Ακόμη ένα πρόβλημα της Ελλάδας αναβάλλεται για το μέλλον – υπενθυμίζοντας τα 95 δις € του δημοσίου χρέους που αναβλήθηκαν έντοκα για μετά το 2032, με αντάλλαγμα την ενδοτική παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας. Κανένας πάντως δεν μπορεί να καταλάβει γιατί η καθυστέρηση αφορά μόνο εκείνες τις επιχειρήσεις που είχαν μείωση τζίρου κατά 50% το συγκεκριμένο ενιάμηνο και μάλιστα άνω του 50% – αφού ο τζίρος των επιχειρήσεων σήμερα έχει καταρρεύσει, με εξαίρεση ελάχιστους κλάδους. Χωρίς τζίρο λοιπόν και χωρίς να είναι δική τους ευθύνη, αφού το κράτος αποφάσισε το κλείδωμα χωρίς μάλιστα να ρωτήσει καν τη Βουλή, πώς θα πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και τις μεταχρονολογημένες επιταγές; Πώς περιμένει ο υπουργός οικονομικών να αρχίσουν να πληρώνονται οι μεταχρονολογημένες επιταγές από τον Ιανουάριο που ξεκινούν οι παραδοσιακά δύσκολοι μήνες για την ελληνική οικονομία, λόγω του λανθασμένου μοντέλου της που στηρίζεται στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού; Ειδικά εάν το κλείδωμα συνεχιστεί το Δεκέμβριο, κάτι που φαίνεται πολύ πιθανόν μετά τη νέα έξαρση της πανδημίας; Είτε είναι πάντως 230 δις € οι μεταχρονολογημένες επιταγές, είτε λιγότερες, η βόμβα στα θεμέλια της κατεστραμμένης ήδη οικονομίας μας είναι τεραστίων διαστάσεων – ενώ μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Γίνεται δε φανερό πως τόσο το δημόσιο, όσο και το κόκκινο ιδιωτικό χρέος είναι μη βιώσιμα – έστω εάν το πρώτο εξυπηρετείται συγκυριακά λόγω των αρνητικών επιτοκίων διεθνώς, της αναβολής των 95 δις € και των χαμηλών χρεολυσίων έως το 2023. Εν τούτοις, για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους φεύγουν από την οικονομία μας περί τα 6 δις € ετήσια για τους τόκους, συν τα χρεολύσια – γεγονός που μας οδηγεί κατ’ ευθείαν στο γκρεμό, ειδικά υπό τις σημερινές συνθήκες. Στα πλαίσια αυτά, η στάση πληρωμών φαίνεται να είναι αναπόφευκτη – οπότε είτε την επιλέγει κανείς έγκαιρα με την επίκληση της πανδημίας, είτε περιμένει να προκύψει νομοτελειακά, εξαντλώντας ακόμη περισσότερο τη χώρα και τους Πολίτες της.
Ανάλυση
Κατ’ αρχήν δεν μπορεί να καταλάβει κανείς πώς είναι δυνατόν να κλειδώνει το κράτος την οικονομία και να μην ανακοινώνει ταυτόχρονα μέτρα για τις μεταχρονολογημένες επιταγές – οι οποίες απαγορεύονται μεν από το νόμο και δεν υπάρχουν σε άλλη χώρα, αλλά είναι σχεδόν ο κανόνας στην Ελλάδα, ενώ προεξοφλούνται «νόμιμα» από τις τράπεζες, οπότε ο νόμος δεν εφαρμόζεται εκ των πραγμάτων. Αποτελούν φυσικά παράνομο «τύπωμα» χρημάτων από τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος έτσι αυξάνει τη ρευστότητα στην οικονομία με συνεργό του τις τράπεζες – ενώ λειτουργεί ως εξής:
Η επιχείρηση συγκεντρώνει τις επιταγές διαφόρων πελατών της από διάφορες τράπεζες, οι οποίες της δίνονται για την εξόφληση των τιμολογίων της με διάφορες ημερομηνίες λήξης τους – καταθέτοντας τες στη συνέχεια στην τράπεζα της, με την οποία έχει συμφωνήσει να χρηματοδοτείται με εγγύηση αυτές τις επιταγές. Η τράπεζα κρατάει τις επιταγές έως την ημερομηνία λήξης τους που τις εξαργυρώνει, δίνοντας στην επιχείρηση το 80% της αξίας τους (πριν την κρίση του 2008 το 90%) ως δάνειο, με επιτόκιο το υψηλότερο της αγοράς (άνω του 7%).
Όταν η τράπεζα πληρώνεται για τις επιταγές, καταβάλει στην επιχείρηση το υπόλοιπο 20% – ενώ εάν υπάρξει ακάλυπτη επιταγή, την αφαιρεί από αυτό το υπόλοιπο που, εφόσον δεν είναι αρκετό, καλεί τον επιχειρηματία να το συμπληρώσει.
Περαιτέρω, πριν δέκα περίπου χρόνια, θεωρούταν πως οι εννέα στις δέκα επιχειρήσεις εξέδιδαν μεταχρονολογημένες επιταγές – ενώ, με κριτήριο το ότι κάθε χρόνο εκδίδονταν πάνω από 30 εκ. επιταγές συνολικής αξίας περί τα 470 δις €, με τα 120-130 δις € να αφορούν τραπεζικές, δίγραμμες κλπ., τα υπόλοιπα 340-350 δις € συμπεριελάμβαναν τις μεταχρονολογημένες επιταγές. Με δεδομένο τώρα το ότι, το 90% δεν ήταν επιταγές ημέρας, οι μεταχρονολογημένες ήταν της τάξης των 300 δις € – ενώ εάν δεχθούμε τη θέση του εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου της Θεσσαλονίκης που προέκυψε από έρευνα του, σύμφωνα με την οποία το 60% από αυτές προεξοφλούνταν, οι επιχειρήσεις έδιναν ως εγγύηση στις τράπεζες περί τα 180 δις € και λάμβαναν δάνεια έναντι αυτών 144 δις €. Οι τράπεζες πάντως υπολόγιζαν το ποσόν των μεταχρονολογημένων στα 120 δις € και η αγορά στα 300 δις € (πηγή) – ενώ δεν υπήρχαν επίσημα στοιχεία.
Εάν υπολογίσουμε τώρα τις μεταχρονολογημένες επιταγές ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, λαμβάνοντας τα 300 δις € ως σωστά, αφού δεν έχει σημασία για την οικονομία μόνο το πόσες προεξοφλούνται αλλά το σύνολο τους, στα 239 δις € του ΑΕΠ του 2008 αποτελούσαν το 125% (γράφημα) – οπότε στα 183,6 δις ΑΕΠ του 2019 θα ήταν περί τα 230 δις €. Με κριτήριο βέβαια την επιδείνωση των συνθηκών και της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας, μάλλον το ποσοστό αυξήθηκε – ενώ σε κάθε περίπτωση είναι υψηλότερο σήμερα, μετά το πρώτο κλείδωμα (lockdown), την καθυστέρηση τω 75 ημερών που δόθηκε τότε και την κατάρρευση του τουρισμού που ακολούθησε.
Επομένως δεν είναι υπερβολή να χαρακτηρίζονται ως βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας, των επιχειρήσεων και του τραπεζικού συστήματος – ενώ τα μέτρα που ανακοινώνει με μεγάλη καθυστέρηση πως θα καταθέσει με τροπολογία η κυβέρνηση για αυτές τις επιταγές, είναι τα εξής:
Χωρίς τζίρο λοιπόν και χωρίς να είναι δική τους ευθύνη, αφού το κράτος αποφάσισε το κλείδωμα χωρίς μάλιστα να ρωτήσει καν τη Βουλή, πώς θα πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και τις μεταχρονολογημένες επιταγές; Τι θα συμβεί εάν κανένας δεν πληρώσει κανέναν, αφού προφανώς θα προέχει η επιβίωση του καθενός; Τι θα συμβεί με τις τράπεζες και με τα κόκκινα δάνεια τους που ασφαλώς θα αυξηθούν πολύ επάνω από 10 δις €; Πόσες επιχειρήσεις θα χρεοκοπήσουν, παρασέρνοντας πολλές από τις υπόλοιπες; Πόσο μάλλον μετά το νέο πρόβλημα που δημιούργησε η γερμανική TUI, μετά την πτώχευση της επίσης γερμανικής Thomas Cook; Μήπως οι Γερμανοί έχουν στόχο να χρεοκοπήσουν τα ξενοδοχεία μας, για να τα αγοράσουν οι ίδιοι σε εξευτελιστικές τιμές, όπως συνηθίζουν;
Από την άλλη πλευρά, πώς περιμένει ο υπουργός οικονομικών να αρχίσουν να πληρώνονται οι μεταχρονολογημένες επιταγές από τον Ιανουάριο που ξεκινούν οι παραδοσιακά δύσκολοι μήνες για την ελληνική οικονομία, λόγω του λανθασμένου μοντέλου της που στηρίζεται στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού; Ειδικά εάν το κλείδωμα συνεχιστεί το Δεκέμβριο, κάτι που φαίνεται πολύ πιθανόν μετά τη νέα έξαρση της πανδημίας; Κατανοεί πως θα πλημμυρίσουν τα δικαστήρια, ενώ πολλοί θα κινδυνεύσουν να οδηγηθούν στη φυλακή για ένα αδίκημα που μόνο στην Ελλάδα είναι ποινικό; Γιατί δεν έχει αλλάξει ακόμη ο νόμος που επιβάλει την απόφαση δικαστηρίου για το εάν μία διαμαρτυρημένη επιταγή είναι απαίτηση του κομιστή της ή όχι, αφού πρόκειται για κάτι αυτονόητο; Για να γεμίζουν τα δικαστήρια με ανόητες υποθέσεις;
Είτε είναι πάντως 230 δις € οι μεταχρονολογημένες επιταγές, είτε λιγότερες, η βόμβα στα θεμέλια της κατεστραμμένης ήδη οικονομίας μας είναι τεραστίων διαστάσεων – ενώ μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Γίνεται δε φανερό πως τόσο το δημόσιο, όσο και το κόκκινο ιδιωτικό χρέος είναι μη βιώσιμα – έστω εάν το πρώτο εξυπηρετείται συγκυριακά λόγω των αρνητικών επιτοκίων διεθνώς, της αναβολής των 95 δις € και των χαμηλών χρεολυσίων έως το 2023. Εν τούτοις, για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους φεύγουν από την οικονομία μας περί τα 6 δις € ετήσια για τους τόκους συν τα χρεολύσια – γεγονός που μας οδηγεί κατ’ ευθείαν στο γκρεμό, ειδικά υπό τις σημερινές συνθήκες. Στα πλαίσια αυτά, η στάση πληρωμών φαίνεται να είναι αναπόφευκτη – οπότε είτε την επιλέγει κανείς έγκαιρα με την επίκληση της πανδημίας, είτε περιμένει να προκύψει νομοτελειακά, εξαντλώντας ακόμη περισσότερο τη χώρα και τους Πολίτες της.
Ανάλυση
Κατ’ αρχήν δεν μπορεί να καταλάβει κανείς πώς είναι δυνατόν να κλειδώνει το κράτος την οικονομία και να μην ανακοινώνει ταυτόχρονα μέτρα για τις μεταχρονολογημένες επιταγές – οι οποίες απαγορεύονται μεν από το νόμο και δεν υπάρχουν σε άλλη χώρα, αλλά είναι σχεδόν ο κανόνας στην Ελλάδα, ενώ προεξοφλούνται «νόμιμα» από τις τράπεζες, οπότε ο νόμος δεν εφαρμόζεται εκ των πραγμάτων. Αποτελούν φυσικά παράνομο «τύπωμα» χρημάτων από τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος έτσι αυξάνει τη ρευστότητα στην οικονομία με συνεργό του τις τράπεζες – ενώ λειτουργεί ως εξής:
Η επιχείρηση συγκεντρώνει τις επιταγές διαφόρων πελατών της από διάφορες τράπεζες, οι οποίες της δίνονται για την εξόφληση των τιμολογίων της με διάφορες ημερομηνίες λήξης τους – καταθέτοντας τες στη συνέχεια στην τράπεζα της, με την οποία έχει συμφωνήσει να χρηματοδοτείται με εγγύηση αυτές τις επιταγές. Η τράπεζα κρατάει τις επιταγές έως την ημερομηνία λήξης τους που τις εξαργυρώνει, δίνοντας στην επιχείρηση το 80% της αξίας τους (πριν την κρίση του 2008 το 90%) ως δάνειο, με επιτόκιο το υψηλότερο της αγοράς (άνω του 7%).
Όταν η τράπεζα πληρώνεται για τις επιταγές, καταβάλει στην επιχείρηση το υπόλοιπο 20% – ενώ εάν υπάρξει ακάλυπτη επιταγή, την αφαιρεί από αυτό το υπόλοιπο που, εφόσον δεν είναι αρκετό, καλεί τον επιχειρηματία να το συμπληρώσει.
Περαιτέρω, πριν δέκα περίπου χρόνια, θεωρούταν πως οι εννέα στις δέκα επιχειρήσεις εξέδιδαν μεταχρονολογημένες επιταγές – ενώ, με κριτήριο το ότι κάθε χρόνο εκδίδονταν πάνω από 30 εκ. επιταγές συνολικής αξίας περί τα 470 δις €, με τα 120-130 δις € να αφορούν τραπεζικές, δίγραμμες κλπ., τα υπόλοιπα 340-350 δις € συμπεριελάμβαναν τις μεταχρονολογημένες επιταγές. Με δεδομένο τώρα το ότι, το 90% δεν ήταν επιταγές ημέρας, οι μεταχρονολογημένες ήταν της τάξης των 300 δις € – ενώ εάν δεχθούμε τη θέση του εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου της Θεσσαλονίκης που προέκυψε από έρευνα του, σύμφωνα με την οποία το 60% από αυτές προεξοφλούνταν, οι επιχειρήσεις έδιναν ως εγγύηση στις τράπεζες περί τα 180 δις € και λάμβαναν δάνεια έναντι αυτών 144 δις €. Οι τράπεζες πάντως υπολόγιζαν το ποσόν των μεταχρονολογημένων στα 120 δις € και η αγορά στα 300 δις € (πηγή) – ενώ δεν υπήρχαν επίσημα στοιχεία.
Εάν υπολογίσουμε τώρα τις μεταχρονολογημένες επιταγές ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, λαμβάνοντας τα 300 δις € ως σωστά, αφού δεν έχει σημασία για την οικονομία μόνο το πόσες προεξοφλούνται αλλά το σύνολο τους, στα 239 δις € του ΑΕΠ του 2008 αποτελούσαν το 125% (γράφημα) – οπότε στα 183,6 δις ΑΕΠ του 2019 θα ήταν περί τα 230 δις €. Με κριτήριο βέβαια την επιδείνωση των συνθηκών και της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας, μάλλον το ποσοστό αυξήθηκε – ενώ σε κάθε περίπτωση είναι υψηλότερο σήμερα, μετά το πρώτο κλείδωμα (lockdown), την καθυστέρηση τω 75 ημερών που δόθηκε τότε και την κατάρρευση του τουρισμού που ακολούθησε.
Επομένως δεν είναι υπερβολή να χαρακτηρίζονται ως βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας, των επιχειρήσεων και του τραπεζικού συστήματος – ενώ τα μέτρα που ανακοινώνει με μεγάλη καθυστέρηση πως θα καταθέσει με τροπολογία η κυβέρνηση για αυτές τις επιταγές, είναι τα εξής:
“Θα αναστέλλονται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2020, οι προθεσμίες λήξης, εμφάνισης και πληρωμής, οφειλόμενων από αυτές, αξιογράφων κατά 75 ημέρες από την αναγραφόμενη ημερομηνία εκάστου αξιογράφου, για τους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας των επιχειρήσεων που έχουν αναστείλει τη δραστηριότητά τους λόγω αναγκαστικών μέτρων ή έχουν πληγεί δραστικά από την πανδημία. Πληγείσες ορίζονται οι επιχειρήσεις που εμφανίζουν μειωμένο κύκλο εργασιών κατά το διάστημα Απριλίου – Σεπτεμβρίου του έτους 2020 κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 50% σε σχέση με τον κύκλο εργασιών του αντίστοιχου διαστήματος του έτους 2019.Εν προκειμένω, ακόμη ένα πρόβλημα της Ελλάδας αναβάλλεται για το μέλλον – υπενθυμίζοντας τα 95 δις € του δημοσίου χρέους που αναβλήθηκαν έντοκα για μετά το 2032, με αντάλλαγμα την ενδοτική παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας. Κανένας πάντως δεν μπορεί να καταλάβει γιατί η καθυστέρηση αφορά μόνο εκείνες τις επιχειρήσεις που είχαν μείωση τζίρου κατά 50% το συγκεκριμένο ενιάμηνο και μάλιστα άνω του 50% – αφού ο τζίρος των επιχειρήσεων σήμερα έχει καταρρεύσει, με εξαίρεση ελάχιστους κλάδους.
Μπορούν να εξοφλήσουν τα οφειλόμενα από αυτές αξιόγραφα εντός εβδομήντα 75 ημερών από τη σφράγιση ή τη λήξη τους. Επιπρόσθετα, λαμβάνεται αντίστοιχη μέριμνα για τους κομιστές των αξιογράφων των οποίων οι προθεσμίες αναστέλλονται. Επιπλέον λαμβάνεται μέριμνα, ώστε να μην αποκλείεται η δανειοδότηση των επιχειρήσεων του τουριστικού κλάδου των οποίων η οικονομική δραστηριότητα δεν επανήλθε λόγω της εποχικής της φύσης, μέσω του ευεργετήματος της μη καταχώρισης των οφειλόμενων από αυτές αξιογράφων σε αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς” (πηγή).
Χωρίς τζίρο λοιπόν και χωρίς να είναι δική τους ευθύνη, αφού το κράτος αποφάσισε το κλείδωμα χωρίς μάλιστα να ρωτήσει καν τη Βουλή, πώς θα πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και τις μεταχρονολογημένες επιταγές; Τι θα συμβεί εάν κανένας δεν πληρώσει κανέναν, αφού προφανώς θα προέχει η επιβίωση του καθενός; Τι θα συμβεί με τις τράπεζες και με τα κόκκινα δάνεια τους που ασφαλώς θα αυξηθούν πολύ επάνω από 10 δις €; Πόσες επιχειρήσεις θα χρεοκοπήσουν, παρασέρνοντας πολλές από τις υπόλοιπες; Πόσο μάλλον μετά το νέο πρόβλημα που δημιούργησε η γερμανική TUI, μετά την πτώχευση της επίσης γερμανικής Thomas Cook; Μήπως οι Γερμανοί έχουν στόχο να χρεοκοπήσουν τα ξενοδοχεία μας, για να τα αγοράσουν οι ίδιοι σε εξευτελιστικές τιμές, όπως συνηθίζουν;
Από την άλλη πλευρά, πώς περιμένει ο υπουργός οικονομικών να αρχίσουν να πληρώνονται οι μεταχρονολογημένες επιταγές από τον Ιανουάριο που ξεκινούν οι παραδοσιακά δύσκολοι μήνες για την ελληνική οικονομία, λόγω του λανθασμένου μοντέλου της που στηρίζεται στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού; Ειδικά εάν το κλείδωμα συνεχιστεί το Δεκέμβριο, κάτι που φαίνεται πολύ πιθανόν μετά τη νέα έξαρση της πανδημίας; Κατανοεί πως θα πλημμυρίσουν τα δικαστήρια, ενώ πολλοί θα κινδυνεύσουν να οδηγηθούν στη φυλακή για ένα αδίκημα που μόνο στην Ελλάδα είναι ποινικό; Γιατί δεν έχει αλλάξει ακόμη ο νόμος που επιβάλει την απόφαση δικαστηρίου για το εάν μία διαμαρτυρημένη επιταγή είναι απαίτηση του κομιστή της ή όχι, αφού πρόκειται για κάτι αυτονόητο; Για να γεμίζουν τα δικαστήρια με ανόητες υποθέσεις;
Είτε είναι πάντως 230 δις € οι μεταχρονολογημένες επιταγές, είτε λιγότερες, η βόμβα στα θεμέλια της κατεστραμμένης ήδη οικονομίας μας είναι τεραστίων διαστάσεων – ενώ μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Γίνεται δε φανερό πως τόσο το δημόσιο, όσο και το κόκκινο ιδιωτικό χρέος είναι μη βιώσιμα – έστω εάν το πρώτο εξυπηρετείται συγκυριακά λόγω των αρνητικών επιτοκίων διεθνώς, της αναβολής των 95 δις € και των χαμηλών χρεολυσίων έως το 2023. Εν τούτοις, για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους φεύγουν από την οικονομία μας περί τα 6 δις € ετήσια για τους τόκους συν τα χρεολύσια – γεγονός που μας οδηγεί κατ’ ευθείαν στο γκρεμό, ειδικά υπό τις σημερινές συνθήκες. Στα πλαίσια αυτά, η στάση πληρωμών φαίνεται να είναι αναπόφευκτη – οπότε είτε την επιλέγει κανείς έγκαιρα με την επίκληση της πανδημίας, είτε περιμένει να προκύψει νομοτελειακά, εξαντλώντας ακόμη περισσότερο τη χώρα και τους Πολίτες της.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου