Η μεγάλη περιπέτεια της εξόδου της χώρας από την ΕΕ έχει ήδη ξεκινήσει, με το χειρότερο δυνατό τρόπο – ενώ, εάν τυχόν συνοδευθεί από μία πολιτική κρίση, όπως αυτή που διαφαίνεται, το τέλος της δεν θα είναι καθόλου ευχάριστο.
Άποψη
Η Μ. Βρετανία είναι η πρώτη χώρα που θα εγκαταλείψει την ΕΕ, οπότε όλες οι οικονομικές και λοιπές εξελίξεις στο εσωτερικό της έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον – πόσο μάλλον όταν η πρωθυπουργός της κάνει το ένα λάθος πίσω από το άλλο. Ειδικότερα, προέβη σε πρόωρες εκλογές, παρά το ότι είχε αρκετά χρόνια στη διάθεση της και ήταν αντίθετο στις δεσμεύσεις της – οπότε «κατάφερε» τελικά να χάσει την πλειοψηφία στη Βουλή, δίνοντας κυριολεκτικά το «φιλί της ζωής» στους σοσιαλιστές.
Αύξησε δηλαδή τη δύναμη τους, καθώς επίσης καλυτέρευσε σημαντικά την ξεθωριασμένη εικόνα του αρχηγού τους – ενώ εντός του κόμματος της έχει ξεσπάσει μία διαμάχη μεταξύ σκληροπυρηνικών και μετριοπαθών, η οποία ήταν ορατή δια γυμνού οφθαλμού, στο πρόσφατο τετραήμερο συνέδριο του.
Από οικονομικής πλευράς, οι διαπραγματεύσεις της εξόδου της από την ΕΕ καθυστερούν επικίνδυνα και δεν φαίνεται να ακολουθούν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο που θα είχε προετοιμάσει προσεκτικά η κυβέρνηση – ενώ παράλληλα υποτιμήθηκε η πιστοληπτική της αξιολόγηση από τη Moody’s, γεγονός που θα έχει σημαντικά επακόλουθα, όσον αφορά το επιτόκιο δανεισμού της και όχι μόνο.
Περαιτέρω, το μεγάλο πλεονέκτημα της Μ. Βρετανίας ήταν ανέκαθεν η κεντρική της τράπεζα – η οποία πάντοτε την προστάτευε σε άσχημους καιρούς, με τη νομισματική πολιτική που υιοθετούσε. Εν τούτοις, η δήλωση της περί αύξησης των βασικών επιτοκίων το Νοέμβριο δημιούργησε ανησυχία στις αγορές – παρά το ότι πολλές άλλες χώρες έχουν ανακοινώσει κάτι ανάλογο, σχεδιάζοντας να περιορίσουν την επεκτατική τους πολιτική, η οποία είναι μοναδική στην ιστορία.
Στην περίπτωση όμως της Ευρωζώνης ή των Η.Π.Α., όπου έχει ήδη αυξηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης, είναι λογικές τέτοιου είδους ενέργειες – ειδικά λόγω της δημιουργίας μεγάλων υπερβολών (φούσκες) στις αγορές παγίων, καθώς επίσης εξαιτίας των προβλημάτων που προκαλούν στην κερδοφορία των τραπεζών τα χαμηλά επιτόκια (αν και θα είναι αρνητικές όσον αφορά τα χρέη, τα οποία έχουν κλιμακωθεί σε επικίνδυνο βαθμό).
Αντίθετα, στη Μ. Βρετανία συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, αφού ο ρυθμός ανάπτυξης της μειώνεται (γράφημα) – κυρίως λόγω της υποχώρησης που καταγράφεται στις κατασκευές και στη βιομηχανία, αν και ο τραπεζικός της τομέας παραμένει σταθερός. Η μείωση αυτή φαίνεται δε πως θα συνεχιστεί, αφού επικρατεί μεγάλη ανασφάλεια στις επιχειρήσεις σχετικά με το μέλλον της οικονομίας μετά την έξοδο από την ΕΕ (2019) – οπότε δεν είναι πρόθυμες να διενεργήσουν επενδύσεις.
Με κριτήριο λοιπόν τα παραπάνω, καθώς επίσης το ότι η Τράπεζα της Αγγλίας είχε ανέκαθεν ως προτεραιότητα για τη λήψη των αποφάσεων της τα αναπτυξιακά ρίσκα, αυξάνοντας τη ρευστότητα στην αγορά όταν διέκρινε κινδύνους, δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς γιατί ανακοίνωσε την αύξηση των βασικών επιτοκίων. Πάντως, εάν η αιτία είναι ο περιορισμός του πληθωρισμού, ο οποίος πλησιάζει στο 3%, η άνοδος των επιτοκίων λειτουργεί μόνο εάν οι οικονομία αναπτύσσεται ισχυρά – οπότε η παραγωγική δυναμικότητα φτάνει στα όρια της, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές των αγαθών και οι μισθοί (=ανοδικός κύκλος μισθών-τιμών).
Στη Μ. Βρετανία όμως αυξάνονται μεν οι τιμές των αγαθών, αλλά μόνο επειδή υποτιμήθηκε σημαντικά η στερλίνα – οπότε οι εισαγωγές έγιναν ακριβότερες και το εμπορικό της έλλειμμα παρέμεινε σε πολύ υψηλά επίπεδα (γράφημα). Όσον αφορά τους μισθούς, δεν είχαν μία αντίστοιχη ανοδική πορεία – ενώ αυξάνεται η κατανάλωση αλλά μειώνονται οι καταθέσεις των Πολιτών, γεγονός που σημαίνει πως ένα μέρος της ζήτησης χρηματοδοτείται από τις αποταμιεύσεις. Επομένως, το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας δεν είναι καθόλου υγιές – υπενθυμίζοντας πως η άνοδος της οικονομίας της τα τελευταία δέκα χρόνια οφειλόταν κατά 80% στη μετανάστευση, η οποία περιορίζεται πια συνεχώς.
Ειδικά όσον αφορά τον πληθωρισμό, υπεύθυνη είναι η νομισματική πολιτική της κεντρικής τράπεζας της χώρας η οποία, μετά τη θετική έκβαση του δημοψηφίσματος για το BREXIT, μείωσε το βασικό επιτόκιο στο 0,25% από 0,5% προηγουμένως, παρά τη φούσκα στην αγορά ακινήτων κοκ. – με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη πτώση της ισοτιμίας της στερλίνας, η οποία αύξησε τις τιμές των εισαγωγών, οπότε τον πληθωρισμό.
Περαιτέρω, εάν πράγματι αυξήσει αρκετά τα βασικά της επιτόκια η Τράπεζα της Αγγλίας, η στερλίνα θα ανατιμηθεί – ενώ οι επενδύσεις θα ακριβύνουν. Ως εκ τούτου ο ρυθμός ανάπτυξης, ο οποίος ήδη υποχωρεί, θα μειωθεί ακόμη περισσότερο – οπότε η Μ. Βρετανία θα κινδυνεύσει να βυθιστεί στην ύφεση, οδηγούμενη σε μία νέα κρίση.
Ενδεχομένως βέβαια να βιάζεται η κεντρική τράπεζα να προβεί σε μία «ικανή» αύξηση των επιτοκίων όσο το δυνατόν γρηγορότερα, για να έχει αργότερα τη δυνατότητα να τα μειώσει, όταν πραγματοποιηθεί το BREXIT – το οποίο ασφαλώς θα έχει ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση της οικονομίας της χώρας τα πρώτα χρόνια οπότε, εάν η κεντρική τράπεζα δεν έχει κανένα νομισματικό όπλο στη διάθεση της (ο ισολογισμός της είναι ήδη υπερδιογκωμένος – γράφημα), δεν θα μπορεί να εμποδίσει την ύφεση.
Σε κάθε περίπτωση φαίνεται καθαρά από τα παραπάνω ότι, η έξοδος ενός κράτους από μία ένωση, στην οποία ανήκει, είναι μία πολύ δύσκολη διαδικασία – ακόμη και αν έχει το δικό του νόμισμα και τη δική του νομισματική πολιτική, όπως η Μ. Βρετανία. Το πρόβλημα δημιουργείται κυρίως όταν δεν έχει επαρκή βιομηχανική παραγωγή (γράφημα), οπότε είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένο από τις εισαγωγές – με αποτέλεσμα η πτώση της ισοτιμίας του νομίσματος να αυξάνει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, άρα να περιορίζει το ΑΕΠ του, τα έσοδα του δημοσίου κλπ., ταυτόχρονα με τον πληθωρισμό (ακραίο παράδειγμα εδώ αποτελεί η Βενεζουέλα).
Φυσικά το πρόβλημα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο, όταν δεν έχει το δικό του νόμισμα, όπως στην περίπτωση της Ευρωζώνης ή της Σκωτίας σε σχέση με τη Μ. Βρετανία – γεγονός που μεταξύ άλλων σημαίνει ότι, τα αποσχιστικά κινήματα του τύπου της Σκωτίας ή της Καταλονίας (η οποία εκβιάσθηκε από την ΕΚΤ με την έξοδο της από το ευρώ) δεν πρόκειται να ευοδωθούν.
Χώρες δε με πολύ μικρότερο μέγεθος, πόσο μάλλον υπερχρεωμένες όπως η Ελλάδα, είναι σε τέτοιο βαθμό εγκλωβισμένες που δεν έχουν καμία ρεαλιστική δυνατότητα να τα καταφέρουν, διατηρώντας έστω το ήμισυ του βιοτικού τους επιπέδου – όσο επώδυνη και αν είναι η παραμονή τους σε ένα νόμισμα, το οποίο τις μετατρέπει σταδιακά σε προτεκτοράτα των ισχυρών εταίρων τους.
Analyst Team
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου