Πιθανολογείται πως η μεγαλύτερη «δομική αλλαγή» της εποχής μας θα είναι η διάλυση τόσο της Ευρωζώνης, όσο και της ΕΕ, την οποία έχει μάλλον προβλέψει η Μ. Βρετανία αποχωρώντας – ένα ενδεχόμενο που θα προκαλούσε παγκόσμιο κραχ, βυθίζοντας τη Δύση στο χάος
«Η συμβουλή διενέργειας διαρθρωτικών, δομικών αλλαγών είναι ασφαλής ως πρόταση. Η αιτία είναι το ότι, κανένας δεν γνωρίζει τι ακριβώς σημαίνει η φράση. Εάν λοιπόν οι οικονομία αναπτύσσεται, τότε αυτός που έχει προτείνει τις διαρθρωτικές αλλαγές λέει: όπως σου το είπα. Εάν η οικονομία δεν αναπτύσσεται, τότε λέει: δεν έκανες διαρθρωτικές αλλαγές. Ως εκ τούτου, μονά-ζυγά δικά του» (K. Basu, επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, με παρεμβάσεις).
Ανάλυση
Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η Γερμανία θα ξεπεράσει την Κίνα το 2016, όσον αφορά το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της σε απόλυτο μέγεθος (σε ποσοστιαίο την έχει ξεπεράσει προ πολλού, όπως φαίνεται από το επόμενο γράφημα) – επιτυγχάνοντας το γιγαντιαίο ποσόν των 310 δις $ (25 δις $ περισσότερα από το 2015), όταν η Κίνα δεν θα υπερβεί τα 260 δις $, με τρίτη κατά σειρά την Ιαπωνία, στα 170 δις $ (πηγή).
Επεξήγηση γραφήματος: Ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών ως προς το ΑΕΠ της Γερμανίας (γαλάζιες στήλες, αριστερή κάθετος), σε σύγκριση με την Κίνα (διακεκομμένη καμπύλη, δεξιά κάθετος).
Το γεγονός αυτό έχει ανησυχήσει το υπουργείο οικονομικών των Η.Π.Α. το οποίο είναι πολύ σωστά της άποψης ότι, τα γερμανικά πλεονάσματα αποτελούν έναν σημαντικότατο κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του πλανήτη – αφού εκείνες οι χώρες που εμφανίζουν πολύ μεγάλα πλεονάσματα συμβάλλουν στην υπερχρέωση των ελλειμματικών (πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα), επειδή οι τελευταίες υποχρεώνονται να χρηματοδοτήσουν τις εισαγωγές τους.
Υπάρχει βέβαια μία ακόμη όψη του νομίσματος, την οποία έχει ίσως αντιληφθεί η Κίνα, αυξάνοντας τις εισαγωγές από τις γειτονικές της χώρες και ενισχύοντας ταυτόχρονα την εσωτερική της κατανάλωση – για να μην εξαρτάται τόσο από τις εξαγωγές, καθώς επίσης για να μην αποτελεί στόχο. Σύμφωνα με αυτήν, η Γερμανία δωρίζει το 1/11 περίπου του ΑΕΠ της, τα πλεονάσματα της δηλαδή, στο εξωτερικό – αφού αντίστοιχα ποσά χρηματοδοτούν τις ελλειμματικές χώρες αντί να επενδύονται στο εσωτερικό, για να μην αυξηθούν οι αμοιβές των εργαζομένων της και μειωθεί η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας. Ως εκ τούτου, θα είναι η μεγάλη χαμένη εάν συμβεί ένα παγκόσμιο κραχ, με αποτέλεσμα να αθετήσουν πολλές μαζί χώρες τις πληρωμές τους – ειδικά ο ευρωπαϊκός Νότος.
Εάν τώρα ρωτήσει κανείς τη Γερμανία σχετικά με το που οφείλεται η επιτυχία της, δεν θα λάβει τη σωστή απάντηση – η οποία είναι ουσιαστικά ο άκρατος μερκαντιλισμός που έχει υιοθετήσει, σε συνδυασμό με το υποτιμημένο «γερμανικό ευρώ», λόγω της κρίσης των εταίρων της. Με κριτήριο δε τη σταθμισμένη ισοτιμία του «νομίσματος» της (ανάλυση), τα προϊόντα της είναι 25% φθηνότερα από τα ιταλικά, 20% από τα γαλλικά κοκ. – οπότε είναι λογικό να αυξάνονται συνεχώς οι εξαγωγές της, εκτοπίζοντας από τις αγορές όλους τους άλλους ανταγωνιστές της.
Η απάντηση που θα λάβει είναι το ότι, έχει διενεργήσει τις σωστές διαρθρωτικές αλλαγές στο παρελθόν – κάτι που δεν κατάφεραν ποτέ οι ελλειμματικές χώρες, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα ελλείμματα τους, τα χρέη τους, η ανεργία κοκ. Εν τούτοις, κανένας δεν μπορεί να ορίσει τι ακριβώς σημαίνει η συγκεκριμένη ορολογία – ούτε καν ο επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, όπως φαίνεται από την εισαγωγή του κειμένου.
Σε κάθε περίπτωση, ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, κανένας δεν είναι σε θέση να καταλάβει πώς θα μπορούσαν να δρομολογηθούν οι όποιες διαρθρωτικές αλλαγές, με δημόσιο χρέος που θα φτάσει σύντομα στο 200% του ΑΕΠ και με ελλείμματα που δυστυχώς συνεχίζονται – ακόμη και αν δεν λάβει καθόλου υπ’ όψιν του το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος που έχει υπερβεί πια τα 230 δις € και το 130% του ΑΕΠ!
Σε εκείνους δε που θεωρούν πως το χρέος είναι βιώσιμο, οπότε δεν απαιτείται διαγραφή, καθώς επίσης ότι στην Ελλάδα θα διενεργηθούν επενδύσεις, ενώ θα καταφέρει να βγει στις αγορές, θα τους λέγαμε πως πρέπει να συγκρίνουν τη χώρα με μία επιχείρηση – η οποία χρωστάει κατ’ αντιστοιχία το τζίρο της δύο ολόκληρων ετών (ΑΕΠ για το κράτος), ενώ συνεχίζει να παρουσιάζει μεγάλες ζημίες (έλλειμμα για το κράτος).
Ποιός αλήθεια θα θεωρούσε βιώσιμο το χρέος της επιχείρησης αυτής, η οποία θα έπρεπε να εισπράττει για δύο συνεχόμενα χρόνια χωρίς να πληρώνει κανέναν για να ξεχρεωθεί, χωρίς διαγραφή; Τι μας διδάσκει το πρόσφατο παράδειγμα της Μαρινόπουλος; Ποιός θα επένδυε όταν η ζήτηση συνεχώς μειώνεται, προβλέποντας επί πλέον τη χρεοκοπία της χώρας; Ποιός θα τη χρηματοδοτούσε, έχοντας τη βεβαιότητα ότι θα χρειαστεί διαγραφή δανείων και άρα θα κινδινεύσει να χάσει τα χρήματα του;
Ανεξάρτητα όμως από την Ελλάδα, είναι σωστό να εξετασθεί τι σημαίνει η ορολογία «διαρθρωτικές αλλαγές» – ειδικά επειδή δεν υπάρχει κανένας αναγνωρισμένος ορισμός της, ο οποίος να είναι διεθνώς αποδεκτός. Στα πλαίσια αυτά τα εξής:
Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας
Στην οικονομική επιστήμη, όταν αναφέρεται κανείς σε διαρθρωτικές ή δομικές αλλαγές, εννοεί μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας ή στην αγορά αγαθών – με βάση τις οποίες αλλάζουν σημαντικά οι μακροπρόθεσμες οικονομικές συνθήκες. Θεωρούμε εδώ απαραίτητο να προσεχθεί ιδιαίτερα η λέξη «μακροπρόθεσμες», όσον αφορά την Ελλάδα, επειδή η χώρα μας, με κριτήριο τα οικονομικά της μεγέθη, ασφαλώς δεν έχει το χρόνο να περιμένει, ενώ δεν υπάρχουν καν οι προϋποθέσεις – όπως έχει συμβεί, για παράδειγμα, με τη Γερμανία, η οποία δρομολόγησε τις αλλαγές στην αγορά εργασίας το 2000 (ατζέντα 2010), όπου δεν είχε μεσολαβήσει η χρηματοπιστωτική κρίση, καθώς επίσης η κρίση χρέους της Ευρωζώνης, ενώ ο ευρωπαϊκός και παγκόσμιος ρυθμός ανάπτυξης ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος.
Περαιτέρω, τυπικά παραδείγματα διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας είναι η μείωση των επιδομάτων ανεργίας, με στόχο τη δημιουργία κινήτρων για την αναζήτηση εργασίας (κάτι που όμως δεν έχει ιδιαίτερο νόημα όταν μία χώρα είναι βυθισμένη στην ανεργία, όπως η Ελλάδα σήμερα), η απορρύθμιση (κατάργηση) των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η οποία διευκολύνει τις απολύσεις εργαζομένων από τις επιχειρήσεις, οι μειώσεις των μισθών όταν έχουν αυξηθεί παραπάνω από την παραγωγικότητα των εργαζομένων, οι μειώσεις των συντάξεων όταν δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν τα ασφαλιστικά ταμεία, οι αυξήσεις των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης όταν κλιμακώνεται το προσδόκιμο ζωής κοκ.
Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας μπορούν να είναι επίσης εκείνες οι αλλαγές, οι οποίες προωθούν τη συμμετοχή των ομάδων εργαζομένων που εκπροσωπούνται λιγότερο – ενώ η Κομισιόν διαθέτει μία ολοκληρωμένη βάση δεδομένων (πηγή), στην οποία έχουν καταχωρηθεί όλες οι μεταρρυθμίσεις στις χώρες της ΕΕ από το 2000 έως το 2014. Στο παραπάνω χρονικό διάστημα οι χώρες διενέργησαν συνολικά 3.881 αλλαγές – όπου η Ισπανία ευρίσκεται στην πρώτη θέση, ακολουθούμενη από το Βέλγιο, την Ιταλία και την Ελλάδα (πίνακας).
ΠΙΝΑΚΑΣ: Συνολικός αριθμός διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας
Α/Α | Χώρα | 2001 – 2007 | 2008 – 2014 |
1 | Ισπανία | 111 | 137 |
2 | Βέλγιο | 77 | 166 |
3 | Ιταλία | 71 | 128 |
4 | Ελλάδα | 32 | 162 |
5 | Πορτογαλία | 50 | 135 |
6 | Γαλλία | 68 | 98 |
./. | |||
13 | Γερμανία | 62 | 72 |
16 | Ιρλανδία | 40 | 85 |
25 | Κύπρος | 20 | 57 |
27 | Λουξεμβούργο | 30 | 38 |
.
Όπως φαίνεται από τον πίνακα, η Ισπανία βρίσκεται στην κορυφή και των δύο χρονικών περιόδων, χωρίς όμως αυτό να τη διαφυλάξει από την κρίση – ενώ η Ελλάδα ακολουθεί το Βέλγιο με 162 μεταρρυθμίσεις τη δεύτερη χρονική περίοδο, έχοντας ελάχιστες την πρώτη (η Κύπρος ακόμη λιγότερες). Η Γερμανία βρίσκεται κάπου στη μέση, με ισορροπημένες αλλαγές και στις δύο χρονικές περιόδους – ενώ τόσο η Γαλλία, όσο και η Ιταλία, έχουν δρομολογήσει πολύ περισσότερες. Τέλος, ο καθορισμός του κατώτατου μισθού είναι επίσης μία διαρθρωτική μεταρρύθμιση – αφού έχει άμεση σχέση με την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά αγαθών
Οι αλλαγές στην αγορά αγαθών βασίζονται κυρίως στην μακροοικονομική αντίληψη περί πλήρους, ολοκληρωμένου ανταγωνισμού – στα πλαίσια της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Ειδικότερα, η είσοδος (ίδρυση) νέων επιχειρήσεων πρέπει να είναι το δυνατόν ευκολότερη (καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς), έτσι ώστε να μην δημιουργούνται μονοπωλιακές δομές, οπότε να εξασφαλίζονται οι βέλτιστες συνθήκες ανταγωνισμού – συμπεριλαμβανομένου του εξωτερικού εμπορίου.
Στα πλαίσια αυτά, θεωρείται απαραίτητη η μη ύπαρξη μονοπωλιακών επιχειρήσεων, όπως είναι η ΔΕΗ στην Ελλάδα – έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ο απαιτούμενος ανταγωνισμός, για να μειώνονται οι τιμές. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η γερμανική αγορά ενέργειας είναι η πλέον απελευθερωμένη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ για την ελληνική ισχύει το ακριβώς αντίθετο – με αποτέλεσμα να πληρώνει πολύ ακριβότερες τιμές η ελληνική βιομηχανία.
Δήθεν για το λόγο αυτό επιβλήθηκε στην Ελλάδα η μείωση του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ στο 50% έως το 2020, από 92% περίπου σήμερα – ενώ ο ΟΟΣΑ υπολογίζει πως εάν εφαρμοσθούν όλες οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς αγαθών του τρίτου μνημονίου (2015, πηγή), τότε το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 4,4% εντός των επομένων δέκα ετών, μόνο από αυτόν τον παράγοντα (πηγή).
Στο θέμα θα επανέλθουμε αργότερα, μεταξύ άλλων επειδή με τη συγκεκριμένη δικαιολογία επιβάλλεται στην Ελλάδα το ξεπούλημα των επιχειρήσεων της – οι οποίες δεν ιδιωτικοποιούνται ουσιαστικά, αλλά κρατικοποιούνται από άλλες χώρες. Αναφέρουμε εδώ επιγραμματικά το παράδειγμα των αεροδρομίων (άρθρο), ενώ σε διεθνές επίπεδο κανένας δεν ασχολείται με τα πολυεθνικά μονοπώλια, όπως η Microsoft, η Apple, η Google, η Goldman Sachs κοκ. – τα οποία όχι μόνο καταστρέφουν τον ανταγωνισμό αλλά, επίσης, φοροδιαφεύγουν ασύστολα μέσω των φορολογικών παραδείσων που τους έχουν εξασφαλίσει οι πολιτικοί, με αποτέλεσμα να αυξάνουν την ισχύ τους σε τεράστιο βαθμό.
Σε κάθε περίπτωση, η ΔΕΗ, όπως επίσης η ΕΥΔΑΠ, η ΕΥΑΘ κοκ. είναι μία κοινωφελής επιχείρηση, η οποία δεν μπορεί να διέπεται από τους κανόνες του ανταγωνισμού των πολυεθνικών (ανάλυση) – ενώ, παρά το ότι δεν είμαστε ασφαλώς εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων (όχι φυσικά με όρους ξεπουλήματος), οφείλουν να υπάρχουν εξαιρέσεις, όσον αφορά τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις.
Κλείνοντας, δεν υπάρχουν καθόλου αναφορές σε διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά κεφαλαίων, παρά το ότι είναι αυτή που προκαλεί τις περισσότερες κρίσεις – προφανώς επειδή οι «συντελεστές» της έχουν τα μέσα να παραμένουν στο απυρόβλητο.
Οι μεταρρυθμίσεις σε υπερεθνικό επίπεδο
Περαιτέρω, ασφαλώς δεν αρκούν οι μεταρρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο, όταν πρόκειται για μία νομισματική ένωση – αφού όσες και αν υιοθετήσει ατομικά μία χώρα, εάν δεν συμβεί κάτι ανάλογο σε υπερεθνικό επίπεδο, όπου χρειάζονται εντελώς διαφορετικές αλλαγές, δεν πρόκειται να έχουν θετικό αποτέλεσμα. Εκτός εάν συμπεριφερθεί βέβαια ύπουλα, όπως η Γερμανία, η οποία από το ξεκίνημα της Ευρωζώνης λειτούργησε με μία απίστευτη ιδιοτέλεια (άρθρο) – παρά το ότι γνώριζε πολύ καλά πως έτσι θα καταστραφεί η νομισματική ένωση.
Εν πρώτοις, οι μεταρρυθμίσεις αυτές έχουν σχέση με τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική της Ευρωζώνης. Μέσω αυτής και μόνο μπορεί να εξασφαλισθεί η αντί-κυκλική δημοσιονομική πολιτική για την ενίσχυση της ζήτησης (δημόσιες επενδύσεις), σε συνδυασμό με μία επεκτατική νομισματική πολιτική (αύξηση της ποσότητας χρήματος μέσω της αγοράς ομολόγων, μείωση των επιτοκίων δανεισμού), για να αποφευχθεί η ύφεση. Δυστυχώς έχει εφαρμοσθεί μόνο η τελευταία, μέσω της ΕΚΤ, αν και με σημαντική καθυστέρηση στα μέσα περίπου του 2012 – με αποτέλεσμα να μην έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Από την άλλη πλευρά, λόγω της σημαντικής αύξησης των ελλειμμάτων, οπότε των χρεών, όλων σχεδόν των κρατών της Ευρωζώνης μετά το 2008, πολλά δεν είχαν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν μία τέτοια εθνική δημοσιονομική πολιτική, επειδή το απαγόρευαν το σύμφωνο σταθερότητας και η γερμανική κυβέρνηση – ενώ σε κάποια άλλα κράτη, όπως η Ελλάδα, επιβλήθηκαν καταστροφικά, απολύτως λανθασμένα μνημόνια, τα οποία στραγγάλισαν κυριολεκτικά τις οικονομίες τους (ανάλυση).
Σε κάθε περίπτωση, η μη επεκτατική δημοσιονομική πολιτική έχει αρνητικές συνέπειες, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής – οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «διαταραγμένος μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής». Με απλά λόγια, η μετάδοση της μονεταριστικής πολιτικής στο χρηματοπιστωτικό τομέα και στην πραγματική οικονομία δεν λειτουργεί, εάν δεν ενισχυθεί από την κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική – γεγονός που σημαίνει ότι, η ΕΚΤ δεν έχει τη δυνατότητα να αυξήσει όσο πρέπει το ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης μόνη της.
Σύμφωνα τώρα με ορισμένους πολιτικούς, κυρίως κατά τη γερμανική κυβέρνηση, η μοναδική διέξοδος είναι η ενίσχυση της προσφοράς – άρα η αύξηση των εξαγωγών κατά το πρότυπο της γερμανικής οικονομίας, οπότε η υιοθέτηση αντίστοιχων διαρθρωτικών αλλαγών από όλες τις χώρες.
Εν τούτοις, κάτι τέτοιο είναι αδύνατον σε έναν πλανήτη υπερχρεωμένο, όπου όλοι θέλουν να εξάγουν περισσότερα και να εισάγουν λιγότερα, ενώ ο παγκόσμιος ρυθμός ανάπτυξης περιορίζεται συνεχώς – οπότε η Ευρωζώνη είναι σε αδιέξοδο, βιώνοντας ήδη μία ύφεση ισολογισμών (ανάλυση). Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των μελών της σε οικονομικό επίπεδο, οι οποίες είναι αδύνατον να εξισορροπηθούν – ενώ η εξέλιξη τους δεν είναι ομοιόμορφη, όπως φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί.
Επεξήγηση γραφήματος: Αριστερά η εξέλιξη στα ελλείμματα των προϋπολογισμών επιλεγμένων κρατών της Ευρωζώνης – μόνο η Γερμανία παρουσιάζει πλεόνασμα. Δεξιά η εξέλιξη των πλεονασμάτων (ελλειμμάτων) στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Θεωρείται από το ΔΝΤ πως η μείωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού κατά 1% του ΑΕΠ, αυξάνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατά 0,6% του ΑΕΠ (πηγή).
Από την άλλη πλευρά τώρα, σε όλες τις χώρες των G7 φαίνεται πως μειώνεται αισθητά ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας – γεγονός που θα έχει καταστροφικές συνέπειες όσον αφορά την ανάπτυξη, εάν δεν ληφθούν τα σωστά μέτρα. Ανάλογα μέτρα απαιτούνται λόγω των δημογραφικών αλλαγών, καθώς επίσης της κλιμακούμενης ψηφιοποίησης – η οποία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την αγορά εργασίας. Επομένως, το θέμα των μεταρρυθμίσεων είναι σωστό να απασχολεί τα κράτη – όχι όμως μόνο σε εθνικό επίπεδο αλλά, επίσης, σε υπερεθνικό όσον αφορά την Ευρωζώνη και σε παγκόσμιο για όλες τις υπόλοιπες χώρες.
Η σωστή επιλογή του χρόνου για τις μεταρρυθμίσεις (timing)
Συνεχίζοντας, είναι πολύ δύσκολο να διαπιστώσει κανείς εάν οι μεταρρυθμίσεις που υιοθετούνται έχουν θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα στην οικονομία μίας χώρας – σχεδόν αδύνατο σε βραχυπρόθεσμο χρονικό διάστημα. Επομένως δεν είναι καθόλου εύκολο να πεισθούν οι άνθρωποι και να τις εφαρμόσουν – ειδικά σε περιόδους που μειώνεται δραματικά το βιοτικό τους επίπεδο, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα.
Το σημαντικότερο είναι όμως η επιλογή της σωστής χρονικής στιγμής, εντός ενός οικονομικού κύκλου – όπου, σύμφωνα με το ΔΝΤ (πηγή), ορισμένες διαρθρωτικές αλλαγές σε εποχές ύφεσης, λειτουργούν σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο διάστημα πολύ αρνητικά, όσον αφορά το ΑΕΠ (η διαπίστωση του αυτή πιθανότατα προέρχεται από την κακοδιαχείριση της ελληνικής κρίσης, όπως το ίδιο παραδέχθηκε – άρθρο).
Ειδικότερα, αναλύοντας το ΔΝΤ μία βάση δεδομένων με διαρθρωτικές αλλαγές που υιοθετήθηκαν από 26 χώρες μετά το 1970 με στατιστικές μεθόδους, κατέληξε στο εξής σημαντικότερο συμπέρασμα: Η χαλάρωση της προστασίας απέναντι στις απολύσεις, καθώς επίσης η μείωση των επιδομάτων ανεργίας κατά τη διάρκεια μίας περιόδου ύφεσης, έχουν πολύ ισχυρά αρνητικά αποτελέσματα για το ΑΕΠ, τόσο σε βραχυπρόθεσμο, όσο και σε μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα.
Η αιτία όσον αφορά τη διευκόλυνση των απολύσεων είναι το ότι αυξάνει μεν τα κίνητρα νέων προσλήψεων σε περιόδους ανάπτυξης, αλλά σε εποχές ύφεσης οι επιχειρήσεις τείνουν να απολύουν περισσότερους εργαζομένους, όταν κάτι τέτοιο τους επιτρέπεται από τις διαρθρωτικές αλλαγές. Σε σχέση με τη μείωση των επιδομάτων ανεργίας, αυξάνουν μεν το κίνητρο αναζήτησης εργασίας, αλλά σε περιόδους ύφεσης και ανεργίας ελάχιστα ωφελεί – αφού οι θέσεις απασχόλησης είναι μειωμένες.
Επομένως, όταν επιβλήθηκε στην Ελλάδα η διευκόλυνση των απολύσεων και η μείωση των επιδομάτων ανεργίας, εν μέσω μίας βαθιάς ύφεσης, συντελέστηκε ένα μεγάλο έγκλημα – κάτι που δεν αφορά μόνο αυτά τα δύο διαρθρωτικά μέτρα, αλλά πολλά άλλα τα οποία, εφαρμοζόμενα τη λάθος χρονική στιγμή, κατέστρεψαν κυριολεκτικά την οικονομία και τις προοπτικές της πατρίδας μας.
Σε γενικές γραμμές πάντως, οι μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν στις χώρες της κρίσης στην Ευρώπη αφορούσαν κυρίως την αγορά εργασίας – πολύ λιγότερο την αγορά αγαθών και καθόλου την αγορά κεφαλαίων. Το γεγονός αυτό αύξησε σε μεγάλο βαθμό τις εισοδηματικές ανισορροπίες στα παραπάνω κράτη, δημιουργώντας επί πλέον προβλήματα, αντί να επιλύσει κάποια.
Ακόμη χειρότερα, επειδή οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν συνοδεύθηκαν από εκείνες που απαιτούνται σε επίπεδο Ευρωζώνης, δημιουργήθηκαν πολύ ισχυρές φυγόκεντρες δυνάμεις – οι οποίες πιθανότατα θα προκαλέσουν το τέλος της νομισματικής ένωσης, εάν δεν ληφθούν αμέσως τα κατάλληλα μέτρα.
Τέλος, σε επίπεδο πολιτικής, το σωστό χρονικό σημείο της υιοθέτησης μεταρρυθμίσεων είναι οι πρώτοι μήνες της εκλογής μίας νέας κυβέρνησης – έτσι ώστε τον πρώτο χρόνο να ληφθούν όλα μαζί τα μέτρα, το δεύτερο να ωριμάσουν και τον τρίτο να αρχίσουν να αποδίδουν. Διαφορετικά οι Πολίτες χάνουν την εμπιστοσύνη τους απέναντι στην κυβέρνηση, οπότε οι μεταρρυθμίσεις είναι καταδικασμένες να αποτύχουν – η κυβέρνηση επίσης.
Επίλογος
Η ανάγκη υιοθέτησης των σωστών μεταρρυθμίσεων, στην κατάλληλη χρονική στιγμή, δεν αφορά μόνο χώρες όπως η Ελλάδα – ειδικά σήμερα, όπου η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών έχει φτάσει στα όρια της, παρατηρείται πτώση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ οι δημογραφικές αλλαγές και η ψηφιοποίηση έχουν δημιουργήσει ένα διαφορετικό οικονομικό τοπίο. Ειδικά όσον αφορά την Ευρωζώνη, θα πρέπει να επιτευχθεί μία σύγκλιση των οικονομικών συνθηκών στα κράτη-μέλη της, αφού διαφορετικά το ευρώ θα αποτελέσει σύντομα παρελθόν.
Εν τούτοις, δεν μπορεί απλά να ισχυρίζεται κανείς πως απαιτούνται διαρθρωτικές αλλαγές, χωρίς να αναφέρεται επακριβώς στο ποιές θα πρέπει να είναι – ενώ η Ελλάδα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να τις αποδέχεται, εάν δεν συνοδεύονται από αντίστοιχες σε επίπεδο Ευρωζώνης, καθώς επίσης εάν δεν δημιουργηθούν οι κατάλληλες προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας της (διαγραφή μέρους του δημοσίου χρέους της, αντίστοιχα του ιδιωτικού, επενδυτικό «σχέδιο Marshall», εξυγίανση του τραπεζικού της τομέα κοκ.).
Σε κάθε περίπτωση, οι διαρθρωτικές αλλαγές πρέπει να συνοδεύονται από μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική (αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, μείωση των φόρων κλπ.), μέσω της οποίας να αποδυναμώνονται τα αρνητικά επακόλουθα τους, όσον αφορά την ανάπτυξη (ΑΕΠ) – τα οποία έχει επιβεβαιώσει το ΔΝΤ τόσο σε βραχυπρόθεσμο, όσο και σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Όπως ανέφερε δε κατά τη σύσκεψη των G20,
«Υπογραμμίζοντας τον ουσιαστικό ρόλο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τονίζουμε ότι η δημοσιονομική στρατηγική μας είναι εξίσου σημαντική για τη στήριξη των κοινών μας στόχων ανάπτυξης» (πηγή).
Εν τούτοις, αυτή η δυνατότητα δεν δόθηκε σε καμία ευρωπαϊκή χώρα που βυθίστηκε στην κρίση – ούτε φυσικά στην Ελλάδα, η οποία έτσι οδηγήθηκε στο χάος. Εύλογα λοιπόν ο όρος «διαρθρωτικές αλλαγές» δαιμονοποιήθηκε – αφού έγινε συνώνυμος με τις υπερβολικές μειώσεις μισθών και συντάξεων, με τις αυξήσεις των φόρων, με την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, με την ανεργία, με τη φτωχοποίηση, με το ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων κοκ.
Κατά την άποψη μας τώρα η Ευρωζώνη, η Γερμανία καλύτερα, δεν έχει μάθει τίποτα από τα τεράστια σφάλματα του παρελθόντος – ειδικά από τη διαχείριση της μεγαλύτερης κρίσης της ιστορίας της. Ως εκ τούτου πιθανολογούμε ότι δεν είναι σε θέση να λάβει τα σωστά μέτρα, διορθώνοντας τα λάθη της – γεγονός που θα σήμαινε ότι, η μεγαλύτερη διαρθρωτική αλλαγή της εποχής μας θα είναι η διάλυση της Ευρωζώνης και της ΕΕ, την οποία έχει μάλλον προβλέψει η Μ. Βρετανία αποχωρώντας.
Ολοκληρώνοντας, για να μπορεί μία κυβέρνηση να διαπραγματευθεί σωστά με τους δανειστές της χώρας της, όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, οφείλει πριν από όλα να έχει γνώσεις επάνω σε βασικά οικονομικά θέματα – όπως είναι αυτό των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Εάν δεν διαθέτει επαρκείς γνώσεις, τότε δεν μπορεί να τεκμηριώσει σωστά τις θέσεις της, οπότε δεν έχει τη δυνατότητα να πείσει κανέναν – τονίζοντας πως οι διαπραγματεύσεις αυτού του είδους πρέπει να είναι δημόσιες, για να γίνονται γνωστές και στους Πολίτες των άλλων κρατών.
Με απλά λόγια, εάν ο Έλληνας πρωθυπουργός κοινοποιούσε τις θέσεις του στο τηλεοπτικό κοινό της Γερμανίας, της Γαλλίας κοκ., μέσω των κατάλληλων συνεντεύξεων, θα ήταν κατά πολύ λιγότερο «έρμαιο στις ορέξεις» της καγκελαρίου και του υπουργού οικονομικών της – οι οποίοι δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να εκτίθενται αρνητικά, στα μάτια των ψηφοφόρων τους. Αρκεί βέβαια να μην έλεγε απλά πως δεν συμφωνεί με τις μεταρρυθμίσεις, δεν θέλει τα μνημόνια ή οφείλει να διαγραφεί χρέος – αλλά να στοιχειοθετούσε πλήρως και με κάθε λεπτομέρεια τις εκάστοτε τοποθετήσεις του, με γνώμονα το συμφέρον τόσο της Ελλάδας, όσο και της Ευρωζώνης.
Βιβλιογραφία: IMF, L. Nuse
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου