MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας υπό την επίδραση εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων.

Του Υποστρατήγου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου

α. Ορισμοί
           
Σύμφωνα με τα λεξικά «ριζοσπαστισμός» είναι η υποστήριξη ή εφαρμογή δραστικών, ριζικών πολιτικών, οικονομικών ή κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, κυρίως μέσω της δυναμικής ρήξης με τα κατεστημένα σχήματα, με στόχο την επίλυση των υπαρχόντων προβλημάτων. 
 
 
Επίσης είναι κάθε ισχυρή, μαχητική πνευματική στάση, η οποία κυρίως προωθεί ή βασίζεται σε επαναστατική ανατροπή των δεδομένων.

Στην γενίκευσή του ο όρος αναφέρεται στο σύνολο των θέσεων, τις οποίες διατυπώνουν τα ριζοσπαστικά κόμματα. Στις ΗΠΑ ο ριζοσπαστισμός έχει την έννοια της κάθε εξτρεμιστικής στάσης, αντίληψης ή πρακτικής, ανεξαρτήτως πολιτικής κατευθύνσεως, δηλαδή αριστερός/δεξιός. 

Συνεπώς «ριζοσπαστικοποίηση» όπως αυτή του τίτλου είναι η πρόσδοση ριζοσπαστικού χαρακτήρα σε εκείνα τα πρόσωπα, ή ομάδες κοινωνικές, που υποστηρίζουν ή προωθούν ριζικές πολιτικές ή κοινωνικές αλλαγές. Δηλαδή όταν λέμε ότι κάποιος είναι επαναστάτης και καινοτόμος εννοούμε την αποδεδομένη έκφραση και ερμηνεία ενός ριζοσπαστικοποιημένου ατόμου.

Οι παραπάνω ορισμοί θα πρέπει να ληφθούν σαν οδηγός για ένα πολιτικό στοχασμό, ο οποίος θα μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε την νέα διαμορφωθείσα κατάσταση στην πατρίδα μας και ίσως μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε ένα δρόμο, που θα αποτελούσε και την οδό διεξόδου ή την πρόσφορη λύση, που θα απέτρεπε μία κοινωνική έκρηξη με ταυτόχρονη ορθοπραξία των όσων έχουν δημοκρατικά επιλεγεί να ηγούνται αυτής της ανήσυχης ή και φουρτουνιασμένης κοινωνίας. 
 
β. Παράγοντες που επιδρούν στην εχθροποίηση ή μη της στάσεως της κοινωνίας απέναντι στο πολιτικο-κοινωνικό status quo
  
(1)Η ψυχοσύνθεση του Έλληνα δεν δέχεται εύκολα την ιδέα μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης και μάλιστα όταν οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι γραφειο­κρατικώ τω τρόπω καλύπτονται κάτω από κάποιες -καθ’ υπόθεση- συμβουλευτικές κατευθύνσεις από εξωγενείς συλλογικές οντότητες. Και όταν αναφερόμεθα στην γραφειοκρατία εννοούμε την αποφυγή ευθυνών, τις οποίες ευθύνες τις μεταθέτουμε σε προϊστάμενα ημών κλιμάκια (όχι εγώ…  έτσι με διέταξαν να κάνω).  

(2)Το ότι οι πολιτικοί μας αναζητούν καταφύγιο στην «ασφαλή» στέγη της ΕΕ και εκ των υστέρων διαπιστώνεται, ότι η στέγη αυτή δεν είναι ασφαλής, τότε η κοινωνία αισθάνεται μετέωρη.

(3)Η δημοκρατία στην παρούσα Ευρωπαϊκή της διάσταση βρίσκεται στο έλεος ενός υπερθεματισμού, όπου το κυρίαρχο στοιχείο είναι η κάρπωση οφελών από εκείνους, οι οποίοι την χρησιμοποιούν σαν ενισχυτικό της ρητορικής των.

(4)Θεωρούμε, ότι ανήκουμε στην Δύση αλλά η όποια συμπάθεια προς αυτή μειώνεται από την συμπιεστική προς εμάς στάση της σε θέματα οικονομίας (τρόικα) και λοιπά εθνικά θέματα (Κύπρος, Μακεδονικό, κοσοβοποίηση της Θράκης κλπ).

(5)Οι σημερινοί Έλληνες δεν έχουμε ερμηνεύσει την Ιστορία με τον σωστό τρόπο. Ενώ δηλαδή δεν έχουμε κάνει κάτι αξιόλογο και ανάλογο του ύψους των πρώτων διδαξάντων τον πολιτισμό αρχαίων Ελλήνων, εμείς στις ημέρες μας, διεκ­δικούμε την οικουμενική αναγνώριση και ταυτόχρονα δυσανασχετούμε από την κατάταξή μας εκ μέρους της Δύσεως στις ήσσονος ακτινοβολίας ή κατά το περι­φρο­νητι­κότε­ρον, υποδεέστερες εθνικές οντότητες.

(6)Όταν οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι είναι εκπεσμένοι στην συνείδηση των πολιτών λόγω της ηθικής των χρεωκοπίας, τότε κρημνίζονται τα κληροδοτηθέντα σε μας εθνικά καταπιστεύματα και οι υποστηρικτικοί πυλώνες της πολιτισμικής μας δομής.

(7)Η ηθική συνείδηση του ελληνικού μας κόσμου σημειώνει καθοδική πορεία στο διάγραμμα καλής συμπεριφοράς και αξιοπιστίας της Δύσης, η οποία Δύση, ευκολοπροσάρμοστη ούσα σε συμπεριφορικές ιδιαιτερότητες και εκμεταλλευόμενη ασθενή περιβάλλοντα μεταλλάσσει την δική της ηθική συνείδηση σε όργανο επιβολής επί δικαίων και αδίκων.

(8)Οι πολίτες της δικής μας κοινωνίας προσπαθούν (εάν προσπαθούν) να αναγνωρίσουν κάποιες αξίες, τις οποίες στην συνέχεια οφείλουν να υπερασπιστούν, όπου αποδεικνύεται στην συνέχεια, ότι ενεργούν με κάθε αδεξιότητα, για την οποία ενέχεται η απαιδευσία των.

(9)Ευρισκόμενοι σε μία αρένα όπου παρακολουθούμε τα θηρία της Αμερικής και της Ασίας να ανταγωνίζονται εμπορικά και στρατηγικά, θεωρούμε, ότι ο ρόλος μας είναι της τάξεως του απλού τροχονόμου (COSCO) και τότε με φορέα και πηγή τον κατατεθλιμμένο μας νου επινοούμε το μηδέν, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι ριζο­σπαστικοποιούμεθα για να αντισταθμίσουμε τις επίκτητες αδυναμίες μας.

(10)Η ήπια εσωτερική καθοδική πορεία είναι ένας ανεπαίσθητος παράγων, που δεν δημιουργεί ένα κοινωνικό κατακλυσμό, ούτε αποχαλίνωση φανατισμών για πρόκληση εσωτερικών συγκρούσεων που θα παράξουν την κινδυνώδη διατάραξη της κοινωνίας. Τουλάχιστον μέχρι στιγμής.

(11)Η καθεστωτική αντίληψη των πολιτικών κομμάτων των τελευταίων δε­καετιών δεν κατόρθωσε να προσφέρει στον λαό την δημοκρατία, που προσδοκούσε, ότι θα εβίωνε μετά από τις εθνικές περιπέτειες των πολέμων και των πολιτειακών αλλαγών. Και παρά ταύτα, οι πολίτες δεν σπάνε τις ρίζες, διότι μέχρι τώρα υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει το συνενοχικό καταπραϋντικό των πελατειακών δοσο­ληψιών.

(12)Υπάρχει και η αφελής μερίδα του πληθυσμού που πιστεύει ή έχει συμ­φέρον να διατείνεται, ότι οι κυβερνητικές πράξεις επιτελούνται εν ονόματι της δι­καιο­σύνης, της προόδου και του πολιτισμού. Συνεπώς δεν υπάρχει λόγος δημιουρ­γίας ριζοσπαστικού μετώπου.

(13)Εάν κάποια φορά οι κυβερνήσεις επιχειρούν ρύθμιση προβλημάτων, έρχονται αντιμέτωπες με αντίρροπες θέσεις, οι οποίες απαντώνται εκτός του κύκλου ελέγχου των. Στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την ύφεση της οικονομίας, την ανεργία, το περιβαλλοντολογικό, τα ναρκωτικά, τις όποιες επιδημίες και επιζωοτίες και τα επί μέρους κοινωνικά προβλήματα, συχνά αντιμετωπίζουν αριθμό διεμβο­λι­ζόν­των ετεροκλήτων προβλημάτων. Αυτά τα ετερόκλητα προβλήματα είναι εισαγό­μενα και έχουν την αιτία τους στην πρόσκρουση επί ξένων συμφερόντων και τα οποία άπτονται κάποιας γεωπολιτικής, κοινωνιολογικής, πολιτισμικής και σε τελευ­ταία ανάλυση αλλοτρίας αξιακής λογικής. Υπάρχουν και τα προβλήματα εσωτερικής προελεύσεως τα οποία συντηρούν το status που στηρίζει την κερδοσκοπική διάσταση.

Εδώ θα μπορούσαμε να επισημάνουμε, όπως άλλωστε και για κάθε επί μέρους περίπτωση, ότι μπορεί παραδείγματος χάριν ένας γονεύς ενός ναρκομανούς παιδιού να ριζοσπαστικοποιηθεί και να επαναστατήσει κατ’ εκείνων, τους οποίους θεωρεί υπευθύνους για την προκληθείσα στην οικογένειά του δυστυχία. Ωστόσο αυτές οι περιπτώσεις αν και είναι γενικού κοινωνικού ενδιαφέροντος εκλαμβάνονται σαν περιπτώσεις ιδίων γνωρισμάτων και δεν εγγίζουν μία καθολικότητα, η οποία θα έπαιζε αποφασιστικό ρόλο και σπινθήρα γενικής εξεγέρσεως.

Και ποιά θεωρείται καθολικότητα συνδυστυχίας;
Πιστεύουμε, ότι είναι ο οικονομικός παράγων.   

γ. Η οικονομική διάσταση

(1)Είτε ομιλούμε για αποκλίνοντες οικονομικούς δρόμους, όπως είναι ο προστατευτισμός, ο κορπορατισμός, η ελεύθερη αγορά και ο συγκεντρωτικός σχε­δια­σμός, είτε για μία συνεπή ομοιογενή οικονομική σχεδίαση, βλέπουμε το ανθρώπινο στοιχείο να διασπάται στις διάφορες σχολές, με αποτέλεσμα την μη ριζοσπαστική αντιμετώπιση μιας συγκεκριμένης εφαρμογής συμφέρουσας μορφής οικονομίας. Δηλαδή συμπλέουμε με το χάος και προσπαθούμε να βρούμε σανίδες σωτηρίας χωρίς να έχουμε την δυνατότητα να εντοπίσουμε την προέλευση της οικονομικής απειλής.

(2)Δεχόμεθα χωρίς αντίρρηση τα αποτελέσματα της αναπτύξεως της τεχνο­λογίας, η οποία και διαμορφώνει την εθνική(;) μας οικονομία, η οποία -λογικά- πρέ­πει να συζευγνύεται με την παγκόσμια οικονομία. Η αυξανόμενη πολυπλοκότητα και η ένταση της πληροφορίας στην σύγχρονη ζωή μάς καθιστά αδύνατους στο να διευ­κρινίσουμε τις αιτίες της αρνητικής μας πορείας και συνεπώς να κινηθούμε αποφα­σιστικά για μία θεραπεία και επάνοδο στην αναπτυξιακή πορεία.

(3)Το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το μεταναστευτικό και το ελλειμματικό του κράτους πρόνοιας είναι παράγοντες, που θα μπορούσαν να ριζοσπαστικοποιήσουν το πληττόμενο μέρος της κοινωνίας, το οποίο προς το παρόν αισθάνεται μουδιασμένο από το shock των αλλεπαλλήλων εφαρμοζομένων μέτρων, που το συγκρατούν στη θέση του αμυνομένου και αναχαιτίζουν τις όποιες προθέσεις του για διεκδικήσεις.

(4)Οι προοπτικές για την πορεία της ελληνικής οικονομίας καταδεικνύουν κυκλικές διακυμάνσεις, οι οποίες οδηγούν μακροπρόθεσμα στην ήττα. Αυτή η εκδοχή της ήττας είναι ικανή να διαμορφώσει και τις συνθήκες εκκολάψεως του ριζοσπα­στισμού των θιγομένων.

  δ.  Κοινωνικο-πολιτικές προσεγγίσεις

Ας ιδούμε τώρα τι μπορεί να έχει προκαλέσει τον ερεθισμό για την εικα­ζό­μενη ριζοσπα­στι­κο­ποίηση και πώς οι εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες έχουν εισέλθει στην ψυχή της κοινωνίας, ώστε να βεβαιώνεται αυτή η απώλεια της ισορ­ροπίας της.

Μελετώντας την Ελλάδα των τελευταίων χρόνων θα παρατηρήσουμε ένα ρευστό μοντέρνο μέρος αυτής της Γης, το οποίο κατοικείται από μία κοινωνία κατα­ναλωτών, όπου η κάθε έκφανση της κοινωνίας αυτής οδηγεί στον ειρμό του διατρανωμένου ατομισμού. Εκεί όπου ο κάθε ένας από εμάς τον αναγνωρίζει σαν ένα ενδόμυχο προσανατολισμό προς την κατεύθυνση του φειδωλώς και ελαχίστως δι­δόναι αλλ’ ωστόσο σκοπεύειν εις το αεί λαμβάνειν.

Προσέτι ανακαλύπτουμε μερικά στοιχεία -επάνω στον νεοελληνικό χαρα­κτήρα- τα οποία στοιχεία έχουν σημανθεί, ότι συνηγορούν στην δικαιολόγηση της ηθικής του διαμαρτυρομένου και του απροσανατόλιστου ριζοσπάστη. Ας ιδούμε μερικές επισημάνσεις.

(1) Αρκετές φορές σημειώνεται το φαινόμενο, όπου η συνείδηση ή η πεποί­θηση ή το οικονομικό συμφέρον ορισμένων Ελλήνων να αποτελούν μέτρο με βάση το οποίο το νομοθετικό σώμα διαμορφώνει την νομοθεσία προς όφελος αυτών των ορισμένων και όχι του συνόλου. Αυτό σημαίνει, ότι τα όποια θεσπιζόμενα μέτρα κατατείνουν στο αντιφατικό σε σχέση με το κοινώς παραδεκτόν δίκαιον. 

(2) Ενίοτε σημειώνεται πρόκληση εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, όταν το νομοθετικό σώμα αντί να συμβάλλει δι’ έργων στην προστασία των ανθρώπων συνο­λικά αλλά και για κάθε άτομο χωριστά, χρησιμοποιεί την δύναμή του στο να καλύ­πτει κομματικές επιδιώξεις, οι οποίες συνήθως μας παραπέμπουν σε οικονομικά οφέλη των συστημικών.

(3) Οι περισσότεροι Έλληνες δεν έχουν συνειδητοποιήσει, ότι η ισχύς και η εξουσία με οποιοδήποτε κοινοβουλευτικό μανδύα ουδόλως πηγάζουν από την επι­λογή, την εκχώρηση ή την συναίνεση του λαού. Ότι όλα αυτά τα προβαλλόμενα περί δημοκρατίας και περί προστασίας του πολίτου και κοινωνικής προνοίας και ερ­γασιακής βεβαιότητος και λοιπές βαρύγδουπες πολιτικολογίες είναι μία μηχανή αποπροσανατολισμού των πιστών της ιδέας των θεσμών, της ευταξίας, της προόδου, των ηθικών αξιών και του ασφαλούς αύριον.

(4) Ότι οι ηθικές αξίες και οι απαξίες δεν ενδιαφέρουν τους εν τω κοινοβου­λίω νομοθέτες. Εκείνο που ενδιαφέρει τους νομοθέτες, όπως επισήμως αυτοί δια­τείνονται είναι να εξυπηρετείται το ευ ζην και η προστασία των Ελλήνων στα πλαίσια της όποιας εκδοχής και εκφράσεως του πολιτεύματος. Όπως εξ άλλου αποδεικνύεται εν τοις πράγμασι, οι νομοθέτες και οι εκτελεστικοί της εξουσίας δεν αυτοσυστή­νον­ται σαν σωτήρες των ελληνικών ψυχών ή σαν φορείς των μεταφυσικών ανησυχιών των πολιτών αλλά μας διαβεβαιώνουν, ότι χρησιμοποιούν την δύναμή τους αποκλει­στικά για την ήρεμη και άνετη διαβίωση ημών των Ελλήνων σαν σύνολο κοινωνικό. Φυσικά ο καθ’ ένας από εμάς αντιλαμβάνεται αρκετά καλά το πόσο η εξαγγελλόμενη ή επαγγελλόμενη ήρεμη και άνετη διαβίωση αποκρίνεται στην πραγματικότητα.

(5) Υπάρχουν κάποια πράγματα, που δεν είναι εύκολο να διαχωρίσει ένας πολίτης, ως προς την ειδοποιό τους διαφορά. Επί παραδείγματι εάν από την εξουσία διαπιστωθεί, ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων ενώνεται σε κάποια πλαίσια κοινής πίστεως ή κοινών συμφερόντων, η οποία δεν είναι συμβατή με την γραμμή της κυ­βερ­νώσης ομάδος και ενίοτε αποκαλύπτεται ως ασύμβατη με τον γενικό προσανα­τολισμό και τους ατομικούς ενός εκάστου κοινοβουλευτικού ανδρός αγώνες για διατήρησή του στην εξουσία, τότε οι εξουσιαστές ενώνονται εκτιμώντας, ότι η κοινή πίστη του μεγάλου αριθμού ομάδων είναι δυνητικά επικίνδυνη.

Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί ακόμη κι αν ένα είδος ενδυμασιακής εμφα­νίσεως είναι διαφορετικό από το σύνηθες των εξουσιαστών ή της μεγάλης λαϊκής μά­ζας. Όταν ένα είδος ενδυμασίας είναι διακριτικό στοιχείο μιας μεγάλης κοινωνικής ομάδας και το οποίο είναι αρκετό ή πρόσφορο συστατικό για δημιουργία ισχυρού δεσμού φιλίας και κοινών επιδιώξεων, τότε αυτό το κοινωνικό σχήμα κρούει τις καμπάνες του συναγερμού στον εξουσιαστή. Και ναι μεν το γεγονός της κοινής εν­δυμασιακής εμφανίσεως αυτό καθ’ αυτό δεν είναι παράνομο, εν τούτοις το φαινόμενο συστήνει προϋποθέσεις διαταραχής των κατασκευασμένων από την εξουσία στοι­χείων αταραξίας του κράτους. Τέτοια περίπτωση πρόσφατα έχει παρατηρηθεί με ένα πολιτικό κόμμα με σημειούμενη αύξουσα προτίμηση προς αυτό των δυσαρεστημένων -από την υφιστάμενη κατάσταση- πολιτών.

Επίσης δεν πρέπει να μας διαφεύγει και αυτό που αναφέραμε, ως αδυναμία του πολίτου να διακρίνει την ειδοποιό διαφορά, που είναι ακριβώς, όπως οι μεγάλες κοινωνικές ομάδες των στρατιωτικών, των αστυνομικών και των λοιπών φορέων, που έχουν ορκιστεί να ασπίζονται την ακεραιότητα της πατρίδος, την εφαρμογή των νόμων κλπ.  

Συνεπώς η όμοια ενδυμασιακή εμφάνιση των όποιων φορέων και μάλιστα φορέων με κοινή πίστη επάνω σε αξίες και αρετές μη συμβατές με άλλες αξιόμεμπτες ή ύποπτες θέσεις και δοξασίες είναι ένας δυνητικά επικίνδυνος κόσμος για όσους δεν έχουν την συνείδησή τους κοινωνικο-πολιτικά καθαρή.

Το γεγονός της αποδυναμώσεως των ενόπλων δυνάμεων (μείωση θητείας, μείωση στρατιωτικών δαπανών, μείωση στρατιωτικών σχηματισμών, δήθεν ισχυρο­ποίηση της ασφαλείας με συγκρότηση μικρών και ευελίκτων μονάδων, δημιουργία συνδικαλιστικής νοοτροπίας κ.τ.τ.) είναι αποκύημα κακών εκτιμήσεων, κακών συμβούλων και συνύφανση καχυποψιών νεοπλουτοπόνηρων νομέων της εξουσίας.

Αυτά όλα ο πολύς κόσμος ουδόλως τα αντιλαμβάνεται. Εκείνο που προβλη­ματίζει τον σκεπτόμενο πολίτη είναι ό,τι δήποτε υπονοείται ή εξυπονοείται ή δολίως μεγιστοποιείται, ελαχιστοποιείται, παραλλάσσεται, τροποποιείται, εξωραΐζεται, σατα­νικοποιείται, διανθίζεται, διαστρεβλώνεται καθώς επίσης ό,τι δήποτε προβάλλεται από τα media με σκοπό τη δικαιολόγηση προθέσεων ή πράξεων της εξουσίας για καταστολή, αποδυνάμωση ή και διάλυση των αυτού χρώματος επικινδύνων ομάδων.

(6) Ο νεοελληνικός χαρακτήρας είναι καλά προσαρμοσμένος στις κυλιόμενες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες. Ωστόσο δεν διακρίνεται από τις κοινωνικές του αρετές. Και τούτο διότι στερείται της κοινωνικής αξιοπιστίας, της διαθέσεως για συνεργασία και του αισθήματος καθήκοντος προς τους άλλους.

ε. Σχέσεις κράτους-πολίτη

Όλοι μας έχουμε διαπιστώσει, ότι η κοινωνία μας αποτελείται από ένα σύνολο ανοργάνωτων ατόμων, που ναι μεν έχουν σαν επίφαση κάποιον ασφαλιστικό ή συνδι­καλιστικό φορέα, που θα μεριμνήσει για την λύση των ατομικών ή συλλογικών τους προβλημάτων, αλλά το κράτος είναι υπερτροφικό, χρηματοβόρο και ανάλγητο. Και επί πλέον το κράτος ένεκα επιγενομένων αναγκών καταπιέζει με φόρους και πρό­σθετους φόρους και νεοεφευρισκόμενους φόρους, πράγμα που καθιστά το κράτος μία απόμακρη έννοια, που η σχέση του με τους πολίτες είναι τελείως επιδερμική και δια­λείπουσα. Το φαινόμενο αυτό έχει σαν συνέπεια να οδηγήσει σε μία ασχεσία κράτους και κοινωνίας. Σε μία στάση αμφοτέρωθεν δυσπιστίας.

Αυτή η μορφή της αντιπαραθέσεως υπό τις παρούσες συνθήκες της γενικής αβεβαιότητος δεν έχει αποφασιστικό χαρακτήρα. Ίσως, διότι ελέγχεται, ως προς την δυναμική της από το ίδιο το κράτος με την ευρωπαϊκή του διάσταση ή από εκείνους, οι οποίοι έχουν το έλλογο -γι αυτούς- συμφέρον και με επιδίωξη να μην εκδηλωθεί κάποιο είδος αντιπαραθέσεως, που θα οδηγούσε σε εξέγερση, όπου πλέον η εξουσία θα μετρούσε απώλειες, έστω κι αν χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις καταστολής με θετι­κή προς αυτή έκβαση.

Η παρούσα εικόνα του Ελληνικού κόσμου είναι προσλήψιμη σαν ένα ψυχο-κοινωνικό παίγνιο, όπου λαμβάνουν μέρος αρκετοί παίκτες διαφορετικών κοινωνικών συντεχνιακών αλλά -γιατί όχι- και ετεροτρόπων ιδεολογικών πορειών. Φυσιολογικά το παίγνιον, όπως κάθε παίγνιον, αναζητεί νικητή. Ο κάθε παίκτης και όλοι μαζί με­θο­δεύουν τρόπους σκοπεύοντες στην επιβολή τους επί του αντιπάλου. Στην προκει­μένη περίπτωση κοινός αντίπαλος όλων των ανωτέρω κατηγοριών είναι ο αναξιό­πι­στος εξουσιαστής. Η Ιστορία μας διδάσκει, ότι οι εξουσιαστές προσπαθούν να περιορίσουν και εξουδετερώσουν τους αντιπάλους (κοινωνικούς παίκτες) για να προ­λάβουν και αποφύγουν αυτοί να εξουδετερωθούν από άλλους. Και μέχρι στιγμής, όπως διαπιστώνουμε, το επιτυγχάνουν. Και το επιτυγχάνουν με τρόπους είτε αδέξιους χρησιμοποιώντας τις αστυνομικές δυνάμεις ή την απειλή χρησιμοποιήσεως και άλλων αδιευκρίνιστων ισχυρών δυνάμεων. Επίσης μπορούν να εφαρμόσουν κάποιες άυλες δυνάμεις ελέγχου των οργανωμένων κατά της εξουσίας ομάδων, όπως είναι η μέθο­δος του αποχωρισμού, του διαμοιρασμού, της αποσυνθέσεως, της αποσυγκροτήσεως και τελικά της αποδομήσεως και εκμηδενισμού των.
Οι υπηρεσίες ασφαλείας, το σώμα διώξεως οικονομικού εγκλήματος, τα σώ­ματα καταστολής και οι λοιποί παρεμφερείς φορείς, σαν σταθεροί συντελεστές υπη­ρετήσεως των ανεξαρτήτως χρώματος και ίσως πολιτικής ανορθοδοξότητας κυβερ­νήσεων είναι οι επίσημοι παράγοντες εφαρμογής των μεθόδων εξουδετερώσεως των εν δυνάμει αντιπάλων. Αναγνωρίζουμε, ότι οι πλέον αποτελεσματικές κλείδες ακυρώ­σεως κάθε προθέσεως ή σαφέστερα ροπής και τάσεως των ατόμων ή ομάδων προς ριζοσπαστικοποίηση είναι τα media (TV, ραδιόφωνο, τύπος, διαδίκτυο), τα οποία ενεργούν κατά τέτοιο επιστημονικό τρόπο στο βουλητικό και θυμικό των ανθρώπων, ώστε η επίδρασή τους να είναι αφανής μεν, ουσιαστική υπέρ των κυβερνήσεων δε.

στ. Περίστρεπτοι φόβοι

Στην σημερινή Ελλάδα, μετά από προσεκτική παρατήρηση θα ιδούμε ένα κόσμο, που οδεύει συλλογικά προς ένα κοιμητήριο νεκρών ελπίδων. Ιδίως ένα κόσμο νεαράς ηλικίας χωρίς εργασιακές προοπτικές και ενάργεια σε διόραση μέλλοντος. Δηλαδή, μία μαραμένη νεότητα, που έχει την αιτία της στο ότι δεν βλέπει το αύριο σαν μία πιθανότητα ανελίξεως, προόδου και γενικής προχωρήσεως προς το φως, αλλά με μία βεβαιότητα προς τον οικονομικο-κοινωνικο και ψυχικό της αφανισμό.
Οι άνθρωποι σήμερα στην Ελλάδα δέχονται ένα ανηλεή βομβαρδισμό από απειλές (οικονομικές, κοινωνικές, εθνικές), οι οποίες είναι αρχικά ενδεχόμενες και ύστερα επικείμενες, οι οποίες κάποτε όντως επέρχονται αλλά με ένα τρόπο τμημα­τικό, όπου το άγχος της ολοκληρωτικής επαπειλουμένης καταστροφής διαδέχεται η ανακούφιση του ολιγότερου κόστους από το αρχικά εκτιμηθέν. Τούτο ασφαλώς και συνιστά μία άριστη παγίδα, η οποία δρα αποτελεσματικά σαν μέσον διατηρήσεως του θυμικού των ανθρώπων στην κατάσταση της μη ριζοσπαστικοποίησης.  
Οι φόβοι των τρομαγμένων καταναλωτών τιθασεύονται από καθησυχαστικές εξαγγελίες. Το παραλυτικό αντίκτυπο των φόβων μετατρέπεται δια του αγχολυτικού carpe diem, δηλαδή του «ζήσε το σήμερα» ή και του «έχει ο Θεός», σε συνταγή κα­τευ­νασμού για βαθύτερη και διεξοδικότερη αναζήτηση λύσεως, η οποία αναγκαστικά θα οδηγούσε -υπό συμπιεστικές συνθήκες- στην ριζοσπαστικοποίηση.
Η ριζοσπαστικοποίηση είναι μία κατάσταση ευθύνης για όσους έχουν συνεί­δηση του όρου. Ο πολύς κόσμος δεν διακινδυνεύει την ένταξή του στην χορεία του ριζοσπάστη, διότι υπολογίζει και υπερεκτιμά τους δυνητικούς κινδύνους. Ασφαλώς και η υπολογισιμότητα των κινδύνων δεν συνιστά απαραίτητα προβλε­ψιμό­τητα. Αυτό που υπολογίζει ο κόσμος είναι κυρίως η πιθανότητα, ότι τα πράγματα θα πάνε στραβά και ότι θα ακολουθήσει η καταστροφή. Και αυτό είναι ένας λόγος ανασταλτικός της βουλήσεως προς ριζοσπαστικοποίηση. Ο κοινός άνθρωπος προτιμά την σημερινή ομίχλη παρά να ενεργήσει άστοχα και να ευρεθεί αύριο σε ένα ερεβώδες σκότος. Την ομίχλη την θεωρεί εγγύτερη συνθήκη στην δημοκρατική του ελευθερία.
Ο σημερινός Έλληνας υποσυνείδητα υιοθετεί την καθημερινή κυβερνη­τική πρακτική του politically correct (πολιτικώς ορθού). Είναι μία πρακτική που δεν δημιουργεί εμφανή ρήγματα στις σχέσεις μεταξύ ατόμων, ομάδων και κοινωνιών. Αντίθετα ο ριζοσπαστικοποιημένος πολίτης εξ ορισμού πρέπει να εφαρμόσει την αρχή του bellum omnium contra omnes (πόλεμος όλων εναντίον όλων), διότι αυτή είναι η φυσική επιταγή του ανθρωπίνου είδους ή τουλάχιστον αυτό μας διδάσκει η Ιστορία και το επιβεβαιώνει ακόμη και η βίβλος.
Όλα τα μέχρι στιγμής δεδομένα, μετά από παρατήρηση στην καρδιά της Ελληνικής κοινωνίας, μας οδηγούν στον συλλογισμό, ότι δεν σημειώνεται κάποιος όγκος ριζοσπαστικοποίησης. Τα άτομα της κοινωνίας είναι απασχολημένα με άλλες «δραστηριότητες». Ασχολούνται με μικροπόνηρες και εξαπατητικές πράξεις, όπως το να ξεφεύγουν διαρκώς, παραβαίνοντας τους νόμους ή διαφεύγοντας την αναλογούσα σ’ αυτούς φοροδοσία ή μη εκπληρώνοντας τις προς την πατρίδα υποχρεώσεις τους. Συνεπώς, θα λέγαμε, ότι συναντάμε πολύ λίγους ανθρώπους, τους οποίους θα χαρα­κτηρίζαμε σαν πολιτικο-κοινωνικά ριζοσπαστικοποιημένους. Η μεγάλη μάζα υπά­γεται στην κατηγορία των «εν δυνάμει» στοιχείων προς εξέγερση κατά του κράτους, όταν και εφόσον κατακαλυφθούν από καθεστώς οικονομικής και ηθικής εξαχρειώ­σεως.
ζ. Η αυτουργία της κοινωνίας

Αυτό το συνονθύλευμα των -διαφορετικών δοξασιών- ατόμων δεν φαίνεται να έχει διάθεση για σύγκρουση με την εξουσία, την οποία εξουσία φαντάζεται, ότι είναι αποτέλεσμα μιας δικής του κοινωνικής οργανώσεως και αποφάνσεως και δια της οποίας οργανώσεως και αποφάνσεως νομίζει, ότι αυτή η εξουσία είναι απαύγασμα της ελευθερίας της αποκλειστικά δικής του βουλήσεως. Πρόκειται ασφαλώς για μία χιμαιρική κατάσταση. Ένα βίωμα σειράς ψευδαισθήσεων.
Κατ’ αρχάς, ουδαμού απαν­τάται ένας προσδιορισμός του τι είναι ο λαός. Αυ­τός δηλαδή ο λαός, που αποφαίνεται, όπως περιγράφεται στην παρούσα παράγραφο. Σαν πολιτική οντότητα, ο λαός είναι μία οντότητα αφηρημένη χωρίς αρχή. Χωρίς τέ­λος. Το «κυρίαρχος λαός» είναι ένα αστείο με αποδέκτες τους όσους αφελείς. Ο λαός «εξουσιοδοτεί» αλλά ουδέποτε ασκεί οποιαδήποτε μορφή κυριαρχίας.
Ωστόσο μπορούμε να πούμε, ότι όσοι κατορθώνουν, μέσα από τον λαό να ριζοσπαστικοποιηθούν σε μία ουσιαστική προσπάθεια να αντιπαραταχθούν στην εξουσία, τότε θα πρέπει να τους υπολογίζουμε σαν τους αλύγιστους και ανηλεείς μελλοντικούς εξουσιαστές. Η εξουσία μαγνητίζει και υιοθετεί τους εχθρούς της και εκμεταλλεύεται την ισχύ τους.
Εκείνο που συμφέρει στην κοινωνία είναι να παραμείνει ο ριζοσπάστης στο πλευρό της και να μη καταλήξει εξουσιαστής, διότι έτσι η εξουσία θα είχε απέναντί της στοιχεία, που θα την καθιστούσαν μετριοπαθέστερη και εφεκτικότερη και όχι δυναστική και ανάλγητη.
Και ύστερα αναφύεται αριθμός ερωτημάτων. Όπως, πού είναι οι ριζοσπα­στι­κοποιημένοι πολίτες; Πού είναι οι εν δυνάμει επαναστάτες; Ποιός ενεργεί για μια απελευθέρωση από τυράννους; Ποιός είναι ικανός να ηγηθεί μιας κινήσεως για την διεκδίκηση καλυτέρων συνθηκών ζωής και εργασιακών όρων; Ποιός θα εξηγήσει στον κόσμο, ότι πρέπει να αποκατασταθεί με οποιοδήποτε τίμημα το αίσθημα αδι­κίας; Ποιός θα διδάξει στον λαό(;) τι σημαίνει αυτονομία στην σκέψη περί προόδου, πολιτισμού και εθνικής αγωγής;
Μέχρι στιγμής δεν φαίνεται κάτι στον ορίζοντα, που να προκαλέσει μία ριζο­σπαστικοποίηση, αρχικά στον τρόπο σκέψεως των Ελλήνων. Οι περισσότεροι Έλλη­νες βρίσκουν τον τρόπο να δραπετεύσουν από το αίσθημα της πολιτικο-κοινωνικής ασφυξίας με το να εκτονώνονται μέσω της κοινωνικής διαδικτύωσης. Πράγμα πολύ βολικό στους εξουσιαστές, οι οποίοι διαθέτουν τους επιστημονικούς τρόπους ελέγχου της όποιας δυναμικής που στοχεύει στην ανατροπή τους.
Μερικές φορές, ίσως ξεφεύγει η κατάσταση από την εξουσία, όπως στην περίπτωση της Αιγύπτου, αλλά το συνηθέστερον είναι, ότι η όποια διάδοση εικόνων θέσεων και οραματισμών, ουδόλως αντικτυπά στους κυβερνώντες. Η λεκτική υποκί­νηση και η ψηφιακής δικτυωματοκενρικής προκλήσεως επανάσταση δεν έχει νόημα και εμφανές αποτέλεσμα μέχρι της στιγμής, όπου οι κυβερνώντες κάνουν το λάθος να στερήσουν τους τρόπους των παραλλήλων προσπορισμών και διαφυγής των πολιτών. Τότε θα αρχίσουμε να συζητούμε για ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας, όπου θα βλέπαμε να αποτελεσματικοποιείται η αυτουργία της κοινωνίας.

Συμπέρασμα

Υπάρχει μέσα στην κοινωνία γενική ανησυχία αλλ’ ουδείς διακατέχεται από τόσο ισχυρά πεποίθηση, ώστε να ενεργήσει μόνος ή μετά πολλών προς αποκατά­σταση των κακώς κειμένων.
Η ριζοσπαστικοποίηση των ατόμων ευρίσκεται σε κατάσταση απροσδιορι­στίας, ως προς το αναγκαίον και ικανόν να αλλάξει τα νυν κοινωνικο-πολιτικά δεδο­μένα. Όταν τα άτομα περιέλθουν σε κατάσταση εξαχρειώσεως, τότε εκ των πραγ­μάτων θα ριζοσπαστικοποιηθούν και τότε αλλοίμονο στους καταραμένους.
Οι κυβερνήσεις θεωρούν τον πολίτη σαν ένα έλλογο ον, το οποίο δεν ευρί­σκεται στην «αρμόζουσα θέση» και ως εκ τούτου ο πολίτης σκέπτεται άσχημα γι αυτές. Γι αυτό λοιπόν οι κυβερνήσεις απεργάζονται τρόπους και μεθόδους να τοπο­θετήσουν τον πολίτη στην θέση, που αυτές κρίνουν, ότι ο πολίτης ταιριάζει να τοπο­θετηθεί, ώστε να «σκέπτεται σωστά». Για εκείνους, οι οποίοι σκέπτονται εχθρικά προς την εξουσία υπάρχει πρόβλεψη να απορροφώνται από αυτή με σχεδιασμό προσαρμογής των ή εκμηδενισμού των.
Οι χρηματοδότες και οι πάσης φύσεως υποστηρικτές της εξουσίας, οι οποίοι και συνιστούν την άτυπη εξουσία συντηρούν τον πλούτο τους και διεργάζονται τις όποιες μεθόδους για διατήρηση της κοινωνίας εν αιμωδία, τροφοδοτώντας τη με γνώ­σεις τέτοιες ώστε η κρίση της κοινωνίας να ανέχεται την συνέχιση του υφισταμένου συμβιβασμένου τρόπου ζωής.

Πρόταση

Εμείς οι παρατηρητές των τεκταινομένων, θα επιθυμούσαμε και θα προσ­δοκούσαμε την ριζοσπαστικοποίηση, όχι των ατόμων ή των ομάδων, αλλά αυτή των Ελληνικών κυβερνήσεων, οι οποίες οφείλουν να κατηγορηματικοποιήσουν την στάση τους έναντι των όποιων εξωτερικών παραγόντων, καταγίνονται σε «υποδείξεις» και καθορίζουν με τις ντιρεκτίβες τους την Ελληνική ζωή.
Αλλά ακόμη πιο επιτακτικά θα θέλαμε τους κυβερνώντες να ριζοσπαστικο­ποιηθούν έναντι του άλλου τους εαυτού, ώστε να σκέπτονται ελληνικότερα αντί να σκέπτονται ψάχνοντας τρόπους διατη­ρήσεώς τους στην εξουσία στο διηνεκές.
Αυτή την λύση την θεωρούμε περισσότερο βολική και ενδεδειγμένη μέσα στα πλαίσια μιας καλώς λειτουργούσης δημοκρατίας.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου