Οι τράπεζες, έχοντας
αυτοαποκληθεί «συστημικές», με απώτερο στόχο να συνεχίσουν να
ιδιοποιούνται τα κέρδη, κοινωνικοποιώντας τις ζημίες τους, αντιδρούν σε
κάθε προσπάθεια ελέγχου τους – απομυζώντας αχόρταγα τις κοινωνίες
«Είναι πολύ επικίνδυνο να συμφωνούν οι άνθρωποι με κάτι, χωρίς να σκέφτονται οι ίδιοι και να το αναλύουν προσεκτικά – ακούγοντας μόνο τους άλλους, τους σοφούς, τους ειδικούς, την τηλεόραση ή διαβάζοντας περί αυτού στα έντυπα και στα βιβλία.
Όταν δε είναι αντιμέτωποι με ελλιπείς πληροφορίες, με αντικρουόμενες απόψεις ή με μία γενική αβεβαιότητα, είναι εκπληκτικό το πόσο εύκολα οι κακές ιδέες και οι λανθασμένες εντυπώσεις παγιώνονται – μετατρεπόμενες σε πολύ ισχυρές, παρά το ότι αυθαίρετες, πεποιθήσεις».
Όλα όσα διαβάζει κανείς στα περισσότερα πανεπιστημιακά και λοιπά οικονομικά βιβλία, όσον αφορά την κυκλοφορία του χρήματος, είναι λανθασμένα – γεγονός στο οποίο έχουμε αναφερθεί πολλές φορές, χωρίς όμως να είναι εύκολα κατανοητό από την πλειοψηφία των ανθρώπων.
Ειδικότερα, έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι, για τη δημιουργία των χρημάτων από το πουθενά είναι αρμόδιες μόνο οι κεντρικές τράπεζες – ενώ ι εμπορικές αποτελούν τους «μεσάζοντες» των καταθέσεων, προωθώντας τες με τη μορφή των δανείων στους οφειλέτες τους. Έτσι περιγράφουν σε γενικές γραμμές το σημερινό χρηματοπιστωτικό σύστημα τα περισσότερα οικονομικά βιβλία – με την εσφαλμένη αυτή αντίληψη να διαχέεται στην κοινή γνώμη, από τα διάφορα ΜΜΕ.
Μία πιο περίπλοκη παραλλαγή ασχολείται με τον «πολλαπλασιαστή» της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά – ερμηνεύοντας στο ακροατήριο της γιατί οι ποσότητες των χρημάτων που κυκλοφορούν είναι μεγαλύτερες, από αυτές που δημιουργούν οι κεντρικές τράπεζες. Το γράφημα που ακολουθεί δείχνει τις ποσότητες χρήματος σύμφωνα με την ελβετική κεντρική τράπεζα – όπου αριστερά είναι η ίδια, στη μέση ο πολλαπλασιαστής, ενώ δεξιά το συνολικό δημόσιο χρήμα που διακινείται κυρίως μέσω των εμπορικών τραπεζών.
Επεξήγηση γραφήματος: Οι ποσότητες χρήματος (σύμφωνα με την ελβετική κεντρική τράπεζα). Αριστερά:
Χάρτινα και μεταλλικά νομίσματα, καταθέσεις όψεως, εμπορικές τράπεζες στην κεντρική. Μέσον: Πολλαπλασιαστής = 1/r (αναφέρεται στο πόσο περισσότερα γίνονται τα χρήματα που δημιουργεί η κεντρική τράπεζα). Δεξιά (δημόσια ποσότητα χρήματος): Μ1 = μετρητά + καταθέσεις όψεως, Μ2 = Μ1 +αποταμιευτικοί λογαριασμοί (βιβλιάρια), Μ3 = Μ2 + ορισμένες προθεσμιακές καταθέσεις.
Περαιτέρω, τα «σχολικά βιβλία» δίνουν επιγραμματικά την παρακάτω επεξήγηση: «Η κεντρική τράπεζα θέτει στη διάθεση των εμπορικών τραπεζών χρήματα, τα οποία η ίδια δημιουργεί. Οι τράπεζες χρησιμοποιούν αυτά τα χρήματα για την παροχή δανείων προς τους πελάτες τους τα οποία, όταν εξοφλούνται καταλήγουν ξανά στους λογαριασμούς των τραπεζών – με εξαίρεση τα μετρητά που κυκλοφορούν στην αγορά. Οι καταθέσεις, μαζί με τα χρήματα που επιστρέφουν στις τράπεζες όταν εξοφλούνται τα δάνεια, τους επιτρέπουν να παρέχουν καινούργια δάνεια – ωστόσο, πρέπει να διατηρούν ένα ελάχιστο αποθεματικό.
Αυτό συνεχίζει να συμβαίνει έως ότου, λόγω της εξάντλησης των καταθέσεων, των ελάχιστων αποθεματικών και των μετρητών χρημάτων, δεν είναι δυνατή η περαιτέρω παροχή δανείων (μαθηματικός τύπος).
Σημαντική εν προκειμένω είναι η γενική εντύπωση ότι, *οι εμπορικές τράπεζες μπορούν μεν να πολλαπλασιάζουν την ποσότητα χρήματος που δημιουργούν οι κεντρικές μέσω της παροχής δανείων, αλλά η ποσότητα παραμένει περιορισμένη* – οπότε ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας είναι αποφασιστικός, ενώ οι εμπορικές είναι περισσότερο παθητικές στην όλη διαδικασία«.
Η πραγματικότητα
Συνεχίζοντας, έως το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η οικονομική θεωρία προσέδιδε στις εμπορικές τράπεζες έναν σχετικά μικρότερο ρόλο – παραμένοντας στο ότι, ήταν απλά μεσολαβητές στη διακίνηση του χρήματος.
Δεν δινόταν ιδιαίτερη σημασία ούτε καν στον πολλαπλασιαστή, επειδή έμενε περισσότερο ή λιγότερο σταθερός – οπότε μπορούσε κανείς να αποδεχθεί χωρίς ρίσκο το «διανοητικό άλμα», σύμφωνα με το οποίο οι κεντρικές τράπεζες καθορίζουν την ποσότητα χρήματος, οπότε τη λειτουργία της οικονομίας.
Μετά το ξέσπασμα όμως της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η κατάσταση άλλαξε ριζικά – αφού διαπιστώθηκε πως, παρά το ότι οι κεντρικές τράπεζες αύξησαν την ποσότητα χρήματος δραματικά, τα πραγματικά χρήματα στην οικονομία, έτσι όπως αυτά μετρώνται από το δείκτη Μ2, δεν αυξήθηκαν ανάλογα (γράφημα).
Συμπερασματικά λοιπόν έγινε φανερό έκτοτε ότι οι κεντρικές τράπεζες, με τη δημιουργία νέων χρημάτων, επηρέαζαν όλο και λιγότερο τη συνολική ποσότητα τους στις διάφορες χώρες – γεγονός που τεκμηρίωσε πως οι εμπορικές τράπεζες διαδραματίζουν έναν πολύ σημαντικότερο ρόλο στην Οικονομία, συγκριτικά με τις κεντρικές.
Περαιτέρω, η επιρροή των εμπορικών τραπεζών στην πραγματική ποσότητα των συνολικών χρημάτων που κυκλοφορούν, σε σχέση με την κεντρική, είναι κατά πολύ μεγαλύτερη, από αυτήν που υποθέτει η θεωρία του πολλαπλασιαστή – επειδή και αυτή με τη σειρά της κάνει το τεράστιο λάθος να θεωρεί πως «η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά» είναι προνόμιο μόνο των κεντρικών τραπεζών.
Ουσιαστικά όμως, όπως έχουμε αναλύσει πολλές φορές, το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν χρειάζεται ούτε τα χρήματα των κεντρικών τραπεζών, ούτε τις καταθέσεις για να παρέχει δάνεια – οπότε το κυκλοφοριακό του σύστημα είναι ακριβώς το αντίθετο, από αυτό που κατά κανόνα περιγράφουν τα βιβλία και πιστεύει η πλειοψηφία των ανθρώπων. Με απλά λόγια, η παροχή πιστώσεων από τις εμπορικές τράπεζες είναι η «γενεσιουργός» πράξη της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά – η βασική της πηγή.
Φυσικά η διαπίστωση αυτή δεν είναι καθόλου καινούργια, αλλά δεν απασχολούσε σχεδόν κανέναν έως το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 – όπου πλέον αναφέρθηκαν πάρα πολλοί, με σημαντικότερη ίσως την Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία επιβεβαίωσε τα παραπάνω (πηγή).
Η διαδικασία της δημιουργίας χρήματος
Συνεχίζοντας, παρά το ότι στα οικονομικά βιβλία η πραγματική επιρροή που ασκούν οι κεντρικές τράπεζες στη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά είναι πολύ μικρότερη, από αυτήν που περιγράφεται, δεν παύουν να είναι σημαντικές στην όλη διαδικασία – επειδή
(α) αφενός μεν μόνο μία κεντρική τράπεζα μπορεί να δημιουργήσει μετρητά χρήματα από το πουθενά (μεταλλικά και χάρτινα νομίσματα)
(β) αφετέρου λόγω του ότι οι εμπορικές είναι υποχρεωμένες να διατηρούν ένα ελάχιστο αποθεματικό στις κεντρικές, για τα δάνεια που εγκρίνουν (μόλις 1 € στην ΕΚΤ για κάθε 100 € που δανείζουν).
Τα μετρητά χρήματα, καθώς επίσης τα αποθεματικά που διατηρούν οι τράπεζες στην κεντρική, συνιστούν την «κεντρική ποσότητα χρήματος» – ενώ, για να μπορούν οι τράπεζες να πληρώνουν κάθε στιγμή τους καταθέτες τους, είναι υποχρεωμένες να έχουν αυτήν την (ανεξάντλητη) πηγή ρευστότητας (δανειστής ύστατης ανάγκης).
Εκτός αυτού, ο καθορισμός εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών των όρων δανεισμού, συνήθως μέσω της τοποθέτησης του βασικού επιτοκίου, επηρεάζει το κόστος, με το οποίο δανείζουν οι τράπεζες τους πελάτες τους – όπου, εάν είναι χαμηλό, αυξάνεται συνήθως η ποσότητα του δημοσίου (κυκλοφορούντος) χρήματος και το αντίθετο. Η όλη διαδικασία αναλύεται στο άρθρο μας «Ο μύθος της ρευστότητας» – οπότε είναι περιττό να την επαναλάβουμε, υπενθυμίζοντας μόνο το εξής σενάριο:
Υποθετικά επιθυμεί κάποιος να ιδρύσει μία τράπεζα, έχοντας ένα κεφάλαιο ύψους 100.000 € (το απαιτούμενο από τη νομοθεσία είναι φυσικά υψηλότερο, αλλά δεν επηρεάζει καθόλου το νόημα του σεναρίου μας). Με βάση τώρα το κεφάλαιο που καταθέτει, έχει δικαίωμα, υπό προϋποθέσεις, να δανείσει σχεδόν το 100πλάσιο – αφού, για κάθε δάνειο που εγκρίνει, είναι υποχρεωμένος να καταθέτει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το 1%, σύμφωνα με τους κανονισμούς (ελάχιστα αποθεματικά κεφάλαια).
Το αντίστοιχο ποσοστό στις Η.Π.Α. είναι 10%, ενώ υπάρχουν χώρες με μηδενικές απαιτήσεις αποθεματικών – όπου το σύστημα εφευρέθηκε στην Αγγλία, το 1844 (ανάλυση μας), ενώ μάλλον πλησιάζει στη «λήξη» του (νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική).
Εδώ οφείλουμε να αναφερθούμε λεπτομερέστερα στο θέμα των ελάχιστων αποθεματικών κεφαλαίων, έτσι ώστε να αποφευχθούν τυχόν παρανοήσεις. Ειδικότερα, ο καθορισμός του ύψους των αποθεματικών κεφαλαίων αφορά τη σχέση μεταξύ του ελάχιστου ποσού που πρέπει να καταθέτει η τράπεζα στην κεντρική, με τα μη προθεσμιακά δάνεια (δάνεια που λήγουν σε λιγότερο από ένα μήνα) που παρέχουν οι εμπορικές τράπεζες, στον μη τραπεζικό τομέα (πραγματική οικονομία).
Για τα προθεσμιακά δάνεια υπάρχουν διαφορετικοί κανόνες, ενώ το ελάχιστο αποθεματικό ευρίσκεται με τη βοήθεια ειδικών μαθηματικών τύπων – σε κάθε περίπτωση όμως, τα δάνεια που παρέχει μία τράπεζα είναι πολλαπλάσια των ιδίων κεφαλαίων της.
Εάν λοιπόν τηρηθούν οι παραπάνω κανόνες περί ελάχιστων αποθεματικών κεφαλαίων, η τράπεζα του παραδείγματος μας μπορεί να δανείσει σχεδόν 9.900.000.000€ (σε μη τράπεζες και μη προθεσμιακά), χωρίς να χρειαστεί να δανειστεί η ίδια από κανέναν – με επιτόκιο, για παράδειγμα, ύψους 5%.
Εισπράττει λοιπόν 495.000 € ετησίως, έχοντας δικά της χρήματα μόλις 100.000 € –γεγονός που σημαίνει ότι, το επιτόκιο επί των δικών της χρημάτων είναι σχεδόν 500%. Εάν βέβαια τα δάνειζε με 10%, όπως συνήθως συμβαίνει στην Ελλάδα, οι τόκοι που θα εισέπραττε θα ήταν 990.000 €, έχοντας η ίδια κεφάλαιο 100.000 € – οπότε το επιτόκιο επί των δικών της 100.000 € θα ήταν σχεδόν 1000% (δεκαπλάσιο καλύτερα των κεφαλαίων της).
Προφανώς κανένας τοκογλύφος δεν εισπράττει ετήσια 1000% ή, έστω, 500% επί των χρημάτων του, αφού φυσικά δανείζει αυτά που έχει στην τσέπη του και όχι αέρα. Επομένως, δεν είναι καθόλου άδικο να χαρακτηρίσει κανείς την τράπεζα του παραδείγματος μας ως τοκογλύφο – κατανοώντας ταυτόχρονα την ισχύ της, η οποία προέρχεται από την τεράστια κερδοφορία της.
Εύλογα δε οι Εβραίοι ασχολούνταν ανέκαθεν με τον συγκεκριμένο κλάδο, αφού είναι ο επικερδέστερος όλων – καθώς επίσης η βασική αιτία τόσο των ανοδικών, όσο και των καθοδικών οικονομικών κύκλων, λόγω της προ-κυκλικής συμπεριφοράς τους (ερμηνεία πριν από τον επίλογο του κειμένου)
Επανερχόμενοι στην τράπεζα που ιδρύσαμε θα διαπιστώσουμε ότι, το πρόβλημα της δεν είναι τα απαιτούμενα κεφάλαια ή οι δυνατότητες κερδοφορίας της, αλλά το που θα δανείσει τα ποσά, τα οποία της επιτρέπει η νομοθεσία, τηρώντας τις απαιτούμενες προϋποθέσεις – τα 9.900.000 € δηλαδή.
Εκτός αυτού, θα μπορούσε να δανείσει ακόμη περισσότερα, δανειζόμενη με επιτόκιο μόλις 0,05% από την ΕΚΤ και δανείζοντας τα με 5-10% – γεγονός που σημαίνει ταυτόχρονα ότι, δεν έχει καθόλου ανάγκη τα χρήματα των καταθετών αυτού καθαυτού για τη χρηματοδότηση της, πόσο μάλλον όταν κοστίζουν πολύ περισσότερο (επιτόκιο καταθέσεων), σε σχέση με το κόστος της ΕΚΤ.
Ειδικότερα, εάν δανείσει τα 9.900.000 € σε 100 πελάτες, για παράδειγμα, ο κάθε ένας από αυτούς θα της οφείλει 99.000 €. Εάν όλοι πληρώνουν κανονικά τις δόσεις τους, η τράπεζα δεν έχει κανέναν πρόβλημα. Εάν όμως 6 από αυτούς (6%) σταματήσουν να πληρώνουν μέσα στο χρόνο, τότε η τράπεζα θα έχει χάσει το κεφάλαιο της (100.000 €), τα κέρδη της (495.000 €, υποθέτοντας ότι δεν έχει καθόλου έξοδα), καθώς επίσης τους τόκους από τα 594.000 € των οφειλετών της.
Επομένως, θα πρέπει να χρεοκοπήσει, εκτός εάν έχει εγγυήσεις στη διάθεση της, από τους οφειλέτες που δεν πληρώνουν, τις οποίες μπορεί να ρευστοποιήσει άμεσα (για παράδειγμα χρυσό, μετοχές κοκ.).
Κατ’ επακόλουθο, τα πραγματικά προβλήματα μίας τράπεζας δεν είναι τα κεφάλαια, αλλά το που (σε ποιούς), καθώς επίσης το πως (με ποιές εγγυήσεις, μη προθεσμιακά κλπ.) θα τα δανείσει – με τα ενυπόθηκα δάνεια ακινήτων να είναι τα λιγότερο επιθυμητά, αφού μπορούν δύσκολα να ρευστοποιηθούν, ειδικά σε εποχές κρίσης και ύφεσης (γεγονός που τεκμηριώθηκε από την αμερικανική κρίση των «Sub primes»).
Εάν βέβαια η τράπεζα μας δεν ασχολείται μόνο με το δανεισμό, αλλά και με επενδύσεις (όπως συνήθως συμβαίνει), τότε οι κίνδυνοί της, αλλά και τα δανειακά κεφάλαια που απαιτούνται είναι διαφορετικά. Εάν όμως το αποφύγει, τότε τα προβλήματα της είναι αυτά που αναλύσαμε – η εύρεση δηλαδή πελατών που δεν θα αφήνουν ανεξόφλητες τις δόσεις τους, με τις σωστές εγγυήσεις (άμεσα ρευστοποιήσιμες).
Πρακτικά βέβαια καμία τράπεζα δεν μπορεί να δανείσει το 100πλάσιο των ιδίων κεφαλαίων της – αφού είναι αναγκασμένη να προσφέρει προθεσμιακά δάνεια, να έχει μετρητά στα ταμεία της, να διαγράφει επισφάλειες από τους ισολογισμούς της κοκ.
Στα πλαίσια αυτά, ο πολλαπλασιαστής των επενδύσεων της κυμαίνεται μεταξύ 15 και 45, ανάλογα με το μέγεθος της τράπεζας, το είδος των τοποθετήσεων της και διάφορα άλλα. Υποθέτοντας δε ένα μέσο όρο της τάξης του 25, τότε η τράπεζα του παραδείγματος μας θα δάνειζε σχεδόν 2.500.000 € με κεφάλαιο 100.000 €, εισπράττοντας, με επιτόκιο 5%, συνολικά 125.000 € – ήτοι 125% ετήσια επί των δικών της κεφαλαίων (250%
με 10% επιτόκιο).
Οι συνέπειες της παντοδυναμίας των τραπεζών
Το γεγονός ότι δεν είναι οι κεντρικές τράπεζες τόσο σημαντικές, όσο οι εμπορικές (Η τραπεζική απάτη), στη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, έχει πολύ σημαντικές συνέπειες για τις οικονομίες όλων των κρατών – όπως, για παράδειγμα, τις εξής:
(α) Η δημιουργία χρημάτων από τις εμπορικές τράπεζες είναι σε μεγάλο βαθμό προ-κυκλική. Αυτό σημαίνει ότι, σε περιόδους ευφορίας δίνονται πολύ περισσότερα δάνεια, με αποτέλεσμα να αυξάνεται υπερβολικά η ποσότητα χρήματος στην αγορά, οπότε να πυροδοτούνται φούσκες, σπατάλες κοκ.
Αυτό ακριβώς συνέβη στην Ελλάδα μετά την είσοδο της στην Ευρωζώνη (γράφημα), όπως επίσης στην Ιρλανδία, στην Ισπανία κοκ. – οπότε είναι η βασική αιτία των υπερβολών και της υπερχρέωσης τους, παρά τα όσα λέγονται περί διαφθοράς, φοροδιαφυγής κοκ.
Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει σε περιόδους ύφεσης, όπου στις τράπεζες επικρατεί ο φόβος της απώλειας χρημάτων εκ μέρους των δανειοληπτών τους – με αποτέλεσμα να μειώνεται η ποσότητα χρήματος, να αυξάνουν οι επισφαλείς πιστώσεις (κόκκινα δάνεια), να αδυνατεί να χρηματοδοτηθεί η πραγματική οικονομία εισερχόμενη στο σπιράλ του θανάτου (ανάλυση) κοκ.
Δυστυχώς, όπως διαπιστώνεται από το γράφημα, η Ελλάδα αφέθηκε στη μοίρα της – ενώ η Ισπανία, λόγω του μεγέθους της, οπότε των κινδύνων για τη διάλυση της Ευρωζώνης, είχε μία πολύ καλύτερη αντιμετώπιση, παρά τα πολύ μεγαλύτερα προβλήματα της (τεράστια φούσκα ακινήτων, χρεοκοπημένες
τράπεζες κοκ.).
(β) Οι δυνατότητες των κεντρικών τραπεζών να αντιστρέψουν την τάση, περιορίζονται κυρίως στις αυξομειώσεις των βασικών επιτοκίων – όπου όμως, όταν μηδενισθούν (όπως στην Ευρωζώνη και στις Η.Π.Α. σήμερα) ή τοποθετηθούν σε αρνητικά επίπεδα (Ελβετία), παύουν να έχουν αποτέλεσμα.
Σε μία τέτοια περίπτωση, οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν έμμεσα να επηρεάσουν τα δάνεια προς την πραγματική οικονομία, αυξάνοντας τα – με τη βοήθεια των γνωστών μας πλέον πακέτων ποσοτικής διευκόλυνσης (QE). Η επιτυχία όμως αυτής της μεθόδου είναι αμφισβητήσιμη – αφού προκαλούνται φούσκες σε άλλες «οικονομικές περιοχές»(χρηματιστήρια, ακίνητη περιουσία κλπ.), μεταφέρεται πλούτος από τα κάτω προς τα επάνω, ενώ κανένας δεν γνωρίζει που τελικά θα οδηγηθεί ο πλανήτης.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, είναι πλέον αρκετοί αυτοί που αναφέρονται στην ανάγκη αναμόρφωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος (ανάλυση), έτσι ώστε να πάψει να είναι έρμαιο των εμπορικών τραπεζών – οι οποίες μας κυβερνούν πλέον δικτατορικά, έχοντας αυτοαποκληθεί «συστημικές», με απώτερο στόχο να ιδιοποιούνται τα κέρδη, κοινωνικοποιώντας κατά το δοκούν τις ζημίες τους.
Εν τούτοις, οι τράπεζες αντιδρούν σε όλες τις προσπάθειες «ρύθμισης» και ελέγχου τους, έχοντας κερδίσει μέχρι στιγμής τις μάχες, μέσω του χρηματισμού των πολιτικών από τα λόμπι τους – γεγονός που, εάν συνεχισθεί, θα μας οδηγήσει σε μία καταιγίδα τεραστίων διαστάσεων.
Βιβλιογραφία : Binswanger, F&W, Chicago Plan
Πηγή : http://www.analyst.gr
Ολοκληρώνοντας, είναι πλέον αρκετοί αυτοί που αναφέρονται στην ανάγκη αναμόρφωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος (ανάλυση), έτσι ώστε να πάψει να είναι έρμαιο των εμπορικών τραπεζών – οι οποίες μας κυβερνούν πλέον δικτατορικά, έχοντας αυτοαποκληθεί «συστημικές», με απώτερο στόχο να ιδιοποιούνται τα κέρδη, κοινωνικοποιώντας κατά το δοκούν τις ζημίες τους.
Εν τούτοις, οι τράπεζες αντιδρούν σε όλες τις προσπάθειες «ρύθμισης» και ελέγχου τους, έχοντας κερδίσει μέχρι στιγμής τις μάχες, μέσω του χρηματισμού των πολιτικών από τα λόμπι τους – γεγονός που, εάν συνεχισθεί, θα μας οδηγήσει σε μία καταιγίδα τεραστίων διαστάσεων.
Βιβλιογραφία : Binswanger, F&W, Chicago Plan
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου