MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

Η απονέκρωση της Ελλάδας

Εάν η σωτηρία της χώρας μας, για την οποία είναι απολύτως απαραίτητη πια η ονομαστική διαγραφή μεγάλου μέρους του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, καθώς επίσης η κατάργηση των μνημονίων, προϋπέθετε την έξοδο της από την Ευρωζώνη ή/και την ΕΕ, δεν θα διστάζαμε καθόλου – παρά το ότι δεν οφειλόταν στην Ευρώπη η υπερχρέωση μας, ενώ το κόστος θα ήταν τεράστιο.

«Το 67% των Ελλήνων τάσσεται υπέρ της παραμονής της χώρας στην ΕΕ, αλλά ταυτόχρονα μόνο το 26% αναγνωρίζει οφέλη της Ελλάδας από τη συμμετοχή της στην ΕΕ – ενώ το 58% θεωρεί ότι έχει υπάρξει βλάβη από αυτήν τη συμμετοχή» (Έρευνα MRB). 

Ανάλυση 

Το νούμερο ένα πρόβλημα της Ελλάδας είναι το χρέος: δημόσιο και ιδιωτικό. Όσον αφορά το δημόσιο χρέος, σημαντικότερο είναι το εξωτερικό – αυτό δηλαδή σε ξένο νόμισμα, το οποίο ευρίσκεται στα χέρια των διεθνών αγορών, κρατών και οργανισμών. Η αιτία είναι το ότι, μία χώρα χρεοκοπεί από το εξωτερικό χρέος, συνήθως όταν υπερβεί το 50-60% του ΑΕΠ της, αφού δεν μπορεί να τυπώνει ξένα νομίσματα για να το εξυπηρετεί – σημειώνοντας πως η Ιαπωνία, με δημόσιο χρέος σήμερα στο 250,4% του ΑΕΠ της (πηγή), δεν χρεοκοπεί επειδή το 90% περίπου είναι στο δικό της νόμισμα και απέναντι σε εγχώριους επενδυτές που εμπιστεύονται την πατρίδα τους (οι Έλληνες όχι) συν την κεντρική της τράπεζα, τοκιζόμενο με αμελητέα επιτόκια.

Το δημόσιο χρέος τώρα αυξάνεται από τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, τα οποία είναι παρόμοια με τις ζημίες στις επιχειρήσεις – ενώ μειώνεται αφενός μεν με τα δημοσιονομικά πλεονάσματα (=μετά την πληρωμή τόκων, καθαρά κέρδη για τις επιχειρήσεις), αφετέρου με τις ιδιωτικοποιήσεις ή/και με όποια άλλα πάγια (ακίνητα, οικόπεδα, μετοχές) πουλάει το κράτος. Όσον αφορά τη βιωσιμότητα του ή μη, εξαρτάται (α) από τη σχέση του ως προς το ΑΕΠ και (β) από το κόστος (τόκους) εξυπηρέτησης του.

Για παράδειγμα, το 2009 το αναθεωρημένο ελληνικό ΑΕΠ ήταν 235 δις € (πηγή), ενώ το αναθεωρημένο δημόσιο χρέος (με τα ελλείμματα της ΕΛΣΤΑΤ ύψους περί τα 36 δις €) στα 299,7 δις € – οπότε στο 127,5% του ΑΕΠ. Το πρόβλημα τότε ήταν τα τεράστια ελλείμματα, η κατοχή του σχεδόν κατά 90% από ξένους, καθώς επίσης το ότι εκφραζόταν σε συνάλλαγμα – αφού το ευρώ δεν εκδίδεται από την Ελλάδα. Εάν όμως η κυβέρνηση δεν διέσυρε διεθνώς την Ελλάδα, μείωνε τα ελλείμματα και στηριζόταν από την ΕΚΤ, όπως όλα τα κράτη της Ευρωζώνης μετά το 2012, το δημόσιο χρέος θα ήταν βιώσιμο – ενώ είχε πολλές άλλες λύσεις στη διάθεση της.

Σήμερα το δημόσιο χρέος πλησιάζει τα 330 δις €, αφού προστέθηκαν ελλείμματα ύψους περί τα 4 δις € από το 2017, ενώ το ΑΕΠ μας στα 176,5 δις € – οπότε στο 187%. Εάν το ΑΕΠ μας ήταν όσο το 2009, τότε το χρέος μας θα ήταν στο 140% – ενώ εάν το ΑΕΠ είχε αυξηθεί μόλις κατά 2% ετήσια μετά το 2009, άρα στα 275 δις €, τότε το χρέος μας θα είχε μειωθεί το 2017 στο 120% του ΑΕΠ.

Η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται επί πλέον από το κόστος εξυπηρέτησης του, το οποίο πρέπει να είναι τέτοιο που να μην το αυξάνει σε σχέση με το ΑΕΠ – γεγονός που σημαίνει ότι, το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού (=ονομαστικό μείον τον πληθωρισμό ή συν τον αποπληθωρισμό) πρέπει να είναι χαμηλότερο από τον πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης.

Στα πλαίσια αυτά η Ελλάδα, με ρυθμό ανάπτυξης στο 1,4% και με αποπληθωρισμό 0,2% (πηγή), θα έπρεπε να πληρώνει επιτόκιο κάτω από 1,2% για να μην αυξάνεται το χρέος της και να είναι βιώσιμο – οπότε η έξοδος στις αγορές με το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου στο 4,3% θα αύξανε το χρέος περί το 3% ετησίως στο εκάστοτε δανειζόμενο ποσόν (ως προς το ΑΕΠ). Το ποσόν δε αυτό θα έπρεπε να καλύπτεται είτε με νέα μέτρα, είτε με εκποίηση παγίων περιουσιακών στοιχείων για να μην αυξάνεται το χρέος – κάτι που φυσικά δεν βρίσκει σύμφωνους τους δανειστές, αφού τόσο με τα μέτρα, όσο και με τις ιδιωτικοποιήσεις θέλουν να περιορίσουν το χρέος.

Περαιτέρω, το δημόσιο χρέος υπολογίζεται επίσης σε σχέση με τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία της χώρας (=αφαιρουμένων των δανείων τους) – όπου μόνο η ακίνητη περιουσία του κράτους το 2009, με αντικειμενικές τιμές, ήταν της τάξης των 272 δις € (πηγή). Εάν εδώ προσέθετε κανείς τις δημόσιες επιχειρήσεις, θα υπερέβαινε τα 300 δις €, οπότε καλυπτόταν το χρέος – γεγονός που σημαίνει ότι, η Ελλάδα είχε τότε πρόβλημα ρευστότητας και όχι φερεγγυότητας. Σήμερα οι τιμές αυτές έχουν υποτιμηθεί κατά πολύ, λόγω της κρίσης, οπότε η χώρα μας έχει πια τεράστιο πρόβλημα φερεγγυότητας – δηλαδή, ούτε από αυτήν την οπτική γωνία δεν είναι πλέον βιώσιμο το χρέος. 

Εκτός αυτού, το δημόσιο χρέος μίας χώρας που δεν έχει χρεοκοπήσει επίσημα υπολογίζεται και σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία των Πολιτών της, αφού αυτοί καλούνται να το εξυπηρετήσουν – όπου τα ακίνητα των Ελλήνων το 2009 ήταν αξίας περίπου 1,1 τρις € και οι καταθέσεις 237,5 δις € (γράφημα). Συνολικά λοιπόν περί το 1,35 τρις € το 2009 – άρα 4,5 φορές το χρέος της χώρας. Σήμερα η αξία των ακινήτων υπολογίζεται στα 500 δις € και οι καταθέσεις στα 124 δις € (Νοέμβριος 2017) – συνολικά 624 δις €, οπότε μόλις 1,89 φορές το ΑΕΠ της χώρας. Εάν από τα 500 δις € δε αφαιρέσει κανείς τα 100 δις € κόκκινα δάνεια προς τις τράπεζες, τότε τα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία θα μειωθούν στις 1,58 φορές του χρέους – οπότε ασφαλώς δεν είναι βιώσιμο ούτε από αυτήν την πλευρά (=σχεδόν τριπλάσιο συγκριτικά με το 2009, σε όρους περιουσιακών στοιχείων). 

Τέλος το δημόσιο χρέος μίας χώρας, όταν δεν έχει χρεοκοπήσει επίσημα, υπολογίζεται επίσης σε σχέση με τα εισοδήματα των Πολιτών της – στα οποία επιβάλλονται φόροι για την πληρωμή του. Εν προκειμένω, με δεδομένη την πτώση των εισοδημάτων κατά 50% περίπου, το δημόσιο χρέος είναι διπλάσιο συγκριτικά με το 2009 σε όρους εισοδημάτων – πολλαπλάσιο δε σε όρους ακίνητης περιουσίας του δημοσίου, ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων κοκ.

Το ιδιωτικό χρέος 

Περαιτέρω, στην Ελλάδα υπάρχει μία εκτόξευση του κόκκινου ιδιωτικού χρέους, από 10-20% του ΑΕΠ το 2009 σε άνω του 130% σήμερα – αλλά τόσο το χρέος των νοικοκυριών ως προς το ΑΕΠ έχει μειωθεί από το 66% στο 53% (γράφημα, μπλε στήλη αριστερή κάθετος) παρά την κατάρρευση του ΑΕΠ, όσο και του ιδιωτικού τομέα συνολικά (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος). 

Σημαντικό εν προκειμένω είναι το εξωτερικό ιδιωτικό χρέος, το οποίο αυξάνεται όταν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μίας χώρας είναι ελλειμματικό, όπως της Ελλάδας για πάρα πολλά χρόνια – επειδή τα εμπορεύματα και οι υπηρεσίες που εξάγει ένα κράτος για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του πληθυσμού του, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, της ναυτιλίας κλπ., δεν αρκούν για να πληρώσει (οι Πολίτες του) αυτά που εισάγει. Ως εκ τούτου η διαφορά καλύπτεται με τον ξένο δανεισμό, ο οποίος μειώνει μεν την ισοτιμία ενός νομίσματος, αλλά βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα της χώρας – κάτι που φυσικά δεν συμβαίνει με τα κράτη μέλη του ευρώ. 

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας τώρα δεν ισοσκελίσθηκε με την αύξηση των εξαγωγών αλλά, κυρίως, με τη μείωση των εισαγωγών – εις βάρος δηλαδή του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων. Έτσι η πορεία του ήταν ακριβώς αντίθετη από το ΑΕΠ (γράφημα) – ενώ δυστυχώς άρχισαν ξανά να αυξάνονται τα ελλείμματα του (μπλε στήλες, αριστερή κάθετος), όταν ο ρυθμός ανάπτυξης έγινε θετικός. 

Η αιτία βέβαια είναι το ότι, κατά τη διάρκεια των μνημονίων έχει αποψιλωθεί εντελώς ο παραγωγικός ιστός της χώρας – οπότε η εξάρτηση της από τις εισαγωγές είναι τεράστια, ενώ ακόμη και οι εξαγωγές της εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις πρώτες ύλες που εισάγει. Ευτυχώς δε που κατά καλή μας τύχη μειώθηκε σημαντικά η τιμή του πετρελαίου, από σχεδόν 120 $ το 2011 στα 35 $ το 2016 – έχοντας σήμερα αυξηθεί ξανά, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό (γράφημα). Η πτώση της τιμής του πετρελαίου ωφέλησε πάντως την Ελλάδα κατά περίπου 11 δις € – τα οποία βοήθησαν τόσο την εσωτερική κατανάλωση, όσο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Εν τούτοις, δεν φάνηκε σχεδόν καθόλου στα μεγέθη της – αφού μόλις το 2017 είχαμε ανάπτυξη 1,4% παρά την πτώση των τιμών του πετρελαίου και τη συγκυριακή άνοδο του τουρισμού.

Συνεχίζοντας, το ιδιωτικό χρέος ενός κράτους δεν υπολογίζεται μόνο ως προς το ΑΕΠ του, όπου είδαμε πως μειώθηκε σημαντικά παρά την πτώση του ΑΕΠ – αλλά, επί πλέον, ως προς τα εισοδήματα των Πολιτών, καθώς επίσης ως προς τα πάγια περιουσιακά τους στοιχεία. Εν προκειμένω, τόσο τα εισοδήματα, όσο και τα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων μειώθηκαν πάνω από 50% σε σχέση με το 2009 – λόγω της πτώσης των μισθών, των συντάξεων, των ενοικίων, της ανεργίας, των κερδών των επιχειρήσεων, της αύξησης της φορολογίας κοκ. 

Ως εκ τούτου, μπορεί να περιορίσθηκε ονομαστικά, αλλά σχεδόν διπλασιάστηκε στην πραγματικότητα σε όρους εισοδημάτων ή περιουσιακών στοιχείων – οπότε έγινε μη βιώσιμο για έναν μεγάλο αριθμό Ελλήνων, με αποτέλεσμα να εκτοξευθούν τα κόκκινα δάνεια στα ύψη, να χρεοκοπήσουν χιλιάδες επιχειρήσεις, να υπερχρεωθούν οι τράπεζες, να αυξηθούν τα χρέη στο δημόσιο ή στους ασφαλιστικούς οργανισμούς κοκ.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, με κριτήριο την παραπάνω μικρή ανάλυση, έχουν πλέον χάσει εντελώς την πιστοληπτική τους ικανότητα τόσο το δημόσιο (τα περί καθαρής και άρα βιώσιμης εξόδου στις αγορές είναι αηδίες), όσο και ο ιδιωτικός τομέας στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του – με τα χρήματα ή με τα τραπεζικά δάνεια στη δεύτερη περίπτωση να συγκεντρώνονται σε όλο και λιγότερους, οι οποίοι γίνονται όλο και πλουσιότεροι, εξαγοράζοντας σε τιμές εκποίησης τα περιουσιακά στοιχεία των υπολοίπων (φυσικά μαζί με τους ξένους). Επομένως, πράγματι βαθαίνει το σκοτάδι στο γαλάζιο ελληνικό ουρανό – όσο απαισιόδοξο και αν ακούγεται κάτι τέτοιο.

Το ερώτημα που απασχολεί τώρα την ελληνική κοινωνία είναι εάν φταίει η Ευρωζώνη ή/και η ΕΕ για την καταστροφή που βιώνουμε. Δυστυχώς, η λογική, ψύχραιμη απάντηση είναι όχι, αφού κάτι ανάλογο έχει παρατηρηθεί σε πολλές άλλες χώρες, στις οποίες εφαρμόσθηκε μία ανάλογη πολιτική με τα μνημόνια, χωρίς να ανήκουν σε μία Ευρωζώνη ή στην ΕΕ – όπως στη Βραζιλία, όταν αλώθηκε από το ΔΝΤ (ανάλυση).

Από την άλλη πλευρά το παράδειγμα της Ολλανδίας, η οποία είναι μέλος της Ευρωζώνης και της ΕΕ, έχοντας έκταση (ξηρά) μόλις 33.893 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 17.188.322 κατοίκους, έναντι 130.647 της Ελλάδας με 10.757.300 κατοίκους (21.439 η Πελοπόννησος), αποδεικνύει πως δεν φταίνε ούτε το ευρώ, ούτε η ΕΕ για την κατάρρευση μας – αφού μία τόσο προβληματική χώρα, από πλευράς κλίματος και στάθμης της θάλασσας, έχει καταφέρει να είναι η δεύτερη μεγαλύτερη παγκοσμίως στις εξαγωγές τροφίμων (94 δις € το 2016, έναντι περίπου 5 δις € της Ελλάδας), με συνολικές εξαγωγές 526,4 δις $ σε ένα ΑΕΠ ύψους 824,5 δις € (σχεδόν 64% όταν της Ελλάδας είναι κάτω από το 15%).

Φυσικά η Ευρωζώνη έχει σημαντικότατα μειονεκτήματα, κυρίως λόγω της εσφαλμένης δομής της και της πολιτικής της φτωχοποίησης του γείτονα της Γερμανίας, τα οποία επιδεινώνουν την οικονομική κατάσταση πολλών εταίρων της, αλλά δεν είναι δυστυχώς αυτή το πρόβλημα της Ελλάδας – στην οποία από αρκετά χρόνια τώρα δεν δημιουργείται πλούτος, ενώ έχουν συσσωρευτεί πάρα πολλά προβλήματα (όπως η πολιτική διαφθορά, η γραφειοκρατία, η διαπλοκή, η μη οργάνωση, οι ελλειμματικοί θεσμοί κοκ.).

Δυστυχώς δε τα προβλήματα αυτά όχι μόνο δεν επιλύθηκαν από την εγκληματική πολιτική των μνημονίων που μας επιβλήθηκε, για την οποία είναι απολύτως υπεύθυνη η γερμανική κυβέρνηση και το ΔΝΤ αλλά, αντίθετα, επιδεινώθηκαν – ενώ ο στόχος της Γερμανίας κυρίως είναι η υφαρπαγή της δημόσιας και της ιδιωτικής μας περιουσίας, καθώς επίσης η μετατροπή μας σε φθηνούς σκλάβους χρέους στο διηνεκές. 

Στα πλαίσια αυτά, εάν η σωτηρία της χώρας μας (για την οποία είναι απολύτως απαραίτητη πια η ονομαστική διαγραφή μεγάλου μέρους του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, καθώς επίσης η κατάργηση των μνημονίων πριν ακόμη απονεκρωθεί εντελώς) προϋπέθετε την έξοδο της από την Ευρωζώνη ή/και την ΕΕ, δεν θα διστάζαμε καθόλου – παρά το ότι δεν οφειλόταν στην Ευρώπη η υπερχρέωση μας, ενώ η σημερινή καταστροφή είναι ευθύνη κυρίως των πολιτικών κομμάτων και των μνημονίων που αποδέχθηκαν, συν το PSI βέβαια (αν και το κόστος στο βιοτικό μας επίπεδο δεν θα ήταν καθόλου αμελητέο).

Με αυτό το κομματικό σύστημα πάντως που έχουμε, με αυτές τις αντιλήψεις και χωρίς δημιουργία πλούτου είτε με ευρώ, είτε με δολάριο, είτε με γεν, είτε με εθνικό νόμισμα, πάλι εδώ θα καταλήγαμε – όσο οδυνηρό και αν ακούγεται κάτι τέτοιο.

Οικονομολόγος

Πηγή : https://analyst.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου