Παναγιώτης Τσονόπουλος
Η προσαρμογή μίας οικονομίας που ανήκει σε νομισματική ένωση σε μειωμένη ποσότητα χρήματος γίνεται μέσω της εσωτερικής υποτιμήσεως. Η εφαρμοζόμενη εσωτερική υποτίμηση έχει υψηλότερο κόστος και είναι αποτελεσματικότερη από εξωτερική, όπως δείχνει η ιστορική εμπειρία.
Ο κανόνας του Χρυσού και το ΕΥΡΩ
Η εισαγωγή του ευρώ έχει οδηγήσει σε κρίση την Ευρώπη, όπως ο κανών του χρυσού τη δεκαετία του ΄20, με τη διαφορά ότι τότε δεν υπήρξαν πακέτα διασώσεως. Μετά τον α παγκόσμιο πόλεμο οι περισσότερες χώρες εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη σύνδεση των νομισμάτων τους με το χρυσό.
Αγγλία
Το Ηνωμένο Βασίλειο το 1925 αποφάσισε να επιστρέψει στο χρυσό κανόνα και να προσδέσει τη στερλίνα στο χρυσό με την ίδια ισοτιμία που είχε και προηγουμένως. Οι συνέπειες ήταν ύφεση, αποπληθωρισμός, ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, μείωση αποθεμάτων χρυσού (λόγω της πίστης ότι το νόμισμα είναι υπερτιμημένο και δε θα διατηρηθεί επί μακρό διάστημα η ισοτιμία), αύξηση της ανεργίας στο 25% το 1931. Τελικά η στερλίνα υποτιμήθηκε και αποσυνδέθηκε από το χρυσό.
Γερμανία
Η Γερμανία από το 1929 ως το 1933, δεν επιτρεπόταν να υποτιμήσει το μάρκο, ενώ όλες οι άλλες χώρες είχαν κάνει υποτίμηση έναντι του χρυσού, επειδή δε θα μπορούσε να πληρώσει τις πολεμικές αποζημιώσεις με ένα υποτιμημένο νόμισμα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η χώρα έχασε την ανταγωνιστικότητά της, κι έπρεπε να πέσουν οι τιμές και οι μισθοί στο εσωτερικό μέσω μιας διαδικασίας λιτότητας και σμίκρυνσης της οικονομίας. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, από το 1929 ως το 1933 οι μισθοί έπεσαν περίπου κατά 30% και οι τιμές των προϊόντων που παράγονταν στη Γερμανία έπεσαν κατά 23%, αλλά αυτό δημιούργησε τέτοιες εντάσεις στην κοινωνία που η Γερμανία έφτασε στα όρια του εμφύλιου πολέμου.
Κέινς και Φρίντμαν
Παρατηρώντας αυτό το παράδειγμα της Γερμανίας ο Κέινς ανέπτυξε τη θεωρία του, ότι δεν είναι δυνατή μια εσωτερική υποτίμηση τόσο μεγάλης έκτασης. Αλλά και ο αντίπαλός του ο Φρίντμαν, που κατά τα άλλα είχε τελείως διαφορετική αντίληψη της οικονομίας της αγοράς από τον Κέινς, συμμερίστηκε αυτή του την άποψη, ότι τόσο μεγάλες υποτιμήσεις δεν είναι κοινωνικά εφικτές εντός ενός νομισματικού χώρου μέσω της περικοπής των μισθών και των τιμών.
Ελλάς
Τον Απρίλιο του 1932 η Ελλάς κήρυξε χρεοστάσιο αδυνατώντας να καταβάλει άνω του 50% των δαπανών του προϋπολογισμού για εξυπηρέτηση τοκοχρεολυσίων, αποσυνέδεσε τη δραχμή από τον κανόνα του χρυσού. Η τότε κυβέρνηση Βενιζέλου είχε προσπαθήσει από το φθινόπωρο του 1931 να αποφύγει την αποσύνδεση από τον κανόνα του χρυσού, επειδή τα περισσότερα δάνεια είχαν εκδωθεί σε χρυσό ή ξένα νομίσματα και η αποσύνδεση θα αύξανε το δημόσιο χρέος. Όμως, η αποτυχία συνάψεως εξωτερικού δανείου δεν άφησε άλλη διέξοδο. Η υποτίμηση της δραχμής σε συνδυασμό με τον κρατικό προστατευτισμό επέτρεψαν την αύξηση του εθνικού εισοδήματος, της βιομηχανικής & αγροτικής παραγωγής και την υποκατάσταση των εισαγωγών βιομηχανικών προϊόντων, με συνέπεια τη σημαντική βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, ενώ οι πραγματικοί μισθοί, αλλά και η ανεργία, μειώθηκαν. Ας σημειωθεί ότι και λόγω της παγκοσμίου οικονομικής κρίσεως, την περίοδο 1928- τέλη 1931 είχε υπάρξει σημαντική μείωση του εθνικού εισοδήματος, των δεικτών οικονομικής παραγωγής, βιομηχανικής & γεωργικής παραγωγής, συνοδευόμενη από αποπληθωρισμό, αύξηση της ανεργίας, μειώσεως των πραγματικών μισθών, παρόλο που υπήρχε νομισματική σταθερότης, χαμηλό κόστος δανεισμού(που εκτοξεύτηκε ύστερα από την πτώχευση) και οι προϋπολογισμοί των ετών 1928-1930 ήταν πλεονασματικοί. Ύστερα από τη στάση πληρωμών το 1932 αυξήθηκαν και λόγω της αναπτύξεως τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού. Παρά την υποτίμηση του νομίσματος (Πίνακας 2), η αύξηση του πληθωρισμού ήταν μικρότερη ποσοστιαία και αυξήθηκαν σε μεγαλύτερο ποσοστό οι τιμές των αλλοδαπών προϊόντων σε σχέση με τα εγχώρια.
Η εγκατάλειψη του σκληρού νομίσματος, οδήγησε σε ταχεία ανάπτυξη
Όπως φαίνεται από τους παρακάτω πίνακες, η εγκατάλειψη της σύνδεσης με το χρυσό και η υποτίμηση επέδρασαν θετικά στη βιομηχανική παραγωγή και στο εξωτερικό εμπόριο.
Ενώ την περίοδο 1928-31 ο ετήσιος ρυθμός αυξήσεως του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής ήταν 2,9%, την περίοδο 1931-38 ανερχόταν σε 6,4% (μεγαλύτερος από το ρυθμό πληθωρισμού) και αν δεν υπολογιστεί το 1ο έτος πτωχεύσεως που υπήρξε πτώση, τα έτη 1932-38 ο ετήσιος ρυθμός ανήλθε σε 8,5%.
Βελτιώθηκε ο λόγος εξαγωγών προς εισαγωγές από περίπου 50% προ του 1932 σε άνω του 60% την περίοδο 1932-1938, αυξήθηκαν σημαντικά την περίοδο 1931-38 οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, οι οποίες είχαν μειωθεί την περίοδο 1925-1931.(Πίνακες 1,3).
Οι τότε συνθήκες ήταν διαφορετικές, αλλά προκαλεί μελαγχολία ότι τότε η Ελλάς πέτυχε εν μέσω παγκόσμιας κρίσεως έναν από τους υψηλώτερους ρυθμούς αναπτύξεως διεθνώς, ενώ την περίοδο 2009-2016 καταρρίπτει αρνητικά ρεκόρ…
Μελέτες για Χωρες που χρεοκωπούν
Υπάρχουν εμπειρικές μελέτες για τις συνέπειες κρατικής χρεοκοπίας σε ανάπτυξη, εμπόριο, μελλοντικό δανεισμό, χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι χώρες που αποπλήρωσαν το χρέος τους μπόρεσαν να δανειστούν περισσότερο από αυτές που δεν το έπραξαν και με καλύτερους όρους.
Εάν η χρεοκοπία δε δικαιολογείται από θεμελιώδη οικονομικά, οι αγορές θα είναι πολύ πιο σκληρές επειδή θα θεωρηθεί ότι υπήρχε όχι αδυναμία αλλά απροθυμία πληρωμής. Όμως δεν υπάρχει μόνιμος αποκλεισμός των χωρών που έκαναν στάση πληρωμών.
Η Πτώχευση δεν οδηγεί σε μακροχρόνιο πρόβλημα
Η εμπειρική έρευνα δείχνει ότι ενώ οι χώρες χάνουν πρόσβαση όταν χρεοκοπούν, όταν ολοκληρωθεί πλήρως η διαδικασία αναδιαρθρώσεως χρέους, οι κεφαλαιαγορές δε διακρίνουν μεταξύ όσων χρεοκώπησαν και όσων όχι ως προς το αν θα δανείσουν. Χώρες που έχουν χρεοκωπήσει κατά το παρελθόν πληρώνουν υψηλώτερα επιτόκια δανεισμού, αν και είναι ασαφές πόσο αυτό διαρκεί.
Εξωτερικοί παράγοντες, διάθεση για ρίσκο ξένων επενδυτών είναι σημαντικώτεροι από την ιστορία πτωχεύσεων στο να καθορίσουν την πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Οι πτωχεύσεις δεν έχουν μακροχρόνια συνέπεια στις πιστωτικές εξιολογήσεις.
Συμπεράσματα μελετών
Οι εμπειρικές οικονομετρικές έρευνες σχετικά με το κόστος δανεισμού καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα:
1) μελέτες που δε βρίσκουν επίπτωση στο κόστος δανεισμού,
2) έρευνες που βρίσκουν μεγάλη διάρκεια και σημαντική επίδραση πτωχεύσεως σε κόστος δανεισμού,
3) έρευνες που βρίσκουν προσωρινή και ταχέως μειούμενη επίδραση επί του κόστους δανεισμού.
Χώρες που χρεοκόπησαν τη δεκαετία του ‘80 απέκτησαν πρόσβαση στις διεθνείς πιστώσεις σε περίπου 4 έτη. Οι παλινδρομήσεις για την περίοδο 1997-2004 δείχνουν ότι η χρεοκοπία έχει μεγάλη και στατιστικά σημαντική επίδραση στα επιτόκια δανεισμού (4%) το έτος που συμβαίνει, αλλά η επίδραση το επόμενο έτος είναι 2,5%, αλλά όχι στατιστικά σημαντική. Σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα οι επιδράσεις είναι μικρές και στατιστικά ασήμαντες, δηλαδή οι επενδυτές αντιδρούν εντόνως αλλά μόνο βραχυχρονίως. Η χρεοκοπία έχει αρνητικές συνέπειες στο εξωτερικό εμπόριο.Η επανα- διαπραγμάτευση χρέους στο κλαμπ Παρισίων συνδέεται με μείωση του διμερούς εμπορίου για 15 έτη περίπου 8% ετησίως. Οι χρεοκοπίες έχουν μεγάλο κόστος στις εξαγωγικές βιομηχανίες (μεταξύ άλλων δυσχεραίνουν το δανεισμό). Υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ χρεοκοπίας και αναπτύξεως, αλλά είναι δύσκολο να διαπιστωθεί η αιτιότης, δηλαδή η σχέση μεταξύ αιτίου και αιτιατού και αν η αιτία της υφέσεως είναι η χρεοκοπία ή άλλοι παράγοντες οι οποίοι ερμηνεύουν και τη χρεοκοπία και την οικονομική ύφεση.
Η κρίση οδηγει σε χρεοκοπία, οχι το ανάποδο!
Οι Levy Yeyati and Panizza (2005) μελέτησαν τις επιπτώσεις της χρεοκοπίας στην ανάπτυξη σε αναδυόμενες αγορές και συμπέραναν ότι η μείωση ΑΕΠ προηγείται χρεοκοπίας και το χαμηλώτερο σημείο υφέσεως συμπίπτει με το τρίμηνο της πτωχεύσεως. Το πρώτο έτος της πτωχεύσεως υπολογίζεται ότι η πτώση στο Α.Ε.Π. ανέρχεται σε 2,6%. Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις χωρών που χρεοκώπησαν όπως η Ρωσία, Ισλανδία και η Αργεντινή, στις οποίες πέρα από το ότι η μείωση του Α.Ε.Π. διήρκεσε 0-2 έτη ύστερα από το έτος χρεοκοπίας, μετά τη χρεοκοπία υπήρξε αύξηση των εξαγωγών ως ποσοστό του Α.Ε.Π. και βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Συμπέρασμα
Το γενικότερο συμπέρασμα της μελέτης των Eduardo Borensztein, Ugo Panizza είναι ότι τα κόστη χρεοκοπίας είναι σημαντικά, αλλά βραχυχρόνια. Βεβαίως, όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι απαιτείται να γίνει τεκμηριωμένος διάλογος για συνέπειες επιλογών οικονομικής πολιτικής χωρίς προκαταλήψεις και αφορισμούς.
Τσονόπουλος Παναγιώτης, οικονομολόγος
(Τιτλοι, υποτιτλοι: new-economy.gr. Κειμενο απο ‘ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ τεύχος 70’)
Πηγή : new-economy.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου