Αυτό που απομένει εκτός από τη φύλαξη των συνόρων, την κατάργηση των ΜΚΟ και τις αυστηρότατες ποινές για τους διακινητές, δεν είναι άλλο από την εκπόνηση και πιστή τήρηση ενός μεταναστευτικού νόμου, προσαρμοσμένου στις ιδιαίτερες συνθήκες της εκάστοτε χώρας – ο οποίος να λαμβάνει φυσικά υπ’ όψιν το εγκριθέν σχέδιο για τη μετανάστευση που υπέγραψαν όλα τα κράτη του ΟΗΕ εκτός των Η.Π.Α. Ειδικά όσον αφορά τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, οι οποίες είναι πύλες των μεταναστευτικών εισροών, θα πρέπει να ενισχύονται με κάθε τρόπο, οικονομικά και διοικητικά, από όλες τις υπόλοιπες – ενώ οι συνθήκες του Δουβλίνου θα πρέπει να διαμορφωθούν εντελώς, έτσι ώστε να είναι δίκαιες για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.
«Υπάρχει ένα δίλημμα μεταξύ της μαζικής μετανάστευσης και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ειδικότερα, εάν επιτρέψει ένα κράτος τη μαζική μετανάστευση, τότε προστατεύει μεν τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά αλλοιώνονται η κουλτούρα και η κοινωνία του, ενώ χάνει την εθνική του κυριαρχία – δηλαδή, την αυτοδιάθεση του» (H. Arendt με προσθήκες, 1943).
Η μετανάστευση αποτελεί ένα πολύ ευαίσθητο θέμα, ειδικά για αυτούς που τοποθετούνται εναντίον – αφού σχεδόν αυτόματα κατηγορούνται από τους υπερασπιστές της άδικα ως ακροδεξιοί, εθνικιστές, ρατσιστές ή ξενοφοβικοί. Εν τούτοις, δεν πρέπει να αποφεύγει κανείς να παίρνει μία καθαρή θέση, αφού αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα της εποχής μας – το οποίο οφείλει να αντιμετωπίζεται αντικειμενικά, με τη λογική και χωρίς τη συνήθη «συναισθηματική ομίχλη» που δεν βοηθάει καθόλου. Στα πλαίσια αυτά, μπορεί μεν να είναι κουραστικοί οι αριθμοί, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά – αφού ο ορισμός του προβλήματος οφείλει να προηγείται της επίλυσης του, καθώς επίσης των θέσεων που υπερασπίζεται κανείς και οι οποίες πρέπει να είναι σεβαστές από όλους.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με μία έκθεση της UNHCR (πηγή), το 2017 συνολικά 68,6 εκ άνθρωποι είχαν απελαθεί ή «αποδράσει» από τις χώρες τους – δηλαδή 3 εκ. περισσότεροι από το προηγούμενο έτος, ενώ ο αριθμός αποτελεί ρεκόρ. Τα δύο τρίτα των προσφύγων (άλλο πρόσφυγες και άλλο μετανάστες, ανάλυση) προέρχονται από πέντε μόλις χώρες: Σομαλία (986.000), Μιανμάρ (1,2 εκ.), Νότιο Σουδάν (2,4 εκ.), Αφγανιστάν (2,6 εκ.) και Συρία (6,3 εκ.) – ενώ τα 40 εκ. των εκτοπισμένων γενικότερα παραμένουν στο εσωτερικό της χώρας τους (άρα τα 28,6 εκ. αναζητούν άλλα κράτη), με το σύνολο αυτών που αιτούνταν άσυλο να είναι 3,1 εκ.
Κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί ποτέ μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, σημειώνοντας πως το 85% όλων των προσφύγων και μεταναστών που είναι καταχωρημένοι από την UNHCR, κατάφεραν να βρουν καταφύγιο στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπως η Τουρκία κλπ. – οπότε μόλις το 15% στις ανεπτυγμένες (η Ελλάδα ανήκει, ακόμη τουλάχιστον, στις ανεπτυγμένες). Οι περισσότερες αιτήσεις ασύλου έχουν καταγραφεί στις Η.Π.Α., με δεύτερη τη Γερμανία – ενώ αυτό που ανησυχεί κυρίως τους πολιτικούς της Δύσης είναι το μελλοντικό δυναμικό της μετανάστευσης από την Αφρική, επειδή οι γεννήσεις εκεί δεν έχουν επιβραδυνθεί ιδιαίτερα και αυξάνεται ραγδαία ο πληθυσμός της.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις του ΟΗΕ, ο πληθυσμός της Αφρικής θα υπερδιπλασιαστεί έως το 2050 – φτάνοντας στα 2,5 δις ανθρώπους. Η πρόοδος της ιατρικής, μαζί με τη διεύρυνση των συστημάτων υγείας, έχει μεν αυξήσει το προσδόκιμο ζωής στην ήπειρο, αλλά το βιοτικό επίπεδο παρέμεινε χαμηλό – μεταξύ άλλων ακριβώς λόγω της αύξησης του πληθυσμού. Εκτός αυτού, οι περιορισμένες δυνατότητες επαγγελματικής κατάρτισης και απασχόλησης, σε συνδυασμό με ένα συνεχώς αυξανόμενο εργατικό δυναμικό, «τροφοδοτούν» την οικονομική μετανάστευση – όπου, σύμφωνα με το ΔΝΤ, το 85% των αφρικανών μεταναστών έχουν οικονομικά κίνητρα (πηγή).
Σε κάθε περίπτωση, το μερίδιο των μεταναστών από την Αφρική, αυτών δηλαδή που θέλουν πράγματι να εγκαταλείψουν την ήπειρο τους, έχει αυξηθεί στο 1/3 από 1/4 πριν από 25 χρόνια – στα 6 εκ. ανθρώπους σήμερα, από 1 εκ. το 1990. Προβλέπεται δε πως ο αριθμός τους θα εκτοξευθεί στα 20 εκ. μεσοπρόθεσμα – ενώ πλέον οι περισσότεροι που θέλουν να μεταναστεύσουν από την Αφρική επιλέγουν τη δυτική Ευρώπη. Το ότι η μετανάστευση στην Ευρώπη μειώθηκε μετά την αποκορύφωση της το 2015/16 (μόλις 42.213 το 2018 έναντι εκατομμυρίων τότε) οφείλεται κυρίως στην FRONTEX – καθώς επίσης στο κλείσιμο των συνόρων.
Το τρίλημμα της μετανάστευσης
Περαιτέρω, έχουμε ήδη αναφερθεί στο «τρίλημμα» της παγκοσμιοποίησης (ανάλυση), σύμφωνα με το οποίο η πολιτική μπορεί να διαλέξει μόνο δύο από τις τρεις επιλογές που υπάρχουν: (α) το πλήρες άνοιγμα των αγορών παγκοσμίως, (β) την εθνική ανεξαρτησία ή (γ) τη δημοκρατία. Παράδειγμα αποτελεί ο κανόνας του χρυσού, ο οποίος δεν μπορούσε να συμβαδίσει με μία ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, οπότε έπρεπε να θυσιαστεί – με εναλλακτική λύση μία αυταρχική παγκόσμια διακυβέρνηση που θα ήταν σε θέση να επιβάλλει το πλήρες άνοιγμα των αγορών ή τον καθορισμό κοινών κανόνων για όλους, θυσιάζοντας τη δημοκρατία (η ΕΕ και η Ευρωζώνη αντιμετωπίζουν και τα δύο παραπάνω προβλήματα, αφού σε κάποιο βαθμό το ευρώ είναι συνώνυμο με τον κανόνα του χρυσού).
Σύμφωνα τώρα με έναν άλλο επιστήμονα (H. Risen), το ίδιο τρίλημμα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τη μετανάστευση στην Ευρώπη – με την έννοια πως υπάρχουν επίσης τρεις επιλογές, από τις οποίες όμως μπορεί κανείς να διαλέξει μόνο τις δύο ταυτόχρονα: (α) τη μαζική μετανάστευση (β) ένα αυτόνομο, ανεξάρτητο κοινωνικό συμβόλαιο ή (γ) τη δημοκρατία, με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (γράφημα).
Αναλυτικότερα, όπως φαίνεται στα αριστερά του γραφήματος, η υπερπαγκοσμιοποίηση μπορεί να συνδυαστεί είτε με το Εθνικό Κράτος (με ένα κοινό ή απλά κεντρικό νόμισμα), είτε με τη Δημοκρατία (με μία παγκόσμια διακυβέρνηση) – αλλά όχι και με τα δύο μαζί. Ανάλογα, το Εθνικό Κράτος είτε με την Υπέρ-παγκοσμιοποίηση (με ένα κοινό ή απλά κεντρικό νόμισμα), είτε με τη Δημοκρατία (με ένα σύστημα ελέγχου, όπως του Bretton Woods) – όχι όμως και με τα δύο μαζί.
Με την ίδια λογική, στα δεξιά του γραφήματος η μαζική μετανάστευση μπορεί να συνδυαστεί είτε με μία αυτοκαθορισμένη κοινωνική σύμβαση (μέσω ενός διακανονισμού των όρων της, μίας στρατηγικής εποικισμού της καλύτερα), είτε με τη Δημοκρατία (μέσω μίας παγκόσμιας διακυβέρνησης) – αλλά όχι και με τα δύο μαζί. Κατ’ αναλογία ένα αυτόνομο, ανεξάρτητο κοινωνικό συμβόλαιο, για να χρησιμοποιήσουμε έναν παραπλήσιο όρο, μπορεί να συνδυαστεί είτε με τη μαζική μετανάστευση (μέσω ενός διακανονισμού των όρων της), είτε με τη Δημοκρατία (μέσω ενός μεταναστευτικού νόμου που πρέπει να τηρείται επακριβώς) – αλλά όχι και με τα δύο.
Οι παραπάνω συμβιβασμοί του τριλήμματος της μαζικής μετανάστευσης είναι ασφαλώς ελαστικοί, αλλά δεν μπορούν να διαψευστούν από κανέναν – ενώ το ίδιο το τρίλημμα δεν είναι καθόλου εύκολο στην κατανόηση του, εάν δεν προσπαθήσει κάποιος πραγματικά να το καταλάβει.
Με απλά λόγια, μπορεί μία χώρα να προωθήσει τη μετανάστευση και να μετατραπεί σε ένα «χωνευτήρι» διαφορετικών λαών – κάτι που συνέβη στο παρελθόν σε φτωχά όσον αφορά τον πληθυσμό τους κράτη, όπως η Αργεντινή, η Αυστραλία ή η Βόρεια Αμερική. Τότε θα έχει αποδεχθεί τη νομοτελειακή μετατροπή της σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία, με διαφορετικές κουλτούρες ανθρώπων – όπως ήδη παρατηρείται σήμερα σε κάποια ευρωπαϊκά κράτη, κυρίως στη Γερμανία (έτσι επιλύει το δημογραφικό, εξασφαλίζει το εργατικό δυναμικό που της λείπει, καθώς επίσης το μισθολογικό dumping που αυξάνει την ανταγωνιστικότητα της). Η στρατηγική «εποικισμού» της όμως που θα χρησιμοποιήσει απαιτεί την ταύτιση και την αφομοίωση των μεταναστών – την αίσθηση πως είναι πλέον Πολίτες του συγκεκριμένου κράτους, σεβόμενοι τους νόμους, τα ήθη και τα έθιμα του.
Ιστορικά η διαδικασία αυτή λειτούργησε καλύτερα με τη βοήθεια της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας των μεταναστών, του δικαιώματος ψήφου καθώς επίσης, κυρίως, μίας «πατριωτικής» κατά κάποιον τρόπο εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης τους – στόχος της οποίας ήταν να αποκτήσουν οι μετανάστες τη συνείδηση πως ανήκουν σε ένα Έθνος και όχι σε μία εθνικιστική ομάδα (πηγή). Εν τούτοις, η δημιουργία των μεταναστευτικών γκέτο σε πολλές χώρες, όπως στις Η.Π.Α., στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στη Σουηδία κοκ. τεκμηριώνει πως υπάρχουν τεράστια ελλείμματα αφομοίωσης – τα οποία είναι αφόρητα για κοινωνικά ομοιογενείς χώρες.
Συνεχίζοντας, μία «παγκόσμια διακυβέρνηση της μετανάστευσης» θα αποτελούσε πιθανότατα, από ηθικής πλευράς, μία διέξοδο από το μεταναστευτικό τρίλημμα – κάτι που όμως δεν είναι ρεαλιστικό, αφού θα προϋπέθετε τη νομικά δεσμευτική παραίτηση της εθνικής δικαιοδοσίας των κρατών. Δεν συμβαίνει ούτε με το προσφάτως εγκριθέν σχέδιο για τη μετανάστευση που υπέγραψαν όλα τα κράτη του ΟΗΕ, εκτός από τις Η.Π.Α. – ενώ πρόκειται για ένα μη δεσμευτικό έγγραφο που καθορίζει τις αρχές για την αντιμετώπιση των μεταναστών και των προσφύγων, το οποίο θα υπογραφεί στο Μαρόκο το Δεκέμβρη του 2018, κατά τη διάρκεια μίας επίσημης σύσκεψης.
Αυτό που απομένει λοιπόν ως μοναδική ρεαλιστική δυνατότητα είναι ο έλεγχος των μεταναστευτικών ροών μέσω της διαφύλαξης των συνόρων, σε συνδυασμό με έναν δίκαιο μεταναστευτικό νόμο – ο οποίος να προσφέρει στους μετανάστες που επιτρέπεται να εισέλθουν σε μία χώρα, με κριτήριο μεταξύ άλλων την οικονομία και τους μηχανισμούς της, στήριξη, ή δυνατόν εργασία και πλήρη νομική ασφάλεια. Έτσι δεν λύνεται μεν εντελώς το πρόβλημα των «παράνομων» μεταναστών, αυτών δηλαδή που εισέρχονται κρυφά σε μία χώρα χωρίς χαρτιά, προσποιούμενοι συνήθως τους πρόσφυγες ή χωρίς να τους το επιτρέπει, αλλά τουλάχιστον γίνονται κάποια βήματα – τα οποία μπορεί σταδιακά να αφομοιώσει μία κοινωνία.
Επίλογος
Είναι εύκολο να τοποθετείται κανείς υπέρ της μαζικής μετανάστευσης με ανθρωπιστικά κριτήρια, χωρίς να τεκμηριώνει την άποψη του με υφιστάμενα παραδείγματα, από τα οποία φαίνονται οι συνέπειες της – όπως στην περίπτωση της Σουηδίας, της Γαλλίας, του Βελγίου κοκ. Συνέπειες που δεν έχουν σχέση μόνο με την τρομοκρατία από ορισμένες φανατικές ομάδες, καθώς επίσης με τη δημιουργία γκέτο αλλά, επίσης,
(α) με την αύξηση της εγκληματικότητας, όταν η χώρα δεν είναι σε θέση να παρέχει ασφάλεια στους Πολίτες της, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών,(β) με τη μείωση του βιοτικού της επιπέδου μέσω της παροχής φθηνότερης εργασίας από τους μετανάστες που δεν έχουν τις ίδιες απαιτήσεις με τους γηγενείς ή/και με την οικονομική στήριξη τους που αυξάνει τη φορολογία,(γ) με τον επηρεασμό της οικονομίας της από τις εκροές χρημάτων προς τις πατρίδες των μεταναστών,(δ) με την υπερβολική χρήση του συστήματος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης της, το οποίο δεν είναι σχεδιασμένο για κάτι τέτοιο,
(ε) με τη μη ύπαρξη ενός κατάλληλου μεταναστευτικού νόμου που να είναι σε θέση να λειτουργεί σωστά, με τους απαραίτητους ελεγκτικούς μηχανισμούς κοκ.
Είναι επίσης εύκολο να τοποθετείται κανείς εναντίον της μαζικής μετανάστευσης με εθνικιστικά, ρατσιστικά ή φυλετικά κριτήρια – αδιαφορώντας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επί πλέον, μη δίνοντας σημασία στη φυσιολογική τάση των ανθρώπων να αναζητούν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, αναλαμβάνοντας τεράστια ρίσκα – όπως ασφαλώς όλοι αυτοί που διασχίζουν τη Μεσόγειο με ετοιμόρροπα πλοιάρια, πληρώνοντας σημαντικά ποσά σε παράνομους διακινητές που ενδιαφέρονται μόνο για τα χρήματα που εισπράττουν και καθόλου για τις ανθρώπινες ζωές.
Ως εκ τούτου, αυτό που απομένει εκτός από τη φύλαξη των συνόρων, την κατάργηση των ΜΚΟ και τις αυστηρότατες ποινές για τους διακινητές, δεν είναι άλλο από την εκπόνηση και πιστή τήρηση ενός μεταναστευτικού νόμου, προσαρμοσμένου στις ιδιαίτερες συνθήκες της εκάστοτε χώρας – ο οποίος να λαμβάνει φυσικά υπ’ όψιν το εγκριθέν σχέδιο για τη μετανάστευση που υπέγραψαν όλα τα κράτη του ΟΗΕ εκτός των Η.Π.Α. Ειδικά όσον αφορά τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, οι οποίες είναι πύλες των μεταναστευτικών εισροών, θα πρέπει να ενισχύονται με κάθε τρόπο, οικονομικά και διοικητικά, από όλες τις υπόλοιπες – ενώ οι συνθήκες του Δουβλίνου θα πρέπει να διαμορφωθούν εντελώς, έτσι ώστε να είναι δίκαιες για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.
Σημείωση: Η μετακίνηση πληθυσμών εντός της ΕΕ δεν θεωρείται μετανάστευση, επειδή κάτι τέτοιο απαιτείται για τη δημιουργία ενός άριστου νομισματικού χώρου, όπως είναι οι Η.Π.Α. – με την έννοια πως οι άνθρωποι (όπως και τα κεφάλαια), πρέπει να μετακινούνται ελεύθερα, εκεί που υπάρχουν καλύτερες συνθήκες εργασίας. Εάν όμως η ΕΕ δεν ενωθεί πολιτικά και δημοσιονομικά, τότε είναι ωφέλιμη για τις χώρες υποδοχής και ζημιογόνα για τις υπόλοιπες που χάνουν το καλύτερο και ακριβότερο εργατικό δυναμικό τους – ενώ δημιουργείται ένας αθέμιτος ανταγωνισμός, ο οποίος αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει στη διάλυση της.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου