παρατηρεί με έκδηλον απορίαν την δράσιν «συμμοριών», συγκειμένων εκ νεαρών (ενηλίκων αλλά και ανηλίκων), του μουσουλμανικού, αφροαραβικού,  μεταναστευτικού «milieu», οι οποίοι «απλώς» επιδίδονται σε συνεχείς βιαιοπραγίες, «χωρίς να προτείνουν οτιδήποτε πολιτικόν». (6)
 
Εδώ έγκειται και η διαφορά προς τις κατά εποχάς κοινωνικές εξεγέρσεις – αλλ’ ακόμη και τον (λίαν αμφιλεγόμενον) «Γαλλικό Μάη» του 1968. Ένας εκ των πρωταγωνιστών του τελευταίου, ο Γαλλοϊουδαίος διανοούμενος Bernard-Henri Lévy, χαρακτήρισε την εξέγερσιν του 2005 «βία χωρίς μήνυμα». Έγραψε χαρακτηριστικώς τις ημέρες εκείνες: «Τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει αυτήν την κίνησιν. Και φυσικά, δεν εννοώ με αυτό ότι δεν θα παύσει κάποτε. Εννοώ ότι καμμία χειρονομία, καμμία ιδέα, καμμία βραχυπρόθεσμος ή μακροπρόθεσμος πολιτική δεν είναι εις θέσιν να διακόψει αυτό το spirale βίας, προτού φθάσει εις το τέρμα της λογικής του.» (7)
 
Και ποία ήτο η λογική του; «Η φυσική των σωμάτων. Η μαύρη ενέργεια του καθαρού μίσους!» (8)  Έχει εξαιρετική σημασία να υπενθυμίσουμε εδώ ότι αυτά τα λέγει εις εκ των πλέον τυπικών εκπροσώπων των Ιδεολογικών Μηχανισμών του συγχρόνου Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού (postnational progressivism), ο οποίος φέρει μερίδιον ευθύνης, όπως και σύμπαντες οι ομογάλακτοί του, για τα δραματικά αδιέξοδα, στα οποία έφερε την γαλλική (και τις λοιπές δυτικές κοινωνίες) η απόρριψις του παραδοσιακού και δοκιμασμένου προτύπου υποδοχής σαφώς καθορισμένου, περιορισμένου αριθμού μεταναστών αφομοιωσίμων βάσει του κριτηρίου της εθνοπολιτισμικής συγγενείας και η – αντ’ αυτού – επικράτησις μιας πολιτικής ανοχής ή και ενθαρρύνσεως της αθρόας εισαγωγής μεταναστών βάσει κριτηρίων αποκλειστικώς οικονομιστικών (βραχυπρόθεσμη αύξησις κέρδους) ή ιδεολογικών («πολυπολιτισμική κοινωνία»), χωρίς να λαμβάνεται υπ’όψιν ούτε το ποσοτικόν αλλ’ ούτε και το ποιοτικόν, ήτοι το εθνοπολιτισμικόν κριτήριον (και η κρίσιμος σημασία, την οποίαν αυτό έχει για την ομαλή και επιτυχή ενσωμάτωσιν των επήλυδων σε μία κοινωνία).
 
Εξ άλλου, το λεγόμενον «μη πολιτικόν» χαρακτηριστικόν της εξεγέρσεως είναι που καθιστά προβληματικούς όχι μόνον τους (ούτως ή άλλως, ανιστορήτους) παραλληλισμούς, στους οποίους αρέσκεται η «προοδευτική διανόησις» του συρμού, με ιστορικώς προηγηθέντα επαναστατικά φαινόμενα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας αλλά και την σύγκριση με τις πολιτικές διαμαρτυρίες του Αφροαμερικανικού πληθυσμού κατά την δεκαετίαν του 1960. Διότι στην περίπτωση εκείνη είχαμε διεκδίκηση, εκ μέρους μιας μερίδος πολιτών, των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, τα οποία ώφειλε κατά νόμον να τους παράσχει ένα συνταγματικόν, δημοκρατικόν, αστικόν Κράτος    των οποίων, όμως, αυτοί εστερούντο. Γι’ αυτό, άλλωστε, επί τη βάσει αυτής της πολιτικής διεκδικήσεως, κατέστη δυνατή η σύγκλισις και η ενεργός υποστήριξις ευρυτέρων πολιτικών δυνάμεων και κοινωνικών στρωμάτων, πολύ πέραν της αφροαμερικανικής μειονότητος    παράγων ο οποίος απεδείχθη ουσιώδης για την επιτυχία των τότε εξεγέρσεων.
 
Αντιθέτως, εις την προκειμένην περίπτωσιν (Γαλλία, 2005), οι ταραχοποιοί δεν εμάχοντο υπέρ αποκτήσεως πολιτικών δικαιωμάτων, διότι αυτά τους τα απέδωσε με εξαιρετικήν γενναιοδωρίαν η Γαλλική Δημοκρατία, η οποία, ως γνωστόν, θεωρούσα ότι το παραδοσιακόν «Δίκαιον του αίματος» αντέβαινε προς την αυτοσυνειδησίαν της και την ρεπουμπλικανικήν ιδεολογίαν της, εφήρμοζε με συνέπειαν το «Δίκαιον του ηλίου» (γνωστόν παρ’ ημίν και ως «Δίκαιον του εδάφους»), συμφώνως προς το οποίον πας τις γεννηθείς επί γαλλικού εδάφους, ασχέτως εθνικής καταγωγής και προελεύσεως, αποκτούσε αυτοδικαίως την γαλλικήν υπηκοότηταν.
 
Αλλ’ ούτε για «κοινωνικά δικαιώματα», όπως τα εννοούμε εντός ενός νεωτερικού ευρωπαϊκού κράτους, εμάχοντο οι ταραχοποιοί, διότι τα άτομα αυτά είχαν πρόσβασιν, ενίοτε μάλιστα καταχρηστικήν, στο σύστημα κοινωνικής προστασίας της Γαλλικής Δημοκρατίας, (9) παρά τα περί του εναντίου λεγόμενα από τους ασχέτους και ιδεοληπτικούς των Μ.Μ.Ε. παρ’ ημίν – και πέραν, φυσικά, της πολύ περιέργου (και επικινδύνου) αυτής αντιλήψεως ότι «το Κράτος οφείλει να εξαγοράζει την ενσωμάτωσιν», την οποία ορθώς κατακρίνει ο Καθηγητής Gerd Held του Πανεπ/μίου του Dortmund. (10)
 
Tο αντίθετον, μάλιστα, δύναται κανείς να ισχυρισθεί, επί τη βάσει της σωρευθείσης ευρωπαϊκής και αμερικανικής εμπειρίας: ότι δηλαδή η «πολιτικώς ορθή» πρακτική των γενναιόδωρων κοινωνικών παροχών προς τα θεωρούμενα ως «victim groups» απεδείχθη όλως αντιπαραγωγική, καθώς εξέθρεψε μίαν νοοτροπίαν ήσσονος προσπαθείας και μίαν ψυχολογίαν «αναξιοπαθούντος» ή «θυματοποιημένου» (victimized), η οποία και ευθύνεται ουσιωδώς για τον κοινωνικόν αυτοαποκλεισμόν του μεταναστευτικού/μουσουλμανικού/αφροαραβικού στοιχείου. Έχει δε σημασία να το τονίσουμε αυτό, διότι «ακούγονται, και πάλι, οι φωνές για περισσότερον χρήμα!»
 
Πράγματι, η «οργανική διανόησις» (για να θυμηθούμε τον Gramsci) και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί της ιθυνούσης Υπερεθνικής Γραφειοκρατικής Ελίτ  επαναλαμβάνoυν ήδη, έκτοτε και ανά πάσαν ευκαιρίαν, τα «τελετουργικά τυπικά της εξαγορασμένης ενσωματώσεως»: Νέα επιδόματα, νέοι σταθμοί κοινωνικής υποστηρίξεως, νέοι κρατικοδίαιτοι λειτουργοί/«ψυχοθεραπευτές» για το «victim group»!   
 
«Ωσάν να μη υπήρχαν ήδη πάντα ταύτα στις προβληματικές περιοχές!», σημειώνει με απαισιοδοξία ο Καθηγητής Held, και απαριθμεί: «Η οικιστική ζώνη «Quatre Mille» στην La Gourneuve των Παρισίων (Σ.Σ.: η οποία και επλήγη βαρύτατα από τις καταστροφές) διέθετε ήδη:
  • δώδεκα (12) νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία,
  • ένα (1) γυμνάσιο-λύκειο,
  • ένα (1) κέντρο υγείας,
  • ένα (1) κέντρο κοινωνικής προνοίας,
  • ένα (1) κέντρο κοινωνικής υποστηρίξεως,
  • ένα (1) εφοριακό κατάστημα,
  • ένα (1) κέντρο για θέματα γυναικών,
  • ένα (1) κέντρο διαχειρίσεως κοινωνικής κατοικίας,
  • και σειρά πολιτιστικών κέντρων, όπως ωδείον, σχολή δραματουργίας,
  • κέντρον νεότητος, βιβλιοθήκη, κλαμπ ψυχαγωγίας, αίθουσα Η/Υ
  • και πλείστα ακόμη ανάλογα ιδρύματα κοινωνικής αρωγής.»! (11)
Άλλωστε, ανάλογα φαινόμενα «αυτονομήσεως» των Μωαμεθανών εποίκων και εθνοπολιτικής συγκρούσεως «χαμηλής εντάσεως» παρατηρούνται, τις τελευταίες δεκαετίες, και στην Ολλανδία και στις Σκανδιναυϊκές Χώρες, χώρες δηλαδή που παραδοσιακώς διαθέτουν, ως γνωστόν, ένα έτι υψηλότερον δίκτυον κοινωνικής προστασίας απ’ ό,τι η Γαλλία. Άρα, η θεωρία ότι «εξεγείρονται επειδή τους περιεκόπησαν τα «χ»    ή δεν τους ηυξήθησαν τα «ψ»    επιδόματα»  πάσχει σοβαρώς, και μαρτυρεί μάλλον την εγγενή αδυναμίαν των ζηλωτών του Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού και Εθνομηδενισμού να αποδεχθούν και αντιληφθούν το γεγονός μιας εθνοπολιτικής συγκρούσεως και μιας αντιμαχίας γεωπολιτισμικών καταβολών (λόγω «αντιρατσιστικής» ιδεοληψίας).
 
Ομοίως έωλος είναι και η άποψις ότι δήθεν οι κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των διαφόρων συνοικιών μιας πόλεως συνιστούν εμπόδιο στην ενσωμάτωσιν. Πρόκειται για εμπειρικώς αναπόδεικτον «αντι-αστικήν προκατάληψιν», κατά την σύγχρονον Κοινωνιολογίαν της Πόλεως και του Χώρου. (12)  Διαχρονικώς, η πόλις είχε – διακριτές – τόσον τις «αστικές» όσον και τις «εργατικές» συνοικίες. Και αυτό ίσχυε και για το Παρίσι του 1900 π.χ., το οποίον διέθετε αριστοκρατικές, αστικές και εργατικές οικιστικές ζώνες (οι τελευταίες με συγκεκριμένον τοπικιστικόν χρώμα, αναλόγως της επαρχίας προελεύσεως των εργατών), καθώς επίσης συνοικίαν των πολωνικής ή ρωσσικής καταγωγής εμιγκρέδων κ.ο.κ. Οι άνθρωποι αυτοί αφομοιώθησαν ομαλώς χάρις στην αρίστην κοινωνιολογικήν λειτουργίαν αυτής της θαυμαστής ελληνικής επινοήσεως που λέγεται «πόλις» (αυτό, άλλωστε, υπήρξε – ιστορικώς – το πλεονέκτημά της, αφ’ ότου επήλθε η μετάβασις εκ της αρχαϊκής κοινωνίας εις το άστυ).
 
Εξ άλλου, η εξεγερθείσα μουσουλμανική/αφροαραβική μειονότης της Γαλλίας επέφερε μίαν πρωτοφανή πόλωσιν της κοινωνίας και συσπείρωσιν του (εισέτι) πλειοψηφούντος γαλλικού (ευρωπαϊκού/χριστιανικού) στοιχείου εναντίον της. Η συσπείρωσις αυτή αναμένεται να εκφρασθεί, και πάλιν, με τις (ολοένα καλλίτερες) εκλογικές επιδόσεις του Γαλλικού «Εθνικού Μετώπου». Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται, όπως και παρ’ ημίν, το φαινόμενον της ιδιότυπης συμμαχίας μεταξύ του εξτρεμιστικού μουσουλμανικού στοιχείου και της «αντιρατσιστικής», «αντιφασιστικής» εθνομηδενιστικής Άκρας Αριστεράς. Είναι το διαβόητον μέτωπον του Islamo-Gauchisme.
  
Προσοχή, όμως: Ακόμη και αν, εκ πρώτης όψεως, η εξέγερσις των νεαρών Μωαμεθανών εποίκων της Γαλλίας γίνεται αντιληπτή ως έκρηξις ωμής βίας, στερουμένη πολιτικού χαρακτήρος, τούτο επ’ ουδενί σημαίνει ότι δεν αποτελεί, ipso facto, ένα εξόχως πολιτικόν γεγονός, με σαφώς πολιτικά αίτια και αποτελέσματα. Τα οποία και χρήζουν επιμελούς διερευνήσεως – πολλώ δε μάλλον καθ’ όσον ισχύει η διαπίστωσις του (απολύτως συστημικού) Βρεττανού ιστορικού Timothy Garton Ash, ότι «αυτή δεν είναι αποκλειστικώς γαλλική κρίσις». (13)  Ενδιαφέρει όλην την Ευρώπην.
 
3. Κοινωνιολογικά και  επιχειρησιακά χαρακτηριστικά της εξεγέρσεως
 
Οι αναλυτές επιχειρούν να απαντήσουν σε σειρά ερωτημάτων, όπως:
  • Γιατί συγκεκριμένα άτομα νεαράς ηλικίας, προερχόμενα από συγκεκριμένον (κοινωνικόν, εθνοτικόν, πολιτισμικόν) περιβάλλον, επιθυμούν να αναμειχθούν εις μίαν ομάδαν/συμμορίαν, η οποία προβαίνει εις έκνομες/εγκληματικές ενέργειες;
  • Πώς επέρχεται η ανάμειξις;
  • Ένεκα ποίου λόγου και τίνι τρόπω τα άτομα αυτά «αφομοιώνουν» τις κοινές «αξίες» (τους κοινούς «κώδικες») της ομάδος;
  • Πώς και γιατί τα μέλη αυτά προχωρούν εις κλιμακούμενες ενέργειες βίας, φθάνοντας μέχρι της διαπράξεως ενεργειών, που χαρακτηρίζονται από τις Αρχές ως ειδεχθείς, όπως οι δολοφονικές επιθέσεις εναντίον αναπήρων ή ηλικιωμένων πολιτών ή μητέρων συνοδευουσών τα ανήλικα τέκνα τους;
Κλειδί των απαντήσεων των ανωτέρω τεθέντων ερωτημάτων είναι:
 
– η κοινή προέλευσις των εν λόγω ατόμων από το αυτό κοινωνικόν, εθνοπολιτισμικόν περιβάλλον, η ήδη υφισταμένη νοοτροπία της φατρίας (clan mentality) και το συνεπακόλουθον συναίσθημα του «εμείς»wir-Gefühl»),
 
– η απολύτως μανιχαϊστική/μονολιθική αντίληψις και κοσμοθεωρία, που διακατέχει τα άτομα αυτά και η συνεπακόλουθος ομοιομορφία της φρασεολογίας και συμπεριφοράς των,
 
– η εξαιρετική αυτοπεποίθησις, την οποίαν τους προσδίδει η ένδυσις των εθιμικών κωδίκων τους με μυθολογικά στοιχεία αντληθέντα από το (ισλαμικόν) εθνοπολιτισμικόν περιβάλλον προελεύσεώς των,
– το μίσος εναντίον του Γαλλικού Κράτους, των θεσμών, συμβόλων και οργάνων του.
 
Η νοοτροπία της φατρίας είναι, ούτως ή άλλως, εκ των προτέρων παρούσα στους νέους του μουσουλμανικού, αφροαραβικού, μεταναστευτικού στοιχείου (ειρήσθω εν παρόδω ότι εις άκρως ανεπτυγμένον βαθμόν είναι παρούσα αυτή η clan mentality και εις το αλβανικόν στοιχείον, όχι μόνον εν Ελλάδι αλλά καθ’ άπασαν την Ευρώπην και τις Ηνωμένες Πολιτείες).
 
Εις το πλαίσιον αυτής της νοοτροπίας, έχουν ιδιαίτερη σημασία τόσον το «ανήκειν» στην ομάδα/φατρία όσο – και αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικόν στην περίπτωσιν των δευτέρας και τρίτης γενεάς μεταναστών – η έλλειψις αισθήματος εδαφικότητος (Territorialitätsgefühl), συνεπεία της απουσίας ιστορικής σχέσεως με το συγκεκριμένο περιβάλλον (χωροταξικό/αστικό), όπου μεγαλώνουν τα άτομα αυτά.
Ζώντα εις μίαν α-ιστορικήν κατάστασιν, ούτως ειπείν, και, άρα, εντός ενός «πολιτισμικού κενού» (cultural vacuum), (14) τα ηλικιακώς νεαρά στοιχεία του πληθυσμού των εποίκων επιχειρούν να δημιουργήσουν υποκατάστατον ταυτότητος, κατασκευάζοντα τον ιδικόν των (κοινωνιολογικόν) «μύθον» και επενδύοντα αυτόν με στοιχεία που αντλούν από την μυθολογίαν, την οποία διασώζει και αναπαράγει, εν μέρει ή εν όλω, το οικογενειακόν, κοινωνικόν, εθνοπολιτισμικόν περιβάλλον, εκ του οποίου προέρχονται.
 
Μεγαλώνοντας εντός ενός κοινωνικού περιβάλλοντος  α-ιστορικού, αφ’ ενός, αλλά με έντονη την παρουσίαν του μύθου, αφ’ετέρου (στην προκειμένην περίπτωσιν: η ιδέα της υπεροχής των «Beurs», των αφροαραβικής καταγωγής κατοίκων της Γαλλίας, έναντι των «Gaulois», δηλ. των «Γαλατών», όπως αποκαλούν οι πρώτοι τους «αυτόχθονες» Λευκούς Γάλλους), τα περί ων ο λόγος νεαρά άτομα ωθούνται σε μία κατάστασιν, η οποία χαρακτηρίζεται στην βιβλιογραφία ως  ένα «μείγμα μελαγχολίας, ανίας και εντάσεως». (15)  Υπό τοιαύτας συνθήκας, η ομάς/συμμορία παρέχει ικανοποιητικόν υποκατάστατον του (μη υφισταμένου) αισθήματος εδαφικότητος, ενώ χαρακτηρίζεται από:
  • την μυθολογικήν πρόσληψιν και εξιδανίκευσιν της ιδιαιτέρας, πατρογονικής εθνοπολιτισμικής (ισλαμικής) παραδόσεως (ακόμη και αν δεν τηρούν, οι περισσότεροι, ευλαβώς τις επιταγές της!),
  • τον μονολιθικόν/μονιστικόν τρόπο του σκέπτεσθαι και την αυταρχικήν συμπεριφοράν έναντι των «άλλων».
Η διάπραξις εγκληματικών ενεργειών παράγει και ενισχύει ταυτότηταν, ενώ ταυτοχρόνως δημιουργεί αλληλεξάρτησιν (16) και, άρα, αδυναμίαν υπερβάσεως αυτής ακριβώς της καταστάσεως. 
 
Η κλιμάκωσις της βιαιότητος των διαπραττομένων ενεργειών, εξ άλλου, είναι επίσης σημαντική, καθώς οι ήσσονος σημασίας, πταισματικές, πράξεις δημιουργούν, αργά αλλά σταθερά, τους απαραιτήτους δεσμούς συνοχής μεταξύ των ατόμων της ομάδος/συμμορίας, εν συνεχεία δε οι βιαιότερες εγκληματικές ενέργειες σφυρηλατούν, πλέον, τους δεσμούς συνενοχής, κατά τρόπον ώστε να καθίσταται, αργότερα, πρακτικώς ανέφικτος η απόσχισις/αυτονόμησις του ατόμου εκ της ομάδος/συμμορίας. Την αναγκαίαν, εν προκειμένω, ψυχολογικήν υποστήριξιν παρέχει η κρατούσα ιδεολογία της ομάδος/συμμορίας, η οποία χαρακτηρίζεται από:
  • πόλωσιν και μίσος, ήτοι κυριαρχία του σχήματος: «Εμείς» (οι «Beurs» / Τούρκοι κ.λπ.) εναντίον «Αυτών» («Γαλατών» /  Γερμανών κ.λπ.) και
  • μονολιθικότηταν, ήτοι ουδεμία απολύτως παραχώρησις ή πρόνοια για αποδοχήν «ενδιαμέσων αποχρώσεων» μεταξύ «λευκού και μαύρου».
Εξ άλλου, ως προς τα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά της συγκρούσεως στην Γαλλία, τα μέχρι τούδε δεδομένα από την μελέτη του τρόπου επιχειρησιακής ενεργείας των ταραχοποιών θέτουν υπό σοβαράν αμφισβήτησιν το ευρέως διαδεδομένον στερεότυπον της «αυθορμήτου εξεγέρσεως».
 
Οι ιθύνοντες της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως εκτιμούν μεν ως απλοϊκήν την σκέψιν ότι «ένας και μόνον νους τα κατηύθυνε όλα αυτά», σημειώνουν ωστόσο ότι αυτό το «άμορφον» των επεισοδίων σαφώς υποκρύπτει μίαν «μορφήν» (17) και παρατηρούν ότι, από επιχειρησιακής επόψεως, οι εξεγερθέντες  ακολούθησαν ένα συγκεκριμένον υπόδειγμα δράσεως περιλαμβάνον τρία διαδοχικά κύματα επιθέσεως:
 
το πρώτον κύμα εξεδηλώθη τις πρώτες νύκτες των ταραχών και απετελείτο από πολυπληθείς ομάδες απαρτιζόμενες υπό πολύ νεαρών ατόμων, ηλικίας 14-20 ετών,
 
το δεύτερον κύμα εξεδηλώθη τις επόμενες ημέρες και απετελείτο από ομάδες δικυκλιστών, ηλικίας 20-30 ετών, σαφώς πιο ολιγάριθμες, πλην όμως περισσότερον ευέλικτες, καθώς επέβαιναν μηχανών,
 
το τρίτον κύμα, τέλος, που εξεδηλώθη με ιδιαιτέραν σφοδρότηταν μετά την νύκτα της κατακορύφου κλιμακώσεως (2α Νοεμβρίου 2005) και καθ’ όλην την εβδομάδα μέχρι της κηρύξεως της χώρας εις κατάστασιν εκτάκτου ανάγκης (9/11/2005), απετελείτο από επίσης ολιγάριθμες αλλ’ απολύτως μηχανοκίνητες ομάδες αυτοκινητιστών, οι οποίες εκινούντο ταχύτατα από την μία συνοικία στην άλλη, πυρπολώντας με αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς αυτοκίνητα, καταστήματα και υπηρεσίες, και φεύγοντας αστραπιαίως.
 
Σημειωτέον ότι το ολιγάριθμον των τελευταίων ομάδων ουδόλως εσήμαινε ελαττωμένην πρόκλησιν ζημιών, το αντίθετον μάλιστα! Περαιτέρω, στα βασικά γνωρίσματα του υποδείγματος επιχειρησιακής δράσεως των εξεγερθέντων Μουσουλμάνων εποίκων – αλλά και των ομάδων της αντιρατσιστικής, αντιφασιστικής, εθνομηδενιστικής Άκρας Αριστεράς, που συνετάχθησαν μαζύ τους – συγκαταλέγονται η αμεσότης της επικοινωνίας και του συντονισμού (μέσω κινητών τηλεφώνων και διαδικτύου) και, συναφώς, οι ευρύτατες δυνατότητες διεξαγωγής ψυχολογικών επιχειρήσεων (Παραπληροφόρησις), τις οποίες παρέχει η χρήσις των λεγομένων νέων τεχνολογιών.
 
Σχετικά με το τελευταίο σημείο, ας σημειωθεί η εξαιρετική ταχύτης, με την οποίαν διεδίδετο μία είδησις π.χ. περί της επιθέσεως (πραγματικής ή μη!) των Αστυνομικών εναντίον ενός ισλαμικού τεμένους αλλά και ο εντυπωσιακώς βραχύς χρόνος κινητοποιήσεως που επακολουθούσε (ο Έλλην παρατηρητής θα θυμηθεί ασφαλώς, εν προκειμένω, την αξιομνημόνευτον ομοιότηταν με το – κατ’ εκείνο το διάστημα – γενόμενον επεισόδιον της ταχίστης διαδόσεως της ειδήσεως περί υποτιθεμένης βεβηλώσεως μουσουλμανικού ιερού χώρου σε χωριό της Θράκης, υπό «χριστιανών» επισκεπτών/καλλιτεχνών, και την επακολουθήσασαν άμεσον κινητοποίησιν ενός υπερμεγέθους πλήθους, το οποίον επί ώρες ολόκληρες επολιόρκησε το τοπικόν Αστυνομικόν Κατάστημα, απειλώντας να «λυντσάρει» τους καλλιτέχνες-επισκέπτες!).  
 
4. Στρατηγική και Αντικειμενικός Σκοπός. 
 
Πολιτισμική και Εδαφική Αυτονομία. Πολιτική ερμηνεία 
 
Ο βαθμός, κατά τον οποίον μία ιδιαιτέρα, αυτονομηθείσα, ομάς προκαλεί το Κράτος, τους θεσμούς και τα όργανά του, ποικίλλει και εξελίσσεται, όπως έχει καταδείξει μεταξύ άλλων και ο Peter Lupsha: (18)
  • Οι ομάδες/συμμορίες αρχίζουν, εις πρώτην φάσιν, με την επίδειξιν της εγκληματικής δράσεώς των, προκειμένου να κερδίσουν και να διατηρήσουν την κυριαρχίαν επάνω σε ένα συγκεκριμένο «territory», σε μίαν συγκεκριμένην  περιοχήν (συνοικία προάστιο, κλπ.) και να δημιουργήσουν εκεί ένα μονοπώλιον παρανόμου βίας    απαραίτητον όρον πάσης περαιτέρω εξελίξεως.
  • Εν συνεχεία, οι ομάδες/συμμορίες χρησιμοποιούν κατά κανόνα ένα «window of opportunity», προκειμένου να μπορέσουν να προχωρήσουν σε ένα δεύτερον στάδιον, κατά το οποίον θα δύνανται να αναπτύξουν μίαν «διάδρασιν διαφθοράς» (corrupting interaction) με τμήματα τουλάχιστον του εννόμου χώρου (κράτους / κοινωνίας), επί παραδείγματι αναλαμβάνοντας – ορμώμενες από των ήδη υπ’ αυτών ελεγχομένων συνοικιών – την διακίνησιν ναρκωτικών στις λοιπές περιοχές και την «προστασίαν» (κέντρων διασκεδάσεως, πορνείας κλπ).
Αυτό το δεύτερον στάδιον, το «συμβιωτικόν», επιτυγχάνεται κατά τον Lupsha, όταν ο «έννομος χώρος» της κοινωνίας καθίσταται σε αυξανόμενον βαθμόν εξαρτώμενος από τις παρασιτικές λειτουργίες και την διάδρασιν διαφθοράς των πρακτικώς αυτονομηθεισών ομάδων/συμμοριών και αρχίζει να επιδεικνύει κατευναστική συμπεριφορά (appeasement) απέναντί των, παύει δηλαδή να ενδιαφέρεται για την επιβολήν του δημοσίου συμφέροντος (public interest) στις πρακτικώς αυτονομημένες περιοχές – και ενδεχομένως και σε άλλες ζώνες της χώρας. (19)
 
Άρα, στην περίπτωσιν αυτή, τα τυπικά εργαλεία του συνταγματικού και δημοκρατικού ελέγχου παύουν να υφίστανται και να χρησιμοποιούνται σε συγκεκριμένες ζώνες της επικρατείας και, έτσι, οι αυτονομημένες ομάδες/συμμορίες έχουν επιτύχει να δημιουργήσουν ένα κράτος εν κράτει.  Οπότε, αξιοποιούν πλέον αυτήν τους την οντότηταν ως αντι-κράτους (anti-state), δηλαδή ως πολιορκητικό κριό, προκειμένου να εκπορθήσουν πια τους χώρους εκείνους, που μέχρι πρότινος εθεωρούντο ως απροσπέλαστοι.
 
Ας δούμε τώρα εάν ισχύει το ανωτέρω ερμηνευτικό σχήμα στην προκειμένην περίπτωσιν (της ισλαμικής εξεγέρσεως του 2005 εν Γαλλία): Στρατηγικός αντικειμενικός σκοπός των ομάδων/συμμοριών των νεαρών Μουσουλμάνων εποίκων (και κυρίως: των ιδεολογικών και στρατηγικών καθοδηγητών τους, στα ισλαμικά τεμένη και πολιτιστικά κέντρα αλλά και στους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς των ευρωπαϊκών χωρών) είναι, από πολλών ετών:
 
«να αναδιοργανωθούν οι περιοχές εκείνες, όπου πλειοψηφεί το  μουσουλμανικόν στοιχείον, επί τη βάσει του συστήματος «millet» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συμφώνως προς το οποίον εν έκαστον «millet» έχει το δικαίωμα να οργανώνει τον βίον του εν αρμονία προς τις ιδικές του θρησκευτικές πεποιθήσεις» (Michael Radu). (20)
 
Πρόκειται δηλαδή περί επανεκδόσεως του προ-νεωτερικού, προ-αστικού, συστήματος κοινωνικής, πολιτικής, πολιτειακής και δικαϊκής οργανώσεως, το οποίον δεν αναγνωρίζει δικαιώματα του «πολίτου», ει μη μόνον συλλογικά δικαιώματα των διακριτών θρησκευτικών/εθνοπολιτισμικών κοινοτήτων, των λεγομένων «millet» (τυγχάνει γνωστόν π.χ. ότι, κατά την αντίληψιν του Οσμανικού Κράτους, δεν υφίσταντο ατομικά δικαιώματα ενός εκάστου υπηκόου αλλ’ άπαντες οι Ελληνορθόδοξοι αποτελούσαν το «Rum millet», την κοινότητα των Ρωμηών, εκπροσωπουμένη υπό του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, η δε ευθύνη διά πάσαν ενέργειαν των μελών της συγκεκριμένης θρησκευτικής/εθνοπολιτισμικής ομάδος ήτο συλλογική, προσωποποιημένη στον Πατριάρχην και τους κατά τόπους Αρχιερείς και Προκρίτους/Δημογέροντες – η έννοια του προσώπου ήτο, από δικαϊκής επόψεως, άγνωστος).
 
Σε τμήματα της Γαλλίας, λοιπόν, παρατηρεί ο προαναφερθείς ειδήμων,  «υφίσταται ήδη de facto ένα σύστημα «millet», με τις γυναίκες υποχρεωμένες να φορούν το  «hijab» και τους άνδρες να φέρουν γενειάδα, με απαγόρευσιν διαθέσεως, αγοράς και καταναλώσεως χοιρινού κρέατος εις καταστήματα, με απαγόρευσιν λειτουργίας κινηματογράφων ως «χώρων αμαρτίας» – και με τα τοπικά Όργανα της Δημοσίας Διοικήσεως παροπλισθέντα.» (21)
 
Τούτο κατέστη έκδηλον το 2005. Ενώ οι νεαροί (συχνέστατα ανήλικοι) ταραχοποιοί ηρνούντο οιανδήποτε συμμόρφωσιν προς τα κελεύσματα και τις υποδείξεις των νομίμων Οργάνων του Κράτους, έσπευδαν να υπακούσουν στις εντολές των λεγομένων «Μεγάλων Αδελφών», δηλαδή μιας «τάξεως» θρησκευομένων (και μορφωμένων) νέων Μουσουλμάνων, άνω των 20 ή και 30 ετών, οι οποίοι κατά κανόνα προέρχονται από τους πρωτοτόκους υιούς των μουσουλμανικών οικογενειών και αντιμετωπίζονται με απόλυτον σεβασμόν από τους μικροτέρους, «παραστρατημένους», αδελφούς τους των συμμοριών. Ακόμη και όταν οι τελευταίοι διάγουν βίον κάθε άλλο παρά ευσεβή και δεν υπολογίζουν οιανδήποτε Αρχήν, η αυθεντία του μεγαλυτέρου αδελφού, βαθύτατα ριζωμένη στην πατριαρχικήν δομήν της μουσουλμανικής οικογενείας, παραμένει αδιαμφισβήτητος, και επ’ αυτής εδράζεται το «σύστημα των Μεγάλων Αδελφών», σύμφωνα με τις περιγραφές των τοπικών ιθυνόντων, που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του φαινομένου (Lemoine). (22)
 
Στο φλεγόμενον Clichy-sous-Bois, επίκεντρον των συγκρούσεων, παρετηρήθη το εξής: «Αίφνης, γενειοφόροι «Μεγάλοι Αδελφοί», ενδεδυμένοι με τις παραδοσιακές κελεμπίες, εξήρχοντο από τα τζαμιά και ελάμβαναν θέσιν μεταξύ των Αρχών Ασφαλείας και των ταραξιών, ποιούντες έκκλησιν προς τους τελευταίους να αποκαταστήσουν την τάξιν, εν ονόματι του Αλλάχ». (23)
 
Το φαινόμενον εξέπληξε πολλούς ανυποψίαστους Γάλλους πολίτες αλλά και πολιτικούς και γνωμηγήτορες, οι οποίοι έκαμαν λόγον για «εθνοτικές πολιτοφυλακές» (24) , ως ένα επιπλέον στοιχείον κατά την διεργασίαν πολιτισμικής και εδαφικής αυτονομήσεως των μουσουλμανικής, μεταναστευτικής πλειοψηφίας συνοικιών από την Γαλλικήν Διοίκησιν.  Ο Bernard-Henri Lévy μίλησε για «απολεσθέν έδαφος της Δημοκρατίας» και προσέθεσε ότι «εάν μόνον οι υπεύθυνοι των τζαμιών είναι εις θέσιν να αποκαταστήσουν τον νόμον και την τάξιν (…), τότε αυτό θα είναι η οριστική ήττα του Κοσμικού Κράτους». (25)
 
Ο (τότε) Υπουργός Εσωτερικών (και μετέπειτα Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας) Nicolas Sarkozy αμφισβήτησε, τις ημέρες εκείνες, ακριβώς αυτήν την στρατηγικήν στόχευσιν των αυτονομημένων μουσουλμανικών μεταναστευτικών ομάδων και επεχείρησε να αναστρέψει την εξέλιξιν των προηγηθεισών δεκαετιών, κατεβάζοντας την Χωροφυλακή στους δρόμους και επιχειρώντας να επιβάλει παντού τον νόμον και την τάξιν. 
 
Οπότε συνέβη αυτό, που είχε ομολογήσει ο Philippe Moureaux, τότε Δήμαρχος της βελγικής πόλεως του Molenbeek, όταν είχε ερωτηθεί από την δημοσιογράφο Marie-Rose Armesto πώς αντιμετωπίζουν οι Βελγικές Αρχές το ζήτημα και γιατί παραμένουν απαθείς ενώπιον του γεγονότος ότι σε τριάντα τζαμιά περίπου κηρύσσεται ανοικτά ο Ισλαμικός Ιερός Πόλεμος (Djihad):
 
«Αφήσαμε το πράγμα να παρατραβήξει, και τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε δίχως να προκαλέσουμε εξέγερσιν». (26)
 
Οι δηλώσεις του τότε Δημάρχου του Molenbeek προσλαμβάνουν χροιάν τραγικής ειρωνείας υπό το φως των μετέπειτα (αιματηροτάτων) τρομοκρατικών πληγμάτων εις Βρυξέλλες και Παρισίους, συνεκτιμωμένου ότι το («ευπαθές» για την politically correct Νομενκλατούρα Molenbeek) έμελλε να δειχθεί το «άντρον» των Ισλαμιστών τρομοκρατών…
 
1.Για το ακριβές περιεχόμενο του Διατάγματος όρα «Décrets, arrêtés, circulaires. Textes généraux. Ministère de l’Intérieur et de l’Aménagement du Territoire. Rapport au Premier ministre relatif au décret no 2005-1387 du 8 novembre 2005 relatif à l’application de la loi no 55-385 du 3 avril 1955».
 
2.Παράβαλε  De Borchgrave, Arnaud, «Commentary: European Disaster Zone», United Press International, 10/11/2005.
 
3. Αυτόθι.
 
4. UPI, «France to Extend State of Emergency», 14/11/2005
 
5. Ο ενταύθα παρα τιθέμενος πρώτος απολογισμός απωλειών και ζημιών βασίζεται σε στοιχεία δημοσιευθέντα στον Γερμανικό Τύπο της 10ης και 11ης Νοεμβρίου 2005.
 
6. Bordonaro, Federico, «Riots in France», PIN.R, 10/11/2005
 
7. Lévy, Bernard-Henri, «Gewalt ohne Botschaft», Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung, 13/11/2005.
 
8. Όρ. ανωτ.
 
9. Όρα Held, Gerd, «Die franzözische Angst», FAS, 13/11/2005.
 
10. Αυτόθι.
 
11.Αυτόθι
 
12.Αυτόθι
 
13. Garton Ash, Timothy, «This is not only a French crisis – all of Europe must heed the flames», The Guardian, 10/11/2005
 
14. Gaeta, P., «Paper given at the seminar Criminal Organization and Exploitation of Minors organized by the International Association of Juvenile and Family Court Magistrates, Naples, 4-6 April 1997.» Η παραπομπή συμφώνως προς: Bjorgo, Tore, Root Causes of Terrorism. Myths, Reality and Ways Forward, London / New York 2005, σ. 173.
 
15.Αυτόθι
 
16.Αυτόθι
 
17. Πρβλ. την συνέντευξη του Xavier Lemoine: Dumont, Jean-Marie, «Nun bekommen wir die Quittung. Der französische Kommunalpolitiker Xavier Lemoine über die Ausschreitungen in Clichy und die Krawalle im ganzen Land», JF, 11/11/2005.
 
18. Πρβλ. Lupsha, Peter, «Transnational Organized Crime versus the Nation-State», εις: Transnational Organized Crime, 2(1), Spring 1996, 31-2.
 
19.Αυτόθι
 
20. De Borchgrave, ένθα ανωτ.
 
21.  Αυτόθι.
 
22. Dumont, ένθα ανωτέρω
 
23.  De Borchgrave, ένθα ανωτ
 
24. Πρβλ. Dumont, ένθα ανωτέρω
 
25. Lévy, όρ. ανωτ.
 
26. Πρβλ. Naber, Joel, «Wir können nichts mehr tun. Islamismus, Antisemitismus und das Scheitern der Integration in Belgien», σ. 7.
 
 

 
 
Ηλίας Ηλιόπουλος
 
 
 
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου