Η ποσότητα χρήματος στο εκάστοτε κράτος, εξαρτάται κυρίως από τις εμπορικές του τράπεζες και όχι από την κεντρική – οπότε
είναι μύθος τα περί στενότητας ρευστότητας που ακούγονται η οποία, όταν
διαπιστώνεται, οφείλεται συνήθως στην έλλειψη αξιόχρεων οφειλετών. Αυτό
που συμβαίνει βέβαια στη χώρα μας οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην
εγκληματική υφεσιακή πολιτική που της επιβλήθηκε – στα
πλαίσια των μνημονίων που συνεχίζονται. Όπως είναι δηλαδή οι μειώσεις
των μισθών που σήμερα μειώνονται ξανά, μέσω του πληθωρισμού – επίσης οι
αυξήσεις των φόρων που σήμερα αυξάνονται ξανά, επίσης μέσω του
πληθωρισμού, αφού οι φορολογικοί συντελεστές όπως ο ΦΠΑ παραμένουν
σταθεροί στις αυξημένες τιμές. Η πολιτική αυτή είχε και έχει σαν
αποτέλεσμα την υπερχρέωση των νοικοκυριών, καθώς επίσης των επιχειρήσεων
– οπότε την έλλειψη αξιόχρεων δανειοληπτών. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που
τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών ήταν στα 3,4 δις € το ενιάμηνο του 2022
– ότι θα έχουν δηλαδή υπερκέρδη λόγω του πληθωρισμού, όπως άλλωστε το
άλλο καρτέλ, το ενεργειακό, εις βάρος φυσικά των Πολιτών που συνεχίζουν
να φτωχοποιούνται.
.
«Από τις 18 Σεπτεμβρίου του 2019 έως τις
26 Ιουλίου του 2022, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ βρισκόταν
καθηλωμένο στο -0,50% και το επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης στο 0%. Μετά την αλλαγή πολιτικής της ΕΚΤ λόγω του πληθωρισμού, στις 21 Δεκεμβρίου του 2022, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων ανερχόταν στο 2% και το επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης στο 2,5%.
Από τον Δεκέμβριο του 2021 έως το
Νοέμβριο του 2022, το μέσο επιτόκιο μίας ημέρας από νοικοκυριά στην
Ελλάδα παραμένει αμετάβλητο στο 0,03%. Το 11μηνο του 2022, το μέσο
επιτόκιο καταθέσεων από νοικοκυριά στην Ελλάδα με συμφωνημένη διάρκεια
έως 1 έτος, αυξάνεται από 0,14% τον Δεκέμβριο του 2021 σε 0,20% τον
Νοέμβριο του 2022. Το ίδιο διάστημα στην Ευρωζώνη, το αντίστοιχο μέσο επιτόκιο αυξάνεται από 0,16% στο 0,83% τον Οκτώβριο του 2022.
Το μέσο επιτόκιο νέων καταθέσεων από
ελληνικά νοικοκυριά για συμφωνημένη διάρκεια άνω του έτους το διάστημα
Δεκέμβριος του 2021 με Νοέμβριο του 2022, αυξάνεται από 0,09% σε 0,70%. Στην
Ευρωζώνη, το αντίστοιχο μέσο επιτόκιο νέων καταθέσεων από νοικοκυριά
εκτοξεύεται στο 1,53% τον Οκτώβριο του 2022 από 0,30% τον Δεκέμβριο του
2021.
Ανάλογη εικόνα προκύπτει από τη
σύγκριση των επιτοκίων νέων καταθέσεων από επιχειρήσεις. Είναι
χαρακτηριστικό ότι το επιτόκιο καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως
ενός έτους, ήταν 0,30% τον Νοέμβριο του 2022 στην Ελλάδα, από 0,05% τον
τελευταίο μήνα του 2021. Αντίστοιχα, το επιτόκιο νέων καταθέσεων από
επιχειρήσεις στην Ευρωζώνη ήταν 0,90% τον Νοέμβριο του 2022,
καταγράφοντας κατακόρυφη άνοδο από 0,68% τον Οκτώβριο. Ακόμη πιο
εντυπωσιακή είναι η διαφορά στα επιτόκια με συμφωνημένη διάρκεια άνω του ενός έτους – αφού διαμορφώθηκαν σε 0,04% το Νοέμβριο στην Ελλάδα, έναντι 1,93% τον ίδιο μήνα στην Ευρωζώνη, με βάση τους πίνακες της ΕΚΤ» (πηγή).
Όσον αφορά τον καθαρό δανεισμό των ελληνικών τραπεζών, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των νέων δανείων και των επιστροφών παλαιοτέρων,
ήταν ελαφρά αρνητικός – ενώ την ίδια στιγμή οι προμήθειες που χρεώνουν
για τις συναλλαγές είναι μακράν οι υψηλότερες στην Ευρωζώνη, με
αποτέλεσμα να έχουν τη μεγαλύτερη απόδοση κεφαλαίων στην ΕΕ (στο 20%).
Συμπερασματικά λοιπόν η Ελλάδα, ειδικά
οι μικρομεσαίες εταιρίες που είναι εξαρτημένες από την εγχώρια τραπεζική
χρηματοδότηση, έχει ένα ακόμη ανταγωνιστικό μειονέκτημα απέναντι στην
Ευρώπη – ενώ είναι ξεκάθαρο πως οι συστημικές τράπεζες που ελέγχουν πάνω από το 90% της αγοράς, λειτουργούν ως καρτέλ».
Με το ύψος των καταθέσεων τώρα στα 185,5 δις € στα τέλη Σεπτεμβρίου (138,8 δις € τα νοικοκυριά και 46,7 δις € οι επιχειρήσεις, πηγή) και με το μέσο πληθωρισμό του 2022 στο 9%, οι καταθέτες έχασαν πάνω από 16 δις € όσον αφορά την αγοραστική αξία των εισοδημάτων τους –
ενώ, με δεδομένο το ότι οι καταθέσεις είναι στην ουσία δάνεια προς τις
τράπεζες, οι οφειλέτες, δηλαδή οι τράπεζες, κέρδισαν στην ουσία το ίδιο
ποσόν.
Σε σχέση δε με την πτώση του πληθωρισμού
το Δεκέμβριο στο 7,6% πρόκειται για τη μείωση του ρυθμού ανόδου του και
όχι των τιμών – ενώ είναι επί πλέον του 5,1% του Δεκεμβρίου του 2021, οπότε η άνοδος των τιμών σε σχέση με το 2020 είναι 12,7% προς όφελος των δανειοληπτών, οπότε και των τραπεζών.
Τέλος, μία επόμενη ωφέλεια των τραπεζών είναι τα
18,7 δις €, με τα οποία εγγυήθηκε το δημόσιο στα πλαίσια του
προγράμματος Ηρακλής και της συμπαιγνίας της κυβέρνησης με τις τράπεζες (ανάλυση) – έτσι ώστε να πουλήσουν τα κόκκινα δάνεια τους στα funds (σε κάποια από τα οποία μάλλον συμμετέχουν αισχροκερδώντας)
και για να πλειστηριάσουν τα τελευταία τα σπίτια των Ελλήνων και να
ολοκληρωθεί η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της χώρας μας,
παράλληλα με το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας.
Η λειτουργία των εμπορικών τραπεζών
Συνεχίζοντας με τη λειτουργία των τραπεζών, οι εντυπώσεις που έχουν οι περισσότεροι, όσον αφορά το πού βρίσκουν τα χρήματα, τα οποία δανείζουν, είναι οι εξής:
(α) Οι τράπεζες εισπράττουν τα χρήματα από τους καταθέτες τους – τα οποία στη συνέχεια δανείζουν στους πελάτες τους.(β) Οι τράπεζες δανείζονται τα χρήματα από την κεντρική τράπεζα – οπότε ο δανεισμός των πελατών τους εξαρτάται από την αναχρηματοδότηση τους εκ μέρους της κεντρικής.(γ) Ο δανεισμός των πελατών τους δεν προϋποθέτει την ύπαρξη χρημάτων στα ταμεία τους – αντίθετα, μέσω της ίδιας της διαδικασίας δανειοδότησης, οι τράπεζες δημιουργούν χρήματα από το πουθενά.
Περαιτέρω, η κλασσική οικονομική βιβλιογραφία υποστηρίζει ότι, οι τράπεζες δανείζουν τα χρήματα των καταθετών τους, λειτουργώντας ως μεσάζοντες –
οπότε, όταν περισσεύουν χρήματα στα νοικοκυριά, όταν έχουν δηλαδή
αποταμιεύσεις, τα δανείζουν κατά κάποιον τρόπο σε αυτούς που τα
χρειάζονται, εισπράττοντας τα ίδια (νοικοκυριά) τόκο, ενώ οι τράπεζες μία προμήθεια (διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων, η οποία είναι σήμερα στην Ελλάδα τεράστια με την ανοχή της κυβέρνησης).
Η συγκεκριμένη (εσφαλμένη) θεωρία
δημιουργεί την εντύπωση ότι, όσο πιο πολύ αποταμιεύουν τα νοικοκυριά,
τόσο περισσότερα δάνεια μπορούν να δίνουν οι τράπεζες, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η κατανάλωση, καθώς επίσης οι επενδύσεις –
οπότε, οι μειωμένες αποταμιεύσεις, όπως επίσης οι εκροές καταθέσεων στο
εξωτερικό, δημιουργούν στενότητα ρευστότητας στις τράπεζες και
λειτουργούν αρνητικά, όσον αφορά το δανεισμό.
Η αιτία της εσφαλμένης εντύπωσης οφείλεται κυρίως στη διαδικασία, την οποία ακολουθούν υποχρεωτικά οι ιδιώτες, όταν δανείζουν τα χρήματα τους – η οποία, εάν έχει κανείς 5.000 € «στο ταμείο του» και τα δανείσει όλα, για παράδειγμα, είναι η εξής λογιστικά:
Σε αντίθεση όμως με τους ιδιώτες, όπου τα χρήματα που δανείζουν ανήκουν στο ενεργητικό τους, στα περιουσιακά τους στοιχεία δηλαδή, στο ταμείο τους, για τις τράπεζες τα χρήματα που διαθέτουν ως καταθέσεις ανήκουν στο παθητικό – στις υποχρεώσεις τους λοιπόν.
Όπως τονίζεται δε στη βιβλιογραφία, «Οι τραπεζικές καταθέσεις αναφέρουν το πόσα χρήματα χρωστούν οι τράπεζες στους πελάτες τους. Επομένως, αποτελούν υποχρεώσεις της τράπεζας και όχι περιουσιακά στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να δανείσουν» (Mc Leay). Εν προκειμένω, o πολύ απλοποιημένος ισολογισμός μίας εμπορικής τράπεζας, είναι ο παρακάτω:
Συνεχίζοντας, ο ισολογισμός μίας τράπεζες που μόλις άρχισε να λειτουργεί, οπότε δεν έχει ακόμη αξιόγραφα, ρεζέρβες, καταθέσεις κλπ., πριν δώσει ένα δάνειο 5.000 € σε κάποιον πελάτη της (πρώτο στάδιο) και αφού το δώσει (δεύτερο στάδιο), ελέγχοντας προσεκτικά την πιστοληπτική του ικανότητα, όπως απαιτείται από το Θεσμό που ελέγχει την ίδια, είναι ο εξής:
Η τράπεζα λοιπόν έδωσε ένα δάνειο στον πελάτη της, εγγράφοντας το ποσόν στο λογαριασμό του – στο παθητικό της δηλαδή, αφού πλέον αποτελεί απαίτηση του δανειολήπτη της. Την ίδια στιγμή, ενέγραψε το ίδιο ποσόν στο ενεργητικό της, αφού είναι περιουσιακό της στοιχείο – με την έννοια πως το απαιτεί από τον δανειολήπτη της, στην ημερομηνία λήξεως του δανείου.
Στα πλαίσια αυτά, η τράπεζα έχει τα ίδια χρήματα πριν και μετά την παροχή του δανείου
– ενώ παράλληλα δημιούργησε χρήματα από το πουθενά, τα οποία θα
χρησιμοποιήσει ο πελάτης της αγοράζοντας, για παράδειγμα, τα έπιπλα του
σπιτιού του.
Αυτό δεν θα μπορούσε να το κάνει κάποιος ιδιώτης, επειδή θα ήταν υποχρεωμένος να δανείσει τα δικά του χρήματα – ενώ η τράπεζα έκανε απλά μία εγγραφή στον ισολογισμό της, διπλασιάζοντας (διογκώνοντας) τον.
Σε κάθε περίπτωση, ο
δανειολήπτης μπορεί να διαθέσει τα χρήματα για την αγορά των επίπλων που
επιθυμεί, χωρίς η τράπεζα να έχει καθόλου χρήματα στο ταμείο της – ούτε δανειζόμενη από κάποιον άλλο, ούτε από τις καταθέσεις των πελατών της.
Η κεντρική τράπεζα
Συνεχίζοντας, θα μπορούσε να ισχυρισθεί
κανείς πως η παραπάνω παρουσίαση δεν δίνει την απαιτούμενη σημασία
(α) στα ελάχιστα αποθεματικά που είναι υποχρεωμένες να διατηρούν οι
εμπορικές τράπεζες στην κεντρική, καθώς επίσης (β) στο διακανονισμό των πληρωμών των εμπορικών τραπεζών μεταξύ τους.
(α) Όσον αφορά τα ελάχιστα αποθεματικά κεφάλαια (reserve requirement), οι
εμπορικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν ένα ελάχιστο ποσόν
των δανείων που παρέχουν, στην κεντρική – όπου, εάν το ποσόν αυτό ήταν
στο 100%, τότε θα έλεγε κανείς πως δεν δημιουργούν χρήματα από το
πουθενά, αλλά δανείζουν τα ποσά που δανείζονται οι ίδιες από τις
κεντρικές τράπεζες.
Επειδή όμως δεν ισχύει κάτι τέτοιο, αφού η ΕΚΤ απαιτεί ως ελάχιστο αποθεματικό κεφάλαιο το 1% των παρεχομένων δανείων, το 99% των δανειακών χρημάτων στην Ευρωζώνη δημιουργούνται από το πουθενά –
ενώ υπάρχουν άλλες κεντρικές τράπεζες, όπως αυτές της Βρετανίας, του
Καναδά και της Σουηδίας, οι οποίες δεν απαιτούν καθόλου αποθεματικά
(0%).
Αυτό σημαίνει με τη σειρά του ότι, η
ποσότητα χρήματος στο εκάστοτε κράτος, εξαρτάται κυρίως από τις
εμπορικές του τράπεζες και όχι από την κεντρική – οπότε είναι μύθος τα περί στενότητας ρευστότητας που ακούγονται η οποία, όταν διαπιστώνεται, οφείλεται συνήθως στην έλλειψη αξιόχρεων οφειλετών.
Αυτό που συμβαίνει βέβαια στη χώρα μας οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην εγκληματική υφεσιακή πολιτική που της επιβλήθηκε – στα
πλαίσια των μνημονίων που συνεχίζονται. Όπως είναι δηλαδή οι μειώσεις
των μισθών που σήμερα μειώνονται ξανά, μέσω του πληθωρισμού – επίσης οι
αυξήσεις των φόρων που σήμερα αυξάνονται ξανά, επίσης μέσω του
πληθωρισμού, αφού οι φορολογικοί συντελεστές όπως ο ΦΠΑ παραμένουν
σταθεροί στις αυξημένες τιμές. Η πολιτική αυτή είχε και έχει σαν
αποτέλεσμα την υπερχρέωση των νοικοκυριών, καθώς επίσης των επιχειρήσεων
– οπότε την έλλειψη αξιόχρεων δανειοληπτών.
(β) Όσον αφορά τώρα το διακανονισμό των πληρωμών των τραπεζών μεταξύ τους,
το πρόβλημα παρουσιάζεται όταν ο δανειολήπτης της τράπεζας, αυτός
δηλαδή που στο παράδειγμα μας δανείσθηκε 5.000 € για να αγοράσει τα
έπιπλα του, πληρώνει το κατάστημα που του τα πούλησε.
Ειδικότερα, εάν ο καταστηματάρχης έχει το λογαριασμό του στην ίδια τράπεζα Α, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα – αφού η τράπεζα κάνει απλά «συμψηφιστικές» εγγραφές μεταξύ τους,
οπότε δεν χρειάζεται καθόλου να χρησιμοποιήσει τα αποθεματικά της
κεφάλαια στην κεντρική, όπως υποχρεούται όταν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Αναλυτικότερα, όταν ο καταστηματάρχης
έχει το λογαριασμό του σε άλλη τράπεζα, στη Β, τότε δημιουργείται μία
απαίτηση της Β προς την Α – αφού οι τράπεζες δεν αποδέχονται τα λογιστικά χρήματα των άλλων τραπεζών, αλλά μόνο τα κεντρικά χρήματα. Δηλαδή, είτε μετρητά, είτε τις ρεζέρβες τους στην κεντρική.
Περαιτέρω, όλες οι εμπορικές τράπεζες διατηρούν λογαριασμούς στην κεντρική, στους οποίους έχουν τα αποθεματικά τους κεφάλαια – μέσω αυτών των λογαριασμών δε, διακανονίζουν τις μεταξύ τους πληρωμές. Φυσικά
μόνο οι τράπεζες έχουν πρόσβαση στην κεντρική και όχι οι ιδιώτες – ενώ
οι τράπεζες δεν μπορούν να δανείσουν τις ρεζέρβες τους (ελάχιστα
αποθεματικά), σε μη τράπεζες.
Στα πλαίσια αυτά, η τράπεζα Α για να
πληρώσει την τράπεζα Β θα έπρεπε, μεταξύ άλλων, είτε να έχει ανάλογα
αποθεματικά κεφάλαια στην κεντρική, είτε να δανειστεί από τη διατραπεζική αγορά τα αποθεματικά κεφάλαια κάποιας άλλης. Έναντι
εγγυήσεων βέβαια και για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα – με την
υποχρέωση να «αγοράσει ξανά» τις εγγυήσεις πίσω, άρα να επιστρέψει τα
δανεικά, σε μία προκαθορισμένη τιμή (επιτόκιο).
Αυτό δεν συμβαίνει όμως σε καθημερινή
βάση, δεν διακανονίζουν δηλαδή αμέσως τους λογαριασμούς τους οι τράπεζες
– δεν πληρώνει στο παράδειγμα μας η τράπεζα Α την τράπεζα Β όταν
δημιουργείται η απαίτηση, αλλά μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Ως εκ τούτου, το ποσόν που στην πραγματικότητα χρειάζεται η τράπεζα Α δεν είναι τα 5.000 € που οφείλει – επειδή συμβαίνει το αντίθετο με την τράπεζα Β, πελάτες της οποίας έχουν το λογαριασμό τους στην τράπεζα Α.
Χωρίς να επεκταθούμε σε περιττές λεπτομέρειες, το ποσόν που τελικά χρειάζεται η τράπεζα Α για να πληρώσει την τράπεζα Β, είναι αυτό που απομένει αφού συμψηφιστούν οι συναλλαγές των διαφόρων πελατών και των δύο τραπεζών –
γεγονός που σημαίνει ότι, όσο πιο μεγάλη είναι μία τράπεζα
(=συστημική), τόσο μικρότερες πιθανότητες έχει να πληρώσει κάποια άλλη,
επειδή οι συναλλαγές της είναι περισσότερες.
Επομένως, αφενός μεν οι μεγάλες τράπεζες
έχουν ένα σημαντικότατο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα απέναντι στις μικρές,
αφετέρου η χρήση των χρημάτων των κεντρικών τραπεζών για την παροχή
δανείων, είναι πολύ μικρή τελικά – οπότε πράγματι οι εμπορικές τράπεζες δημιουργούν τα χρήματα από το πουθενά, μέσω του δανεισμού των πελατών τους.
Αυτό σημαίνει ότι, η ισχύς τους είναι τεράστια, καθώς επίσης η
κερδοφορία τους όταν δεν έχουν επισφάλειες – αφού, εάν υπολογίσει κανείς
το επιτόκιο χορηγήσεων στο 1% των χρημάτων που πραγματικά διαθέτουν, τότε μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και το 500% ετησίως!
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών ήταν στα 3,4 δις € το ενιάμηνο του 2022 (πηγή)
– ότι θα έχουν δηλαδή υπερκέρδη λόγω του πληθωρισμού, όπως άλλωστε το
άλλο καρτέλ, το ενεργειακό, εις βάρος φυσικά των Πολιτών που συνεχίζουν
να φτωχοποιούνται.
Αυτό που έχει σημασία πάντως είναι η ύπαρξη αξιόχρεων οφειλετών, έτσι ώστε να αυξάνουν οι τράπεζες το δανεισμό τους, χωρίς να διακινδυνεύουν να χάσουν τα χρήματα τους –
ενώ ουσιαστικά είναι υποχρεωμένες από το νόμο να δανείζουν έναντι
εγγυήσεων, αφού φυσικά ελέγξουν προσεκτικά την πιστοληπτική ικανότητα
των πελατών τους (κάτι που «ατόνησε» προκλητικά τα τελευταία χρόνια, πριν το 2007).
Βέβαια, αυτό που τις ενδιαφέρει δεν είναι φυσικά να κατάσχουν τις
εγγυήσεις – αλλά να είναι εξασφαλισμένη η επιστροφή των χρημάτων από
τους δανειολήπτες τους.
Σε κάθε περίπτωση, για να διενεργηθούν επενδύσεις δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν αποταμιεύσεις ή καταθέσεις στις τράπεζες
– για τη λήψη δανείων από τους επιχειρηματίες. Το σημαντικότερο είναι
να υπάρχει ζήτηση, η οποία να δημιουργεί ανάγκες νέου παραγωγικού
δυναμικού – καθώς επίσης μία υγιής αγορά, στην οποία να μην
διακινδυνεύουν οι τράπεζες τα δάνεια που παρέχουν.
Δυστυχώς, η Ελλάδα δεν διαθέτει τίποτα από τα δύο, κυρίως λόγω της πολιτικής που της επιβλήθηκε από την Τρόικα – οπότε δεν είναι υπεύθυνη η έλλειψη ρευστότητας για την τρομακτική ύφεση που έχει βιώσει τα τελευταία χρόνια, αλλά η οικονομική κατάσταση, στην οποία εξαναγκάσθηκε.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών, με την παροχή δανείων, δεν είναι προβληματική μόνο επειδή οι τράπεζες κερδίζουν τεράστια ποσά, απολαμβάνοντας το συγκεκριμένο «βασιλικό προνόμιο» (ανάλυση) – αλλά, επίσης, λόγω του ότι αυτά τα χρήματα δεν είναι επαρκώς προστατευμένα.
Ειδικότερα, επειδή τα λογιστικά χρήματα, από τεχνικής πλευράς, αποτελούν υποχρεώσεις της τράπεζας απέναντι στους πελάτες της, υπάρχει κίνδυνος να καταστραφούν («καούν») στην περίπτωση της πτώχευσης της τράπεζας –
όπου, στην περίπτωση της χρεοκοπίας ενός ορισμένου αριθμού τραπεζών,
απειλείται σε μεγάλο βαθμό το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας που
συμβαίνει.
Επειδή δε οι τράπεζες είναι σήμερα σε μεγάλο βαθμό δικτυωμένες μεταξύ τους, η «πυρκαγιά» μεταφέρεται εύκολα από τη μία χώρα στην άλλη – με εξαιρετικά καταστροφικές συνέπειες. γενικότερα για το χρηματοπιστωτικό σύστημα του πλανήτη.
Ακριβώς για το λόγο αυτό, ο νομοθέτης έχει εγκαταστήσει ειδικές υπηρεσίες πιστωτικού ελέγχου, το αντικείμενο των οποίων είναι η θεσμοθέτηση κριτηρίων/κανόνων για την παροχή δανείων – καθώς επίσης η παρακολούθηση της τήρησης τους από τις τράπεζες. Όπως λέγεται δε,
«Οι εμπορικές τράπεζες έχουν τόσο μεγάλη σημασία, ακριβώς επειδή δεν υπόκεινται στους περιορισμούς ενός απλού ιδιώτη που δανείζει τα χρήματα του – αφού δεν χρειάζονται εκ των προτέρων κεφάλαια, για να δανείσουν τους πελάτες τους» (Minsky 1986).
Εν τούτοις, τα τελευταία τριάντα χρόνια η ευθύνη αυτή μεταφέρθηκε στις ίδιες τις τράπεζες, σε μεγάλο βαθμό, καθώς επίσης στις εταιρείες αξιολόγησης, οι οποίες όμως πληρώνονται από αυτούς που ελέγχουν – γεγονός που συνιστά τη βασική αιτία της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007, η
οποία προκλήθηκε από το εξαιρετικά ανεπαρκές ρυθμιστικό σύστημα της
λειτουργιάς των εμπορικών τραπεζών, με αποτέλεσμα να ιδιωτικοποιούν τα
κέρδη, κοινωνικοποιώντας τις ζημίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου