Είναι σαφές ότι τα μεταμοντέρνα οικονομικά, οργανωτικά, αξιακά και
πολιτισμικά δεδομένα λειτουργούν σήμερα σαν πολιορκητικός κριός και
στοχοποιούν το έθνος-κράτος ως σημαίνoν αλλά και τα σημαινόμενα στα
οποία παραπέμπει. Στόχος να διαμορφώσουν νέες παγκόσμιες
πολιτικο-οικονομικές, θεσμικές, διαχειριστικές και κοινωνικές νόρμες.
Κοινό σημείο αυτών των επιλογών αποτελεί η ομογενοποίηση και η εξάλειψη
της διαφορετικότητας, είτε αυτή παραπέμπει στο οικονομικό, είτε στο
πολιτισμικό-αξιακό πεδίο. Η καταστατική αμφισβήτηση αξιακών προτύπων
(“challenging foundational thoughts”) αποτελεί μία πραγματικότητα της
νέας διακυβέρνησης.
Στο πολιτικό-πολιτισμικό πεδίο οι διεργασίες αφορούν το ρόλο ή ακόμα
και την επιβίωση (με την παρούσα μορφή του) του έθνους-κράτους, το οποίο
σημειολογικά αλλά και λειτουργικά διαφαίνεται να αποτελεί έννοια και
θεσμό μη συμβατό με τους στόχους που έχουν θέσει οι πολιτικές ελίτ και
το διεθνικό κεφάλαιο στις αναδυόμενες μορφές διακυβέρνησης. Κινούμαστε
μεταξύ της “παγκοσμιοποίησης του χειρότερου”, της βίαιης αλλά θεσμικά
και διαδικαστικά νομιμοποιημένης αποδόμησης του “παλαιού” και της
δημιουργίας μίας μετα-δημοκρατικής κανονικότητας που παραπέμπει σε μία
ιδιόμορφη, “λανθάνουσα δημοκρατία”.
Η εθνική κυριαρχία περιορίζεται, ενώ διογκώνεται το χάσμα μεταξύ
πλούσιων και φτωχών. Η παρατεταμένη πολυεπίπεδη κρίση δημιουργεί εύλογα
ερωτηματικά για το ρόλο του έθνους-κράτους, αλλά και των πολιτικών ελίτ
στη διαδικασία διακυβέρνησης μίας κρατικής οντότητας. Οι εθνοκρατικές
αντιλήψεις δαιμονοποιούνται, ενώ ζητήματα εθνικής ταυτότητας
οριοθετούνται αυθαίρετα ή και παραπλανητικά εντός της σφαίρας της
“ακροδεξιάς” ιδεολογίας μέσα από μία αφαιρετική λογική. Τα παραπάνω
λαμβάνουν χώρα με τη σαφή συναίνεση σημαντικού μέρους των πολιτικών
ελίτ.
H αυτοτέλεια δράσης του έθνους-κράτους, στο πεδίο μακροοικονομικής
διαχείρισης, περιορίζεται με ταχείς για δεδομένα ιστορικού χρόνου
ρυθμούς. Οι κανονιστικές-ρυθμιστικές εξουσίες του μεταβάλλονται με τη
συναίνεση των πολιτικών ελίτ, δημιουργώντας ερωτηματικά για τον αν θα
λειτουργεί προς όφελος της τοπικής κοινωνίας που εκπροσωπεί (έθνος). Θα
λειτουργεί ως ο εντολοδόχος επιλογών που θα γίνονται σε εθνικό επίπεδο, ή
ως ο διαχειριστής υπερεθνικών κέντρων λήψης αποφάσεων;
Πολιτικές ελίτ και εκπροσώπηση
Στο παρελθόν υποστηρίχτηκε ότι στις «αναδυόμενες νέες μορφές
διακυβέρνησης οι εθνικές κυβερνήσεις θα διαδραματίζουν ένα νέο ρόλο,
λιγότερο αυτοτελή… Αυτός θα περιορίζεται στο ρόλο του αρωγού-εντολοδόχου
μιας παγκόσμιας-διεθνούς οντότητας» (Paul Hirst & Grahame
Thompson,1998). Ο προβληματισμός της παραπάνω πρόβλεψης αφορά στο κατά
πόσο οι εθνικές πολιτικές ελίτ, ως τοπικοί εκπρόσωποι του παγκόσμιου
διεθνοποιημένου κεφαλαίου και κέντρων εξουσίας, θα αποτελούν αξιόπιστους
εκπροσώπους ενός έθνους. Ιστορικά ο ρόλος των πολιτικών ελίτ
προσδιορίζονταν με αποκλειστικό γνώμονα την αμφίδρομη σχέση τους με το
εθνικό στοιχείο, καθώς οι εθνικές ελίτ, ως η “κυρίαρχη μειονότητα” ενός
εθνικού περιβάλλοντο, λειτουργούσαν με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον
της τοπικής κοινωνίας, του έθνους.
Οι νέες νόρμες διακυβέρνησης διαρρηγνύουν καταστατικά τους δεσμούς
μεταξύ των εθνικών πολιτικών ελίτ και των συλλογικοτήτων. Το ζητούμενο
είναι κατά πόσον οι πολιτικές ελίτ θα αυτοπροσδιορίζονται και
λειτουργικά ως “εθνικές” ή ως “υπερεθνικοί εντολοδόχοι”. Μία άποψη
υποστηρίζει ότι μία νέα μορφή διακυβέρνησης θα ανατρέψει θεμελιώδεις
λειτουργίες του έθνους-κράτους ως εξουσιαστική δομή, καθώς αυτό θα
λειτουργεί πλέον ως τοπικός διαχειριστής υπερεθνικών κέντρων,
προσφέροντας νομιμότητα στις αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός εθνικής
επικράτειας.
Maximal ή minimal κράτος;
Τη δεκαετία του 1990 ο ακαδημαϊκός Barry Buzan (People, States and
Fear, 1990), προσδιόρισε δύο ανόμοιες μορφές κράτους, με βάση τους
στόχους που έχουν θέσει οι πολιτικές ελίτ, το πλαίσιο λειτουργίας τους,
θέτοντας εμφανώς ή/και υποδόρια ζητήματα ουσιαστικής εκπροσώπησης των
εθνών. Ο πρώτος τύπος (minimal state) θεμελιώνεται στην αντίληψη του
John Locke περί κοινωνικού συμβολαίου και περιγράφει μία μορφή κράτους
με προσανατολισμούς τέτοιους, που να εξυπηρετούν τις ανάγκες και
επιθυμίες των ατόμων που το συνθέτουν. Σε αυτή την πολιτειακή οργάνωση
ενισχυμένης νομιμοποίησης διακρίνεται ταύτιση μεταξύ των στόχων των
συντελεστών μονάδων του κράτους (τους πολίτες) και των στόχων του ιδίου
του κράτους, όπως αυτοί εκφράζονται από την ηγεσία του.
Το δεύτερο μοντέλο κράτους (maximal state) είναι είτε κάτι πολύ
περισσότερο από το σύνολο των μερών του (π.χ. τη λαϊκή βούληση, τα επί
μέρους συμφέροντα των πολιτών του), είτε κάτι διαφορετικό από αυτούς,
και, ως εκ τούτου έχει τα δικά του συμφέροντα. Σύμφωνα με αυτό, ένα
κράτος μπορεί να μην εκφράζει τις πραγματικές επιθυμίες των πολιτών,
καθώς στοχεύει πρώτιστα στην ικανοποίηση των δικών του στόχων «σε βάρος των επιθυμιών/συμφερόντων της πλειοψηφίας των ατόμων», όπως αυτά εκφράζονται εντός αυτού.
Σε μία τέτοια περίπτωση λανθάνουσας (πολιτικής) νομιμοποίησης,
αναμένεται να προκληθούν κοινωνικές εκρήξεις, καθώς η ασυμβατότητα των
ιδίων στόχων του κράτους με τις επιθυμίες των ατόμων που οργανώνονται
υπό αυτό δημιουργεί σύγκρουση συμφερόντων και οδηγεί σε κοινωνικού και
αξιακού χαρακτήρα παίγνια μηδενικού αθροίσματος. Το κράτος λειτουργεί
προς ίδιον όφελος, μην εκφράζοντας ή διαστρεβλώνοντας τη λαϊκή βούληση,
με αποτέλεσμα να μην ικανοποιεί τις επιθυμίες της πλειοψηφίας.
Οι αντιδράσεις της κοινωνίας ωστόσο μετριάζονται με τη χειραγώγηση μέσα από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ.
Αυτά αποτελούν την αιχμή του δόρατος της επιδιωκόμενης πολιτικής
επανα-κοινωνικοποίησης των ατόμων, προκειμένου να γίνει αποδεκτή η νέα
νόρμα διακυβέρνησης. Ο κίνδυνος εδώ είναι το κράτος δικαίου, η
οργανωτική δομή που υπηρετεί το έθνος, να μετεξελιχθεί σε κράτος των
κυβερνώντων νομιμοποιώντας διαδικαστικά μία κατάσταση εθελούσιας
υποτέλειας από πλευράς έθνους.
Τον ίδιο ρόλο έχει και η επιστημονική-ακαδημαϊκή κοινότητα ως πηγή
μίας “πολιτικοποιημένης λανθάνουσας -ψευδο επιστήμης” (“Politicized
Pseudo Science”). Την ίδια στιγμή αμφισβητείται έμμεσα ή άμεσα ο
ρόλος του κράτους ως παρόχου δημόσιων αγαθών, ενώ σημαντικά τμήματα των
εκλογικών σωμάτων εκλαμβάνουν τις πολιτικές ελίτ ως «ανεξάρτητους φορείς συμφερόντων».
Είναι μία διαδικασία αποστασιοποίησης των ηγεσιών, που έχει ως
αποτέλεσμα την οντολογική αμφισβήτηση προσδιοριστικών παραμέτρων των
εθνικών κοινωνικών συμβολαίων. Αυτό εξ ορισμού ενισχύει πολιτικές
δυνάμεις που έχουν ως σημείο αναφοράς το εθνικό, το έθνος.
Κράτος δικαίου ή κράτος των κυβερνώντων;
Η αδυναμία των πολιτικών ελίτ να προασπιστούν εθνικά κοινωνικά
συμβόλαια ενισχύει σημαντικά δυνάμεις αμφισβήτησης του πολιτικού
κατεστημένου, αφού όπως υπογραμμίστηκε από Βρετανούς αναλυτές του Demos «δεν παρέχονται κοινωνικά αποδεκτές λύσεις».
Οι επιλογές αυτές δεν μπορούν να αποσυνδεθούν από τις θεωρίες που
αφορούν την οργανωτική λειτουργία και χρησιμότητα των κρατών. Σύμφωνα με
τον R. Gilpin, αυτά προσδιορίζονται ως «οργανισμοί που παρέχουν
προστασία και ευημερία… Είναι οι κυριότεροι μηχανισμοί με τους οποίους
μία κοινωνία μπορεί να παράσχει δημόσια αγαθά».
Και στα δύο παραπάνω προτεινόμενα μοντέλα δεν τίθεται ζήτημα
νομιμοποίησης της εξουσίας, τουλάχιστον σε διαδικαστικό επίπεδο. Οι
ηγεσίες προκύπτουν μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, παρά την ύπαρξη
γκρίζων ζωνών που αφορούν αλληλένδετα πεδία συνδιαμόρφωσης επιλογών από
πλευράς εκλογικών σωμάτων. Ωστόσο, αυτό που έχει σημασία είναι ο τρόπος
διαμόρφωσης εναλλακτικών επιλογών και συνεπώς ο πλουραλισμός της
διαδικασίας.
Η νέα αντίληψη περί διακυβέρνησης δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του
ατόμου και στην ευημερία του συνόλου, επιβάλλοντας πρακτικές και
πολιτικές που παραπέμπουν σε έναν κοινωνικό δαρβινισμό και την επιβίωση
των ισχυρότερων, των πλέον “ευπροσάρμοστων”. Η χρήση του όρου
“εθνικισμός” λειτουργεί πλέον σαν πολιορκητικός κριός, προκειμένου να
αποδομηθούν οργανωτικής υφής έννοιες όπως “έθνος-κράτος” και εθνικισμός /
“nation-alisms”. Η επιλογή αυτή δεν φαίνεται να είναι τυχαία και δεν
προκύπτει από επιλογές σε επίπεδο εθνών αλλά πολιτικών ελίτ.
Με άρθρο της το 2000 στο “Annual Review of Sociology” η Judith Howard
είχε επισημάνει τις κοινωνιολογικές και ψυχολογικές προεκτάσεις και τη
σημασία για τις κοινωνίες του όρου “ταυτότητα”. Είχε μάλιστα δώσει
έμφαση στην “πολιτικοποιημένη κοινωνική ψυχολογία των ταυτοτήτων» (“politicized social psychology of identities”) με τρόπο που έθετε έμμεσα ερωτήματα όσον αφορά ζητήματα διαμόρφωσης ταυτότητας.
Μεταμοντέρνα αποεθνικοποίηση
Ενδελεχής ανάλυση δηλώσεων πολιτικών ηγετών σε ένα διευρυμένο
γεωγραφικό χώρο –σε αυτό που προσδιορίζουμε (ενδεχομένως με
διαφορετικούς τρόπους) ως “Δύση”– καταγράφεται η (τουλάχιστον)
αποστασιοποίησή τους από τα έθνη. Η διεθνοπολιτική αφέλεια, άγνοια ή ο
προπαγανδιστικού χαρακτήρα προσδιορισμός ζητημάτων εθνικής ταυτότητας
και κουλτούρας σαν ξεπερασμένα όπλα στη φαρέτρα των “εθνικιστών”
λειτουργούν σαν η Λυδία Λίθος του “μεταμοντέρνου”. Σε ένα έργο μάλιστα
του Central European University Press τέθηκε το ρητορικό και οντολογικό ερώτημα κατά πόσο το έθνος είναι ικανό-επαρκές στο να διαμορφώσει μία ταυτότητα (how good is the nation at providing identities?),
λειτουργία που ασαφώς και γενικευμένα αποδίδεται στον εθνικισμό και σε
αυτό που ο συγγραφέας ισοπεδωτικά, αν όχι αφοριστικά, αποκαλεί
“nationalist thesis”.
Η αλληλόδραση ανάμεσα σε λαούς και πολιτικές ελίτ συνιστά μία
πολυσήμαντη, πολυδιάστατη, αμφίδρομη σχέση. Με την αποστασιοποίηση των
πολιτικών ελίτ δημιουργείται ένα πολιτικό περιβάλλον χαμηλών προσδοκιών
που εξωτερικεύεται με διαφορετικά μέσα και ένταση, συνήθως μέσα από ένα
πλαίσιο πόλωσης, χωρίς περιθώρια συναίνεσης. Συνιστά, μεταξύ πολλών
άλλων, μία ουσιαστική και όχι επιφαινόμενου χαρακτήρα κρίση στις σχέσεις
λαών/εθνών και πολιτικών ελίτ, η οποία φέρει στοιχεία ενός νέο-θεσμικού
αυταρχισμού.
Οι όροι “εθνικισμός” και “Ακροδεξιά” χρησιμοποιούνται πλέον ως μία
νέα μορφή μακαρθισμού, ένα πολυεργαλείο εξορκισμού του “ξεπερασμένου”.
Στις πρόσφατες μαζικές αγροτικές κινητοποιήσεις των αγροτών στη Γερμανία
ο καγκελάριος Σολτς χρησιμοποίησε τους όρους “Ακροδεξιά” και “ακραίες
δυνάμεις”, προκειμένου να αποδομήσει και απονομιμοποιήσει δίκαια
κοινωνικά αιτήματα. Ήταν μία σαφής επιλογή έναντι αυτού που κάποτε
προσδιορίζαμε (χωρίς αστερίσκους) ως φιλελεύθερη δημοκρατία. Θα
μπορούσαμε να παραθέσουμε δεκάδες παρόμοιες επιλογές ηγεσιών που
λειτουργούν ως φυγόκεντρες δυνάμεις και κατακερματίζουν τις επιμέρους
κοινωνίες, δημιουργώντας μία προκρούστια κλίνη ενός ανελεύθερου
θετικισμού, στα πλαίσια του οποίου μόνο μία άποψη είναι αποδεκτή.
Κατόπιν όλων αυτών, είναι προφανές πως ο βάτραχος πρέπει να πηδήξει έξω
από το τσουκάλι πριν αρχίσει να βράζει το νερό…
Πηγή : https://slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου