Μόνο εάν καταφέρουμε να καταπολεμήσουμε το κομματικό κράτος που κυριολεκτικά μας κατέστρεψε τα τελευταία σαράντα χρόνια, ανακτώντας τη χαμένη εμπιστοσύνη των Πολιτών προς την Πολιτεία, καθώς επίσης να παράγουμε πλούτο από τους τρεις βασικούς τομείς που διαθέτουμε μεγάλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, θα υπάρξει μέλλον για όλους εμάς τους Έλληνες.
Ανάλυση
Εισαγωγικά, εάν μία χώρα έχει θετικό ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης, ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (εάν όχι εμπορικό), εάν παράγει πλούτο δηλαδή και δεν τον σπαταλάει, τότε δεν έχει σημασία ποιό νόμισμα χρησιμοποιεί. Εν τούτοις είμαστε υπέρ ενός εθνικού νομίσματος, αφού μέσω αυτού έχει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται καλύτερα την οικονομία της, ειδικά σε εποχές κρίσης – εκτός εάν η Ευρώπη ενωνόταν τραπεζικά, δημοσιονομικά και πολιτικά, οπότε το ευρώ θα ήταν το εθνικό νόμισμα όλων των κρατών της.
Η δραχμή βέβαια δεν ήταν ποτέ ένα εθνικό νόμισμα, αφού εκδιδόταν από την Τράπεζα της Ελλάδος που δεν ανήκει στο δημόσιο. Ο σκοπός είναι να εκδίδεται από μία 100% κρατική κεντρική τράπεζα, ως μία όμως απόλυτα ανεξάρτητη νομισματική και χρηματοπιστωτική Αρχή, όπως ακριβώς η Δικαιοσύνη. Εκτός αυτού, με εξωτερικό χρέος στα 405 δις $ ή στο 200% περίπου του ΑΕΠ (γράφημα), μη μετατρεπόμενο σε εθνικό νόμισμα μετά το PSI, καθώς επίσης με κατεστραμμένο παραγωγικό ιστό, οπότε με άμεση εξάρτηση από τις εισαγωγές, αποτελεί όνειρο θερινής νύχτας.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξωτερικό χρέος της Ελλάδας (μπλε στήλες αριστερή κάθετος), σε σύγκριση με το ΑΕΠ (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος).
Περαιτέρω, η Ελλάδα υιοθέτησε το ευρώ, μεταξύ άλλων για να μειώσει τους τόκους των δανείων της, οι οποίοι είχαν πλησιάσει το 25% – λόγω του πολύ μεγάλου ύψους του δημοσίου χρέους της ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το οποίο θα την είχε οδηγήσει στη χρεοκοπία και στο ΔΝΤ. Απλά και μόνο η προοπτική της ένταξης της στην Ευρωζώνη πίεσε σημαντικά τα επιτόκια προς τα κάτω. Δυστυχώς όμως, αντί να πάρει τα μέτρα της αμέσως μετά την είσοδο της, γνωρίζοντας πως το ευρώ θα στηριζόταν σε μία πολύ αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, έκανε ακριβώς τα αντίθετα από ότι έπρεπε.
Αντί δηλαδή να χρησιμοποιήσει τα χαμηλά επιτόκια για να περιορίσει τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της, οπότε τα χρέη, αύξησε τις δαπάνες – με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος της σε απόλυτο μέγεθος να εκτοξευθεί από τα 118,6 δις € το 1999 στα 299,7 δις € το 2009. Ένα μεγάλο μέρος του οφείλεται βέβαια στην κακοδιαχείριση και στη διαφθορά – κάτι που όμως έχει συμβεί σε καθεστώς δημοκρατίας, οπότε δεν μπορούμε να επικαλεσθούμε τους κανόνες περί επαχθούς χρέους (ανάλυση).
Όσον αφορά δε τις αναφορές περί κήρυξης της Ελλάδας σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης με την άμεση προσφυγή της στον Ο.Η.Ε. (ανάλυση), έτσι ώστε να αναβληθεί η πληρωμή των χρεών της (μόνο η Γερμανία πέτυχε το 1953 τη νόμιμη διαγραφή μεγάλου μέρους τους συναινετικά, εκμεταλλευόμενη τη γεωπολιτική της θέση – κάτι που ίσως θα μπορούσε η Ελλάδα εάν είχε μία ικανή κυβέρνηση), αφενός μεν δεν είναι εφικτό να τεκμηριωθούν επαρκώς, αφετέρου είναι εντελώς θεωρητικές – αρκεί να διαπιστώσει κανείς τι έχει επιτευχθεί σε σχέση με την κατεχόμενη βόρεια Κύπρο, η οποία έχει αποφασιστεί ως παράνομη από τον Ο.Η.Ε.
Την ίδια χρονική περίοδο ο ιδιωτικός τομέας, ανέκαθεν εσωστρεφής όσον αφορά τις επιχειρήσεις, αντί να αυξήσει τις επενδύσεις στηριζόμενος από τα χαμηλά επιτόκια, ειδικά στον κλάδο των εξαγωγών, προτίμησε τη σπατάλη, την κατανάλωση επί πιστώσει και τις επενδύσεις στα ακίνητα – με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα χρέη του, μεταξύ άλλων λόγω της ανευθυνότητας του τραπεζικού τομέα. Κάτι ανάλογο συνέβη επίσης με τους μισθούς, οι οποίοι αυξήθηκαν πολύ περισσότερο από την παραγωγικότητα των εργαζομένων και από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης (γράφημα) – οπότε η χώρα έχασε την ανταγωνιστικότητα της, αυξήθηκαν οι εισαγωγές, δεν ακολούθησαν την ίδια ανοδική πορεία οι εξαγωγές και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκτοξεύθηκε στα ύψη (οπότε το εξωτερικό χρέος).
Με δεδομένο δε το ότι, η Γερμανία εφάρμοσε ύπουλα ακριβώς την αντίθετη πολιτική, διατηρούσε δηλαδή χαμηλότερους τους μισθούς από την παραγωγικότητα των εργαζομένων της, η απώλεια της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας ήταν διπλή. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 λοιπόν και ειδικά το 2010, όταν αφενός μεν η Ελλάδα είχε διασυρθεί διεθνώς, αφετέρου η αρνητική στάση της Γερμανίας φόβισε τις αγορές (έως τότε πίστευαν πως όταν συνέβαινε κάτι σε μία χώρα της Ευρωζώνης θα την στήριζαν οι άλλες, οπότε ο κίνδυνος χρεοκοπίας ήταν μηδενικός), η χώρα μας αδυνατούσε να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της.
Αντί τότε να διαγραφεί ένα μέρος των χρεών της επιβαρύνοντας τις ξένες τράπεζες, της επιβλήθηκε η χειρότερη από κάθε άλλη χώρα πολιτική των μνημονίων – ενώ η κυβέρνηση της δεν αντέδρασε, ενδεχομένως δρομολογώντας τη μονομερή διαγραφή που ήταν ακόμη σε θέση να επιβάλλει ή αναζητώντας εναλλακτικούς τρόπους δανεισμού (εθνικά ομόλογα) και εξυπηρέτησης των χρεών με ίδια μέσα (ο μηδενισμός του χρέους).
Έτσι φτάσαμε στο 2011 και στην υπογραφή του PSI – όπου μεταφέρθηκαν τα χρέη από τις τράπεζες στα κράτη και στους Πολίτες τους, σε ευρώ και σε ξένο δίκαιο. Έως τότε, επειδή το 90% περίπου ήταν σε εθνικό δίκαιο, τυχόν επιστροφή σε εθνικό νόμισμα θα είχε ως αποτέλεσμα να μετατραπούν και αυτά στο εθνικό νόμισμα, οπότε θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν. Έκτοτε όμως έχουν κλείσει όλες οι έξοδοι κινδύνου, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι πια εγκλωβισμένη στο ευρώ, στο χρέος και στα μνημόνια, χωρίς δυνατότητα διαφυγής – με τελευταία ευκαιρία σύγκρουσης το πρώτο εξάμηνο του 2015, όπου όμως δεν υπήρξε καμία σοβαρή προετοιμασία.
Εν τούτοις, το ευρώ αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο της Ελλάδας, τουλάχιστον ως «διαπραγματευτικό χαρτί» – ενώ είναι σε κάποιο βαθμό εξασφαλισμένη, αφού χρωστάει σε κράτη-εταίρους της. Το μεγάλο πρόβλημα της είναι το τεράστιο δημόσιο χρέος της και το κόκκινο ιδιωτικό, επειδή κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατον να αναπτυχθεί. Είτε λοιπόν απαιτεί τη μείωση του δημοσίου χρέους της κατά 50% εντός της Ευρωζώνης (πάγωμα μέσω της ΕΚΤ), έτσι ώστε να μπορεί να μειώσει αντίστοιχα το ιδιωτικό, κάτι που θα προϋπέθετε μια ικανότατη κυβέρνηση οπότε δεν θα ήταν καθόλου απίθανο, είτε θα κινδυνεύσει να χάσει ότι έχει και δεν έχει.
Πάντως, στην απόλυτη ανάγκη σύστασης ενός Εθνικού Συμβουλίου Χρέους έχουμε ήδη αναφερθεί, κατ’ αναλογία με ένα αντίστοιχο συμβούλιο ασφαλείας, για την άμυνα της πατρίδας μας – ενώ χρειαζόμαστε απαραίτητα έναν Ισολογισμό του κράτους, όπου στη μία πλευρά του θα είναι το δημόσιο χρέος και στην άλλη τα πάγια περιουσιακά στοιχεία του κράτους με τις εμπορικές τιμές τους (ακίνητα, οικόπεδα, επιχειρήσεις, υποδομές κλπ.), έτσι ώστε να μη γνωρίζουμε μόνο τι χρωστάμε αλλά, επίσης, τι έχουμε.
Η Ελλάδα του 2018
Συνεχίζοντας το παρελθόν δεν αλλάζει, οπότε παρά τους κινδύνους και τα προβλήματα ο στόχος της Ελλάδας δεν μπορεί να είναι πλέον η έξοδος από την Ευρωζώνη – μεταξύ άλλων επειδή έχει καταστραφεί εντελώς ο παραγωγικός της ιστός, ενώ το χρέος της είναι πια σε ευρώ και σε ξένα χέρια. Εάν όμως θεωρούταν ως προϋπόθεση από τους πιστωτές της για τη διαγραφή τουλάχιστον του 70% του χρέους της η επιστροφή της στο εθνικό νόμισμα (όχι στη δραχμή!), τότε θα έπρεπε να το συζητήσει μαζί τους. Από ηθικής πλευράς πάντως νομιμοποιείται η Ελλάδα και πρέπει να επιδιώξει τη διαγραφή, επειδή η ευθύνη της καταστροφής της μετά το 2010 ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην Τρόικα (ανάλυση).
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δεν είναι λογικό να βγει στις αγορές, όσο το επιτόκιο είναι πολύ υψηλότερο από το ρυθμό ανάπτυξης της. Δεν έχει νόημα ούτε η πώληση της δημόσιας περιουσίας της, σε τόσο χαμηλές τιμές – ενώ δεν μπορεί κανένας να την υποχρεώσει να ξεπουλήσει τις δημόσιες επιχειρήσεις, όσο καταφέρνει να λειτουργούν κερδοφόρα, χωρίς μεγάλα προβλήματα για την κοινωνία (κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει με την ΕΥΑΘ, με τη ΔΕΗ κοκ.). Επομένως οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να τη δανείζουν στο διηνεκές με επιτόκιο της τάξης του 1%, για να ανακυκλώνει τα παλαιά της χρέη (γράφημα), χωρίς να την αναγκάζουν σε μνημόνια – με την ανάληψη της υποχρέωσης εκ μέρους της να μην έχει ελλείμματα.
Ο στόχος της πάντως πρέπει να είναι να καταστήσει κεντρική πολιτική της το θέμα του χρέους, απαιτώντας μία βιώσιμη εναλλακτική λύση συναινετικά – είτε εντός, είτε εκτός της Ευρωζώνης εάν απαιτηθεί ως αντάλλαγμα η έξοδος της. Φυσικά οφείλει να ελεγχθεί το χρέος, έτσι ώστε να βρεθεί πώς δημιουργήθηκε (τα ελλείμματα δεν αιτιολογούν αυτό το ύψος!), τουλάχιστον από το ξεκίνημα της Ευρωζώνης, με στόχο να αποδοθούν οι ευθύνες στους υπαιτίους – ενώ πρέπει να εμμείνει στην απαίτηση πληρωμής των γερμανικών επανορθώσεων, οι οποίες ασφαλώς της οφείλονται, με κριτήριο Γερμανούς επιστήμονες (τις τοποθετούν στα 180 δις €). Παράλληλα όμως η Ελλάδα πρέπει να κάνει κατ’ ελάχιστο τα εξής:
(α) Να καταπολεμήσει το κομματικό κράτος που ουσιαστικά την κατέστρεψε τα τελευταία σαράντα χρόνια – προστατεύοντας ορισμένες κοινωνικές ομάδες από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, με τελικό αποτέλεσμα να λειτουργεί η χώρα αντιπαραγωγικά, οπότε αντικοινωνικά.
Οι συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες διαπλέκονται με τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ που εναλλάσσονται στην εξουσία, ζούσαν και συνεχίζουν να ζουν εις βάρος όλων των υπολοίπων που είναι εκτεθειμένοι στον ελεύθερο ανταγωνισμό, απομυζώντας τους – οπότε αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα η «θεραπεία» αυτής της γάγγραινας των κρατικοδίαιτων και προνομιούχων καιροσκόπων, εάν θέλει η Ελλάδα να ανακτήσει ξανά την εθνική της κυριαρχία.
(β) Να προσπαθήσει να παράγει πλούτο, διαθέτοντας πάρα πολλά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε τρεις κυρίως τομείς: (1) στον πρωτογενή (γεωργία, βότανα ως φάρμακα και καλλυντικά, αλιεία, κτηνοτροφία, δασοκομία, εξόρυξη μεταλλευμάτων κλπ.) που πρέπει να καθετοποιηθεί με τη μεταποίηση, (2) στον τουρισμό και (3) στη ναυτιλία.
Οι τρεις αυτοί τομείς είναι σε θέση να στηρίξουν το δευτερογενή τομέα και την επαναβιομηχανοποίηση της χώρας, παρά τις αντίξοες συνθήκες – καθώς επίσης όλους τους άλλους παράπλευρους κλάδους, όπως στο παράδειγμα της παραγωγής λιπασμάτων που είναι αδιανόητο να μην διαθέτει μία χώρα όπως η Ελλάδα ή στις καινοτομίες που μπορούμε να κάνουμε θαύματα, με το άριστα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό μας.
Ο πρωτογενής τομέας
Περαιτέρω, όσον αφορά τον πρωτογενή τομέα, στον οποίο πρέπει να δοθεί πολύ μεγάλη σημασία στο νερό που αποτελεί ένα σημαντικότατο πλουτοπαραγωγικό πόρο για την πατρίδα μας, ενώ διαφαίνεται η έλλειψη του στα επόμενα χρόνια παγκοσμίως (ανάλυση), ο στόχος οφείλει να είναι η κάλυψη όλων των εγχωρίων αναγκών μας σε τρόφιμα και ποτά, συμπεριλαμβανομένων των τουριστών – ενώ οφείλουν να συμβάλλουν τόσο οι επιχειρηματίες της βιομηχανίας του τουρισμού, όσο και οι καταναλωτές που πρέπει να αποκτήσουν εθνική διατροφική συνείδηση.
Ειδικότερα, οι γεωργοί πρέπει να ασχοληθούν πολύ σοβαρά με την προικισμένη ελληνική γη τους – υιοθετώντας νεωτεριστικούς τρόπους καλλιεργειών και κερδοφόρες καλλιέργειες στη σωστή εποχή, κατασκευάζοντας θερμοκήπια και διχτυοκήπια (επεξήγηση) κοκ. Οφείλουν δε να συνεργάζονται με τις επιχειρήσεις, με τη βοήθεια των τραπεζών (προγράμματα συμβολαιακής γεωργίας και κτηνοτροφίας) – ενώ το κράτος πρέπει να τους παρέχει κίνητρα, φορολογικά και επενδυτικά, έτσι ώστε να προσελκύσει όσους μπορεί περισσότερους.
Η λειτουργία συνεταιρισμών με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια κατά το παράδειγμα της Ολλανδίας, της Ν. Ζηλανδίας ή της Δανίας είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της διαπραγματευτικής τους ισχύος και όχι μόνο – ενώ ασφαλώς με τα ίδια ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια πρέπει να λειτουργούν οι κοινωφελείς επιχειρήσεις (ύδρευση, ηλεκτρισμός κοκ.) που δεν είναι ποτέ σωστό να ιδιωτικοποιούνται.
Οι επιχειρηματίες με τη σειρά τους πρέπει να επικεντρωθούν στα ελληνικά προϊόντα, τόσο όσον αφορά τη μεταποίηση, όσο και το εμπόριο τους – ενώ οι ιδιοκτήτες τουριστικών και λοιπών συγκροτημάτων οφείλουν να διαθέτουν μόνο ελληνικά προϊόντα, προωθώντας την ελληνική διατροφή σε όλα τους τα γεύματα (κάτι που ασφαλώς τους συμφέρει, ενώ έτσι προωθούνται έμμεσα οι εξαγωγές των ελληνικών τροφίμων και ποτών, αφού οι τουρίστες τα αναζητούν στις χώρες τους όταν επιστρέφουν).
Η Ιταλία είναι σε θέση να καλύπτει τις διατροφικές ανάγκες του τουρισμού της κατά 75% έναντι μόλις 15% της Ελλάδας, ακριβώς επειδή έχει υιοθετήσει την παραπάνω συμπεριφορά – η οποία είναι απολύτως απαραίτητη για τη χώρα μας. Είναι σημαντικό δε να προσέξουμε να παράγουμε περισσότερα προϊόντα, με όσο το δυνατόν περισσότερους εγχώριους πόρους – έτσι ώστε να υποκατασταθούν οι εισαγωγές πρώτων υλών από το εξωτερικό που αδυνατίζουν το εμπορικό μας ισοζύγιο.
Όσον αφορά τους καταναλωτές, η συμβολή τους στην παραγωγή πλούτου μέσω του πρωτογενούς τομέα θα μπορούσε να είναι πολύ μεγάλη – αρκεί να καταναλώνουν μόνο ελληνικά τρόφιμα, φρούτα και λαχανικά, να πίνουν μόνο ελληνικούς χυμούς κοκ. Με δεδομένο δε το ότι, στον πρωτογενή τομέα δημιουργούνται περισσότερες θέσεις εργασίας συγκριτικά με τους υπολοίπους, η ανάπτυξη μας εκεί θα έλυνε σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα της ανεργίας – ενώ έχουμε αναφέρει πόσο σημαντικός είναι για το ΑΕΠ της Ολλανδίας, για τη Δανία, για το Ισραήλ, για τη Ν Ζηλανδία κοκ.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, εάν όλοι εμείς οι Έλληνες δεν εκμεταλλευθούμε άμεσα το φυσικό μας πλούτο και τα τεράστια ανταγωνιστικά μας πλεονεκτήματα, περιμένοντας άπραγοι την επίλυση των προβλημάτων μας από το κράτος και τους δανειστές, θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας – πόσο μάλλον αφού γνωρίζουμε πολύ καλά τη σημασία του «συν Αθηνά και χείρα κίνει».
Με δεδομένο δε το ότι, δεν γίνεται να απομονωθούμε από τον υπόλοιπο πλανήτη, ενώ ασφαλώς χρειαζόμαστε συμμάχους τόσο από οικονομικής, όσο και από γεωπολιτικής πλευράς, πρέπει να προσέχουμε πάρα πολύ τις κινήσεις μας – εκτιμώντας μεταξύ άλλων σωστά τις διεθνείς εξελίξεις, όπως την πρόσφατη προσέγγιση της Τουρκίας με τη Ρωσία ή το προβλεπόμενο κραχ, οι οποίες ασφαλώς μας επηρεάζουν. Τέλος, ευχόμαστε Καλή Ανάσταση και Καλό Πάσχα σε όλους, με υγεία και ευτυχία – ελπίζοντας να ακολουθήσει σύντομα και η Ανάσταση της πατρίδας μας.
Αθήνα, 04. Απριλίου 2018
viliardos@analyst.gr
Οικονομολόγος
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου