MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

Χρήματα υπάρχουν!

Ο πλανήτης κινδυνεύει να πνιγεί από τη ρευστότητα, με την οποία έχει πλημμυρίσει, ενώ την ίδια στιγμή η υπερχρεωμένη παγκόσμια οικονομία χρειάζεται μία επανεκκίνηση – με τη διαγραφή των μη ασφαλών χρεών που έχουν ήδη αποσυρθεί από τις κεντρικές τράπεζες και την επιστροφή στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς, μέσα από μία ελεγχόμενη από-παγκοσμιοποίηση.

«Η μοναδική εγγύηση για τα χρέη είναι η ικανότητα των κυβερνήσεων να εισπράττουν φόρους – ενώ αυτό θα κρίνει τις εκλογές στην Ελλάδα από την πλευρά των δανειστών. Το ποιό κόμμα δηλαδή είναι ικανότερο να εισπράττει φόρους και όχι ποιό θα τους μειώσει για να διενεργηθούν επενδύσεις – αφού οι ξένες επιχειρήσεις που θα δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα όταν ολοκληρωθεί η αλλαγή του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος δεν έχουν ανάγκη τη μείωση των φόρων, επειδή έτσι και αλλιώς δεν πληρώνουν φόρους».

Ανάλυση 

Η μη διενέργεια επενδύσεων εκ μέρους των επιχειρήσεων, οι οποίες είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη μίας οικονομίας, δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα αλλά παγκόσμιο – ενώ δεν επιλύεται από τα κράτη, αφού στα πλαίσια του ακραίου νεοφιλελευθερισμού που έχει επικρατήσει, όπου τα πάντα πρέπει να ανήκουν σε ιδιώτες, σε συνδυασμό με την υπερχρέωση πολλών χωρών, οι δημόσιες επενδύσεις είναι κατά κάποιον τρόπο απαγορευμένες, παρά το ότι θα ήταν η μοναδική βιώσιμη λύση σήμερα. 

Από την άλλη πλευρά η σταθερότητα των νομισμάτων, στην οποία έχει συντελέσει σε μεγάλο βαθμό η δημιουργία του ευρώ, καθώς επίσης η αποφυγή του πληθωρισμού από όλα τα μεγάλα κράτη, ιδίως από τη Γερμανία που επιβάλλει τους κανόνες της στην Ευρωζώνη, (α) επιτρέπει στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά να διατηρούν τα κέρδη/αποταμιεύσεις τους σε μετρητά, χωρίς να τα διακινδυνεύουν επενδύοντας τα και (β) δεν διευκολύνει την πληθωριστική μείωση των χρεών. 

Δυστυχώς δεν επιτρέπει ούτε την ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας μέσω της νομισματικής υποτίμησης – ενώ η εσωτερική υποτίμηση που θεωρήθηκε ως εναλλακτική δυνατότητα αποδείχθηκε πως αφενός μεν είναι καταστροφική, επειδή βυθίζει τα κράτη σε ύφεση, αφετέρου αυξάνει τα χρέη σε όρους εισοδημάτων, αφού τα χρέη παραμένουν ως έχουν. 

Για παράδειγμα, όταν κάποιος έχει ετήσιο εισόδημα 20.000 € και οφείλει 100.000 €, τότε οι οφειλές του είναι 5 φορές μεγαλύτερες από τα εισοδήματα του. Όταν όμως το εισόδημα του μειώνεται στα 10.000 €, όπως έχει συμβεί στην Ελλάδα, τότε τα χρέη του διπλασιάζονται, αφού γίνονται 10 φορές μεγαλύτερα από τα εισοδήματα του – οπότε, εάν δεν χρεοκοπεί χάνοντας όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, σίγουρα δεν αποταμιεύει επιτρέποντας σε άλλους να επενδύσουν, ούτε βέβαια επενδύει (όταν υποτιμάται κανονικά το νόμισμα, μειώνονται ανάλογα με τα εισοδήματα και τα χρέη). 

Επί πλέον, χωρίς επενδύσεις δεν αυξάνεται με βιώσιμο τρόπο το ΑΕΠ (υπενθυμίζουμε εδώ πως το ΑΕΠ μπορεί να αυξάνεται, μη βιώσιμα προφανώς, ακόμη και όταν ένα μόνο άτομο σε μία χώρα κερδίζει – για παράδειγμα, κάποιος στον οποίο ανήκει ένα μεγάλος όμιλος, ενώ όλος ο άλλος πληθυσμός είναι φτωχός και υπερχρεωμένος), οπότε δεν μειώνονται τα δημόσια χρέη ως προς το ΑΕΠ, ούτε ως προς τα εισοδήματα των Πολιτών της – με αποτέλεσμα η χώρα να οδηγείται στη χρεοκοπία. Εάν δε οι Πολίτες της έχουν αναλάβει τη διάσωση της μέσω των υπερβολικών φόρων κοκ., όπως στην περίπτωση της Ελλάδας επειδή δεν χρεοκόπησε επίσημα, ενώ τα εισοδήματα τους μειώνονται, τότε δεν πτωχεύει μόνο το κράτος αλλά και οι ίδιοι – ακόμη και αν δεν είχαν προηγουμένως χρέη.

Οι κεντρικές τράπεζες

Περαιτέρω, το πρόβλημα παγκοσμίως έχουν κληθεί να το λύσουν οι κεντρικές τράπεζες, οι οποίες έχουν πλημμυρίσει τον πλανήτη με χρήματα, μηδενίζοντας ταυτόχρονα τα επιτόκια – έτσι ώστε να υπάρχει ρευστότητα για τη διεξαγωγή επενδύσεων, καθώς επίσης να υποχρεώνονται οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να επενδύουν, αντί να αποταμιεύουν χωρίς να εισπράττουν τόκους.

Ακόμη περισσότερο, ορισμένες χώρες έχουν ήδη επιβάλλει αρνητικά επιτόκια – όπως η Ελβετία, όπου οι καταθέτες πληρώνουν 0,75% ετησίως για τις αποταμιεύσεις τους. Μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια δε η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας (SNB) αύξησε τα συναλλαγματικά της αποθέματα (ρευστότητα) από τα 50 δις φράγκα στα 770 δις φράγκα – ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα οι συνολικοί ισολογισμοί της Fed, της ΕΚΤ και της Τράπεζας της Ιαπωνίας αυξήθηκαν από τα 3.000 δις $ στα 14.000 δις $ (πηγή: Vontobel). 

Συνεχίζοντας, στο παρελθόν θεωρούταν αυτονόητο για τους οικονομολόγους το ότι, τα νοικοκυριά μετέφεραν τις αποταμιεύσεις τους μέσω των τραπεζών στις επιχειρήσεις – οι οποίες τις χρειάζονταν για να χρηματοδοτήσουν κερδοφόρες επενδύσεις. Από τα κέρδη τους δε αυτά έδιναν πίσω στους καταθέτες ένα μέρος, με τη μορφή των τόκων.

Εν τούτοις, τα παραπάνω αποτελούν ήδη ιστορία – αφού στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης και του ανταγωνισμού των χωρών/περιοχών, μεταξύ άλλων του φορολογικού, οι μεγάλες επιχειρήσεις που κυριαρχούν πληρώνουν σήμερα τόσο χαμηλούς μισθούς ως προς την παραγωγικότητα των εργαζομένων και τόσο λίγους φόρους, ώστε να είναι σε θέση εύκολα να χρηματοδοτούν από τα έσοδα τους τις επενδύσεις τους (η μετανάστευση συντελεί στη μείωση των πραγματικών μισθών, ενώ οι φορολογικοί παράδεισοι στη μη πληρωμή φόρων από τις πολυεθνικές).

Για παράδειγμα, μόνο ο κλάδος των εταιρικών ομίλων της Ευρωζώνης πέτυχε τα τελευταία δέκα χρόνια καθαρά πλεονάσματα (μετά από επενδύσεις και μερίσματα) της τάξης των 2.500 δις € – γεγονός που σημαίνει πως οι επιχειρήσεις δεν χρειάζονται καθόλου χρήματα (στο σύνολο τους – όχι οι επί μέρους δηλαδή εξαιρέσεις και σχεδόν όλες όσες έχουν θετική πιστοληπτική ικανότητα) αλλά, αντίθετα, τους περισσεύουν στην Ευρωζώνη περί τα 250 δις € ετησίως. Επομένως, οι μόνοι που χρειάζονται σήμερα χρήματα είναι τα ελλειμματικά κράτη – σημειώνοντας πως τα χρέη των χωρών της Ευρωζώνης αυξήθηκαν από το 2008 έως τώρα κατά 5.300 δις €.

Με τα νέα όμως αυτά χρέη δεν χρηματοδοτήθηκαν επενδύσεις – αφού, στα πλαίσια του ανταγωνισμού των χωρών/περιοχών μεταξύ τους, οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 15% σε σχέση με το 2007! Αντί αυτού χρηματοδοτήθηκαν κυρίως οι κοινωνικές παροχές, οι οποίες προέκυψαν από την αύξηση της ανεργίας και τη μείωση των μισθών – όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, με τα κοινωνικά μερίσματα που ισοδυναμούν με την παραγωγή φτώχειας και με το μοίρασμα της. 

Εάν δεν υπήρχε κάτι τέτοιο, τότε η συνολική ζήτηση θα είχε συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο – οπότε η ανεργία θα είχε αυξηθεί περαιτέρω. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη στην Ελλάδα προέρχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την εγχώρια κατανάλωση που χρηματοδοτείται από τα ξένα δάνεια που εισπράττονται έναντι των μνημονίων – τα οποία όμως τελείωσαν, οπότε απομένει μόνο η έξοδος στις αγορές για επί πλέον δανεισμό.

Το γεγονός αυτό σημαίνει με τη σειρά του πως οι καταθέσεις των αποταμιευτών δεν είναι πια καλυμμένες με πραγματικές επενδύσεις, όπως στο παρελθόν – οπότε τα επιτόκια δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τα κέρδη των επιχειρήσεων (πάντοτε όσον αφορά τη μεγάλη, συνολική εικόνα).

Η μοναδική δε εγγύηση για τα χρέη είναι η ικανότητα των κυβερνήσεων να εισπράττουν φόρους – ενώ αυτό θα κρίνει τις εκλογές στην Ελλάδα από την πλευρά των δανειστών. Το ποιό κόμμα δηλαδή είναι ικανότερο να εισπράττει φόρους και όχι ποιό θα τους μειώσει για να διενεργηθούν επενδύσεις – αφού οι ξένες επιχειρήσεις που θα δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα όταν ολοκληρωθεί η αλλαγή του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος, δεν έχουν ανάγκη τη μείωση των φόρων, επειδή έτσι και αλλιώς δεν πληρώνουν φόρους.

Επειδή τώρα τα αυξημένα κρατικά χρέη και ο έντονος φορολογικός/λοιπός ανταγωνισμός των χωρών/περιοχών μεταξύ τους δημιουργούν αμφιβολίες, σχετικά με την ικανότητα είσπραξης φόρων από τις κυβερνήσεις (πάντοτε από τα γνωστά φορολογικά υποζύγια), έχει αυξηθεί σημαντικά για τις εμπορικές τράπεζες το ρίσκο διακράτησης δημοσίων ομολόγων στους Ισολογισμούς τους από κράτη με χρόνια προβλήματα υπερχρέωσης – οπότε προσπαθούν να τα ανταλλάξουν με άλλα φερέγγυα, όπως με ομόλογα της Γερμανίας ή της Ελβετίας.

Έτσι ανατιμήθηκε το ελβετικό νόμισμα, με αποτέλεσμα να επέμβει η κεντρική τράπεζα της χώρας, επιβάλλοντας αρνητικό επιτόκιο -0,75% για να το υποτιμήσει. Με τον τρόπο αυτό αφενός μεν διατήρησε την ισοτιμία του φράγκου στο 1:1,15 σε σχέση με το ευρώ, αφετέρου εισπράττει κάθε μήνα κέρδη της τάξης του 1 δις φράγκων από τόκους, αντί να πληρώνει! Κάτι ανάλογο ισχύει επίσης στην Ευρωζώνη, μόνο που το θέμα δεν είναι η μόνο η στήριξη του ευρώ αλλά, επί πλέον, η αποφυγή της διάλυσης της. 

Συμπερασματικά λοιπόν μία επόμενη υπηρεσία των κεντρικών τραπεζών είναι η απόσυρση των μη ασφαλών ομολόγων των υπερχρεωμένων χωρών/εταιριών από την κυκλοφορία, με τα πακέτα ποσοτικής χαλάρωσης και με τα μηδενικά/αρνητικά επιτόκια – οπότε η σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών και της οικονομίας εν γένει. Επομένως δεν δημιουργούν «χρήματα από το πουθενά» (τα κεντρικά χρήματα είναι μόνο το 10% των συνολικών, αφού το 90% δημιουργείται από τις εμπορικές τράπεζες μέσω της παροχής δανείων) αλλά ανταλλάσσουν ουσιαστικά μη ασφαλείς αποταμιεύσεις με ασφαλείς – ενώ δεν δημιούργησαν αυτές τα βουνά των χρεών, αλλά έχτισαν ένα προστατευτικό τείχος για να εμποδίσουν τη χιονοστιβάδα που απειλούσε να καταστρέψει τον πλανήτη. 

Το ότι τώρα οι καταθέτες επιβαρύνονται με αρνητικά επιτόκια, ιδίως σε χώρες με υψηλές αποταμιεύσεις λόγω των πλεονασμάτων τους εις βάρος των άλλων, όπως η Γερμανία (γράφημα), δεν είναι άδικο – αφού αυτός που αποταμιεύει ζημιώνει την οικονομία, μειώνοντας την κυκλοφορία των χρημάτων και τη ρευστότητα. Ως αποταμιεύσεις θεωρούνται επίσης τα ακίνητα, τα οποία υφίστανται ανάλογες ζημίες με τα αρνητικά επιτόκια όταν μειώνεται η αξία αγοράς τους.

Από την άλλη πλευρά, τα χαμηλά ή/και αρνητικά επιτόκια, σε συνδυασμό με τα πακέτα ποσοτικής χαλάρωσης, έχουν οδηγήσει τις τιμές των ακινήτων σε πολλές χώρες στα ύψη – όπως επίσης τις τιμές των μετοχών στα χρηματιστήρια, δημιουργώντας μεγάλες φούσκες. Εύλογα βέβαια, αφού όταν οι αποταμιεύσεις δεν μπορούν να επενδυθούν παραγωγικά, πόσο μάλλον η νέα ρευστότητα, τότε τοποθετούνται στα ακίνητα ή στις μετοχές – όπου όμως δεν ευθύνονται οι κεντρικές τράπεζες, αλλά οι ανισορροπίες στην πραγματική οικονομία.

Πρόκειται δε για ένα φαινόμενο που δεν είναι καινούργιο – αφού τα καθαρά πλεονάσματα των μεγάλων επιχειρήσεων έχουν γίνει «χρόνια» μετά το 2000, όπως επίσης τα πλεονάσματα κρατών σαν τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Ελβετία, την Κίνα κοκ. – εις βάρος των ελλειμμάτων των άλλων κρατών/μικρών επιχειρήσεων που ως εκ τούτου υπερχρεώνονται.

Ειδικά όσον αφορά τα κόκκινα δάνεια και τη μεταφορά τους σε «κακές τράπεζες» (bad banks), ουσιαστικά θεωρούνται επίσης απόσυρση μη ασφαλών χρεών και ανταλλαγή τους με ασφαλή – όπου οι «κακές τράπεζες» είτε τα εισπράττουν, είτε τα διαγράφουν. Στα πλαίσια αυτά, οι κεντρικές τράπεζες έχουν επίσης το ρόλο των «κακών τραπεζών» – με εξαίρεση την Ελλάδα, τα επισφαλή χρέη της οποίας έχουν μεταφερθεί ανεύθυνα κυρίως στους Ευρωπαίους φορολογουμένους.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, το πρόβλημα αυτό δεν μπορούν να το επιλύσουν οι κεντρικές τράπεζες – αφού τα βουνά των χρεών δημιουργούνται στην πραγματική οικονομία και εκεί πρέπει να βρεθεί η σωστή λύση. Στα πλαίσια αυτά οφείλουμε να κατανοήσουμε πως ο φορολογικός και λοιπός ανταγωνισμός των κρατών/περιοχών στα πλαίσια της σημερινής ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης είναι καταστροφικός – αφού διαλύει την ελεύθερη αγορά, χωρίς την οποία δεν υπάρχει μέλλον.

Ακόμη χειρότερα, η (αναγκαία φυσικά) πυροσβεστική επέμβαση των κεντρικών τραπεζών, έχει επιδεινώσει την αναδιανομή των εισοδημάτων, μεταφέροντας πλούτο από τα κάτω προς τα επάνω – εντείνοντας το πρόβλημα της αδυναμίας ανάπτυξης. Μία λύση βέβαια θα μπορούσε να είναι η διαγραφή των μη ασφαλών ομολόγων που έχουν αποσύρει ουσιαστικά από την κυκλοφορία οι κεντρικές τράπεζες – η οποία απλά θα αύξανε την ποσότητα χρήματος και τον πληθωρισμό.

Ένα καινούργιο Bretton Woods κατά κάποιον τρόπο, προτού απειληθεί η ειρήνη στον πλανήτη. Εν τούτοις οι χώρες με τα μεγάλα πλεονάσματα και με τα ασφαλή ομόλογα δεν θα το επέτρεπαν – κάτι που όμως είναι μεγάλο λάθος, αφού κινδυνεύει να καταρρεύσει ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, οπότε να ζημιωθούν οι πάντες, από διαφορετικές πλευρές, πολύ περισσότερο. Σε κάθε περίπτωση η παγκόσμια οικονομία χρειάζεται μία επανεκκίνηση – έτσι ώστε να υιοθετηθεί ξανά το σύστημα της πραγματικά ελεύθερης αγοράς και ο αληθινός, δημιουργικός φιλελευθερισμός.


Πηγή : https://analyst.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου