Είτε διασωθεί τελικά η Deutsche Bank είτε όχι, θα υπάρξουν σημαντικές εξελίξεις στην Ευρώπη, αφού ολόκληρος ο χρηματοπιστωτικός της τομέας ευρίσκεται σε άθλια κατάσταση – γεγονός που δίνει κάποιες αισιόδοξες προοπτικές, όσον αφορά την επίλυση των προβλημάτων της Ελλάδας.
«Η μεγάλη κρίση, η μεγαλύτερη ίσως στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία, κατά τη διάρκεια της οποίας ολόκληρες χώρες χρεοκοπούν, οι ισοτιμίες των νομισμάτων καταρρέουν, ενώ οι τιμές των λοιπών παγίων οδηγούνται σε ελεύθερη πτώση, έχει ήδη ξεκινήσει.
Προφανώς δεν θα συμβεί μέσα σε λίγες ημέρες ή εβδομάδες, επειδή αυτού του είδους οι κρίσεις χρειάζονται χρόνο για να ολοκληρωθούν – ενώ τα κράτη κάνουν ότι μπορούν για να τις αποτρέψουν, με όλα τα όπλα που διαθέτουν.
Εν τούτοις θα συμβεί, αφού οι παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών, μέσω των οποίων έγιναν αγωνιώδεις προσπάθειες καταπολέμησης της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008, έχουν πλέον φτάσει στα ανώτατα όρια τους«.
Ανάλυση
Ενώ οι μικρότερες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Φινλανδία, υποφέρουν από την κρίση του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους τους οι μεγάλες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, βιώνουν μία σημαντική τραπεζική κρίση – μεταξύ άλλων λόγω της πολιτικής λιτότητας και των μηδενικών επιτοκίων της ΕΚΤ που μειώνουν την κερδοφορία τους (όπου όμως τυχόν αύξηση των επιτοκίων θα αναζωπυρώσει την κρίση δημοσίου και ιδιωτικού χρέους πολλών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ολλανδίας – άρθρο).
Η τραπεζική αυτή κρίση την εβδομάδα που πέρασε επικεντρώθηκε στη Deutsche Bank – επειδή τοποθετήθηκε στο στόχαστρο των Η.Π.Α. (άρθρο) που εξαπέλυσαν εναντίον της τα χρηματοπιστωτικά τους όπλα (κερδοσκοπικά κεφάλαια, ΔΝΤ, ΜΜΕ). Πρόσφατη αφορμή ήταν το πρόστιμο των 14 δις $, με το οποίο απειλήθηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης της υπερδύναμης (DOJ), ως τιμωρία για μία από τις πολλές απάτες της (ενυπόθηκα δάνεια, RMBS) – ένεκα του οποίου η μετοχή της σημείωσε πτώση της τάξης του 20% εντός μόλις τριών εβδομάδων.
Τελικά, η μετοχή επανήλθε κάπως την Παρασκευή, σημειώνοντας αύξηση 16% (14% στις Η.Π.Α. – πηγή) μετά την προηγούμενη ανεξέλεγκτη πτώση της (γράφημα) – λόγω του ότι κυκλοφόρησαν φήμες, σύμφωνα με τις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μειώσουν σημαντικά το πρόστιμο. Όπως φαίνεται βέβαια, η υπερδύναμη παίζει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι με τη γερμανική τράπεζα – ο επικεφαλής της οποίας αναγκάσθηκε να υπερασπίσει δημόσια τη φερεγγυότητα, καθώς επίσης τη ρευστότητα της στους 100.000 υπαλλήλους της, ισχυριζόμενος πως, όσον αφορά τον ισολογισμό της, δεν ήταν ποτέ πιο ασφαλής τις τελευταίες δύο δεκαετίες, από ότι σήμερα.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη της τιμής της μετοχής όταν (α) δέκα κερδοσκοπικά κεφάλαια δήλωσαν πως αποσύρουν τις εξασφαλίσεις τους και (β) όταν η τράπεζα είπε πως ευρίσκεται κοντά σε μία συμφωνία με το υπουργείο Δικαιοσύνης των Η.Π.Α. (DOJ), για μείωση του προστίμου στα 5,48 δις $ από 14 δις $ προηγουμένως.
Εν τούτοις οι ανησυχίες παραμένουν, αφού οι αγορές παραλληλίζουν τη σημερινή κατάσταση της Deutsche Bank με αυτήν της Lehman Brothers το 2008 – όπου όλο και περισσότερα επενδυτικά κεφάλαια αποσύρονταν από τη συνεργασία μαζί της, έως ότου τελικά κατέρρευσε.
Σε κάθε περίπτωση, τα ασφαλιστήρια έναντι κινδύνου χρεοκοπίας της (CDS) βρίσκονται σε επίπεδα όπως αυτά κατά την κορύφωση της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης (γράφημα) – ενώ όλοι γνωρίζουν πλέον πως εάν τυχόν της συμβεί κάτι, οι συνέπειες για τη γερμανική, την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία θα είναι πολλαπλάσιες από αυτές της Lehman Brothers. Οι αιτίες είναι κυρίως η δικτύωση της στο εσωτερικό της Γερμανίας και στο εξωτερικό, καθώς επίσης η τεράστια μόχλευση της στα παράγωγα – η οποία, με βάση τα ίδια κεφάλαια της, είναι της τάξης του 1:100 (αυτό σημαίνει ότι, για κάθε ένα δικό της ευρώ επενδύει 99 € δανεικά). Βέβαια το απόλυτο ύψος της έκθεσης της στα παράγωγα δεν αντικατοπτρίζει τον πραγματικό της κίνδυνο ο οποίος, ανάλογα με τη μέθοδο μέτρησης που χρησιμοποιείται, είναι πολύ μικρότερος (πηγή). Εν τούτοις, κανένας δεν γνωρίζει εάν τα στοιχεία που ανακοινώνονται είναι αξιόπιστα – οπότε πολύ δύσκολα μπορεί να εκτιμηθεί το πραγματικό ρίσκο.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη της τιμής των πενταετών ασφαλίστρων της τράπεζας – όπου έχουν υπερδιπλασιασθεί από τις αρχές του 2016. Έχοντας φτάσει στις 530 μονάδες βάσης, σημαίνει πως οι επενδυτές πληρώνουν 5,3% ετήσια ασφάλιστρα – δηλαδή, για ένα ομόλογο αξίας 1 εκ. $ πληρώνουν 53.000 $ ετησίως.
Περαιτέρω, εάν θεωρήσουμε πως οι αγορές λειτουργούν ορθολογικά, τότε αυτό που συμπεραίνεται εν πρώτοις είναι το ότι, η τράπεζα βιώνει μία κρίση εμπιστοσύνης – οπότε, ακόμη και αν θα ήταν υγιής, κινδυνεύει, επειδή εάν οι μέτοχοι, οι ομολογιούχοι και οι καταθέτες της αποσύρουν μαζικά τα χρήματα τους φοβούμενοι τυχόν κούρεμα τους (Bail-in), σύμφωνα με τη νομοθεσία που έχει επιβάλλει η ίδια η Γερμανία στην Ευρωζώνη, η τράπεζα νομοτελειακά θα καταρρεύσει.
Ειδικά οι ομολογιούχοι της, θα θελήσουν επί πλέον να αγοράσουν CDS, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν τα χρήματα τους για την περίπτωση χρεοκοπίας της, οπότε οι τιμές τους θα εκτοξευθούν στα ύψη – κάτι που λειτουργεί ως «αυτοεκπληρούμενη» προφητεία, όπως συνέβη άλλωστε με την Ελλάδα στα τέλη του 2009.
Ανάλογα έχουν καταρρεύσει οι τιμές των υποχρεωτικά μετατρέψιμων ομολογιών της τράπεζας (Coco Bonds, γράφημα) – σημειώνοντας πως η μετατροπή τους σε μετοχές θα ακολουθούσε, εάν ο βασικός δείκτης της κεφαλαιακής της επάρκειας (CET1) έπεφτε κάτω από το 5,125%, ενώ θα έπαυαν να πληρώνονται τα κουπόνια τους (τόκος). Για την καλύτερη κατανόηση των Coco Bonds (Contingent Convertible Bonds), πρόκειται για ένα είδος ξένων κεφαλαίων, τα οποία μετατρέπονται αυτόματα σε ίδια, όταν η κεφαλαιακή επάρκεια της τράπεζας μειωθεί κάτω από ένα ορισμένο ποσοστό – οπότε θεωρούνται ως ρεζέρβες ή ρυθμιστές φερεγγυότητας.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη των τιμών των Coco Bonds της Deutsche Bank (από 105% της αξίας τους σε κάτω από 75%).
Συνεχίζοντας, εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν πράγματι η Deutsche Bank θα πληρώσει ένα τόσο μεγάλο πρόστιμο – γνωρίζοντας πως για την ίδια «παράβαση» η Goldman Sachs πλήρωσε 5 δις $, ενώ η Citigroup 7 δις $. Εν προκειμένω, η λογικότερη απάντηση θα ήταν ένα ποσόν μεταξύ 5 δις $ και 10 δις $ – με τις πρόσφατες φήμες να αναφέρουν 5,4 δις $. Εν τούτοις, δεν απειλείται μόνο με αυτό το πρόστιμο, αφού κατηγορείται επί πλέον για ξέπλυμα μαύρου χρήματος – όσον αφορά τις συναλλαγές μεταξύ των πελατών της στη Μόσχα και στο Λονδίνο, οι οποίες ερευνώνται.
Με ανάλογα πρόστιμα πάντως για το θέμα των ενυπόθηκων δανείων (RMBS) απειλούνται επίσης οι δύο μεγάλες ελβετικές τράπεζες, η UBS και η Credit Suisse, οι οποίες δεν έχουν συνάψει κάποια συμφωνία συμβιβασμού με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης – με τους περισσότερους να περιμένουν ποσά της τάξης των 2,5 δις $ για κάθε μία, από τα οποία όμως δεν φαίνεται να κινδυνεύουν τόσο, έχοντας ήδη δημιουργήσει προβλέψεις. Οι δύο αυτές τράπεζες θεωρούνται επίσης «συστημικά επικίνδυνες» – ενώ η δεύτερη είναι πολύ πιο προβληματική από την πρώτη.
Τέλος, με κριτήριο τη ρευστότητα της (215 δις €), την πρόσβαση της στον ειδικό μηχανισμό της ΕΚΤ «Liquidity Backstop», καθώς επίσης την κεφαλαιακή της επάρκεια CET1 (43,5 δις €), η Deutsche Bank είναι ακόμη φερέγγυα – γεγονός που σημαίνει ότι, είναι σε θέση να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις της, ακόμη και αν θα αναγκαζόταν να πληρώσει πρόστιμο 14 δις $.
Από την άλλη πλευρά όμως θεωρείται πως έχει πολύ χαμηλά κεφάλαια, αποτελώντας μία από τις πιο αδύναμες τράπεζες παγκοσμίως – ενώ η αναλογία της μη σταθμισμένης καθαρής της θέσης (leverage ratio) είναι μόλις 3,4%. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει πως ο Ισολογισμός της αποτελείται κατά 96,6% από ξένα κεφάλαια (δανεικά) – οπότε δεν είναι σε καθόλου καλή κατάσταση.
Το υπόλοιπο τραπεζικό τοπίο
Περαιτέρω, οι επενδυτές έχουν αποσύρει και το Σεπτέμβρη χρήματα από τις αγορές μετοχών της Ευρώπης – μία τάση που ξεκίνησε το Φεβρουάριο, με τις συνολικές καθαρές εκροές έως πρόσφατα να υπολογίζονται στο 1,9 δις €. Η αιτία σύμφωνα με τους FT δεν είναι άλλη από την υφέρπουσα τραπεζική κρίση – με τις τιμές των μετοχών των ευρωπαϊκών τραπεζών να έχουν χάσει το 28% της αξίας τους από την αρχή του έτους, έναντι μόλις 5% των αμερικανικών.
Εκτός αυτού, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν αυξήσει τη ζήτηση δολαρίων από την ΕΚΤ – η οποία την τελευταία εβδομάδα διαμορφώθηκε στα 6,348 τρις $, εκ μέρους συνολικά δώδεκα μεγάλων τραπεζών (πηγή: Bloomberg). Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσόν των τελευταίων τεσσάρων ετών, σημειώνοντας πως το εβδομαδιαίο ποσόν ήταν κατά μέσον όρο μεταξύ 250 και 500 εκ. $ – ενώ ασυνήθιστος είναι επίσης ο αριθμός των τραπεζών που ζήτησαν ρευστότητα (δώδεκα αντί 1 έως 2 την εβδομάδα).
Με δεδομένο δε το ότι, μεταξύ των δώδεκα τραπεζών δεν υπήρχε καμία γερμανική, η λογικότερη ερμηνεία είναι πως αρκετές ευρωπαϊκές τράπεζες φοβούνται ότι, μία ενδεχόμενη στενότητα ρευστότητας που θα αντιμετώπιζαν, θα τους προκαλούσε μεγάλα προβλήματα – ειδικά οι γαλλικές, οι οποίες είναι πολύ στενά συνδεδεμένες με τη Deutsche Bank. Ενδεχομένως επίσης η ολλανδική ING, η οποία αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες – ενώ πρόσφατα ανακοίνωσε μαζικές απολύσεις, για να μειώσει το κόστος της.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος συνεχίζει βέβαια να είναι το τραπεζικό σύστημα της Ιταλίας – η κατάσταση του οποίου συνεχώς επιδεινώνεται, ενώ δεν φαίνεται καμία προοπτική καλυτέρευσης του. Η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, η UniCredit, σχεδιάζει τη μαζική πώληση παγίων περιουσιακών στοιχείων της και συμμετοχών, για να διατηρήσει χαμηλή την αύξηση κεφαλαίου που είναι αδύνατον να αποφύγει – ενώ χρειάζεται περί τα 10 δις € νέα χρήματα, για να μην καταρρεύσει.
Υπολογίζει λοιπόν πως θα συγκεντρώσει τουλάχιστον τα μισά από την πώληση των περιουσιακών της στοιχείων, για να μπορέσει να εκδώσει νέες μετοχές που δεν θα υπερβαίνουν τα 5 δις € – κάτι που κατά την άποψη μας δεν είναι καθόλου εύκολο, με κριτήριο τη βαριά άρρωστη ιταλική οικονομία (ανάλυση). Υπενθυμίζουμε εδώ ποιές τράπεζες ποιών χωρών έχουν επενδύσει στην Ιταλία και είναι εκτεθειμένες σε ένα μεγάλο πιστωτικό ρίσκο (Counterparty-Risk) – όπου, σύμφωνα με την BIS, τα εξής:
Α/Α | Τράπεζες ανά χώρα | Ποσόν σε δις € |
1 | Γαλλικές τράπεζες | 278,0 |
2 | Γερμανικές τράπεζες | 90,0 |
3 | Αμερικανικές τράπεζες | 50,0 |
4 | Ισπανικές τράπεζες | 48,0 |
5 | Βρετανικές τράπεζες | 30,0 |
6 | Ιαπωνικές τράπεζες | 30,0 |
7 | Ολλανδικές τράπεζες | 30,0 |
Όπως φαίνεται από τον πίνακα, οι γαλλικές τράπεζες είναι με απόσταση οι πιο εκτεθειμένες, ενώ ακολουθούν οι γερμανικές – μία εικόνα που μας θυμίζει πολύ έντονα την Ελλάδα, η οποία οδηγήθηκε στο ΔΝΤ για να μη χάσουν τα χρήματα τους οι τράπεζες των δύο αυτών χωρών.
Επίλογος
Ήδη από την ελληνική κρίση διαπιστώθηκε πόσο στενά είναι συνδεδεμένες οι χώρες της Ευρωζώνης μεταξύ τους – ενώ το πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος λόγω της Ελλάδας «επιλύθηκε», με τη μεταφορά των βαρών στους ευρωπαίους φορολογουμένους. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί φυσικά να συμβεί στην περίπτωση της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας και των υπολοίπων χωρών – ενώ φαίνεται πλέον καθαρά πως αφενός μεν η πολιτική λιτότητας είναι καταστροφική, αφετέρου πως οι νομισματικές παρεμβάσεις της ΕΚΤ, όταν δεν συνοδεύονται από τα κατάλληλα δημοσιονομικά μέτρα, απλά μεταφέρουν το πρόβλημα επαυξημένο στο μέλλον.
Διαπιστώθηκε επίσης ολοκάθαρα πως η Ευρωζώνη, εάν δεν ενωθεί τραπεζικά, δημοσιονομικά και πολιτικά, δεν είναι βιώσιμη – οπότε το ευρώ είναι το πιο επικίνδυνο νόμισμα του πλανήτη. Σε κάθε περίπτωση, είτε διασωθεί τελικά η Deutsche Bank είτε όχι, θα υπάρξουν σημαντικές εξελίξεις στην Ευρώπη – αφού ολόκληρος ο τραπεζικός της τομέας ευρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση.
Ολοκληρώνοντας, το ενδεχόμενο αυτό προσφέρει κάποιες αισιόδοξες προοπτικές στην Ελλάδα, η επιβίωση της οποίας εξαρτάται πλέον αποκλειστικά και μόνο από τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα (ανάλυση) – κάτι που μπορεί να μην είναι ευχάριστο, αλλά δεν παύει να θεωρείται ως η μοναδική ρεαλιστική της πιθανότητα.
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου