Οι νέοι κυρίαρχοι του σύμπαντος είναι πια τα επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία ελέγχουν σταδιακά τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, καταστρατηγώντας τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού – ενώ ο διευθυντής του μεγαλύτερου, της Blackrock, θεωρείται ως ο μελλοντικός υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης H. Clinton
Το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, το οποίο δημιούργησε πλούτο (ανάλυση) στις χώρες που εφαρμόσθηκε, στηρίχθηκε στον ανταγωνισμό – αν και όχι μόνο στον θεμιτό αλλά, επίσης, στον αθέμιτο. Εν τούτοις, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν μέσα σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον, επιδίωκαν ανέκαθεν τη μονοπώληση του κλάδου τους – έτσι ώστε να μπορούν να διαμορφώνουν επαρκώς υψηλές τιμές πώλησης (αισχροκέρδεια), αυξάνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο τα έσοδα τους.
Μέχρι πρόσφατα βέβαια, τα κράτη είχαν σε κάποιο βαθμό τη δυνατότητα να εμποδίζουν τη δημιουργία μονοπωλίων, μέσω των επιτροπών ανταγωνισμού – όπου απαγόρευαν την εξαγορά μίας επιχείρησης από κάποια άλλη, όταν διαπίστωναν πως, λόγω της κυριαρχικής (μονοπωλιακής) θέσης που θα καταλάμβαναν οι συγχωνευμένες εταιρείες, θα σταματούσε να λειτουργεί ο ανταγωνισμός.
Από εκείνη τη στιγμή όμως και μετά που οι επιχειρήσεις κατόρθωσαν να παρακάμψουν αυτό το εμπόδιο, με τη βοήθεια των επενδυτικών κεφαλαίων που συμμετέχουν στις σημαντικότερες, ο δρόμος για τη δημιουργία μονοπωλίων άνοιξε διάπλατα – με τελικό αποτέλεσμα οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και λιγότεροι, ενώ οι φτωχοί περισσότεροι και φτωχότεροι, ευρισκόμενοι κυριολεκτικά στο έλεος των πολυεθνικών γιγάντων. Ειδικότερα τα εξής:
Ο πατέρας της ελεύθερης οικονομίας, ο Adam Smith, είχε κατανοήσει πως η παραδοσιακή επιχειρηματικότητα ωφελεί την ευημερία του συνόλου των Πολιτών. Για παράδειγμα ένας αρτοπώλης, ο οποίος σε συνθήκες ανταγωνισμού προσπαθεί να αυξήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τα κέρδη και το μερίδιο αγοράς της επιχείρησης του, προσανατολίζεται στην καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των πελατών του (χαμηλότερες τιμές, ανώτερη ποιότητα). Ως εκ τούτου, ο εγωισμός του καθενός συμβάλλει στην ευημερία των Εθνών – όπως είχε χαρακτηριστικά γράψει ο Adam Smith στο έργο του «Ο πλούτος των Εθνών».
Εν τούτοις, η σημερινή οικονομία έχει εξελιχθεί διαφορετικά με την πάροδο του χρόνου – όπου πολλά αρτοπωλεία δεν ανήκουν πλέον στους αρτοπώλες, αλλά στα επενδυτικά κεφάλαια. Στο παράδειγμα μας, εάν οι δύο αρτοπώλες που ανταγωνίζονται μεταξύ τους, ενώ απαγορεύεται να ενωθούν ή να εξαγοράσει ο ένας τον άλλο από την επιτροπή ανταγωνισμού της χώρας τους, πουλήσουν και οι δύο την επιχείρηση τους σε ένα νέο επενδυτικό κεφάλαιο, στο οποίο έχει έκαστος το 50% των μετοχών, τότε αφενός μεν μειώνεται το ρίσκο τους, αφετέρου δεν έχουν λόγο να ανταγωνίζονται μεταξύ τους – αφού έτσι θα περιορίζονταν τα κέρδη των δύο αρτοποιείων, οπότε του επενδυτικού κεφαλαίου που συμμετέχουν εξίσου.
Το ίδιο θα συνέβαινε εάν πουλούσαν δέκα αρτοποιεία την επιχείρηση τους σε ένα νέο επενδυτικό κεφάλαιο, κατέχοντας έκαστο 10% των μετοχών του – όπου, σε μία τέτοια περίπτωση, η ιδιοκτησιακή δομή των αρτοπωλείων αλλάζει σε τέτοιο βαθμό, όπου ο εγωισμός του καθενός δεν απαιτεί πλέον τη μεγαλύτερη δυνατή αύξηση των κερδών ή του μεριδίου αγοράς της επιχείρησης του, αλλά ολόκληρου του κλάδου. Εκτός αυτού, δεν επιδιώκεται πια καμία συμφωνία τιμών μεταξύ τω αρτοπωλών, η οποία επίσης απαγορεύεται από το νόμο (καρτέλ) – αφού η καινούργια ιδιοκτησιακή δομή αποτελεί επαρκές κίνητρο, για να σταματήσει ο ανταγωνισμός.
Με απλά λόγια, μέσω των επενδυτικών κεφαλαίων έχει παραλύσει το αόρατο χέρι της ελεύθερης αγοράς του Adam Smith – ενώ ο λογαριασμός της εξέλιξης αυτής πληρώνεται από τους καταναλωτές και τις κοινωνίες τους. Επί πλέον, ο μειωμένος ανταγωνισμός και οι υψηλότερες τιμές πώλησης περιορίζουν τη συνολική ζήτηση, οπότε την ευημερία των Πολιτών – κάτι που συμβαίνει σήμερα σε μεγάλο βαθμό στις παγκόσμιες χρηματαγορές, όπου κυρίως τα αμερικανικά επενδυτικά κεφάλαια αυξάνουν σταδιακά τη συμμετοχή τους σε πάρα πολλές μεγάλες εταιρείες που έχουν στην ιδιοκτησία τους άλλες (γράφημα), εξουδετερώνοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Για παράδειγμα, τα αμερικανικά επενδυτικά κεφάλαια Vanguard (διαχειρίζεται 3.200 δις $) και Blackrock (διαχειρίζεται 4.700 δις $ ή σχεδόν 27 φορές το ΑΕΠ της Ελλάδας), είναι οι δύο μεγαλύτεροι μέτοχοι τόσο της Microsoft, όσο και του σημαντικότερου ανταγωνιστή της, της Apple – οπότε δεν έχουν κανένα λόγο να επιτρέπουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των δύο γιγάντων της τεχνολογίας. Η Blackrock είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος του 20% όλων των εισηγμένων αμερικανικών επιχειρήσεων, καθώς επίσης του 35% σχεδόν των γερμανικών του δείκτη DAX, μεταξύ των οποίων της Adidas, της Allianz, της BASF, της Bayer, της Siemens κοκ. – ενώ μία ανάλογη θέση κατέχει η Fidelity που διαχειρίζεται 2.000 δις $, καθώς επίσης αρκετές μικρότερες.
Ως εκ τούτου, εύλογα υπάρχουν αναφορές περί ξεπουλήματος των πολυεθνικών γερμανικών επιχειρηματικών ομίλων, στα αμερικανικά κυρίως επενδυτικά κεφάλαια – τα οποία αυξάνουν συνεχώς τα κεφάλαια τους. Μεταξύ άλλων, με τη βοήθεια της νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών – μέσω της οποίας συντελείται η μεγαλύτερη μεταφορά πλούτου από τα κατώτερα και μεσαία εισοδηματικά στρώματα, στα ανώτατα.
Συνεχίζοντας, με τη μεταβολή της ιδιοκτησιακής δομής των πολυεθνικών επιχειρήσεων, αλλάζει προφανώς η ανταγωνιστική συμπεριφορά εκείνων που ευρίσκονται στα χαρτοφυλάκια των επενδυτικών κεφαλαίων. Για παράδειγμα στον τραπεζικό τομέα, η Blackrock είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος των τεσσάρων από τις πέντε ισχυρότερες αμερικανικές τράπεζες – ενώ στην Ευρώπη ο μεγαλύτερος μέτοχος της γερμανικής Deutsche Bank, της ολλανδικής ING, της βρετανικής HSBC και της ισπανικής Banco Bilbao.
Εκτός αυτού, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος της γαλλικής BNP, της ιταλικής Unicredit και της Banco Sanpaolo – οπότε, εάν κάποια από αυτές τις τράπεζες θελήσει να λειτουργήσει επιθετικά ανταγωνιστικά απέναντι στις άλλες, τότε ζημιώνει τα συμφέροντα του κλάδου, επομένως του μεγαλύτερου και ισχυρότερου μετόχου της: της Blackrock. Ως εκ τούτου, δεν το κάνει, επικεντρωνόμενη σε αγορές και προϊόντα που δεν ζημιώνουν τις άλλες ευρωπαϊκές ή αμερικανικές τράπεζες, στις οποίες συμμετέχει ο βασικός της μέτοχος – φυσικά εις βάρος των καταναλωτών, οι οποίοι επιβαρύνονται με μεγαλύτερες τιμές.
Εάν τώρα κινδυνεύσει να χρεοκοπήσει κάποια από αυτές τις τράπεζες, στις οποίες συμμετέχει η Blackrock ή/και ένα άλλο επενδυτικό κεφάλαιο, τότε οι πιέσεις που ασκούνται στις εκάστοτε κυβερνήσεις για τη διάσωση της, μέσω του δημοσίου ή των καταθετών, είναι τεράστιες – συνήθως με θετικά αποτελέσματα, τα οποία φυσικά επιβαρύνουν τους απλούς Πολίτες και τις κοινωνίες τους.
Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης διαδικασίας διαπιστώνονται από μία πρόσφατη μελέτη που αφορούσε τις τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων στις Η.Π.Α., μεταξύ των ετών 2011 και 2015 – όπου, ως αποτέλεσμα των συμμετοχών των επενδυτικών κεφαλαίων στις μεγαλύτερες, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 10% περισσότερο, σε σχέση με αυτές που αναμένονταν λόγω του ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, οι αμερικανικές αεροπορικές εταιρείες είναι κατά πολύ πιο κερδοφόρες από τις ευρωπαϊκές – κάτι που φυσικά θα αλλάξει, όταν υιοθετηθεί ένα ανάλογο σύστημα στην Ευρώπη.
Με ένα επόμενο παράδειγμα, όταν το 2009 η Blackrock εξαγόρασε την Barclays Global Investors, αυξήθηκαν αμέσως οι τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων εκείνων των εταιρειών, στις οποίες συμμετείχε το βρετανικό επενδυτικό κεφάλαιο – ενώ οι ανταγωνίστριες εταιρείες αντιμετώπισαν μεγάλα προβλήματα.
Στα πλαίσια αυτά μπορεί κανείς να κατανοήσει τη σημασία των διατλαντικών συμφωνιών CETA, TTIP και TiSA, όταν τελικά επικρατήσουν – καθώς επίσης των ιδιωτικοποιήσεων των κοινωφελών, των στρατηγικών και των μονοπωλιακών δημοσίων επιχειρήσεων, λόγω των οποίων τα κράτη θα ευρίσκονται στο έλεος των πολυεθνικών επιχειρήσεων, αδυνατώντας πλέον να ελέγξουν την τιμολογιακή τους πολιτική.
Περαιτέρω, αναρωτιέται εύλογα κανείς γιατί οι manager των εταιριών, στις οποίες συμμετέχουν τα επενδυτικά κεφάλαια, δεν ενδιαφέρονται περισσότερο για τις δικές τους επιχειρήσεις, αφού από αυτές αμείβονται. Η απάντηση δίνεται από μία άλλη μελέτη στις Η.Π.Α., σύμφωνα με την οποία όσο μεγαλύτερη είναι η συμμετοχή ενός επενδυτικού κεφαλαίου σε μία εταιρεία, τόσο περισσότερο τα έσοδα των ανώτατων διοικητικών στελεχών (προμήθειες) εξαρτώνται από την κερδοφόρο λειτουργία των ανταγωνιστών τους – στους οποίους επίσης συμμετέχει το ίδιο επενδυτικό κεφάλαιο.
Η τεράστια ισχύς πάντως των επενδυτικών κεφαλαίων τεκμηριώνεται από τη συμμετοχή της Blackrock, μαζί με το υπουργείο οικονομικών των Η.Π.Α. και με την ΕΚΤ, στην αξιολόγηση όλων των μεγάλων τραπεζών – μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ήδη δε ο γενικός διευθυντής της Blackrock (L. Fink), θεωρείται ως ο μελλοντικός υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης της H. Clinton, εφόσον βέβαια εκλεγεί – κάτι που σημαίνει πως η διαπλοκή της πολιτικής με την οικονομική εξουσία στην πρωτεύουσα του καπιταλισμού, είναι πλέον κάτι περισσότερο από κυρίαρχη.
Ολοκληρώνοντας, εάν η διαδικασία αυτή συνεχιστεί, σε συνδυασμό με τις ενέσεις ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών, μέσω της οποίας μεταφέρεται ο πλούτος στα ανώτατα εισοδηματικά στρώματα, καθώς επίσης με τη συνεχή αύξηση της κερδοφορίας των μονοπωλιακών πολυεθνικών εις βάρος των εργαζομένων (αύξηση των τιμών, μείωση των μισθών και του κοινωνικού κράτους), χωρίς να υπάρξουν κοινωνικές εξεγέρσεις, τότε οι δείκτες των χρηματιστηρίων, παρά το ότι είναι υπερβολικά υψηλοί, δεν θα καταρρεύσουν – οπότε μάταια περιμένει κανείς ένα κραχ, διαπιστώνοντας πως η φούσκα είναι υπερβολικά μεγάλη.
Σημείωση: Τα επενδυτικά κεφάλαια (investment funds), δεν έχουν καμία σχέση με τα καθαρά κερδοσκοπικά (hedge funds) – με την έννοια πως αφενός μεν επενδύουν σε επιχειρήσεις μακροπρόθεσμα, αφετέρου δεν χρησιμοποιούν τη μόχλευση (leverage) σε μεγάλο βαθμό. Προσελκύουν δε τα πλέον έξυπνα και εκπαιδευμένα στελέχη, από διάφορες επιστήμες – αφού προσφέρουν εξαιρετικούς μισθούς και συνθήκες εργασίας.
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου