Το πραγματικό δημόσιο χρέος της χώρας αγγίζει το 160% του ΑΕΠ της, χωρίς την ενδεχόμενη κεφαλαιοποίηση των τραπεζών της που τα κόκκινα δάνεια τους άρχισαν ξανά να αυξάνονται – οπότε η μοναδική βιώσιμη λύση της είναι η επιστροφή στη λιρέτα, ταυτόχρονα με τη μετατροπή των χρεών της στο δικό της νόμισμα και τη διαπραγμάτευση μίας μεγάλης διαγραφής τους.
«Η Ιταλία αποχώρησε από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών το 1992 για να υποτιμήσει τη λιρέτα, επιστρέφοντας το 1996 – οπότε παραχώρησε τη νομισματική της κυριαρχία στην ΕΚΤ, με αντάλλαγμα το χαμηλό κόστος του πληθωρισμού και του δανεισμού, ο οποίος από 12% του ΑΕΠ μειώθηκε στο 5% (κάτι αντίστοιχο ισχύει επίσης για την Ελλάδα, τα επιτόκια της οποίας είχαν πλησιάσει στο 25%).
Η υιοθέτηση τώρα του ευρώ, οπότε η πλήρης απώλεια της ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής, είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τις εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις της – οι οποίες βασίζονταν στις περιοδικές υποτιμήσεις της λιρέτας, για να αντισταθμίσουν τις ανεπάρκειες του ιταλικού οικονομικού συστήματος και να παραμείνουν ανταγωνιστικές.
Οι ανεπάρκειες αυτές είναι οι παρακάτω, έχοντας μεγάλες ομοιότητες με τις ελληνικές: δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας, κακώς εννοούμενος συνδικαλισμός, χαμηλές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη, υψηλά επίπεδα διαφθοράς, διαπλοκής, φοροδιαφυγής και αποφυγής φόρων, δυσλειτουργικό και δαπανηρό νομικό σύστημα, καθώς επίσης μεγάλη γραφειοκρατία. Εν τούτοις, αρκετές γενιές πολιτικών ηγετών της Ιταλίας επικαλούνταν τον «εξωτερικό καταναγκασμό» και όχι την εγχώρια αναγκαιότητα, όταν προωθούσαν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνταν για την ένταξη της χώρας στο ευρώ – ενισχύοντας έτσι την αίσθηση ότι, οι μεταρρυθμίσεις έχουν επιβληθεί «έξωθεν» στην Ιταλία.
Ειδικά όσον αφορά την απώλεια της νομισματικής κυριαρχίας, σημαίνει ότι υπάρχουν οι εξής δύο «γραμμές» πολιτικής διοίκησης στην Ιταλία, αλλά και στις άλλες χώρες του ευρώ, τις οποίες δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς:
(α) Η γερμανική κυβέρνηση, μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ, η οποία φτάνει μέχρι την ιταλική προεδρία, το υπουργείο οικονομικών, το δημόσιο ταμείο και την κεντρική τράπεζα – διασφαλίζοντας πως η Ιταλία πληροί τις διεθνείς δεσμεύσεις της και τηρεί αυστηρά τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, ανεξάρτητα από τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις.
(β) Η ιταλική κυβέρνηση – η οποία αρχίζει με τον πρωθυπουργό και ολοκληρώνεται με τα αρμόδια υπουργεία για τις εσωτερικές υποθέσεις.
Συνήθως αυτές οι δύο διοικητικές γραμμές συνεννοούνται και ευθυγραμμίζονται, αλλιώς προκαλείται αναπόφευκτα μία σύγκρουση – όπως η πρόσφατη, κατά την οποία ο υποψήφιος πρωθυπουργός της Ιταλίας προσπάθησε να διορίσει ως υπουργό οικονομικών έναν «σεσημασμένο» εχθρό του ευρώ, χωρίς όμως να έχει προηγουμένως συνεννοηθεί με την άλλη γραμμή διοίκησης. Αυτοί είναι οι κανόνες της νομισματικής ένωσης, με ισχυρότερο θεματοφύλακα τους τη Γερμανία – γνωστοί πριν από την ίδρυση της» (N. Rubin).
Ανάλυση
Η παραπάνω «διοικητική δομή» δεν αφορά μόνο την Ιταλία αλλά, επίσης, την Ελλάδα – η οποία υιοθέτησε το ευρώ υποσχόμενη να δρομολογήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές που προϋποθέτει, με αντάλλαγμα τη μείωση του πληθωρισμού, καθώς επίσης του κόστους δανεισμού της. Ως εκ τούτου, όταν η μία «διοικητική δομή», η ελληνική κυβέρνηση, συγκρούεται με την Ευρωζώνη (με τη γερμανική κυβέρνηση μέσω της Κομισιόν και της ΕΚΤ), τότε υπάρχουν «περιπλοκές» – όπως πρόσφατα, όπου δεν έγινε αποδεκτή η πρόταση της ΕΚΤ σε σχέση με την πιστοληπτική γραμμή στήριξης της χώρας προτού εξέλθει στις χρηματαγορές, με αποτέλεσμα την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού της χώρας μας.
Μέσω αυτών των επιτοκίων δανεισμού που ουσιαστικά χειραγωγούνται από την ΕΚΤ μετά το 2012, ελέγχονται τα κράτη που δεν σέβονται τις εντολές της πρώτης «διοικητικής δομής», έτσι ώστε να επιστρέψουν στην συμφωνημένη πολιτική – όπως στο παράδειγμα της Ιταλίας που τα επιτόκια εκτοξεύθηκαν σχεδόν στο 3,5% (τώρα ευρίσκονται στο 2,95%), καθώς επίσης της Ελλάδας που πλησίασαν το 5% (σήμερα στο 4,49% – πηγή).
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται (α) από τα πορτογαλικά επιτόκια που είναι στο 1,88% παρά το ότι η χώρα έχει δημόσιο χρέος στο 125,7% του ΑΕΠ της και χειρότερα μεγέθη από την Ιταλία, καθώς επίσης (β) από τα ισπανικά που έχουν μειωθεί στο 1,44% παρά την πολιτική αστάθεια καθώς επίσης το ότι η Ισπανία είναι πολύ πιο επικίνδυνη από την Ιταλία, κυρίως λόγω της καθαρής επενδυτικής της θέσης (ανάλυση).
Υπενθυμίζουμε εδώ πως η ΕΚΤ, η οποία είχε στηρίξει τη νομισματική της πολιτική στη Γερμανία ήδη από το 2000 (άρθρο), ενώ στη συνέχεια δρομολόγησε μία σειρά εκβιασμών (Ιρλανδία, Κύπρος, Ελλάδα), αφενός μεν έχει εισέλθει σε αχαρτογράφητα νερά συμπεριφερόμενη ως ένα γιγαντιαίο κερδοσκοπικό κεφάλαιο, αφετέρου λειτουργεί με καθαρά πολιτικά κριτήρια, παρά το ότι δεν επιτρέπεται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες – κάτι που ασφαλώς θα ενταθεί, εάν αναλάβει τη διοίκηση της το 2019 ο επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας.
Περαιτέρω (αφήνοντας κατά μέρος την εκκωφαντική ανοησία της ελληνικής κυβέρνησης να συγκρουστεί με την ΕΚΤ για την προληπτική γραμμή στήριξης εν μέσω των ιταλικών εξελίξεων, με αποτέλεσμα να τοποθετηθεί δίπλα της στο στόχαστρο), κρίνοντας από τις πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού της Ιταλίας, θα θελήσει να εφαρμόσει τις προεκλογικές δεσμεύσεις των κομμάτων της συγκυβέρνησης – δηλαδή (α) το ελάχιστο βασικό εισόδημα στα 780 € ετήσιου κόστους 17 δις €, (β) την οριζόντια φορολόγηση ύψους 15% και κόστους 80 δις €, (γ) την κατάργηση των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων κόστους 15 δις € καθώς επίσης (δ) τα ειδικής μορφής «IOU», ως παράλληλο νόμισμα. Εκτός αυτού, δεν θα σεβαστεί ενδεχομένως τη δέσμευση των προηγουμένων κυβερνήσεων για τη σταδιακή αύξηση του ΦΠΑ στο 25%, λόγω της μη μείωσης των δημοσίων δαπανών (άρθρο).
Επομένως θα έλθει σε μετωπική σύγκρουση με την πρώτη «διοικητική δομή», η οποία μέσω της καγκελαρίου αρνήθηκε ήδη την ελάφρυνση χρέους ύψους 250 δις € που ζήτησε από την ΕΚΤ – αν και δεν θα ήταν πρόβλημα για την Ευρωζώνη, αφού απλά η ΕΚΤ θα πάγωνε το παραπάνω ποσόν, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ρευστότητα στη νομισματική ένωση, κατά το επιτυχημένο παράδειγμα της Ιαπωνίας (ανάλυση).
Η αιτιολογία του Ιταλού είναι ουσιαστικά η μη αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας του από το 1999 – κάτι που συνέβη μόνο στην Ελλάδα, εκτός από την Ιταλία, λόγω της κατάρρευσης του ΑΕΠ και των δύο χωρών μετά το 2008 (γράφημα). Σύμφωνα δε με το ΔΝΤ, είναι ακόμη 8% χαμηλότερο από το 2007 – ενώ ούτε το 2023 η Ιταλία δεν θα έχει ακόμη ανακάμψει, από τις σωρευτικές απώλειες της προηγούμενης δεκαετίας.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας (μπλε στήλες, αριστερή κάθετος) και της Ιταλίας (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος).
Συνεχίζοντας, εάν η Ιταλία συγκρουστεί πράγματι με την Ευρωζώνη, τότε θα έλθουν στην επιφάνεια όλα τα προβλήματα της οικονομίας της – πριν από όλα το πραγματικό ύψος του δημοσίου χρέους της, στο οποίο θα πρέπει να προστεθεί το χρέος της κεντρικής της τράπεζας απέναντι στο Target 2 της ΕΚΤ, ύψους 447 δις € στα τέλη Μαρτίου του 2018 (γράφημα). Προφανώς αυτό αφορά και τις άλλες χώρες που οι κεντρικές τους τράπεζες είναι – όπως την Ισπανία που στο χρέος της πρέπει να προστεθούν 390 δις €, την Πορτογαλία με 82,6 δις €, την Ελλάδα με 53,2 δις €, τη Γαλλία με 46,1 δις € κοκ.
Ως εκ τούτου το δημόσιο χρέος της θα εκτοξευόταν αμέσως στα 2,75 τρις € από 2,3 τρις € σήμερα, έναντι ενός ΑΕΠ 1,72 τρις € (πηγή) – άρα στο 160% περίπου του ΑΕΠ της (πηγή: C. Reinhart, Harvard). Το χρέος δε αυτό θα συνεχίσει να κλιμακώνεται από τις μαζικές εκροές κεφαλαίων που ενδεχομένως θα αυξήσουν τις ανάγκες ELA των τραπεζών – δηλαδή της παροχής ρευστότητας από την ΕΚΤ, για να μην προκληθεί τραπεζικός πανικός (Bank run), εκτός εάν επιβληθούν έλεγχοι κεφαλαίων (capital controls). Επίσης από τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών της που άρχισαν ξανά να αυξάνονται – οπότε δεν αποκλείεται να απαιτηθεί η διάσωση τους (ανακεφαλαιοποίηση) από το κράτος, επιβαρύνοντας το χρέος όπως συνέβη στην Ελλάδα (43 δις €).
Δεν πρέπει εδώ να υποτιμηθεί το διεθνές περιβάλλον όπου η ανατίμηση του δολαρίου, η οποία οφείλεται αφενός μεν στην άνοδο των βασικών αμερικανικών επιτοκίων, αφετέρου στα προβλήματα της Ευρωζώνης και του ευρώ, προκαλεί ήδη μεγάλες αναταραχές στις αναπτυσσόμενες οικονομίες – με κίνδυνο να στερέψει ξανά η παγκόσμια ρευστότητα (δολάρια), όπως το 2008. Πόσο μάλλον όταν μετά την Αργεντινή και την Τουρκία, ο «τυφώνας της υποτίμησης» χτύπησε τη Βραζιλία – η κεντρική τράπεζα της οποίας δεν κατάφερε να σταματήσει την πτώση του νομίσματος (Real), παρά τις μαζικές της επεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος. Πιθανότατα δe θα ακολουθήσουν το Μεξικό (γράφημα), η Ινδία και η Ινδονησία που πιέζεται ήδη, με τους κινδύνους από το τεράστιο εταιρικό χρέος της Κίνας να γίνονται όλο και μεγαλύτεροι (πηγή).
Κάτω από τις παραπάνω προϋποθέσεις, η επίλυση των προβλημάτων της Ιταλίας χωρίς τη διαγραφή μεγάλου μέρους των χρεών της, είτε εντός, είτε εκτός της Ευρωζώνης, είναι σχεδόν αδύνατη – όπου όμως, σε αντίθεση με την Ελλάδα, θα επιβαρυνόταν πολύ περισσότερο οι δικοί της κάτοικοι, αφού κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του χρέους (αν και το γεγονός αυτό περιορίζει τους κινδύνους των εκροών κεφαλαίων, αφού οι ξένοι επενδυτές είναι λιγότεροι σε σχέση με την Ελλάδα).
Όμως η Γερμανία είναι αντίθετη με τέτοιου είδους λύσεις εντός της Ευρωζώνης, όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας – ενώ η Ιταλία δεν θα έκανε ποτέ το λάθος να υπογράψει ένα PSI που δεν θα είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα, καθιστώντας την κυριολεκτικά βορά της Γερμανίας.
Όσον αφορά την υπαγωγή της σε κάποιο πρόγραμμα με «εκτελεστή» του την Τρόικα, θα καθησύχαζε μεν τις αγορές, αλλά μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα – αφού χωρίς μία γενναία διαγραφή χρέους, θα βυθιζόταν σε μία κυλιόμενη χρεοκοπία, αντίστοιχα οδυνηρή με την ελληνική. Ποιές είναι οι λύσεις λοιπόν για την Ιταλία; Ποιές είναι οι δικές της βιώσιμες επιλογές και ποιές της Ευρωζώνης;
Κατά την άποψη μου, εκτός από την επιστροφή της στη λιρέτα με τη μετατροπή των χρεών της στο δικό της νόμισμα, ταυτόχρονα με τη διαπραγμάτευση μείωσης του χρέους της με τους πιστωτές της, ειδικά με την ΕΚΤ και με τα κράτη-δανειστές της, με τη χρεοκοπία της δηλαδή, η Ιταλία δεν έχει καμία άλλη λύση – εάν θέλει βέβαια να αποφύγει την ελληνική τραγωδία. Κάτι τέτοιο όμως θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου στην Ευρωζώνη – ενδεχομένως σε ολόκληρο τον πλανήτη υπό τις σημερινές παγκόσμιες συνθήκες υπερδανεισμού, με δεκάδες φούσκες παντού, έτοιμες να εκραγούν με την πρώτη ευκαιρία.
Ως εκ τούτου, η καλύτερη επιλογή της Ευρωζώνης είναι να συμπαρασταθεί στην Ιταλία, παγώνοντας μεγάλο μέρος των δημοσίων χρεών της μέσω της ΕΚΤ και στηρίζοντας την οικονομία της με ένα σχέδιο τύπου Marshall, όπως όφειλε να κάνει και για την Ελλάδα – κάτι που όμως δεν πιστεύω πως θα συμβεί, με κύριο ένοχο τη Γερμανία που δεν καταλαβαίνει το μέγεθος του προβλήματος, παραμένοντας ως συνήθως ξεροκέφαλη και αχόρταγη.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, παρά το ότι συμπαθώ ιδιαίτερα τους υποστηρικτές της δραχμής, η Ελλάδα σήμερα δεν έχει τις ίδιες λύσεις με την Ιταλία – αφού το δημόσιο χρέος της είναι πλέον μη μετατρέψιμο στο δικό της νόμισμα μετά το έγκλημα του PSI και άρα σε ξένο συνάλλαγμα, επίσης το ιδιωτικό εξωτερικό, ενώ έχει υποθηκεύσει τα πάντα και η οικονομία της είναι κατεστραμμένη. Πολύ περισσότερο αφού η πολιτική της ηγεσία δεν είναι σε θέση να δρομολογήσει κάτι τέτοιο, η κεντρική της τράπεζα δεν της ανήκει, ενώ βρίσκεται πλέον υπό την κατοχή των δανειστών της – οι οποίοι έχουν πολλά όπλα στη διάθεση τους για να την πιέσουν, μεταξύ των οποίων γεωπολιτικά.
Εν τούτοις, πρέπει να είναι προετοιμασμένη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αφού το μέλλον της Ευρωζώνης είναι μάλλον σκοτεινό – με την Ιταλία να αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου, γνωρίζοντας πως πίσω της είναι η Ισπανία, η Πορτογαλία και πολύ περισσότερο η Γαλλία, οι οικονομικοί δείκτες της οποίας δεν είναι καθόλου καλοί, όπως παρουσιάζονται.
Εάν εδώ προσθέσει κανείς την πιθανότητα να επιδιώκουν οι Η.Π.Α. τη διάλυση της Ευρωζώνης, έτσι ώστε να ελέγχουν καλύτερα την ήπειρο μας και ειδικά τη Γερμανία, καθώς επίσης να μην έχουν τον ανταγωνισμό του ευρώ όσον αφορά το δολάριο, τότε η εικόνα γίνεται ακόμη πιο σκοτεινή – οπότε η όποια κυβέρνηση μας πρέπει να είναι πάρα πολύ προσεκτική, αντιλαμβανόμενη πως οι ανεύθυνες κομματικές σκοπιμότητες σήμερα μπορούν να οδηγήσουν στην εξαφάνιση μας ως Έθνος. Παραδόξως πάντως η φετινή συνάντηση της λέσχης Bilderberg γίνεται στην Ιταλία – κάτι που μπορεί βέβαια να αποτελεί σύμπτωση, αλλά δεν παύει να είναι εντυπωσιακό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου