Κινδυνεύουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες,
καθώς επίσης οι ελληνικές, από τις χρεοκοπίες των αμερικανικών τραπεζών
και από την κατάρρευση της ελβετικής Credit Suisse; Υπάρχουν λύσεις;
Πόσο κοστίζει στους Πολίτες ο οικονομικός πόλεμος εναντίον της Κίνας και
της Ρωσίας; Εάν ξεσπάσει τελικά μία μεγάλη τραπεζική κρίση,
υπενθυμίζοντας πως οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης έχουν πια μεγάλες
ζημίες, κυρίως του Βελγίου (στη 17η θέση ρίσκου, με μόχλευση
1:1.397), η ύφεση, σε συνδυασμό με τον πόλεμο της Ουκρανίας και με τα
υψηλά επιτόκια, δεν θα είναι αναπόφευκτη; Είναι οχυρωμένες οι ελληνικές
τράπεζες; Με το δημόσιο χρέος μας πάντως πάνω από τα 400 δις €, με το
ιδιωτικό στα 410 δις € και με δίδυμα ελλείμματα, εν μέσω τόσο ασύμμετρων
συνθηκών, προφανώς δεν υπάρχει καμία δυνατότητα διάσωσης τραπεζών –
ευχόμενοι να μη χρειαστεί ποτέ.
Έχουμε ήδη αναφερθεί στη χρεοκοπία της SVB (ανάλυση),
την οποία ακολούθησε η διάσωση της First Republic Bank με 30 δις €, από
τις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες – χωρίς όμως να ανακοπεί η κατάρρευση
της μετοχής της κατά -15,33% χθες, με την Moody’s να την υποβιβάζει σε
«σκουπίδι» (Junk). Η πρώτη ερώτηση τώρα που προκύπτει, είναι εάν τα θεμελιώδη προβλήματα της τρέχουσας τραπεζικής κρίσης υπάρχουν και στην Ευρώπη
– αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση, η κρίση της SBV δεν οφείλεται σε
χρηματιστηριακά παιχνίδια, ούτε στην υπερβολική μόχλευση, όπως της
Lehman Brothers το 2008, αλλά στα κρατικά ομόλογα.
Σε χρεόγραφα δηλαδή που θεωρούνταν
αξιόπιστα, αλλά πλέον αποτελούν μία ωρολογιακή βόμβα στους τραπεζικούς
Ισολογισμούς – λόγω της ραγδαίας αύξησης των επιτοκίων, για να
καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός. Πρόκειται βέβαια για μία αμφιλεγόμενη
απόφαση των κεντρικών τραπεζών, αφού ένα μεγάλο μέρος του πληθωρισμού οφείλεται στην προσφορά που, με την αύξηση των επιτοκίων, επιδεινώνεται, λόγω της μείωσης των επενδύσεων, της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων κοκ.
Τα προβλήματα της προσφοράς με τη σειρά τους, είναι το αποτέλεσμα των δυσχερειών της εφοδιαστικής αλυσίδας, των κυρώσεων εναντίον της Κίνας και της Ρωσίας, καθώς επίσης του πολέμου της Ουκρανίας – τα οποία ασφαλώς δεν θα εξαφανισθούν με την άνοδο των επιτοκίων.
Τα κρατικά ομόλογα
Για να γίνει κατανοητό τώρα το πρόβλημα
των κρατικών ομολόγων για τις τράπεζες, θα ξεκινήσουμε από το ότι, το
ονομαστικό επιτόκιο τους ή κουπόνι, δεν είναι κατ’ αρχήν το πιο
σημαντικό – σημειώνοντας πως συνήθως διαπραγματεύονται στα χρηματιστήρια, με κριτήριο το πραγματικό τους επιτόκιο. Δηλαδή, με την «απόδοση» τους – η οποία προκύπτει από τη διάρκεια τους, καθώς επίσης από την αγοραία αξία τους.
Εν προκειμένω, με ένα απλό παράδειγμα,
υποθέτουμε πως κάποιος αγοράζει ένα κρατικό ομόλογο, με ετήσιο επιτόκιο
1% – όπου όμως, μετά την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ, τα επιτόκια των
ομολόγων αυξάνονται και τα νέα εκδίδονται με επιτόκιο 2%. Ως εκ τούτου, κανένας δεν θέλει να αγοράσει στα χρηματιστήρια το ομόλογο με το επιτόκιο 1% που αυτός ο κάποιος αγόρασε
– με αποτέλεσμα η αγοραία αξία του να μειώνεται, έτσι ώστε να αποδίδει
και αυτό 2%. Αντί να πωλείται δηλαδή 100 €, όσο ήταν η τιμή έκδοσης του,
πωλείται περί τα 99 €.
Εξέλιξη απόδοσης 20ετών αμερικανικών ομολόγων |
Η αιτία είναι το ότι, πριν από την
πανδημία η Fed ευρισκόταν σε μία διαδικασία σταδιακής αύξησης του
βασικού της επιτοκίου – έτσι ώστε να τερματισθεί η πολιτική των
μηδενικών επιτοκίων που είχε εφαρμοσθεί από την εποχή της
χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Ως εκ τούτου, το φθινόπωρο του 2019, το βασικό της επιτόκιο ήταν στο 1,75% – ενώ οι κάτοχοι του εικοσαετούς κρατικού ομολόγου λάμβαναν 2,2%.
Εν τούτοις, λόγω της πανδημίας και της
τεράστιας ύφεσης που τη συνόδευσε, η Fed αναγκάσθηκε να μειώσει το
βασικό της επιτόκιο – ξανά σταδιακά, στο 0,25%. Ως αποτέλεσμα αυτών των μειώσεων, τα κρατικά ομόλογα ακολούθησαν την τάση – οπότε διαπραγματεύονταν μεταξύ 1,5% και 2% το 2020 και το 2021.
Διακύμανση της αγοραίας τιμής των αμερικανικών ομολόγων λήξης 2047 |
Τα ομόλογα τώρα των ανεπτυγμένων χωρών, η
αγορά των οποίων είναι τεράστια, αποτελούν μεν μία από τις ασφαλέστερες
επενδύσεις, αρκεί όμως να τα κρατήσει κανείς έως τη λήξη τους – όπου λαμβάνει τα χρήματα, με τα οποία τα αγόρασε, συν το ετήσιο επιτόκιο ή κουπόνι.
Εν τούτοις, εάν υπάρχει ανάγκη να πουληθούν, όπως συνέβη στην περίπτωση
της SVB, σε μία εποχή που τα επιτόκια έχουν αυξηθεί, οπότε έχει
μειωθεί η τιμή διαπραγμάτευσης τους, τότε μπορεί να χάσει τεράστια ποσά –
το 35% του προηγουμένου παραδείγματος, εάν είχαν αγορασθεί το 2021.
Εν προκειμένω, έχει σημασία να γνωρίζει
κανείς το επιχειρηματικό μοντέλο της SVB – ξεκινώντας από το ότι, οι
πελάτες της ήταν κυρίως νεοφυείς εταιρίες (start ups), οι οποίες
«παρκάριζαν» τα κεφάλαια που είχαν λάβει από τους επενδυτές τους σε
αυτήν, έως ότου τα χρειαστούν για να καλύψουν τα έξοδα τους. Επειδή τώρα το 2021 ήταν μία πολύ καλή χρονιά για αυτές τις εταιρίες, οι καταθέσεις τους στην SVB διπλασιάσθηκαν – από τα 62 δις $ στα 124 δις $, μέσα σε λίγους μόνο μήνες.
Το επιτόκιο που πλήρωνε η SVB στις
καταθέσεις ήταν μόλις 0,14% – οπότε είχε κάθε λόγο να επενδύσει τα
χρήματα αυτά σε κρατικά ομόλογα, με επιτόκιο περίπου 1%, οπότε με κέρδος
0,86%. Το λάθος της ήταν όμως το ότι, επένδυε σε μακροπρόθεσμα ομόλογα με καταθέσεις εξαιρετικά βραχυπρόθεσμες – οπότε, όταν άρχισε η εκροή τους, ήταν υποχρεωμένη να αναχρηματοδοτηθεί, με υψηλό κόστος.
Τελικά δεν τα κατάφερε, οπότε
αναγκάσθηκε να πουλήσει τα ομόλογα με μεγάλες ζημίες – αφού η εκροή των
καταθέσεων συνοδεύθηκε από την αύξηση των επιτοκίων εκ μέρους της Fed. Ήταν
δε αναμενόμενη, αφού οι εταιρίες πελάτες της προτιμούσαν να διαθέσουν
τα μετρητά τους, παρά να δανείζονται με υψηλά επιτόκια – ενώ
παράλληλα η SVB ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει υψηλότερα επιτόκια στους
καταθέτες της, ανάλογα με τους ανταγωνιστές της, οπότε αυξήθηκαν οι
ζημίες της.
Λόγω των ζημιών της τώρα μειώθηκαν τα κεφάλαια της, διέρρευσαν εύλογα φήμες για την προβληματική της κατάσταση και άρχισε το bank run εκ μέρους των πελατών της
– ενώ μάλλον δεν είναι η μοναδική τράπεζα με το συγκεκριμένο
επιχειρηματικό μοντέλο, αφού πολλές άλλες χρησιμοποίησαν το χαμηλό
κόστος χρηματοδότησης, ειδικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, για να
αποκομίσουν μικρότερα μεν, αλλά (δήθεν) ασφαλή κέρδη από τα κρατικά
ομόλογα.
Το πρόβλημα του επιχειρηματικού μοντέλου
Συνεχίζοντας, εκτός από την βασικά ανύπαρκτη διαχείριση κινδύνου αυτών των επιχειρηματικών μοντέλων, υπάρχει επί πλέον ένα λογιστικό πρόβλημα – εξαιρετικά σημαντικό.
Ειδικότερα, τα ομόλογα που διακρατούνται
μέχρι τη λήξη τους, δεν χρειάζεται στην ουσία να λογιστικοποιούνται
στις εκάστοτε τιμές αγοράς – κάτι που είναι λογικό για ορισμένους
επενδυτές, όπως είναι οι εταιρίες ασφάλειας ζωής ή τα συνταξιοδοτικά
ταμεία, εάν βέβαια η λήξη των ομολόγων και το εισόδημα από τους
τόκους τους, αντιστοιχεί χρονικά με τα προγράμματα πληρωμής των
ασφαλισμένων τους. Διαφορετικά πολλά συνταξιοδοτικά ταμεία και
ασφαλιστικές εταιρίες θα χρεοκοπούσαν, εάν έπρεπε να εγγράφουν τα
ομόλογα και τους λοιπούς τίτλους τους, με τις εκάστοτε τιμές
διαπραγμάτευσης τους.
Εν προκειμένω, το κρατικό ομόλογο που αγοράσθηκε το 2021 με απόδοση 1%, θα προσφέρει στη λήξη του 1% επιτόκιο για κάθε έτος – ενώ αυτή τη στιγμή διαπραγματεύεται με μεγάλη έκπτωση, επειδή άλλα ομόλογα προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις. Εάν βέβαια μειωθούν τα επιτόκια, θα αντιστραφεί ξανά η τάση – οπότε πρόκειται για λογιστικά κέρδη ή ζημίες.
Το μοντέλο αυτό όμως δεν ισχύει για τις
τράπεζες που επενδύουν τις καταθέσεις των πελατών τους – αφού μπορεί να
τις αποσύρουν ανά πάσα στιγμή. Επομένως, πρέπει να εγγράφουν τις επενδύσεις τους με την εκάστοτε αξία τους – οπότε ανακύπτουν οι εξής ερωτήσεις:
Πόσες τράπεζες και ταμεία διαθέτουν
κρατικά ομόλογα μεγάλης κλίμακας ή συγκρίσιμα εταιρικά ομόλογα με χαμηλά
κουπόνια και μεγάλες λήξεις στους Ισολογισμούς τους; Πώς
αναχρηματοδοτούνται αυτά τα χαρτιά; Μακροπρόθεσμα με σταθερά επιτόκια ή βραχυπρόθεσμα με κυμαινόμενα; Πόσες
είχαν προβλέψει και περίμεναν μία τόσο γρήγορη και μεγάλη αύξηση
επιτοκίων; Πόσες έχουν λάβει τα μέτρα τους, έχοντας αγοράσει προϊόντα
αντιστάθμισης του κινδύνου; Τι θα συμβεί, εάν τελικά είναι πολλές
εκείνες οι τράπεζες ή τα ταμεία που δεν είχαν εκτιμήσει σωστά τους
κινδύνους;
Ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες, πόσα κρατικά ομόλογα έχουν στην κατοχή τους και πόσα χάνουν, με τη νέα αποτίμηση τους;
Καλύπτεται η ζημία από τα κέρδη τους; Θα μπορέσουν να τα κρατήσουν έως
τη λήξη τους για να μη ζημιωθούν ή κινδυνεύουν να τα πουλήσουν με ζημία,
εάν οι καταθέτες τους τρομοκρατηθούν και αποσύρουν μεγάλα ποσά;
Η ευρωπαϊκή διάσταση
Περαιτέρω, στα παραπάνω πλαίσια η ψυχραιμία των Ευρωπαίων είναι εντυπωσιακή – κρίνοντας αφενός μεν από την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ ξανά κατά 0,50%, αφετέρου από τις αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες το τραπεζικό πρόβλημα είναι αμερικανικό και δεν έχει καμία σχέση με την Ευρώπη.
Εν προκειμένω, εάν είχε αγοράσει κανείς ένα γερμανικό ομόλογο το 2020, η αξία του σήμερα έχει μειωθεί πάνω από 60% (γράφημα) – οπότε το ερώτημα είναι ποιες τράπεζες και ποια ταμεία έχουν επενδύσει χρήματα πελατών τους με μικρότερη διάρκεια σε γερμανικά ή άλλα ευρωπαϊκά ομόλογα σταθερού επιτοκίου, με μεγαλύτερη διάρκεια και σε μεγαλύτερη κλίμακα. Το ερώτημα αυτό αφορά φυσικά και τις ελληνικές τράπεζες ή όποιους άλλους έχουν αγοράσει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου – εκτός από τους άλλους κινδύνους τυχόν ύφεσης λόγω της ανόδου των επιτοκίων που θα δημιουργήσουν νέα κόκκινα δάνεια στους Ισολογισμούς των τραπεζών κοκ.
Βέβαια, εάν τα κρατικά ή άλλα ομόλογα κρατηθούν έως τη λήξη τους, δεν θα υπάρχει πρόβλημα. Εάν όμως οι καταθέτες αποσύρουν μαζικά τις καταθέσεις τους, όπως στις ΗΠΑ από την SVB και όχι μόνο, τότε οι λογιστικές απώλειες θα μπορούσαν να μετατραπούν σε πραγματικές – βυθίζοντας την Ευρώπη σε μία μεγάλη τραπεζική κρίση.
Οι λύσεις
Συνεχίζοντας, προφανώς οι κεντρικές τράπεζες, η Fed και η ΕΚΤ, θα μπορούσαν να αποτρέψουν τους παραπάνω κινδύνους, μειώνοντας τα βασικά τους επιτόκια το συντομότερο δυνατόν
– κάτι που θα αποτελούσε την πρώτη λύση. Εν τούτοις, είναι αντίθετο με
την ιδεοληψία τους – σύμφωνα με την οποία ο πληθωρισμός, από όπου και αν
προέρχεται, από τη ζήτηση ή από την προσφορά, καταπολεμάται με την
άνοδο των επιτοκίων.
Φυσικά κάνουν λάθος και αυτός είναι ο λόγος που αναφερόμαστε σε ιδεοληψία – αφού ο πληθωρισμός που προέρχεται από την προσφορά, όχι μόνο δεν καταπολεμάται με την άνοδο των επιτοκίων αλλά, αντίθετα, επιδεινώνεται. Εύλογα,
επειδή τα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν το κόστος χρηματοδότησης των
επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να μεταφέρεται στις τιμές των προϊόντων –
ενώ κάτι ανάλογο ισχύει και για τις επενδύσεις.
Η δεύτερη λύση που θα οδηγούσε στην
εξαφάνιση του πληθωρισμού προσφοράς, οπότε στη μείωση των επιτοκίων,
είναι το σταμάτημα των κυρώσεων εναντίον της Κίνας και της Ρωσίας – του οικονομικού πολέμου καλύτερα που διεξάγεται από τη Δύση, κατά των δύο αυτών χωρών.
Δεν αποφασίζεται όμως, για καθαρά γεωπολιτικούς λόγους – αφού οι ΗΠΑ
επιμένουν στη διατήρηση της μονοκρατορίας τους στον πλανήτη, ενώ
αντιμετωπίζουν την Ευρώπη ως πειθήνιο προτεκτοράτο τους.
Εν προκειμένω, οι Ευρωπαίοι Πολίτες δεν καταλαβαίνουν πως οι ίδιοι πληρώνουν πανάκριβα το κόστος του οικονομικού πολέμου των ΗΠΑ
– αφενός μεν με την πτώση της αγοραστικής αξίας των εισοδημάτων τους,
ήδη περί το 20%, αφού ο πληθωρισμός του 2023 είναι επί πλέον αυτού του
2022, αφετέρου με την απώλεια των καταθέσεων τους. Στο παράδειγμα της
Ελλάδας, με τις καταθέσεις στα 180 δις € περίπου, χάθηκαν πέρυσι περί
τα 18 δις € – ενώ εφέτος ακόμη 9 δις €, εάν ο πληθωρισμός διαμορφωθεί
στο 5%. Το γεγονός αυτό είναι συνώνυμο με τη δήμευση καταθέσεων – μόνο
που δεν γίνεται κατανοητό.
Η τρίτη απώλεια προέρχεται από την άνοδο
των φόρων, λόγω του ότι παραμένουν οι ίδιοι φορολογικοί συντελεστές, σε
ένα πληθωριστικό ΑΕΠ – οπότε οι Πολίτες ληστεύονται από τρεις διαφορετικές πλευρές, χωρίς οι περισσότεροι να το συνειδητοποιούν.
Το ίδιο συμβαίνει φυσικά στις ΗΠΑ και σε όλες εκείνες τις χώρες που
αντιμετωπίζουν ανάλογα πληθωριστικά προβλήματα – ενώ την ίδια στιγμή τα
υψηλά επιτόκια θα οδηγήσουν σε μαζικές χρεοκοπίες τις υπερχρεωμένες
επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και τα κράτη.
Κάποια στιγμή δε, όταν οι Πολίτες καταλάβουν τη ληστεία τους, θα υπάρξουν κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις – οι οποίες φυσικά θα επιδεινώσουν την κρίση.
Η Credit Suisse
Περαιτέρω, η κατάρρευση της Credit
Suisse έχει εντελώς διαφορετικές αιτίες – ενώ η αφετηρία της είναι τα
τέλη της δεκαετίας του 1990, όπου μετά από μεγάλες πιέσεις των ΗΠΑ,
άρχισε να φθίνει το περιβόητο ελβετικό τραπεζικό απόρρητο. Επομένως,
οι ελβετικές τράπεζες χρειάζονταν νέα πεδία δραστηριότητας, αφού αυτοί
που ήθελαν να έχουν κρυφές καταθέσεις προτίμησαν άλλες χώρες –
με την Credit Suisse να επιλέγει την επενδυτική τραπεζική, με αποτέλεσμα
να εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κλάδου, ειδικά
μετά το 2007 υπό τη διοίκηση του Αμερικανού B. Dougan.
Το γεγονός αυτό σημαίνει πως έπαιζε με
όλα τα επιτρεπόμενα ή μη χρηματοοικονομικά προϊόντα, στο παγκόσμιο
χρηματοοικονομικό καζίνο – ενώ όταν ο B. Dougan
αποσύρθηκε μετά από 8 χρόνια, είχε αμειφθεί με περίπου 160 εκ. ελβετικά
φράγκα, παρά το ότι η χρηματιστηριακή αξία της τράπεζας είχε χάσει το
70%. Ο διάδοχος του συνέχισε την ίδια στρατηγική, έφυγε μετά
από 4 χρόνια έχοντας λάβει 64 εκ. ελβετικά φράγκα και η μετοχή της
Credit Suisse έχασε επί πλέον 40% – ενώ ο πρόσφατος έμεινε μόνο ένα
χρόνο, εισέπραξε 3,8 εκ. φράγκα και προκάλεσε στην τράπεζα τις
μεγαλύτερες ζημίες στην ιστορία της.
Το Μάρτιο τώρα του 2021, η Credit Suisse
αναγκάσθηκε να παραδεχθεί πως οι έλεγχοι κινδύνων της είχαν αποτύχει
πλήρως, όσον αφορά τις συναλλαγές της με τη συνεργαζόμενη Greensill
Capital – με ένα άντρο τυχερών παιχνιδιών που παρουσιαζόταν ως δήθεν χρηματοδότης της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Ειδικότερα, 3 δις $ από τα επενδυτικά κεφάλαια πελατών της ύψους 10 δις
$ που διαχειριζόταν η Greensill Capital εξαφανίσθηκαν, όταν η τελευταία
χρεοκόπησε – κάτι που φυσικά προβλημάτισε τους πλούσιους πελάτες της
Credit Suisse, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να αποσύρουν τις καταθέσεις
τους.
Ένα μήνα αργότερα το κερδοσκοπικό κεφάλαιο Archegos Capital
που είχε επίσης στηριχθεί από την Credit Suisse, χρεοκόπησε – με
απώλειες για την τράπεζα περί τα 4,7 δις $. Εκτός αυτών, η τράπεζα είχε
πολλές καταδίκες – όπως για τη συνεργασία της με ένα βουλγαρικό κύκλωμα
διακίνησης ναρκωτικών, για τη χρηματοδότηση πλουσίων Ρώσων παρά τις
κυρώσεις κλπ. Παράλληλα, μετά την απόφαση της Ελβετίας να μην είναι πια
ουδέτερη μετά από πολλές δεκαετίες, τασσόμενη με το μέρος της Δύσης υπέρ
των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας, οι πελάτες της Credit Suisse από την Ασία και ειδικά από την Κίνα θορυβήθηκαν – φοβούμενοι τυχόν αντιμετώπιση τους, όπως των Ρώσων.
Έτσι άρχισαν και αυτοί να αποσύρουν τις καταθέσεις τους – οι οποίες αντιστοιχούσαν σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του ενεργητικού της Credit Suisse, καθώς επίσης σχεδόν στο 50% των κερδών της. Βασικός δε προορισμός των χρημάτων είναι η «Ελβετία της Ασίας», η Σιγκαπούρη (ανάλυση) – γεγονός που σημαίνει πως το όπλο των κυρώσεων της Δύσης έχει μάλλον εκπυρσοκροτήσει προς τα πίσω.
Τέλος, όταν ο μεγαλύτερος μέτοχος της Credit Suisse, μία εμπορική τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας (που συνεργάζεται πλέον με το Ιράν, άρα φοβάται κυρώσεις των ΗΠΑ), αρνήθηκε να την στηρίξει με νέα χρήματα, ξεκίνησε η μεγάλη κατάρρευση της – με τις μαζικές αποσύρσεις καταθέσεων και με τις επίσης μαζικές πωλήσεις μετοχών της.
Σε τελική ανάλυση λοιπόν, μία πρώην
μεγάλη τράπεζα που κόστιζε στο παρελθόν πάνω από 100 δις ελβετικά
φράγκα, έχοντας ενεργητικό της τάξης του 1,4 τρις φράγκα στον Ισολογισμό
της, αξίζει σήμερα μόλις 7,5 δις, με ενεργητικό περί τα 531 δις το 2022 – έχοντας
τελικά διασωθεί από την ελβετική κεντρική τράπεζα, με δάνειο έως 54 δις
που είναι 7 φορές πάνω από τη χρηματιστηριακή της αξία.
Σύμφωνα τώρα με στοιχεία του κέντρου διαχείρισης κινδύνων της Λωζάνης που όμως δεν επικαιροποιούνται καθημερινά (γράφημα, πηγή), η μόχλευση της είναι 1:50 – οπότε εξαιρετικά υψηλή. Βέβαια, της γαλλικής Societe Generale είναι 1:70, ενώ της γερμανικής Deutsche Bank που θεωρείται εγκληματική οργάνωση (ανάλυση) 1:68 – οπότε είναι σε ακόμη χειρότερη κατάσταση, χωρίς όμως να ευρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, όπως η Credit Suisse.
Σε κάθε περίπτωση, η κρίση της Credit Suisse, αν και είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν των αμερικανικών τραπεζών, θα μπορούσε να πυροδοτήσει επίσης μία τραπεζική κρίση στην Ευρώπη και όχι μόνο
– αφού είναι δικτυωμένη με τους πάντες, αποτελώντας ως εκ τούτου μεγάλο
συστημικό κίνδυνο. Μπορεί δε να την διέσωσε εν πρώτοις η ελβετική
κεντρική τράπεζα, αλλά τα κεφάλαια που τελικά θα χρειαστούν θα είναι
πολύ περισσότερα – ενώ μάλλον θα υπάρξουν διαμαρτυρίες εκ μέρους των
Ελβετών Πολιτών που θα αναγκασθούν να αναλάβουν το βάρος της διάσωσης.
Όσον αφορά τις ειδήσεις περί εξαγοράς
της από την άλλη μεγάλη τράπεζα, από την UBS, δεν έχει σίγουρα την
οικονομική δυνατότητα – αλλά ενδεχομένως μόνο για ένα μέρος της Credit
Suisse (γράφημα με τα βασικά της μεγέθη) , ίσως για το διεθνές, με το
υπόλοιπο πιθανόν να κρατικοποιείται. Σε κάθε περίπτωση, οι συνέπειες για την Ελβετία ως κράτος θα είναι πολύ μεγάλες – κοστίζοντας ένα σημαντικό μέρος του πλούτου της, με αποτέλεσμα να πάψει πια να είναι αυτή που ήταν.
Την προσοχή πάντως της δημοσιότητας δεν
θα αποφύγουν ούτε η Societe Generale, ούτε η Deutsche Bank – οι οποίες
είναι ίσως οι πιο επικίνδυνες τράπεζες του πλανήτη. Ειδικά η τελευταία, έχει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με την Credit Suisse –
ενώ το πλήγμα της Γερμανίας από τον πόλεμο της Ουκρανίας, όπου έχασε το
βασικό ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα, αυτό της φθηνής ενέργειας, θα
έχει συνέπειες και για τις τράπεζες της.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η τραπεζική κρίση
ευρίσκεται μάλλον στο ξεκίνημα της – αν και υπάρχουν λύσεις για να
αποφευχθεί, τουλάχιστον όσον αφορά τις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη. Όσον αφορά την Ελλάδα, θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική
– κυρίως λόγω της κεφαλαιακής δομής των ελληνικών τραπεζών, όπου ένα
μεγάλο μέρος τους αποτελείται από τον αναβαλλόμενο φόρο, οπότε από αέρα (το 2021 ήταν στο 65% του βασικού κεφαλαιακού δείκτη CET1 των συστημικών τραπεζών).
Εάν πάντως ξεσπάσει τελικά μία τέτοια
κρίση, υπενθυμίζοντας πως οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης έχουν πια
μεγάλες ζημίες, κυρίως του Βελγίου (στη 17η θέση ρίσκου, με μόχλευση 1:1.397), η ύφεση, σε συνδυασμό με τον πόλεμο της Ουκρανίας και με τα υψηλά επιτόκια, θα είναι αναπόφευκτη –
οπότε θανατηφόρα για τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως ασφαλώς η Ελλάδα. Με
το δημόσιο χρέος μας πάνω από τα 400 δις €, με το ιδιωτικό στα 410 δις €
και με δίδυμα ελλείμματα, εν μέσω τόσο ασύμμετρων συνθηκών, προφανώς
δεν υπάρχει καμία δυνατότητα διάσωσης τραπεζών – ευχόμενοι να μη
χρειαστεί ποτέ. Δυστυχώς η σπατάλη των 50 δις € με δανεικά από την
κυβέρνηση, μέσα σε τρία μόλις χρόνια, μας έχει αφήσει γυμνούς – χωρίς
ρεζέρβες.
Σημείωση: Στην SVB, μόνο το 4% είχε εγγυημένες καταθέσεις. Στη
Signature Bank οι καταθέτες χωρίς εγγύηση ασφάλειας ήταν 90%. Οι πιο
πολλοί έκαναν συναλλαγές κρυπτονομισμάτων και, λόγω της κρίσης του
τομέα, έκαναν πολλές αναλήψεις – οπότε, όπως με την SVΒ, την οδήγησαν σε κατάρρευση και κλείσιμο από το αμερικανικό υπουργείο οικονομικών.
Στον τομέα των περιφερειακών τραπεζών υπάρχουν λίγες ακόμη με μεγάλα ποσοστά μη εγγυημένων καταθέσεων, όπως η First Republic Bank (63% καταθέσεων χωρίς εγγύηση) – οι οποίες πιέζονται ιδιαίτερα από την αγορά και κατά πάσα πιθανότητα ή θα συγχωνευθούν ή θα τις κλείσει το υπουργείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου