Οι δομικές διαφορές μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στα εκάστοτε μισθολογικά καθεστώτα τους – όπου ενώ σε μία συντονισμένη οικονομία, όπως αυτή της Γερμανίας, μία ενορχηστρωμένη στρατηγική συγκράτησης των μισθών είναι πολύ εύκολη, σε μία μικτή οικονομία με τα ανταγωνιζόμενα συνδικάτα ή/και πολιτικά κόμματα της, καθώς επίσης με το ανάλογα κατακερματισμένο σύστημα καθορισμού των μισθών, όπως αυτή της Ιταλίας, είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η σημασία τώρα των διαφορετικών μισθολογικών καθεστώτων, όσον αφορά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των κρατών, έχει ερευνηθεί από πολλούς οικονομολόγους – όπου εμείς συντασσόμαστε με την άποψη, κατά την οποία η σχέση μεταξύ τους έχει τη μορφή του U. Εν προκειμένω, όσο αυξάνεται ο βαθμός συγκέντρωσης του καθορισμού των μισθών (συλλογικές συμβάσεις κλπ.), τόσο μειώνεται η ανταγωνιστικότητα – όπου όμως, από ένα σημείο αντιστροφής και μετά (turning point), αρχίζει ξανά να αυξάνεται. Το μεγάλο πρόβλημα όμως εδώ είναι ο χρόνος που έχει η εκάστοτε οικονομία στη διάθεση της – όταν οι άλλες λειτουργούν αντίθετα.
Ανάλυση
Είναι προφανές πως ή διαφορετική εξέλιξη των οικονομιών των χωρών της Ευρωζώνης απαιτεί μία ερμηνεία – όπως, για παράδειγμα, η εξέλιξη του ΑΕΠ τους. Εν προκειμένω, η σύγκριση μίας χώρας «σκληρού» νομίσματος όπως η Γερμανία, με μία χώρα «μαλακού» νομίσματος όπως η Ιταλία, είναι αρκετή για να επεξηγήσει την «ασυμμετρία» που προκλήθηκε από την υιοθέτηση του ευρώ – η οποία αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει στο τέλος του, εάν δεν ολοκληρωθεί η νομισματική ένωση κατά τα πρότυπα των Η.Π.Α., της Ομοσπονδιακής Γερμανίας ή της επίσης Ομοσπονδιακής Ελβετίας.
Ειδικότερα, στο πρώτο γράφημα φαίνεται η εξέλιξη του ΑΕΠ της Γερμανίας και της Ιταλίας πριν την υιοθέτηση του ευρώ – όπου η μπλε γραμμή αφορά τη Γερμανία και η καφέ την Ιταλία. Όπως διαπιστώνεται, η Ιταλία ήταν πολύ συχνά σε καλύτερη θέση ή, τουλάχιστον, σε ανάλογη με τη Γερμανία.
Η αλλαγή της τάσης ακολούθησε μετά το 2005, παρά το ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της Γερμανίας ήταν σχετικά χαμηλός, συγκριτικά με το ιστορικό προηγούμενο της. Πώς εξηγείται τώρα το ότι, με εξαίρεση τις ειδικές συνθήκες που επικράτησαν μετά την επανένωση της Γερμανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ιταλία προηγούνταν πάντοτε, ενώ έχασε την πρωτοκαθεδρία μετά το 2005;
Θα ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι, η Ευρωζώνη συνένωσε ετερογενείς μεταξύ τους οικονομίες ως προς τη δομή τους – οι οποίες διακρίνονταν από ένα σκληρό ή από ένα μαλακό νόμισμα και είχαν διαφορετική εξέλιξη.
Στην πρώτη «βόρεια» ομάδα κυριαρχούσε ένα εξαγωγικό οικονομικό μοντέλο, η βάση του οποίου ήταν ένας σχετικά μεγάλος εξαγωγικός τομέας – με πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, στα οποία οφειλόταν το σκληρό νόμισμα. Αντίθετα στη δεύτερη «νότια» ομάδα ο εγχώριος τομέας ήταν σημαντικά μεγαλύτερος από τον εξαγωγικό – οπότε κυριαρχούσε ένα οικονομικό μοντέλο βασισμένο στην εσωτερική ζήτηση, με ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που καθιστούσαν «μαλακό» το νόμισμα τους.
Συνεχίζοντας, το βασικό χαρακτηριστικό των κρατών με ένα σκληρό νόμισμα είναι ο χαμηλός πληθωρισμός – ενώ των χωρών με μαλακό νόμισμα ο υψηλός. Το γεγονός αυτό φαίνεται καθαρά στο γράφημα της εξέλιξης του πληθωρισμού στη Γερμανία και στην Ιταλία, από το 1956 έως το 1999 – όπου η Ιταλία προηγούταν πάντοτε.
Συνεχίζοντας, η διαφορά μεταξύ της Γερμανίας και της Ιταλίας φαίνεται καθαρά από το δείκτη των εξαγωγών – δηλαδή από εκείνο το μερίδιο των προϊόντων που παράγονται μεν στο εσωτερικό, αλλά καταναλώνονται στο εξωτερικό, από άλλες χώρες. Εν προκειμένω, η Γερμανία προηγούταν πάντοτε της Ιταλίας (γράφημα), έως το 1999.
Εάν όμως υπολογίσει κανείς το δείκτη χωρίς να συμπεριλάβει τη νότια Ιταλία, τότε θα διαπιστώσει πως το μερίδιο των εξαγωγών της Ιταλίας ήταν συγκρίσιμο με αυτό της Γερμανίας (γράφημα) – οπότε αλλάζει η εικόνα. Θα έπρεπε λοιπόν να αναλυθεί εάν τέτοιοι μέσοι όροι που αναφέρονται στην οικονομία μίας χώρας, επιτρέπουν τη διαφοροποίηση μεταξύ δύο καπιταλιστικών συστημάτων – εν προκειμένω του συστήματος που στηρίζεται στις εξαγωγές και αυτού που έχει ως βάση την εγχώρια ζήτηση.
Δηλαδή, ποιά είναι εκείνα τα σημεία που επιτρέπουν το διαχωρισμό μεταξύ των καπιταλιστικών οικονομιών – όπου τουλάχιστον έως το 1978, με κριτήριο το δείκτη εξαγωγών, η δυτική Γερμανία και η βόρεια Ιταλία δεν είχαν καμία διαφορά μεταξύ τους. Αντίθετα, από το 1978 έως το 1992 διακρίνει κανείς μεγάλη διαφορά μεταξύ τους που όμως, μετά το 1992, αντιστρέφεται και χάνεται – ενώ εμφανίζεται ξανά μετά το 1999 (γράφημα).
Εύλογα λοιπόν συμπεραίνει κανείς πως πρόκειται για τη διαφορά μεταξύ ενός γένους και των ειδών του, κατ’ αντιστοιχία με τη βιολογία – σημειώνοντας πως πριν από την υιοθέτηση του ευρώ, το διαφορετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος που καθιστούσε μία οικονομία ανταγωνιστική οπότε εξαγωγική, εξισορροπούταν από τις συναλλαγματικές ανατιμήσεις ή υποτιμήσεις που δρομολογούταν ξανά και ξανά.
Επομένως, η ερμηνεία όσον αφορά τις αλλαγές στο δείκτη εξαγωγών είναι πολύ απλή: το ότι οι οικονομίες χάνουν την ανταγωνιστικότητα τους μετά από τις ανατιμήσεις του νομίσματος τους και την κερδίζουν με τις υποτιμήσεις – όπως φαίνεται από το γράφημα που αναφέρεται στις πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταξύ της Γερμανίας και της Ιταλίας.
Βέβαια, από το 1999 και μετά είναι σταθερές οι συναλλαγματικές ισοτιμίες εντός της Ευρωζώνης – αλλά το επίπεδο των τιμών, ως αποτέλεσμα κυρίως του κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, μπορεί φυσικά να αλλάζει πάντοτε. Ως εκ τούτου είναι δυνατόν να υπάρχει διαφορά μεταξύ των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών – όπως διαπιστώνεται από το γράφημα αριστερά.
Με βάση τα παραπάνω, η εξέλιξη του εξαγωγικού δείκτη από το 1999 και μετά επεξηγείται εύκολα – με την έννοια πως η Γερμανία, λόγω της υποτίμησης του γερμανικού ευρώ μέσω του μισθολογικού dumping που υιοθέτησε κέρδισε σε ανταγωνιστικότητα, ενώ η Ιταλία, εξαιτίας της ανατίμησης του ιταλικού ευρώ, έχασε σε ανταγωνιστικότητα. Δομικά λοιπόν η Ιταλία και η Γερμανία, όσον αφορά την εξάρτηση των οικονομιών τους από τη σημασία των τιμών σε σχέση με τη διεθνή τους ανταγωνιστικότητα, δεν διαφέρουν αισθητά μεταξύ τους.
Αυτό που μπορεί όμως να συμπεράνει κανείς είναι το ότι, η Ιταλία με την είσοδο της στην Ευρωζώνη, έκανε ένα θανατηφόρο πολιτικοοικονομικό λάθος – ενώ ο τότε κεντρικός τραπεζίτης της είχε επισημάνει πολύ σωστά πως θα έχανε την ανταγωνιστικότητα της. Το ίδιο ισχύει και για όλους αυτούς που ήθελαν την υιοθέτηση του ευρώ από την Ιταλία, όπως η Γερμανία – απλά και μόνο για να διατηρηθεί υπό έλεγχο η υψηλή ιταλική ανταγωνιστικότητα.
Τα διαφορετικά μισθολογικά καθεστώτα
Περαιτέρω, οι δομικές διαφορές μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στα εκάστοτε μισθολογικά καθεστώτα τους – όπου ενώ σε μία συντονισμένη οικονομία, όπως αυτή της Γερμανίας, μία ενορχηστρωμένη στρατηγική συγκράτησης των μισθών (=εκούσια εσωτερική υποτίμηση ουσιαστικά) είναι πολύ εύκολη, σε μία μικτή οικονομία με τα ανταγωνιζόμενα συνδικάτα ή/και πολιτικά κόμματα της, καθώς επίσης με το ανάλογα κατακερματισμένο σύστημα καθορισμού των μισθών, όπως αυτή της Ιταλίας, είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Η σημασία τώρα των διαφορετικών μισθολογικών καθεστώτων, όσον αφορά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των κρατών, έχει ερευνηθεί από πολλούς οικονομολόγους – όπου εμείς συντασσόμαστε με την άποψη, κατά την οποία η σχέση μεταξύ τους έχει τη μορφή του U. Εν προκειμένω, όσο αυξάνεται ο βαθμός συγκέντρωσης του καθορισμού των μισθών (συλλογικές συμβάσεις κλπ.), τόσο μειώνεται η ανταγωνιστικότητα – όπου όμως, από ένα σημείο αντιστροφής και μετά (turning point), αρχίζει ξανά να αυξάνεται. Το μεγάλο πρόβλημα όμως εδώ είναι ο χρόνος που έχει η εκάστοτε οικονομία στη διάθεση της – όταν οι άλλες λειτουργούν αντίθετα.
Για τη γερμανική μισθολογική συγκράτηση βέβαια η ερμηνεία είναι πολύ πιο εύκολη – με την έννοια πως η κυβέρνηση της, είχε επιβάλει μία οικονομική πολιτική προσανατολισμένη στις εξαγωγές (μερκαντιλισμός). Η πολιτική αυτή υποστηρίχθηκε επί πλέον ενεργά από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις – αφενός μεν λόγω των πολιτικών πιέσεων που τους άσκησε η κυβέρνηση, αφετέρου εξαιτίας της διαδεδομένης πίστης τους στην ορθότητα της νεοκλασικής θεωρίας.
Σύμφωνα τώρα με τη συγκεκριμένη θεωρία, τα προβλήματα της Ευρωζώνης δεν οφείλονται ουσιαστικά σε διαρθρωτικές αιτίες, αλλά στις απόψεις που υιοθετούνται, όπως η εξής: «Το κράτος δεν είναι πλέον σε θέση να αυξήσει επαρκώς την εγχώρια ζήτηση, μέσω της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Στους κλάδους της εξαγωγικής βιομηχανίας προϊόντων και υπηρεσιών, ο εντεινόμενος διεθνής ανταγωνισμός αναγκάζει τις επιχειρήσεις να εκμεταλλευθούν όλες τις δυνατότητες ορθολογισμού της λειτουργίας τους, για να μη χρεοκοπήσουν – ενώ ο υψηλότερος μέσος όρος των μισθών και του κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, οδηγούν στην καταστροφή θέσεων εργασίας και στη μη αύξηση της παραγωγικότητας» (πηγή).
Αντίθετα από μία διαφορετική άποψη, από την οπτική γωνία της θεωρίας που εμπνέεται από τον Keynes, τα εξής: «Τα σημερινά προβλήματα της Ευρωζώνης οφείλουν να ερμηνευθούν ως οι συστημικές συνέπειες των πολιτικών που βασίζονται σε τέτοιες παρανοήσεις – από τις γερμανικές κυβερνήσεις, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τους συνδέσμους των εργοδοτών». Εν προκειμένω, θεωρείται πως ο μισθολογικός ανταγωνισμός και η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική που αποσκοπεί σε ανόητους στόχους, όπως ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός εκ μέρους της Γερμανίας, μειώνει το ΑΕΠ, καταστρέφει θέσεις εργασίας και αποδυναμώνει την αύξηση της παραγωγικότητας.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, είναι φανερό πως τα προβλήματα της Ευρωζώνης πηγάζουν από τις δύο διαφορετικές οικονομικές θεωρίες που υιοθετούν τα ισχυρά κράτη-μέλη της. Εάν λοιπόν δεν ακολουθήσουν όλα την ίδια θεωρία, οι ασυμμετρίες θα επιδεινώνονται – ενώ οι ίδιες συγκρούσεις υπάρχουν και σε διεθνές επίπεδο, όπως μεταξύ των Η.Π.Α.-Μ. Βρετανίας και Γερμανίας-Κίνας. Επομένως, εάν δεν υπάρξει συμφωνία μεταξύ των διαφόρων οικονομικών ζωνών (δολάριο, ευρώ κλπ.), το σημερινό οικονομικό σύστημα θα οδηγηθεί στα όρια του – με καταστροφικά αποτελέσματα για τον πλανήτη.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου