Ο κ. Ντράγκι αποφάσισε να διατηρήσει μηδενικά τα βασικά επιτόκια και αρνητικά τα επιτόκια καταθέσεων των τραπεζών στην ίδια (από το -0,4% στο -0,5%), καθώς επίσης να αυξήσει ξανά την ποσότητα χρήματος (QE), με αγορές παγίων της τάξης των 20 δις € μηνιαία από το Δεκέμβρη – ερχόμενος για πρώτη φορά σε σύγκρουση με τους διοικητές των τραπεζών της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας κλπ., επειδή αυτή η πολιτική μεγεθύνει τις τεράστιες φούσκες στο εσωτερικό τους, ενώ επιβαρύνει τόσο τους καταθέτες των τραπεζών, όσο και τις ίδιες, καθώς επίσης τις ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Ανέφερε βέβαια πως είναι η τελευταία του νομισματική επέμβαση, ενώ πρέπει να πάρει πλέον τα ηνία για την αντιμετώπιση της ύφεσης η δημοσιονομική πολιτική, αλλά πρόκειται μάλλον για ευχολόγιο – αφού η Γερμανία και όχι μόνο επιμένει στην πολιτική λιτότητας. Από την άλλη πλευρά, τυχόν επάνοδος της νομισματικής πολιτικής σε φυσιολογικά επίπεδα, θα αύξανε τα επιτόκια των ομολόγων και την ισοτιμία του ευρώ, οδηγώντας χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα ολοταχώς προς τη χρεοκοπία – οπότε κυριολεκτικά είναι εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα.
Ανάλυση
Εισαγωγικά, όπως είναι γνωστό από την οικονομική θεωρεία, «Στα πλαίσια της διαδικασίας παραγωγής και ανταλλαγής αγαθών, τα χρήματα οφείλουν να φροντίζουν για την πληρωμή των αγαθών, για τις τιμές τους (προσδιορισμός της αξίας τους), καθώς επίσης για τη διαχρονική διατήρηση της αξίας των συγκεκριμένων προϊόντων και των υπηρεσιών, σε χρήμα».
Για να μπορούν όμως τα πάσης φύσεως χρήματα να ανταποκρίνονται στις λειτουργίες τους, ο υπεύθυνος για την «παραγωγή» τους θα πρέπει να εξασφαλίζει τις παρακάτω προϋποθέσεις:
(α) Να είναι το χρήμα υποχρεωτικά αποδεκτό από όλους όσους συναλλάσσονται μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας χρήματα με προϊόντα και υπηρεσίες.(β) Να υπάρχει μία διαχρονικά σταθερή αγοραστική αξία του χρήματος, έτσι ώστε να μπορεί, μεταξύ άλλων, να χρησιμοποιηθεί αποταμιευτικά.(γ) Να υφίσταται ένας υπεύθυνος, ο οποίος να εγγυάται απόλυτα για τα χρήματα που διακινούνται στην εκάστοτε αγορά.
Αυτός τώρα που εξασφαλίζει τις παραπάνω προϋποθέσεις, «ο παραγωγός του χρήματος» δηλαδή στις σύγχρονες Οικονομίες, δεν είναι άλλος από το κράτος – δια μέσου της Κεντρικής Τράπεζας του η οποία, σε συνεργασία με τις εμπορικές τράπεζες, φροντίζει να «τυπώνει» το απαραίτητο χρήμα, καθώς επίσης να εγγυάται για τη σωστή λειτουργία του.
Το συνολικό «μέγεθος» τώρα του χρήματος που κυκλοφορεί σε μία Οικονομία, είναι το γινόμενο (πολλαπλασιασμός) της ποσότητας του χρήματος που υπάρχει, επί την ταχύτητα της ημερήσιας κυκλοφορίας του – η οποία συνήθως θεωρείται σταθερή. Εάν δηλαδή έχουμε 100 €, τα οποία διακινούνται πέντε φορές την ημέρα, τότε το μέγεθος του χρήματος είναι 100Χ5 = 500 €.
Περαιτέρω, η «αγοραστική αξία» του χρήματος υπολογίζεται πάντοτε από τη ποσότητα των διαθεσίμων αγαθών, σε σχέση με το συνολικό «μέγεθος» του χρήματος που κυκλοφορεί (ποσότητα επί ταχύτητα).
Για παράδειγμα, εάν σε μία οικονομία η αγοραστική αξία του χρήματος παραμένει διαχρονικά σταθερή, τότε το ποσοστό αύξησης της παραγωγής χρήματος επί την ταχύτητα κυκλοφορίας του, συμβαδίζει με το ποσοστό αύξησης της παραγωγής αγαθών. Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή, έχουμε τόσα χρήματα στην αγορά, όσα και προϊόντα (ΑΕΠ).
Εάν όμως διαπιστωθεί ότι, η μέση ετήσια αγοραστική αξία του χρήματος μειώνεται, τότε αυτό σημαίνει ότι, στη συγκεκριμένη οικονομία η μέση ετήσια παραγωγή η/και η ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρήματος αυξάνεται γρηγορότερα, από ότι αυξάνει η μέση ετήσια παραγωγή αγαθών – οπότε προκαλείται πληθωρισμός)
Είναι δυνατόν όμως να αυξάνεται η ποσότητα χρήματος από την κεντρική τράπεζα μίας χώρας, χωρίς να χάνει το χρήμα την αγοραστική αξία του βραχυπρόθεσμα, χωρίς να επακολουθεί πληθωρισμός δηλαδή, εάν μειώνεται η ταχύτητα κυκλοφορίας του από τους Πολίτες – οι οποίοι «κινούν βραδύτερα» τα χρήματα που έχουν στη διάθεση τους.
Από την παραπάνω μικρή περιγραφή τεκμηριώνεται ότι, η «διαχείριση» των ποσοτήτων του χρήματος σε μία Οικονομία είναι αποκλειστικό, «μονοπωλιακό» δηλαδή προνόμιο των τραπεζών – επομένως είναι μία ουσιαστικά κεντρικά κατευθυνόμενη διαδικασία, γεγονός που σημαίνει ότι δεν υπάγεται στις αρχές της ελεύθερης αλλά της κεντρικά κατευθυνόμενης αγοράς.
Το επιτόκιο του χρήματος
Περαιτέρω, τα σημερινά χρήματα είναι στην πραγματικότητα «ακάλυπτα» – αφού δημιουργούνται «μονοπωλιακά» από τις τράπεζες και την πίστωση, χωρίς να έχουν κανενός είδους αντίκρισμα. Το επιτόκιο τώρα, είναι ουσιαστικά το κέρδος που «χρεώνεται», για τη χρησιμοποίηση των δανειακών χρημάτων – με το «φυσιολογικό επιτόκιο» να ορίζεται ως αυτό που εξισορροπεί τις αποταμιεύσεις με τις επενδύσεις, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διαχρονική σταθερότητα σε μία Οικονομία.
Ένα τέτοιο «φυσιολογικό επιτόκιο» όφειλε προφανώς να «επέκειτο» στους κανόνες τις ελεύθερης αγοράς – όπου το εκάστοτε μέγεθος του θα καθοριζόταν από την ισορροπία της ζήτησης με την προσφορά. Δηλαδή, εάν η ζήτηση για δανειακά χρήματα αυξανόταν (τα δάνεια πρέπει να έχουν στόχο τις επενδύσεις και ποτέ την κατανάλωση), υπερκαλύπτοντας την προσφορά (αποταμιεύσεις), τότε το επιτόκιο θα αυξανόταν ανάλογα, μέχρι το σημείο που η περαιτέρω αύξηση του θα μείωνε τη ζήτηση – αφού οι επενδύσεις θα ήταν πια ασύμφορες.
Εν τούτοις, το επιτόκιο σήμερα δεν καθορίζεται από την ελεύθερη αγορά, αλλά από τις κεντρικές τράπεζες (βασικό). Επομένως, η διαμόρφωση του είναι κεντρικά κατευθυνόμενη και μονοπωλιακή – όπως αυτή της ποσότητας των χρημάτων που κυκλοφορούν στις εκάστοτε Οικονομίες οι οποίες, τουλάχιστον όσον αφορά το χρήμα, είναι ουσιαστικά «κομμουνιστικές» (ερμηνεύοντας οικονομικά τον κομμουνισμό, ως ένα κεντρικά κατευθυνόμενο σύστημα).
Τα αποτελέσματα των κεντρικά κατευθυνόμενων επιτοκίων όσον αφορά τα δάνεια, τα οποία συνάπτονται με ένα τεχνητά χαμηλό επιτόκιο, είναι οι λανθασμένες επενδυτικές τοποθετήσεις – αφού εμφανίζονται συμφέρουσες λόγω του ότι το επιτόκιο είναι τεχνητά χαμηλό, ενώ με ένα «φυσιολογικό επιτόκιο» δεν θα γινόταν.
Οι λανθασμένες τώρα επενδύσεις, λόγω των αδικαιολόγητα χαμηλών επιτοκίων, οδηγούν τελικά σε «φούσκες» – οι οποίες «εκρήγνυνται», όταν οι κεντρικές τράπεζες αναγκασθούν να αυξήσουν τα επιτόκια, προς την κατεύθυνση του φυσιολογικού, έτσι ώστε να αποφευχθεί ο υπερπληθωρισμός.
Συνεχίζοντας, η υπερχρέωση ενός κράτους είναι ουσιαστικά επίσης μία «φούσκα», η οποία εκρήγνυται όταν αδυνατεί να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις του – συνήθως λόγω της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού του, πέρα από τα «όρια» της αντοχής του (φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών του κλπ). Στον γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η υπερχρέωση του πλανήτη από το 2003 και μετά – συνολικά και επί μέρους για τα νοικοκυριά (πράσινο), τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (κίτρινο), τα κράτη (γαλάζιο) και τις τράπεζες (κόκκινο).
Εν προκειμένω, το παγκόσμιο χρέος από 177,7 τρις $ δολάρια το 2008 έφθασε σε 247,1 τρις $ το 2018 ή 69,4 τρις $ (39%) – ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα το πραγματικό παγκόσμιο ΑΕΠ από 64,4 τρις $ το 2008 έφτασε τα 80,25 τρις $ το 2017 και στα περίπου 82,5 τρις $ το 2018 (γράφημα).
Δηλαδή κατά 18,1 τρις $ ή κατά 28% – γεγονός που σημαίνει πως το χρέος αυξάνεται πολύ περισσότερο από το ΑΕΠ. Με δεδομένο δε το ότι, χρέος σημαίνει πως καταναλώνει κανείς σήμερα αυτά που θα κερδίσει αύριο, η παραπάνω άνοδος τεκμηριώνει πως βιώνουμε μία φούσκα κατανάλωσης – εκτός από τις φούσκες στα χρηματιστήρια, στα ακίνητα κοκ.
Το παιχνίδι με τη φωτιά
Συνεχίζοντας, με κριτήριο τα παραπάνω, καθώς επίσης το γεγονός ότι ένα κεντρικά κατευθυνόμενο σύστημα οδηγείται νομοτελειακά στην κατάρρευση του, συμπεραίνει κανείς πως οι κεντρικές τράπεζες παίζουν κυριολεκτικά με τη φωτιά, σήμερα κυρίως η ΕΚΤ – αφού συνεχίζει να διαστρεβλώνει την ελεύθερη αγορά, με τη χειραγώγηση των επιτοκίων και της ποσότητας χρήματος, με αποτέλεσμα να υποτιμάται αδικαιολόγητα το ευρώ, να μειώνονται τα επιτόκια των ευρωπαϊκών ομολόγων σε επίπεδα μοναδικά στην ιστορία κοκ.
Ειδικότερα, ο διοικητής της ΕΚΤ αποφάσισε να διατηρήσει μηδενικά τα βασικά επιτόκια και αρνητικά τα επιτόκια καταθέσεων των τραπεζών στην ίδια (από το -0,4% στο -0,5%), καθώς επίσης να αυξήσει ξανά την ποσότητα χρήματος (QE), με αγορές παγίων της τάξης των 20 δις € μηνιαία από το Δεκέμβρη – ερχόμενος για πρώτη φορά σε σύγκρουση με τους διοικητές των τραπεζών της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας κλπ., επειδή αυτή η πολιτική μεγεθύνει τις τεράστιες φούσκες στο εσωτερικό τους (ακίνητα, μετοχές κλπ.), ενώ επιβαρύνει τόσο τους καταθέτες των τραπεζών, όσο και τις ίδιες, καθώς επίσης τις ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία.
Ανέφερε βέβαια πως είναι η τελευταία του νομισματική επέμβαση, ενώ πρέπει να πάρει πλέον τα ηνία για την αντιμετώπιση της ύφεσης η δημοσιονομική πολιτική (=μείωση των φόρων, αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και άρα ελλείμματα προϋπολογισμών), αλλά πρόκειται μάλλον για ευχολόγιο – αφού η Γερμανία και όχι μόνο επιμένει στην πολιτική λιτότητας. Από την άλλη πλευρά, τυχόν επάνοδος της νομισματικής πολιτικής σε φυσιολογικά επίπεδα, θα αύξανε τα επιτόκια των ομολόγων και την ισοτιμία του ευρώ, οδηγώντας χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα ολοταχώς προς τη χρεοκοπία – οπότε κυριολεκτικά είναι εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, είναι φανερό πως ο πλανήτης και ειδικά η Ευρωζώνη έχουν ξεπεράσει προ πολλού τα όρια – ως αποτέλεσμα στης υιοθέτησης του νεοφιλελευθερισμού από το 1980 και μετά, μέσω του οποίου προκλήθηκαν εισοδηματικές ανισότητες, αλλεπάλληλα κραχ που τις ενέτειναν, οικονομικές ασυμμετρίες μεταξύ των κρατών, καθώς επίσης αλματώδεις αυξήσεις των χρεών της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων και των κρατών. Η προσπάθεια αντιμετώπισης δε όλων αυτών των προβλημάτων από το 2008 και μετά από τις κεντρικές τράπεζες, τα επιδείνωσε αντί να τα επιλύσει – οπότε είναι θέμα χρόνου η παταγώδης κατάρρευση του συστήματος, ενώ όσο πιο πολύ αργεί, τόσο πιο επώδυνη θα είναι.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου