MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Ψευδή διλήμματα και ελπίδες

Η οποιαδήποτε κίνηση απελευθέρωσης της Ελλάδας από τη θηλιά που της έχουν τοποθετήσει οι πιστωτές της, θα τη σφίγγει ακόμη περισσότερο – ενώ ο κίνδυνος να οδηγηθεί στην ανεξέλεγκτη έξοδο από την Ευρωζώνη είναι πια ρεαλιστικός

«Η πραγματικότητα υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση – μεταξύ δε αυτών των δύο παρεμβάλλονται οι ανθρώπινες αισθήσεις, οι οποίες καθιστούν υποκειμενική την πραγματικότητα. Ο υποκειμενικός, αφελής ρεαλισμός είναι ευρύτατα διαδεδομένος, καθώς από αυτόν διέπεται ο ανθρώπινος νους» (Δημόκριτος με παρεμβάσεις).

Ανάλυση

Ο νεαρός πρωθυπουργός της χώρας, μας είναι αρκετά συμπαθής, αν και πολλές φορές όλοι μας εδώ είμαστε αρκετά αυστηροί μαζί του – επειδή θα θέλαμε να είναι περισσότερο ικανός και λιγότερο πολιτικός, ενώ αντιπαθούμε τα ψέματα. Μεταξύ άλλων, θεωρούμε πως τοποθετεί τους Έλληνες μπροστά από τετελεσμένα γεγονότα, για τα οποία όμως ευθύνεται ο ίδιος – αφού αυτός ηγείται της κυβέρνησης τον τελευταίο χρόνο.

Στα πλαίσια αυτά, ένα από τα πλέον κρίσιμα γεγονότα ήταν η οδυνηρή για την Ελλάδα απόφαση συνθηκολόγησης του – όπου ισχυρίσθηκε πως η αλλαγή της στάσης του οφειλόταν στον εκβιασμό εκδίωξης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, εκ μέρους των δανειστών της χώρας. Πως τέθηκε δηλαδή μπροστά στο δίλημμα είτε να υπογράψει το τρίτο μνημόνιο, είτε να παρασύρει τους Έλληνες στο γκρεμό – αποφασίζοντας με «αυταπάρνηση» το πρώτο.

Στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο για ένα ψεύτικο δίλημμα, επειδή η κυβέρνηση του οδηγήθηκε στο συγκεκριμένο αδιέξοδο, μετά από τα τεράστια λάθη της που προηγήθηκαν – ξεκινώντας από την υπογραφή της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου που δεν τηρήθηκε, συνεχίζοντας με τις μεγάλες καθυστερήσεις των διαπραγματεύσεων, με τις μαζικές εκροές των καταθέσεων χωρίς τη λήψη κανενός μέτρου, με το δημοψήφισμα που παραποιήθηκε (το ΟΧΙ μεταφράστηκε ως ΝΑΙ), με τον εκβιασμό της ΕΚΤ, με το κλείσιμο των τραπεζών, καθώς επίσης με τους ελέγχους κεφαλαίων των χρεοκοπημένων πλέον πιστωτικών ιδρυμάτων.

Με δεδομένο τώρα το ότι, δεν μπορεί να ισχυρισθεί άγνοια, αφού είχε προηγηθεί με έναν ανάλογο τρόπο τόσο η δολοφονία της Κύπρου, όσο και ο εκβιασμός της Ιρλανδίας (το δημόσιο ανέλαβε τα χρέη των ιδιωτικών τραπεζών), η μόνη του δικαιολογία είναι η τυχόν προδοσία του εκ μέρους συνεργατών του – κάτι που όμως δεν μειώνει τις δικές του ευθύνες, αφού ήταν προσωπικές του επιλογές. Είχε δε τη δυνατότητα ακόμη και την τελευταία στιγμή να μην ενδώσει στους εκβιασμούς, παραιτούμενος – αφού κανένας πρωθυπουργός δεν πρέπει ποτέ να εκβιάζεται, πόσο μάλλον να θυσιάζει το μέλλον της πατρίδας του στο βωμό των φιλοδοξιών του.

Περαιτέρω, όσον αφορά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου τον Αύγουστο, εκ μέρους των περισσοτέρων κομμάτων, επρόκειτο επίσης για ένα ψεύτικο δίλημμα – αφού η Ελλάδα, «δια χειρός πρωθυπουργού», ευρισκόταν προ τετελεσμένων γεγονότων. Κυριολεκτικά με την πλάτη στον τοίχο δηλαδή, με χρεοκοπημένες τράπεζες, καθώς επίσης με άδεια ταμεία μετά τους καταστροφικούς χειρισμούς της νέας κυβέρνησης – η οποία είχε χρησιμοποιήσει ακόμη και τα χρήματα των ασφαλιστικών οργανισμών, όπως επίσης ορισμένων δήμων.

Στις εκλογές τώρα, οι Έλληνες ήταν επίσης αντιμέτωποι με ένα ψεύτικο δίλημμα, επειδή όποιο κόμμα και αν ψήφιζαν, η στάση του είχε δηλωθεί επίσημα εκ των προτέρων: η πιστή τήρηση του μνημονίου που είχε υπογραφεί από τον πρωθυπουργό και εγκριθεί από τα ίδια. Εύλογα λοιπόν επέλεξαν ένα αριστερό κόμμα, το οποίο είχαν τη ψευδαίσθηση πως θα τους επιβάρυνε λιγότερο – επειδή δεν τοποθετήθηκε φανατικά υπέρ του μνημονίου, τους παραπλάνησε με ένα δήθεν παράλληλο πρόγραμμα, ενώ υπέθεταν εσφαλμένα ότι, θα ήταν περισσότερο «επιεικές» απέναντι στους φτωχούς και στους ανέργους.

Εν τούτοις δεν επιβεβαιώθηκαν οι προσδοκίες τους, οπότε έσβησε και η τελευταία ελπίδα που τους είχε απομείνει – γεγονός που εμείς τουλάχιστον θεωρούμε ως το πλέον αποτρόπαιο έγκλημα της κυβέρνησης, αφού η δολοφονία της ύστατης ελπίδας είναι ότι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο και σε μία κοινωνία.

Φτάνοντας στο παρόν, εάν θέλει να είναι κανείς αντικειμενικός δεν φαίνεται να υπάρχει πια καμία ρεαλιστική εναλλακτική λύση, όσον αφορά την ψήφιση των νόμων που επιβάλλονται από τα μνημόνια – παρά το ότι θα λεηλατηθεί βίαια τόσο η ιδιωτική, όσο και η δημόσια περιουσία των Ελλήνων.

Δυστυχώς η χώρα έχει χάσει όλες τις ευκαιρίες που είχε στη διάθεση της, ενώ αδυνατεί πλέον ακόμη και να χρεοκοπήσει – για λόγους που έχουν ήδη αναλυθεί διεξοδικά (άρθρο). Επομένως, δεν υπάρχει ξανά κανένα πραγματικό δίλημμα, ενώ όσο καθυστερεί το μοιραίο, τόσο πιο οδυνηρό θα είναι – με την έννοια πως όσο αναβάλλονται τα μέτρα, τόσο περισσότερα θα χρειάζονται, αφού η οικονομία θα συνεχίζει να παραπαίει.

Οι δανειστές

Από την άλλη πλευρά τώρα, φαίνεται πως οι δανειστές έχουν χάσει την όποια αισιοδοξία τους, όσον αφορά τις μελλοντικές προοπτικές της Ελλάδας – οπότε αμφιβάλλουν, εάν η λεηλασία της αξίζει τα νέα χρήματα που πρέπει να διαθέσουν.

Ειδικότερα, διαπιστώνουν πως η κυβέρνηση χάνει σταδιακά τη στήριξη των Πολιτών, ότι θα κινδυνεύσει να ανατραπεί εάν επιμείνει στην ψήφιση των υπολοίπων νόμων του μνημονίου (φορολογία αγροτών, κατάσχεση της πρώτης κατοικίας, ασφαλιστικό κλπ.), πως η χώρα θα παραμείνει στην ύφεση, καθώς επίσης ότι οι τόκοι του 2022 (18,27 δις €) είναι αδύνατον ποτέ να πληρωθούν – κάτι που σημαίνει πως θα χρειαστεί ένα ακόμη μνημόνιο, αφού το τρίτο λήγει ουσιαστικά το 2018.

Ήδη το 2014, πριν από το νέο πακέτο των 86 δις €, χωρίς την επιβάρυνση της νέας διάσωσης των τραπεζών, όπου χάθηκαν όλα τα προηγούμενα κεφάλαια της χρηματοδότησης τους από το δημόσιο, καθώς επίσης χωρίς τα ελλείμματα του 2014 και του 2015, οι υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα επόμενα έτη ήταν εξωπραγματικές για μία μικρή οικονομία σε διαρκή ύφεση – όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί (πηγή).


Περαιτέρω, η εναλλακτική λύση που έχουν στη διάθεση τους οι δανειστές, είναι η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους – την οποία προγραμμάτιζαν να προσφέρουν ως «καρότο» στους Έλληνες, για να μην αντιδράσουν όταν τους μαστιγώνουν. Έτσι θα επετύγχαναν την παραμονή της σημερινής κυβέρνησης στην εξουσία, γνωρίζοντας πως μόνο ένα «νεοφιλελεύθερο μόρφωμα» με αριστερό προσωπείο, θα μπορούσε να επιβάλλει μία τέτοια δικτατορία των αγορών σε ένα κράτος.

Έχουν κατανοήσει όμως πως η συγκεκριμένη «λύση» δεν φτάνει και δεν πείθει κανέναν – κυρίως τις αγορές, από τις οποίες περίμεναν πως θα χρηματοδοτούσαν τα τοκοχρεολύσια μετά το 2018, έτσι ώστε να μην χρειαστούν νέα χρήματα. Προφανώς δε η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, τα έσοδα από την οποία θα οδηγούταν στη «μαύρη τρύπα» της εξυπηρέτησης του χρέους, μαζί με τα λάφυρα από τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας, δεν είναι αρκετά για να καλύψουν το κενό – οπότε η ονομαστική διαγραφή του χρέους, στην οποία επιμένει το ΔΝΤ, είναι μονόδρομος.

Εν τούτοις, η ονομαστική διαγραφή δεν είναι καθόλου εύκολο να επιτραπεί εκούσια στην Ελλάδα, επειδή το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της είναι απέναντι στους Πολίτες των άλλων κρατών της Ευρωζώνης – στους οποίους το μετέφεραν οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας, για να διασώσουν τις τράπεζες τους. Εάν λοιπόν το επιχειρήσουν, θα γίνει εμφανής η στήριξη του τραπεζικού κεφαλαίου εκ μέρους τους, εις βάρος των λαών τους – οπότε θα αντιμετωπίσουν προβλήματα πολιτικής επιβίωσης, ενδεχομένως με ποινικές συνέπειες.

Ως εκ τούτου οι Ευρωπαίοι δανειστές, η Γερμανία και η Γαλλία κυρίως, δεν φαίνεται να είναι πρόθυμοι να εγκρίνουν τη διαγραφή στην Ελλάδα – ούτε όμως να συνεχίσουν να τη χρηματοδοτούν, έχοντας ήδη πάρει ότι μπορούσαν: τις τράπεζες και το Υπερταμείο δηλαδή, στο οποίο έχει υπαχθεί η δημόσια (ΤΑΙΠΕΔ) και η ιδιωτική (ΤΧΣ) περιουσία των Ελλήνων.

Έτσι έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν ένα μέρος του υφιστάμενου χρέους, αρκεί να μη συνεχίσει να αυξάνεται εις βάρος τους – από τα νέα δάνεια που θα χρειαστεί η Ελλάδα, ενώ δεν θα είναι ποτέ σε θέση να τα πάρει από τις αγορές, με βάση τα σημερινά δεδομένα.

Εύλογα λοιπόν δημιουργούν προβλήματα στην κυβέρνηση για τη δόση του 1 δις €, ζητώντας νέα μέτρα 3 δις € για το 2016, καθώς επίσης συνολικά 7 δις € έως το 2018 – απειλώντας τη χώρα με την εκδίωξη της από την Ευρωζώνη, την οποία εννοούν πολύ σοβαρά αυτή τη φορά.

Το νέο ψευδές δίλημμα

Συνεχίζοντας, με βάση τα παραπάνω φαίνεται πως το νέο δίλημμα, με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι οι Έλληνες, είναι η παραμονή ή μη της χώρας τους στην Ευρωζώνη – ένα δίλημμα όμως που είναι ξανά ψευδές, με την έννοια πως αυτός είναι πια ο στόχος των δανειστών, οπότε μάλλον οδηγούνται σε παγίδα.

Θα ήταν φυσικά εντελώς διαφορετική μία τέτοια επιλογή το 2010 ή το 2011, πριν το PSI, αφού το χρέος θα μπορούσε τότε να μετατραπεί σε δραχμές σχεδόν στο σύνολο του (90%) – οπότε θα συμμετείχαν στην πληθωριστική εξυπηρέτηση του και οι δανειστές, ενώ δεν είχαν ως εγγύηση τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία των Ελλήνων.

Μία μικρή αλλά υπαρκτή ελπίδα ρήξης υπήρχε ακόμη στις αρχές του 2015, όταν η νέα τότε κυβέρνηση είχε κερδίσει τη συμπάθεια της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης – μία επιτυχία που δυστυχώς κατάφερε η ίδια να «κάψει», με τις μετέπειτα ενέργειες της.

Σήμερα όμως η κατάσταση της πατρίδας μας δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το παρελθόν, ενώ έχει μεσολαβήσει η ολοκληρωτική καταστροφή του παραγωγικού μας ιστού, μαζί με όλα τα άλλα δεινά που προκλήθηκαν από την αποτυχία των μνημονίων – γεγονός που σημαίνει ότι, συνεχίζουμε να ακολουθούμε πιστά τα ίχνη της Αργεντινής, έχοντας όμως υποστεί εκθετικά περισσότερες ζημίες. Υπενθυμίζουμε εδώ τα εξής:

«Tον Αύγουστο του 2001 η Αργεντινή απευθύνθηκε για μία ακόμη φορά στο ΔΝΤ, ζητώντας ένα καινούργιο δάνειο – με στόχο να αποφύγει τη χρεοκοπία. Η κυβέρνηση της ήταν πρόθυμη να αποδεχθεί ακόμη πιο πολλές παραχωρήσεις, αναλαμβάνοντας νέες υποχρεώσεις – παρά το ότι γνώριζε ότι, υποσχόταν συνεχώς πολύ περισσότερα, από όσα μπορούσε να επιτύχει. Η χώρα δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει από την έντονη ύφεση, ούτε να ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα της, με αποτέλεσμα να αυξάνεται διαρκώς η σχέση του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ της.

Οι πιστωτές της Αργεντινής, υπό την «αιγίδα» του ΔΝΤ, κατηγορούσαν την κυβέρνηση της για επαναλαμβανόμενες πολιτικές καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μέτρων που είχαν συμφωνηθεί. Αντίθετα, η πολιτική ηγεσία της χώρας ισχυριζόταν ότι η λιτότητα, την οποία είχαν επιβάλλει οι δανειστές, οδηγούσε στην καταστροφή – αντί να της εξασφαλίσει εκείνη τη χρηματοδότηση, η οποία θα ήταν απαραίτητη για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία της, έτσι ώστε να ενισχυθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και να επανέλθει η ανάπτυξη.

Δυστυχώς, κανένα από τα δύο μέτωπα δεν κατανοούσε το αυτονόητο: το ότι δηλαδή τα μέσα που είχε η χώρα στη διάθεση της ήταν ελάχιστα, για να μπορέσει να καταπολεμήσει με επιτυχία τη διπλή κρίση δημοσίου χρέους και ύφεσης της οικονομίας της.

Με την πάροδο του χρόνου και κάτω από το βάρος των συνεχών περικοπών στα εισοδήματα τους, οι Πολίτες της Αργεντινής αντιμετώπιζαν πλέον τόσο την κυβέρνηση τους, όσο και τους δανειστές, με τον ίδιο τρόπο. Έχασαν πλέον την εμπιστοσύνη τους και στους δύο αφού έβλεπαν ότι, παρά τις συνεχείς παραχωρήσεις εκ μέρους τους, οι οποίες είχαν οδηγήσει σε ραγδαία πτώση τα εισοδήματα τους, τόσο οι οικονομικοί δείκτες, όσο και οι μελλοντικές προοπτικές συνέχιζαν να επιδεινώνονται.

Παράλληλα οι γειτονικές χώρες, ιδίως αυτές που συμμετείχαν στην οικονομική και πολιτική ζώνη Mercosur μαζί με την Αργεντινή, άρχισαν να φοβούνται τη «μετάσταση» της κρίσης στα δικά τους κράτη. Με στόχο λοιπόν να αποφύγουν τη δική τους στοχοποίηση εκ μέρους των αγορών, πίεζαν την Αργεντινή να τα καταφέρει – λαμβάνοντας ταυτόχρονα τα μέτρα τους και απομονώνοντας την, για την περίπτωση που θα αποτύγχανε. Φυσικά η στάση τους αυτή επιδείνωνε ακόμη περισσότερο τα προβλήματα της Αργεντινής.

Αφού λοιπόν το Κοινοβούλιο της χώρας είχε ψηφίσει ένα νέο πακέτο μέτρων λιτότητας, το ΔΝΤ ενέκρινε μία ακόμη δόση. Ήταν όμως πολύ αργά πια για να ανακτηθεί η χαμένη εμπιστοσύνη – με αποτέλεσμα να μειώνονται συνεχώς οι καταθέσεις στις τράπεζες, καθώς επίσης να εντείνεται η φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Φυσικά η κυβέρνηση δεν κατάφερε ούτε αυτή τη φορά να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει – ενώ οι πολιτικές (λαϊκές) πιέσεις αυξάνονταν, έως το σημείο χωρίς επιστροφή.

Το Δεκέμβριο του 2001 η Αργεντινή ανακοίνωσε ότι αδυνατούσε να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της, έκλεισε για κάποιο διάστημα τις τράπεζες της και βίωσε την μητέρα όλων των κρίσεων – την ολοκληρωτική κατάρρευση του οικονομικού της συστήματος. Η χώρα υποχρεώθηκε σε μία άτακτη χρεοκοπία, καθώς επίσης σε μία χαοτική, απρογραμμάτιστη μετάβαση σε ένα νέο νόμισμα – με διασυνοριακούς ελέγχους κεφαλαίων, με καταστροφικές υποτιμήσεις κλπ.«.

Δυστυχώς, χωρίς καμία διάθεση να κινδυνολογήσουμε, η Ελλάδα κατευθύνεται προς αυτό το δίχως επιστροφή σημείο, έχοντας ήδη χάσει όλα της τα περιουσιακά στοιχεία – με μοναδική λύση της πλέον τη «βασιλικότερη του βασιλιά» εφαρμογή των εντολών των πιστωτών της, ελπίζοντας πως η καταστροφή που θα υποστεί η οικονομία της δεν θα είναι απόλυτη.

Με απλά λόγια, η ελπίδα της πατρίδας μας είναι η επαλήθευση των οδυνηρών προβλέψεων του άρθρου του Βασίλη Βιλιάρδου «Το μέλλον της αποικίας» – χωρίς να τοποθετηθεί κανένα εμπόδιο από τους Έλληνες στα δεινά που θα ακολουθήσουν, εάν η κυβέρνηση εφαρμόσει επακριβώς όλα όσα της υπαγορεύονται.

Καλώς ή κακώς, η εποχή της ρήξης και της επανάστασης έχει περάσει ανεκμετάλλευτη, οπότε η Ελλάδα είναι κυριολεκτικά έρμαιο στις διαθέσεις των δανειστών της – γεγονός που σημαίνει πως η οποιαδήποτε κίνηση απελευθέρωσης της από τη θηλιά που της έχουν τοποθετήσει θα την σφίγγει ακόμη περισσότερο, έως το σημείο που δεν θα μπορεί πλέον να αναπνεύσει, με άγνωστα επακόλουθα.

Επίλογος

Δεν αναφερθήκαμε καθόλου στο τεράστιο πρόβλημα του μεταναστευτικού, καθώς επίσης στους γεωπολιτικούς κινδύνους που απειλούν την πατρίδα μας – αφού έχουν γραφεί πάρα πολλά, οπότε είμαστε όλοι επαρκώς πληροφορημένοι. Δεν νοιώθουμε δε καθόλου ευτυχείς για τα συμπεράσματα μας, τα οποία ευχόμαστε να μην είναι σωστά – ενώ είμαστε υπέρ του ρεαλισμού, παρά το ότι γνωρίζουμε πως είναι επώδυνος και δεν θέλουν να τον αντιμετωπίζουν κατά πρόσωπο οι άνθρωποι, αντιπαθώντας αυτούς που το κάνουν.

Όσον αφορά τη διακυβέρνηση της χώρας, η οποία ήταν αδύνατη μετά το 2010 από ένα και μόνο κόμμα, σήμερα είναι ίσως πολύ αργά για να συγκυβερνήσουν με επιτυχία τα δύο μεγαλύτερα – αφού πιστεύουμε πως «ο κύβος έχει ριφθεί» και οι δανειστές, με εξαίρεση ίσως τις Η.Π.Α., επιδιώκουν πια την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.

Στα πλαίσια αυτά, εάν δεν υπάρξει μία συνολική αντιμετώπιση των προβλημάτων μας από όλα τα πολιτικά κόμματα μαζί, με σύσσωμη την κοινωνία στο πλευρό τους, μέσω της χάραξης ενός σχετικά βιώσιμου σχεδίου εξόδου από την κρίση, αποδεχόμενοι όμως τις όποιες απώλειες, θα χαθεί και η τελευταία μας ευκαιρία – με αποτέλεσμα να είναι εντελώς απρόβλεπτο το μέλλον, παύοντας να εξαρτάται πια από εμάς.

Χωρίς την ονομαστική διαγραφή βέβαια τουλάχιστον του 50% του δημοσίου χρέους, έτσι ώστε να ακολουθήσει η αντίστοιχη του ιδιωτικού, οπότε να αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα και των δύο τομέων, δεν βλέπουμε βιώσιμες προοπτικές. Εν τούτοις, η συλλογική αυτοκτονία δεν είναι κάτι που θα μπορούσαμε να συστήσουμε σήμερα – οπότε προτιμούμε να μην το επιχειρήσουμε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, δεν κάνουμε λάθος στις εκτιμήσεις μας.

Αλέξης Ζακυνθινός, Senior Analyst (Geopolitics)

Πηγή : http://www.analyst.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου