Γνωρίζοντας πως οι Έλληνες είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν τα πάντα για τα παιδιά τους, είμαστε σίγουροι πως θα το έκαναν, αρκεί να πιστέψουν στη λύση που θα τους προταθεί – πόσο μάλλον εάν καταλάβουν πως κινδυνεύουν να χάσουν πάνω από 1 τρις €, έναντι δανείων που δεν θα υπερβούν ποτέ τα 350 δις €.
Ανάλυση
Το ΑΕΠ της Ελλάδας το 2016 σε τιμές αγοράς ανήλθε στα 175,9 δις € (πηγή) – άρα το πρωτογενές πλεόνασμα 3,9% του ΑΕΠ το 2016 ήταν 6,86 δις €. Οι τόκοι του 2016 ήταν 6 δις € (γράφημα), οπότε καλύφθηκαν – γεγονός που σημαίνει πως η χώρα μας είχε δημοσιονομικό πλεόνασμα (μετά από τους τόκους), ύψους 860 εκ. €.
Σύμφωνα όμως με τον ΟΔΔΗΧ (πηγή), το χρέος της κεντρικής διοίκησης στις 31.12.2016 αυξήθηκε κατά περίπου 3 δις € στα 326,36 δις € – κάτι που είναι δύσκολα κατανοητό, αφού θα έπρεπε να μειωθεί κατά το πλεόνασμα των 860 εκ. € (ενδεχομένως να οφείλεται κατά ένα μέρος στα έντοκα γραμμάτια των τραπεζών, με υψηλά επιτόκια).
Από την άλλη πλευρά, οι υποχρεώσεις του δημοσίου κατά τον ίδιο κρατικό οργανισμό αναφέρονται στον πίνακα που ακολουθεί – από τον οποίο συμπεραίνει κανείς ότι, ο λόγος που θέλει κυρίως η κυβέρνηση να κλείσει επειγόντως την αξιολόγηση είναι η συμμετοχή της χώρας στο QE της ΕΚΤ, έτσι ώστε να μπορεί να χρηματοδοτείται περισσότερο και φθηνότερα με τα έντοκα γραμμάτια των τραπεζών που είναι ακριβότερα σήμερα, εξαιτίας του αυξημένου δικού τους κόστους (επιτόκια).
Το κλείσιμο της αξιολόγησης όμως δεν σημαίνει αυτόματα τη συμμετοχή της χώρας στο QE, αφού η ΕΚΤ θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη βιωσιμότητα του χρέους – άρα τη συμφωνία του ΔΝΤ που μάλλον δεν πρόκειται να υπάρξει, χωρίς τη διαγραφή μέρους του χρέους από τους Ευρωπαίους πιστωτές που απαιτεί το Ταμείο.
Το πρόβλημα εδώ είναι η Γερμανία που δεν την εγκρίνει – αφενός μεν επειδή δεν θέλει να δημιουργήσει ένα «δεδικασμένο» στην Ευρωζώνη (κάτι δηλαδή που θα μπορούσε να απαιτηθεί από κράτη όπως η Ιταλία), αφετέρου λόγω του ότι έχει εκλογές – ενώ δεν αποκλείεται να επηρεαζόταν αρνητικά η αξιολόγηση, οπότε τα επιτόκια δανεισμού του ESM (EFSF) που προορίζεται να εξελιχθεί σε ένα ευρωπαϊκό ΔΝΤ (ανάλυση), αφού οι αγορές θα υπέθεταν πως θα ακολουθούσαν και άλλες χώρες.
Εν προκειμένω υποψιάζεται βέβαια κανείς ότι, το ΔΝΤ (Η.Π.Α.) δεν θέλει να δημιουργηθεί ένας ανταγωνιστικός του οργανισμός – πόσο μάλλον με επικεφαλής τη Γερμανία, η οποία θεωρείται ο άλλος μεγάλος εχθρός της σημερινής αμερικανικής ηγεσίας, παράλληλα με την Κίνα. Επομένως δεν είναι απίθανο να χρησιμοποιεί ως πρόσχημα την Ελλάδα, επιμένοντας στη διαγραφή όχι φυσικά για το δικό της καλό, αλλά για το δικό του συμφέρον – εκτός του ότι κερδίζει αρκετά από τα προβλήματα της χώρας μας (περί τα 4 δις € έως πρόσφατα).
Περαιτέρω, εάν δεχθούμε πως η Ελλάδα θα έχει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ της, καθώς επίσης ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της θα διαμορφωθεί στο 2% ετήσια κατά μέσον όρο, παρά τα υφεσιακά μέτρα που της έχουν επιβληθεί, με βάση τις υποχρεώσεις της από τον πρώτο πίνακα θα έχουμε τα εξής από το 2019 που θα έχει τελειώσει το μνημόνιο (άρα ο δανεισμός της από την Τρόικα), έως το 2030:
Πίνακας Ι: Χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας έως το 2030, με ρυθμό ανάπτυξης 2% και με πλεόνασμα 3,5% ετήσια.
Με βάση τον παραπάνω πίνακα, η Ελλάδα θα χρειαστεί νέα δάνεια ύψους 142,31 δις € από το 2019 έως το 2030, για τους τόκους και για την ανακύκλωση των παλαιοτέρων, μείον τα έσοδα από τις όποιες αποκρατικοποιήσεις – πάντοτε με την δύσκολη προϋπόθεση πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ετήσια, καθώς επίσης με ρυθμό ανάπτυξης 2% κάθε χρόνο.
Με δεδομένο τώρα το ότι, οι τόκοι από το 2019 έως το 2030 είναι 127,43 δις € με βάση το πρώτο γράφημα, ενώ τα πρωτογενή πλεονάσματα 87,59 δις €, το χρέος θα αυξανόταν κατά 39,84 δις € μείον τις αποκρατικοποιήσεις – οπότε θα απαιτούνταν νέος καθαρός δανεισμός ύψους 40 δις € περίπου. Συμπερασματικά λοιπόν, χωρίς τα (άγνωστα) έσοδα από την πώληση των δημοσίων επιχειρήσεων και εφόσον δεν χρειαστούν νέα κεφάλαια από το κράτος οι τράπεζες, το δημόσιο χρέος θα διαμορφωνόταν στα 326,36 δις € + 39,84 δις € + 12,21 δις € (κενό 2017 και 2018) = 378,41 δις € ή στο 163,1% του τότε ΑΕΠ (επιφυλασσόμενοι για τυχόν αριθμητικά μας λάθη).
Το ίδιο έτος το ΑΕΠ θα έφτανε στα επίπεδα του 2008, οπότε η ανεργία θα περιοριζόταν στο τότε ύψος της (περίπου 8%) – συν όμως τη «δυνητική ανεργία» εκείνου του έτους, η οποία ήταν αρκετά υψηλή (με κριτήριο την παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο κρατών όπως η Ολλανδία υπολογιζόταν πάνω από 20%).
Φυσικά η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης, λόγω του ότι η οικονομία της έχει συμπιεσθεί υπερβολικά προς τα κάτω – κάτι που όμως είναι δύσκολο χωρίς την άνοδο της ζήτησης, τις δημόσιες επενδύσεις κοκ. Αντίθετα, θεωρείται σχεδόν απίθανη η διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% για δώδεκα χρόνια – πόσο μάλλον για μία χώρα υπερχρεωμένη, με κατεστραμμένο παραγωγικό ιστό, με εξαντλημένη τη φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών της κοκ. Λογικά λοιπόν υπολογίζεται πως δεν θα χρειαστεί 40 δις € αλλά έως 100 δις € – κάτι που δεν είναι καθόλου υπερβολικό εάν σκεφθεί κανείς πως η εξυγίανση της πρώην ανατολικής Γερμανίας, με μόλις διπλάσιο πληθυσμό από την Ελλάδα, κόστιζε 150 δις € ετήσια, για δέκα περίπου χρόνια.
Κρίνοντας τώρα από τα παραπάνω, καθώς επίσης από τη σχεδόν μηδενική πιστοληπτική ικανότητα τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού της τομέα, ο δανεισμός της Ελλάδας από τις αγορές είναι εξαιρετικά δύσκολος – ενώ, ακόμη και αν τα κατάφερνε με τη βοήθεια της ΕΚΤ, δεν θα εξασφάλιζε ποτέ ένα επιτόκιο χαμηλότερο από τον προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης της ή από αυτό που της παρέχουν οι δανειστές της σήμερα (κάτω του 2%).
Ως εκ τούτου, η χώρα δεν έχει ουσιαστικά καμία άλλη βιώσιμη επιλογή, εκτός από την ονομαστική διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους της – κατά 50% εάν παραμείνει εντός της Ευρωζώνης (160 δις € περίπου, στο 90% του ΑΕΠ της) ή πολύ περισσότερα εάν αναγκασθεί/επιλέξει να την εγκαταλείψει, παραμένοντας χρεωμένη σε ξένο νόμισμα (ευρώ) λόγω του PSI. Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, η Ελλάδα θα βρεθεί στην ίδια άσχημη θέση μετά από μερικά χρόνια – έχοντας όμως χάσει τη δημόσια περιουσία της, καθώς επίσης ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής.
Εν προκειμένω δεν πρόκειται για απαισιοδοξία, για μία εμμονή ή/και για μία παράλογη απαίτηση, αλλά για μία ρεαλιστική προσέγγιση των σημερινών προβλημάτων της χώρας, μετά από τα τεράστια διαχειριστικά σφάλματα του παρελθόντος – τόσο εκ μέρους των κυβερνήσεων της έως το 2010, όσο και της Τρόικα από τότε και μετά (ανάλυση).
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, ασφαλώς δεν φτάνει η διαγραφή χρέους, εάν η Ελλάδα δεν επιλύσει το νούμερο ένα «λειτουργικό» της πρόβλημα: την ανεπαρκή δημόσια διοίκηση, σε συνδυασμό με τα τεράστια θεσμικά της προβλήματα (άρθρο). Δεν εννοούμε φυσικά τον αριθμό των εργαζομένων στο δημόσιο, αφού είναι περίπου στο μέσον όρο της ΕΕ, αλλά την παραγωγικότητα/αποτελεσματικότητα τους – σε συνδυασμό με τη διαφθορά και με τα τεράστια οργανωτικά και λοιπά προβλήματα του κρατικού μηχανισμού.
Επίσης, εάν δεν στηριχθούν οι προσπάθειες επανόδου της χώρας σε πορεία ανάπτυξης, από το σύνολο των πολιτικών κομμάτων και των Πολιτών της – όπου οι τελευταίοι οφείλουν να αποδεχθούν με ειλικρίνεια τα τεράστια σφάλματα τους στο παρελθόν, συνειδητοποιώντας πως είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν οι ίδιοι για τα λάθη τους και όχι να τα κληρονομήσουν στα παιδιά τους.
Γνωρίζοντας όμως πως οι Έλληνες είναι ένας από τους λίγους λαούς στον πλανήτη που είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν τα πάντα για τα παιδιά τους, είμαστε σίγουροι πως θα το έκαναν, αρκεί να πιστέψουν στη λύση που θα τους προταθεί – πόσο μάλλον εάν καταλάβουν πως είναι ανόητο να κινδυνεύουν να χάσουν πάνω από 1 τρις €, εάν η απαξιωμένη δημόσια και ιδιωτική περιουσία τους καταλήξει στα χέρια των ξένων, έναντι δανείων που δεν θα υπερβούν ποτέ τα 350 δις €.
Τέλος, από την πλευρά της Ευρώπης, εάν δεν θέλει τη διαγραφή του 50% των χρεών, θα μπορούσε εναλλακτικά να παγώσει ένα αντίστοιχο ποσόν άτοκα μέσω της ΕΚΤ, για ένα επαρκές μεγάλο χρονικό διάστημα – βοηθώντας τη χώρα παράλληλα με πραγματικές επενδύσεις στην οικονομία της, για να επανέλθει σε πορεία ανάπτυξης (οι ιδιωτικοποιήσεις, πόσο μάλλον οι πρόσφατες σκανδαλώδεις, δεν είναι ασφαλώς νέες επενδύσεις, ούτε βοηθούν σημαντικά την οικονομία – απλά πλουτίζουν οι επωφελούμενοι της αδυναμίας του κράτους).
Έτσι θα ανέκαμπταν οι τιμές των παγίων περιουσιακών της στοιχείων, θα εξυγιαινόταν εξ αυτών οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ενώ θα εξασφαλιζόταν η φοροδοτική ικανότητα τους – οπότε θα ήταν σε θέση η Ελλάδα να ανταπεξέρχεται με τις υποχρεώσεις της, χωρίς ξένη βοήθεια. Διαφορετικά όσα δάνεια και αν δοθούν, δεν θα βοηθήσουν καθόλου τους Έλληνες – ενώ δεν είναι ένας λαός που ανέχεται εύκολα την υποτέλεια, όπως θα διαπιστωθεί αφού περάσει το σοκ που έχει υποστεί.
Σημείωση: Χώρες όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία, παρά το ότι είχαν κατά πολύ μεγαλύτερα προβλήματα από την Ελλάδα (υπερχρεωμένος ιδιωτικός τομέας, χρεοκοπημένες τράπεζες, φούσκα ακινήτων), τα κατάφεραν καλύτερα επειδή η δημόσια διοίκηση τους λειτουργεί σωστά – ενώ, αντίθετα, η Ιταλία που είχε λιγότερα προβλήματα και είναι πολύ πιο ισχυρή από την Ελλάδα οδηγείται στην καταστροφή, επειδή ακριβώς έχει τα ίδια ελαττώματα με τη χώρα μας.
Οφείλουμε δε να γνωρίζουμε πως η ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση είναι ανελέητη, όσον αφορά τις μη ανταγωνιστικές οικονομίες, ακόμη και τις μεγάλες όπως οι Η.Π.Α. – ενώ δεν μπορεί να διορθωθούν τα τεράστια μειονεκτήματα της, από μία μικρή χώρα όπως η Ελλάδα.
Βασίλης Βιλιάρδος
Οικονομολόγος
E-mail: viliardos@analyst.gr
Ειδικότητα: Mάκρο-οικονομικά / Πολιτική Οικονομία
Βασίλης Βιλιάρδος
Οικονομολόγος
E-mail: viliardos@analyst.gr
Ειδικότητα: Mάκρο-οικονομικά / Πολιτική Οικονομία
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου