Οι εναλλακτικές λύσεις της Ιταλίας είναι είτε η επιστροφή στο εθνικό της νόμισμα, είτε η παραμονή της στην Ευρωζώνη με τις σωστές προϋποθέσεις – πιστεύοντας πως έχει διδαχθεί από την ελληνική τραγωδία, οπότε δεν θα θελήσει να διασώσει της γερμανικές και γαλλικές τράπεζες, εις βάρος των Πολιτών της.
«Οι κρίσεις σπάνια συμβαίνουν όταν τις περιμένει κανείς – ενώ σχεδόν ποτέ δεν εξελίσσονται με τον ίδιο ρυθμό. Η τυπική τους ακολουθία είναι η εξής: για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν συμβαίνει τίποτα, παρά τις αναφορές των «προφητών» με κριτήριο τους προβλεπόμενους κινδύνους.
Στη συνέχεια, ξαφνικά, εντελώς απρόοπτα, η πορεία των γεγονότων επιταχύνεται, το ένα «κτύπημα» ακολουθείται από το άλλο, ενώ σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα ξυπνάμε σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο. Οποιοσδήποτε λοιπόν έχει εφησυχάσει προηγουμένως, τώρα διδάσκεται από τα συμβάντα με έναν πολύ πιο επώδυνο τρόπο. Πιθανότατα η Ευρωζώνη βρίσκεται σε ένα τέτοιο κρίσιμο σημείο, με τον κίνδυνο διάλυσης της ξανά προ των πυλών. Είμαστε προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο;«.
Ανάλυση
Χωρίς καμία αμφιβολία η Ελλάδα έχασε το τραίνο της ανάπτυξης το 2014/15 – όπου φαινόταν καθαρά πως χρειαζόταν μία δημοσιονομική ώθηση, για να καταφέρει να ξεφύγει από την ύφεση και την κρίση. Ειδικότερα, όπως διαπιστώνεται από το γράφημα που ακολουθεί, οι δημόσιες δαπάνες (κατανάλωση συν επενδύσεις, κίτρινη καμπύλη), το ονομαστικό ΑΕΠ (καφέ) και οι κοινωνικές δαπάνες (γκρίζα), είχαν ισορροπήσει μετά τη μεγάλη πτώση τους σχεδόν στο σημείο μηδέν, ως ποσοστό του προηγουμένου έτους – οπότε ήταν αρκετή μία μικρή τόνωση της οικονομίας, για να ακολουθήσει η χώρα ανοδική πορεία.
Εν τούτοις η γερμανική κυβέρνηση υπό τον κ. Σόιμπλε αρνήθηκε στον κ. Σαμαρά τη στήριξη της οικονομίας, καθώς επίσης την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους που του είχε υποσχεθεί, με τη σαθρή δικαιολογία πως δεν τήρησε το 2014 την πολιτική των μνημονίων – παρά το ότι η στάση του αυτή ήταν θετική, κρίνοντας από την πρώτη ελπιδοφόρα άνοδο του ρυθμού ανάπτυξης (ανάλυση). Ακόμη χειρότερα, εκμεταλλευόμενη την ανοησία της επόμενης κυβέρνησης, απαγόρευσε στην Ελλάδα τη συμμετοχή στο πρόγραμμα της ΕΚΤ που ξεκίνησε το Μάρτιο (QE) και στη συνέχεια έκλεισε παράνομα τις τράπεζες της για να την εκβιάσει – οπότε τοποθέτησε κυριολεκτικά την ταφόπλακα στην πατρίδα μας.
Ως εκ τούτου η ευθύνη είναι δική της, ενώ πιθανότατα επρόκειτο για μία ύπουλη και σκόπιμη ενέργεια, αφού διαφορετικά δεν θα μπορούσε να υφαρπάξει τα περιουσιακά στοιχεία της χώρας μας και να την καταστήσει προτεκτοράτο της – με απώτερο στόχο την εκμετάλλευση της γεωπολιτικής της θέσης και των ενεργειακών αποθεμάτων της, καθώς επίσης τον έλεγχο της διέλευσης των αγωγών από τη Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη.
Σήμερα είναι η σειρά της Ιταλίας να αναμετρηθεί με τη γερμανική Ευρωζώνη, όπου άρχισαν ήδη οι βολές εναντίον της – με τις κατηγορίες για διεθνή επαιτεία, για θρασύτητα, για φοροδιαφυγή, για οκνηρία των Πολιτών της κοκ. από το κατ’ εξοχήν όργανο της γερμανικής πολιτικής, από το Spiegel. Φυσικά δεν είναι το μοναδικό, αφού συνοδεύεται από μία μεγάλη σειρά εφημερίδων και περιοδικών που επιδιώκουν τον εξευτελισμό και την τρομοκρατία της Ιταλίας – όπως ακριβώς είχε συμβεί με την Ελλάδα. Το γεγονός δε ότι η Ισπανική κυβέρνηση, φιλικά διακείμενη (λόγω της διαφθοράς της) στη Γερμανία παραπαίει, εντείνοντας τους κινδύνους για την Ευρωζώνη, διαδραματίζει επίσης το ρόλο του – παρά το ότι γίνεται προσπάθεια να μη φανεί.
Η Ιταλία πάντως, αντιμετωπίζοντας μεγάλα προβλήματα στην οικονομία της (ανάλυση), μεταξύ άλλων την κατακόρυφη άνοδο των χρεών των νοικοκυριών της από το 2014 (γράφημα), ενώ είναι η μοναδική χώρα που δεν αυξήθηκε ποτέ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της μετά την υιοθέτηση του ευρώ, δεν θα έπρεπε να έχει μία τέτοια αντιμετώπιση – η οποία αυξάνει τη νευρικότητα στις αγορές, με αποτέλεσμα να κινούνται έντονα ανοδικά τα επιτόκια δανεισμού της (κάτι που θεωρείται καταστροφικό για ένα χρέος της τάξης των 2,3 τρις €).
Αντίθετα, αυτό που χρειάζεται είναι μία δημοσιονομική ώθηση, όπως η Ελλάδα το 2014, για να ξεφύγει από την κρίση – κρίνοντας μεταξύ άλλων από τις καθαρές επενδύσεις στον πάγιο εξοπλισμό της, οι οποίες έχουν μεν μία συνεχή πτωτική πορεία από το 1960 (γράφημα), αλλά κατόρθωσαν να ανακάμψουν πρόσφατα.
Βέβαια, οι προεκλογικές υποσχέσεις των κομμάτων της νέας κυβέρνησης της ήταν μεγάλες – μεταξύ των οποίων η διαγραφή ενός μέρους του δημοσίου χρέους, χωρίς την οποία η χώρα θα δυσκολευθεί πολύ να τα καταφέρει. Εν τούτοις έχουν τη λογική τους και δεν ήταν καθόλου λαϊκίστικες, όπως θέλουν να τις παρουσιάσουν οι Γερμανοί, επειδή εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους – κάτι που θα φανεί στη συνέχεια.
Η λογική της διαγραφής χρέους
Ειδικότερα, από μία συγκεκριμένη οπτική γωνία η διαγραφή χρέους δεν είναι καθόλου παράλογη – με την έννοια πως τα χρέη αυτά δημιουργήθηκαν κατά ένα μεγάλο μέρος τους πριν από πολλά χρόνια, όπως ακριβώς και τα ελληνικά, οπότε δεν είναι δίκαιο να πληρώνουν οι σημερινοί Πολίτες της χώρας κάτι που προκάλεσαν οι παππούδες της.
Όσον αφορά δε τις κατηγορίες των Γερμανών, σύμφωνα με τις οποίες οι Ιταλοί έχουν την έμφυτη τάση να δημιουργούν χρέη, είναι ιστορικά εντελώς ανόητες – αφού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 οι οφειλές τους δεν αυξάνονταν περισσότερο από αυτές των Γερμανών (ισχύει επίσης για την Ελλάδα). Τη δεκαετία του 1990 και μετά το 2000 δε, αυξάνονταν μόλις κατά 10% του ΑΕΠ – έναντι άνω του 20% των Γερμανών (η διαφορά ήταν πως το ιταλικό ΑΕΠ παρέμενε στάσιμο, ενώ το γερμανικό αυξανόταν.
Συνεχίζοντας, τα χρέη της Ιταλίας αυξήθηκαν μεταξύ της δεκαετίας του 1980 και αυτής του 1990 (γράφημα) – από το 40% στο 120% του ΑΕΠ (όπως περίπου της Ελλάδας). Έκτοτε αυτό το χρέος επιβαρύνει τη χώρα, με δραματικές συνέπειες για την οικονομία της – αφού για τόσο υψηλά χρέη πληρώνονται αυτόματα κάθε χρόνο μεγάλα ποσά τόκων, τα οποία απορροφούν ένα σημαντικό μέρος των φορολογικών εσόδων της χώρας. Εκτός αυτού, είναι γνωστό πως εάν τα επιτόκια είναι υψηλότερα από το ρυθμό ανάπτυξης, τότε αυξάνεται το χρέος ως προς το ΑΕΠ – ενώ δεν είναι αρκετός ούτε ένας ισοσκελισμένος προϋπολογισμός για τη μείωση τους.
Αναλυτικότερα, για να μειωθεί το χρέος πρέπει ο εκάστοτε υπουργός οικονομικών να εισπράττει σταθερά πολύ περισσότερα από όσα δαπανά, εκτός από την κάλυψη των τόκων – όπως συνέβη στην Ιταλία μετά το 1994. Από το 2013 έως το 2017 το πρωτογενές πλεόνασμα της Ιταλίας ήταν κατά μέσον όρο 3% – γεγονός που, με εξαίρεση την Ελλάδα, δεν συνέβη σε καμία άλλη χώρα της Ευρωζώνης. Όσον αφορά δε το δημοσιονομικό έλλειμμα, ήταν σταθερά κάτω του 3% που επιβάλλει η συμφωνία του Μάαστριχτ – κάτι που υποδηλώνει μία υποδειγματική συμπεριφορά της χώρας.
Το γεγονός όμως αυτό, πόσο μάλλον της Ελλάδας με δημοσιονομικό πλεόνασμα μετά το 2016, έχει τη σκοτεινή του πλευρά, αφού το ιταλικό κράτος αφαιρεί κάθε χρόνο από τους Πολίτες και τις επιχειρήσεις ποσά που υπερβαίνουν τα 50 δις €, για την εξυπηρέτηση των τόκων των παλαιών χρεών του – είτε με τη μείωση των δαπανών, είτε με την αύξηση των φόρων. Ως εκ τούτου ο ιδιωτικός τομέας έχει λιγότερα χρήματα για να πληρώσει τα χρέη του, να καταναλώσει ή/και να επενδύσει, ενώ το δημόσιο επίσης για να δαπανήσει ή/και να επενδύσει – όταν παρόλα αυτά, λόγω των τόκων, τα χρέη του αυξάνονται.
Όταν τώρα το κράτος αφαιρεί τόσο μεγάλα ποσά από την οικονομία, επενδύοντας ταυτόχρονα λιγότερα στο μέλλον της χώρας, τότε είναι εύλογη η αδυναμία ανάπτυξης του – παρά το ότι δεν είναι η μοναδική αιτία. Σε κάθε περίπτωση, με κριτήριο την άνοδο των ιταλικών εξαγωγών κατά 5% το προηγούμενο έτος, υψηλότερη από αυτήν της Γερμανίας, δεν μπορεί κανείς να ισχυρίζεται πως η χώρα δεν είναι ανταγωνιστική – πόσο μάλλον όταν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της είναι θετικό μετά το 2013, σήμερα στο 2,8%.
Οι εναλλακτικές λύσεις
Περαιτέρω, από την πλευρά της Γερμανίας υπάρχουν δύο δυνατότητες κατά ορισμένους λογικά σκεπτόμενους Γερμανούς (T. Fricke) :
(1) είτε να συμπεριφερθεί στην Ιταλία όπως στην Ελλάδα, λέγοντας πως αδιαφορεί για το γεγονός ότι, η χώρα υπερχρεώθηκε από τους παππούδες των σημερινών Ιταλών και πρέπει να συνεχίσει να πληρώνει τα χρέη τους – αναλαμβάνοντας το ρίσκο της εξόδου της Ιταλίας από την Ευρωζώνη και της πυρηνικής έκρηξης που θα προκαλούταν στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο σύστημα, είτε(2) να παραδεχθεί πως και η ίδια δεν θα είχε καταφέρει να πληρώσει τα παλαιά χρέη της, (α) εάν δεν είχε βοηθηθεί στις αρχές του 2000 από την ΕΚΤ (ανάλυση), (β) εάν δεν είχε εκμεταλλευτεί τους εταίρους της με την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα και το μισθολογικό dumping, καθώς επίσης (γ) εάν δεν είχε χρησιμοποιήσει την ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2010 για να αυξήσει τα πλεονάσματα της στα ύψη (στα σχεδόν 300 δις $ ετησίως) και να μειώσει στο ναδίρ τα επιτόκια δανεισμού της, κερδίζοντας επί πλέον ποσά που υπερβαίνουν τα 250 δις €.
Εάν η Γερμανία επιλέξει το πρώτο, έχοντας την ψευδαίσθηση πως η Ιταλία δεν έχει διδαχθεί τίποτα από την ελληνική τραγωδία και θα δεχθεί να διασώσει τις γερμανικές και γαλλικές τράπεζες εις βάρος των Πολιτών της, τότε θα κάνει λάθος – οδηγώντας στην καταστροφή το δικό της χρηματοπιστωτικό σύστημα, το ευρωπαϊκό και ενδεχομένως το παγκόσμιο, εάν υποθέσουμε πως θα της το επιτρέψουν οι Η.Π.Α.
Εάν αποδεχθεί το δεύτερο, κατανοώντας πως η σωστή λύση είναι να υιοθετήσει η Ευρωζώνη κανόνες που θα επιτρέψουν στην ιταλική κυβέρνηση να επενδύσει ξανά στο μέλλον της χώρας παρά τα παλαιά χρέη, έτσι ώστε να τα μειώσει αναπτυσσόμενη, να αυξήσει δηλαδή τον παρανομαστή του κλάσματος Χρέος/ΑΕΠ αντί να προσπαθεί χωρίς αποτέλεσμα να μειώσει τον αριθμητή, τότε θα αποφευχθεί η καταστροφή.
Σε μία τέτοια περίπτωση όμως θα αναγκασθεί να προσφέρει την ίδια λύση στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης και κυρίως στην Ελλάδα – την οποία έχει κυριολεκτικά εκμηδενίσει. Υπάρχει περίπτωση να συμβεί; Ασφαλώς και μάλιστα οι πιθανότητες είναι πολύ μεγάλες, αρκεί η ιταλική κυβέρνηση να μην υποκύψει όπως η ελληνική, παραμένοντας σταθερή σε μία ορθολογική θέση – κατανοώντας πως τα περί διπλού νομίσματος είναι ανοησίες, με την έννοια πως είτε επιστρέφει στο εθνικό της νόμισμα αναλαμβάνοντας όα τα ρίσκα, είτε παραμένει στο ευρώ, εξασφαλίζοντας τις σωστές προϋποθέσεις.
Επίλογος
Η Ιταλία αποτελεί μία πολύ μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα, ίσως την τελευταία της – αφού η πατρίδα μας είναι απόλυτα εγκλωβισμένη από όλες τις πλευρές, έχοντας ελάχιστες δυνατότητες να ξεφύγει από την παγίδα, στην οποία την έχουν οδηγήσει οι ανόητες ή/και διεφθαρμένες κυβερνήσεις της. Στα πλαίσια αυτά, το ελληνικό πολιτικό σύστημα και όλα τα ΜΜΕ πρέπει να σταθούν σύσσωμα στο πλευρό της, καθώς επίσης να παρακολουθούν στενά όλα όσα συμβαίνουν στη χώρα σε σχέση με την Ευρώπη – συνειδητοποιώντας πως δεν υπάρχει σήμερα τίποτα πιο σημαντικό.
Όλες αυτές οι ηλιθιότητες δε περί του ότι, το ύψος του χρέους μας δεν είναι το νούμερο ένα πρόβλημα μας, πρέπει να σταματήσουν – αφού έχει τεκμηριωθεί από την Ιταλία και όχι μόνο πως το (εξωτερικό) χρέος είναι αυτό που εμποδίζει την ανάπτυξη, αφαιρώντας πολύτιμους πόρους από την εγχώρια οικονομία, χωρίς φυσικά να σημαίνει πως είναι το μοναδικό.
Το να πληρώνουν τώρα οι σημερινοί Έλληνες τα χρέη των παππούδων τους με τίμημα την απώλεια της εθνικής τους κυριαρχίας, των περιουσιακών τους στοιχείων, των κοινωφελών τους επιχειρήσεων κοκ., ναρκοθετώντας το μέλλον των παιδιών και των παιδιών των παιδιών τους, αναγκαζόμενοι επί πλέον να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους για να μη μετατραπούν σε σκλάβους χρέους ή σε θύματα των νέων γερμανικών κρεματορίων, είναι εντελώς απαράδεκτο – οπότε πρέπει όλοι μαζί να αγωνιστούμε μαζί με τους Ιταλούς, τους Ισπανούς και όλους τους άλλους, με στόχο να βρεθεί μία έντιμη, δίκαιη και ρεαλιστική λύση για το κοινό καλό.
Αθήνα, 27. Μαΐου 2018
Οικονομολόγος
Πηγές: H. Muller, Fricke
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου