Από το 1995 έως το 2016 η Ελλάδα ανακύκλωσε χρέη ύψους 390,69 δις €, ενώ επιβαρύνθηκε με τόκους 207,89 δις € και με παράπλευρες δαπάνες 3,49 δις € – οπότε ουσιαστικά το κόστος του δημοσίου χρέους της για αυτά τα έτη ήταν συνολικά 211,38 δις €.
Ανάλυση
Επειδή κυκλοφορούν αρκετές θεωρίες σε σχέση με τα οικονομικά μεγέθη της χώρας, μεταξύ άλλων στην προσπάθεια να ερμηνευθεί πού οφείλεται η υπερχρέωση και τελικά η χρεοκοπία της (αν και η τελευταία είναι ξεκάθαρα το αποτέλεσμα των σκόπιμων ή μη λαθών των κυβερνήσεων μας μετά το 2010, ειδικά του PSI και του ξεπουλήματος της Ελλάδας στη συνέχεια), θεωρούμε σκόπιμη την παρουσίαση ορισμένων πινάκων – από τους οποίους μπορεί κανείς να εξάγει μόνος του τα συμπεράσματα του, χωρίς να επαφίεται στις κρίσεις άλλων ή σε θεωρίες συνωμοσίας.
Στα πλαίσια αυτά ο πίνακας που ακολουθεί αφορά (α) την εξέλιξη των δημοσίων εσόδων ως ποσοστό επί του ΑΕΠ από το 1970 έως το 2011 που υπεγράφη το PSI, (β) των δημοσίων δαπανών και των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού από το 1990 και μετά (=έσοδα – έξοδα, οι ετήσιες ζημίες του κράτους δηλαδή ως προς το ΑΕΠ που χρηματοδοτούνται μέσω του νέου δανεισμού και οι οποίες ήταν ανέκαθεν πολύ υψηλές), (γ) του ποσοστού του πληθωρισμού, (δ) του δημοσίου χρέους (αυξάνεται από τα ελλείμματα μείον τις πωλήσεις παγίων και τις ιδιωτικοποιήσεις), (ε) του ονομαστικού ΑΕΠ και (στ) της σχέσης χρέους ως προς το ΑΕΠ.
Για παράδειγμα, το έλλειμμα του προϋπολογισμού του 1996 ήταν 6,7% ενός ΑΕΠ τότε ύψους 97,5 δις € – οπότε 6,53 δις €. Εν τούτοις, το δημόσιο χρέος δεν αυξήθηκε κατά 6,53 δις € ως όφειλε, αλλά κατά 10,9 δις € – κάτι που ασφαλώς θα έπρεπε να ερευνηθεί για να διαπιστωθούν οι λόγοι, πόσο μάλλον όταν κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε πολλά άλλα έτη (αν και μάλλον πρόκειται για εξοπλιστικά προηγουμένων ετών ή άλλου είδους τέτοιες «μεταχρονολογημένες» δαπάνες).
Ο επόμενος πίνακας τώρα περιγράφει (α) πόσα χρεολύσια (=δόσεις του χρέους) πλήρωνε η Ελλάδα μετά το 1995, (β) πόσους τόκους, (γ) πόσες παράπλευρες δαπάνες (=χρήματα στις ξένες τράπεζες που αφορούν τα έξοδά τους για την προώθηση των ομολόγων δανεισμού μας), καθώς επίσης (δ) στην τελευταία στήλη το σύνολο όλων των παραπάνω ετησίως. Οφείλουμε να γνωρίζουμε εδώ πως καμία χώρα δεν εξοφλεί τα χρέη της με τα χρεολύσια, αλλά απλά «ανακυκλώνει» τα παλαιότερα με καινούργια – ενώ δημιουργεί νέα χρέη κυρίως για να χρηματοδοτήσει τα δημοσιονομικά της ελλείμματα (=μετά τους τόκους).
Στα πλαίσια αυτά, από τα σύνολα στην τελευταία γραμμή διαπιστώνουμε πως από το 1995 έως το 2016 η Ελλάδα ανακύκλωσε χρέη ύψους 390,69 δις €, ενώ επιβαρύνθηκε με τόκους 207,89 δις € και με παράπλευρες δαπάνες 3,49 δις € – όπου ουσιαστικά το κόστος του δημοσίου χρέους της δεν ήταν τα 602,07 δις € της τελευταίας στήλης, αλλά οι τόκοι συν τις δαπάνες (συνολικά 211,38 δις €).
Όσον αφορά δε τη μείωση των τόκων, για την οποία «επαίρονται» ορισμένοι θεωρώντας την ως επιτυχία του PSI, τα επιτόκια μειώθηκαν ακόμη περισσότερο σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης μετά την επέμβαση της ΕΚΤ στις αγορές ομολόγων το 2012 (γράφημα) – ενώ εάν δεν είχαν μειωθεί τα ελληνικά, η χώρα απλά δεν θα τα πλήρωνε, οπότε θα χρεοκοπούσαν οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες. Από το ίδιο γράφημα φαίνεται πως η Ελλάδα πλήρωνε επιτόκιο 25% πριν την προοπτική της ένταξης της στην Ευρωζώνη – οπότε, εάν δεν είχε υιοθετήσει το ευρώ, θα έπρεπε είτε να επιβάλλει εξαιρετικά αυστηρά μέτρα, είτε να χρεοκοπήσει.
Ο τελευταίος πίνακας τώρα, από την ίδια παραπάνω πηγή, έχει στόχο να επεξηγήσει τις απορίες που εκφράζονται για τα 699 δις € και 740 δις € (500 δις € και 540,94 δις €) που εμφανίζονται στους ετήσιους προϋπολογισμούς της χώρας μετά το 2015. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του υπουργείου οικονομικών, πρόκειται για βραχυπρόθεσμους τίτλους του εξωτερικού (Euro Commercial Paper – ερμηνεία ΟΟΣΑ) και για βραχυπρόθεσμα δάνεια – για διευκολύνσεις μικρής διάρκειας δηλαδή, από λίγες ημέρες έως ένα έτος, οι οποίες πληρώνονται εντός του έτους οπότε δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα. Εν τούτοις, τα ποσά που διακινήθηκαν μετά το 2015 επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ ήταν εξαιρετικά υψηλά – οπότε θα έπρεπε να δοθούν αναλυτικές εξηγήσεις από το υπουργείο οικονομικών, για να έχουν οι Έλληνες μία πιο καθαρή εικόνα.
Ολοκληρώνοντας τα έντοκα γραμμάτια του δημοσίου, με τα οποία δανείζεται το κράτος από τις τράπεζες συνήθως για 6-9 μήνες, υπάρχουν χωριστά στην πρώτη στήλη – ενώ επίσης δεν εξοφλούνται αλλά ανακυκλώνονται. Για παράδειγμα, όταν λήγει ένα έντοκο γραμμάτιο ύψους 5 δις € της τράπεζας Α, τότε το κράτος δανείζεται ξανά 5 δις € από την τράπεζα Α για να το αποπληρώσει – κάτι που συμφέρει τις τράπεζες, επειδή μπορούν μέσα μερικούς μήνες να σταματήσουν τον ανακυκλούμενο δανεισμό εάν διακρίνουν κίνδυνο απώλειας των χρημάτων τους. Τα επιτόκια δε που κερδίζουν είναι αρκετά υψηλά σε σχέση με το ρίσκο που αναλαμβάνουν – οπότε αποτελούν «χρυσοφόρα όρνιθα» για τις τράπεζες.
Όσον αφορά τις εγγυήσεις άνω των 200 δις € του κράτους προς τις τράπεζες, δεν έχουν χρησιμοποιηθεί από τις τελευταίες, με μία μόνο εξαίρεση που αφορά 400 εκ. € – οπότε είναι ένας ακόμη μύθος πως το χρέος διογκώθηκε από αυτές (το δημόσιο χρέος επιβαρύνθηκε μόνο με τα 45 δις € της ανακεφαλαιοποίησης, από τα οποία πρέπει να αφαιρεθεί η σημερινή χρηματιστηριακή αξία της συμμετοχής του). Σε κάθε περίπτωση όμως το να εξυπηρετηθεί το χρέος που έχουμε, ειδικά μετά το 2022 όπου λήγουν μαζικά ομόλογα και οι παγωμένοι τόκοι, είναι κάτι περισσότερο από αδύνατον – όπως επίσης η βιώσιμη ανάπτυξη με την πολιτική των μνημονίων και με τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα που απαιτούν οι πιστωτές.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου