MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

Ο τρίτος παγκόσμιος νομισματικός πόλεμος

Ο πρώτος νομισματικός πόλεμος που ξεκίνησε το 1914 με τον 1ο ΠΠ, επιλύθηκε τελικά μετά το 2ο ΠΠ, στη διάσκεψη του Bretton Woods – ενώ ο δεύτερος ξεκίνησε το 1967 και διήρκεσε έως το 1987. Εν προκειμένω, το θεμελιώδες γεγονός εν μέσω αυτού του πολέμου, ήταν η έξοδος των ΗΠΑ από τον κανόνα του χρυσού – κάτι που αναγκάσθηκε να αποφασίσει ο Νίξον, για να σταματήσουν οι εκροές του αμερικανικού χρυσού, για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, για να προωθηθούν οι εξαγωγές και για να στηριχθεί η οικονομία των ΗΠΑ. Ακολούθησε τότε, από το 1985 έως το 2010, μία χρυσή περίοδος: η εποχή του «βασιλιά δολαρίου», η οποία είχε ως αποτέλεσμα μία πολύ ικανοποιητική ανάπτυξη, μία σταθερότητα των τιμών και θετικές οικονομικές επιδόσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη. Έτσι δημιουργήθηκε ένα σταθερό νομισματικό σύστημα που λειτούργησε έως το 2010 – όπου οι ΗΠΑ διέλυσαν τη συμφωνία για να ανταπεξέλθουν με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και ουσιαστικά κήρυξαν τον τρίτο νομισματικό πόλεμο. Ο στόχος τους δε, ήταν ο συνήθης του παρελθόντος: η «κλοπή» πλούτου, ανάπτυξης, θέσεων εργασίας και επενδύσεων, από τους εμπορικούς τους εταίρους.
.
Ανάλυση
 
Το τελευταίο χρονικό διάστημα ακούγονται πάρα πολλά για το δολάριο – επάνω στο οποίο στηρίζεται το σημερινό μας νομισματικό σύστημα. Εύλογα προφανώς, αφού κατά τον τελευταίο αιώνα τα νομισματικά συστήματα άλλαζαν κάθε περίπου 30 έως 40 χρόνια, κατά μέσον όρο – υπενθυμίζοντας πως πριν από το 1914, το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα βασιζόταν στον κλασσικό κανόνα του χρυσού.
 
Στην ουσία βέβαια, η αρχή του οριστικού τέλους του κανόνα του χρυσού ξεκίνησε το 1945 – με το νέο νομισματικό σύστημα που εμφανίσθηκε στο Bretton Woods. Εν προκειμένω, το δολάριο ορίσθηκε επίσημα ως το κορυφαίο αποθεματικό νόμισμα στον πλανήτη – ενώ ήταν τότε το μοναδικό με αντίκρισμα σε χρυσό, έχοντας συνδεθεί μαζί του στην τιμή των 35 $/ουγκιά, ενώ όλα τα άλλα νομίσματα είχαν αντίκρισμα στο δολάριο.
 
Το οριστικό τέλος του κανόνα του χρυσού συνέβη το 1971 – όπου ο Νίξον τερμάτισε την άμεση μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό. Έτσι, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία, το νομισματικό σύστημα δεν είχε την υποστήριξη του χρυσού – στηριζόμενο πλέον σε κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες, χωρίς «άγκυρα». Αυτό ακριβώς το σύστημα είναι σήμερα άνω των 50 ετών – οπότε λογικά υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση, όσον αφορά τη συνήθη αλλαγή του.
 
Περαιτέρω, οι άνευ προηγουμένου κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στη Ρωσία, μετά την εισβολή της στην Ουκρανία, έχουν επιταχύνει την κίνηση προς ένα νέο νομισματικό σύστημα – αφού όλα τα κράτη έχουν συνειδητοποιήσει ότι, όσο εξαρτώνται από το δολάριο για την κατοχή περιουσιακών στοιχείων ή για την αγορά παγκόσμιων εμπορευμάτων, θα είναι υποτελείς αυτών που ελέγχουν τα συστήματα πληρωμής σε δολάρια. Δηλαδή των ΗΠΑ, με κάποια βοήθεια των μεγάλων ευρωπαϊκών και ιαπωνικών τραπεζών – με το δολάριο να χρησιμοποιείται μεν ως όπλο αλλά, επίσης, με τις ΗΠΑ να διεξάγουν πολέμους για να το στηρίζουν (ανάλυση).
 
Φυσικά όλα τα κράτη γνωρίζουν πως είναι μεν η Ρωσία ο τρέχων στόχος των αμερικανικών κυρώσεων, αλλά θα μπορούσαν να είναι τα επόμενα – όπως στο παράδειγμα της Κίνας, στην οποία σίγουρα θα επιβληθούν κυρώσεις, εάν τυχόν ασκήσει πιέσεις στην Ταιβάν. Ως εκ τούτου, σχεδιάζουν από κοινού οι χώρες των BRICS+ την υιοθέτηση ενός νέου νομίσματος (ανάλυση) – αν και η Ινδία φαίνεται να έχει αντιρρήσεις.
 
Βέβαια, το δολάριο δεν πρόκειται να χάσει τη θέση του σύντομα και εύκολα, ότι και αν συμβεί – με κριτήριο την ιστορία του προηγουμένου παγκοσμίου αποθεματικού νομίσματος: της βρετανικής στερλίνας. Εν προκειμένω, αν και πολλοί υποθέτουν ότι, το δολάριο αντικατέστησε τη στερλίνα στη διάσκεψη του Bretton Woods, επρόκειτο στην ουσία για μία διαδικασία που διήρκεσε 30 χρόνια – από το 1914 έως το 1944. Στα πλαίσια αυτά, η διάσκεψη του Bretton Woods ήταν απλά η αναγνώριση της κυριαρχίας του δολαρίου – του νικητή των νομισματικών πολέμων που είχαν προηγηθεί, καθώς επίσης της χώρας που βγήκε κερδισμένη από τους δύο παγκοσμίους πολέμους, με όλες τις άλλες μεγάλες δυνάμεις υπερχρεωμένες.
 
Οι νομισματικοί πόλεμοι  
  
Συνεχίζοντας, οι νομισματικοί πόλεμοι αποτελούν μία από τις πλέον σημαντικές δυναμικές στο σημερινό παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα – ενώ συμβαίνουν όταν η ανάπτυξη διεθνώς δεν είναι αρκετή, για να καλύψει όλες τις υποχρεώσεις των χρεών. Όταν δηλαδή η ανάπτυξη είναι πολύ χαμηλή, σε σχέση με τα χρέη – κάτι που σίγουρα είναι ο κανόνας σήμερα, όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ, όπου από το 2019 το δημόσιο χρέος τους έχει αυξηθεί στα 32,6 τρις $ ή κατά 10 τρις $, όταν το ΑΕΠ τους κατά 4,1 τρις $, από τα 21,3 τρις $ το 2019 στα 25,4 τρις $ το 2022. Επομένως, το δημόσιο χρέος τους αυξήθηκε 2,5 φορές περισσότερο, από όσο το ΑΕΠ τους – ενώ σύντομα το κόστος εξυπηρέτησης του, οι τόκοι δηλαδή, θα υπερβούν το 1 τρις $ μέσα στα επόμενα δύο τρίμηνα (κατά τις προβλέψεις, 1 τρις $ στο παρόν τρίμηνο και 852 δις $ στο επόμενο).
 
Οι νομισματικοί πόλεμοι βέβαια δεν έχουν νικητή, αλλά μόνο χαμένους, αφού δεν δημιουργούν ανάπτυξη, αλλά στην καλύτερη περίπτωση την κλέβουν προσωρινά από τους άλλους εμπορικούς εταίρους – έως ότου να την κλέψουν και αυτοί με τη σειρά τους, υποτιμώντας τα νομίσματα τους. Στη χειρότερη περίπτωση, «εκφυλίζονται» σε διαδοχικές περιόδους πληθωρισμού, ύφεσης, αντιποίνων και πραγματικής στρατιωτικής βίας – αφού ο αγώνας για την απόκτηση πόρων, οδηγεί σε εισβολές και πολέμους.
 
Ο τρέχων παγκόσμιος νομισματικός πόλεμος τώρα, ξεκίνησε το 2010 – σημειώνοντας πως οι νομισματικοί πόλεμοι δεν διακρίνονται από συνεχείς μάχες, αλλά από έντονες που ακολουθούνται από ήρεμες περιόδους, έως ότου οι μάχες γίνονται ακόμη πιο έντονες. Διαρκούν δε συνήθως πολλά χρόνια – από πέντε έως και είκοσι.
 
Τα τελευταία εκατό χρόνια υπήρξαν τρεις νομισματικοί πόλεμοι, όπου ο πρώτος κάλυψε την περίοδο 1921 έως 1936 – ξεκινώντας με τον υπερπληθωρισμό της Βαϊμάρης που ακολουθήθηκε από τη διαδοχική υποτίμηση πολλών νομισμάτων. Ειδικότερα, το 1921 η Γερμανία κατέστρεψε το νόμισμα της – ενώ το 1925 η Γαλλία, το Βέλγιο και άλλα κράτη έκαναν το ίδιο. Παρεμπιπτόντως, πριν από τον 1ο ΠΠ του 1914, επικρατούσε παντού ο κλασικός κανόνας του χρυσού – όπου εάν μία χώρα είχε έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, ήταν υποχρεωμένη να το πληρώσει σε χρυσό, ενώ εάν είχε πλεόνασμα αποκτούσε χρυσό.
 
Επομένως, ο χρυσός ήταν ο ρυθμιστής της συρρίκνωσης ή της επέκτασης των επί μέρους οικονομιών – γεγονός που σημαίνει πως μία χώρα έπρεπε να είναι παραγωγική, να επιδιώκει τη σωστή εκμετάλλευση των συγκριτικών της ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων και να διαθέτει ένα ορθολογικό επιχειρηματικό περιβάλλον για να αποκτήσει χρυσό ή, τουλάχιστον, για να μην τον χάσει. Το σύστημα δε αυτό ήταν πολύ σταθερό – προωθώντας μία τεράστια ανάπτυξη, σε περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού.
 
Δυστυχώς όμως, το συγκεκριμένο σύστημα διαλύθηκε το 1914 – επειδή οι χώρες έπρεπε να τυπώσουν χρήματα, για να καλύψουν το κόστος του πολέμου. Όταν δε τελείωσε ο 1ος ΠΠ και ο πλανήτης εισήλθε στη δεκαετία του 1920, τα κράτη ήθελαν μεν να επιστρέψουν στον κανόνα του χρυσού, αλλά δεν γνώριζαν πώς να το κάνουν – ενώ διοργανώθηκε ένα συνέδριο στη Γένοβα της Ιταλίας το 1922, όπου συζητήθηκε το συγκεκριμένο πρόβλημα.
 
Ειδικότερα, πριν από τον 1ο ΠΠ υπήρχε μία ορισμένη ποσότητα χαρτονομίσματος που υποστηριζόταν από χρυσό – ενώ στη συνέχεια, η ποσότητα του χαρτονομίσματος διπλασιάσθηκε. Επομένως, υπήρχαν ουσιαστικά δύο επιλογές επιστροφής στον κανόνα του χρυσού: (α) ο διπλασιασμός της τιμής του χρυσού, για να μειωθεί η αξία του χαρτονομίσματος στο μισό ή (β) η μείωση της προσφοράς χρήματος, του χαρτονομίσματος δηλαδή, στο μισό.
 
Εν προκειμένω, οι Γάλλοι επέλεξαν κάτι διαφορετικό: την υποτίμηση του νομίσματος τους κατά 50%, με αποτέλεσμα να προκληθεί υπερπληθωρισμός στη χώρα – ο οποίος δεν ήταν μεν τόσο οδυνηρός, όσο στη Γερμανία, αλλά πολύ άσχημος. Για παράδειγμα, εάν κάποιος διέθετε τότε ένα μικρό ποσόν σε δολάρια, μπορούσε να ζήσει στη Γαλλία σαν βασιλιάς – κάτι που πράγματι συνέβαινε, με τους Αμερικανούς τουρίστες.
 
Η Μ. Βρετανία τώρα που έπρεπε να πάρει μία ανάλογη νομισματική απόφαση, επέλεξε κάτι διαφορετικό από τη Γαλλία: αντί να διπλασιάσει την τιμή του χρυσού, μείωσε την προσφορά χρήματος στο μισό – επιστρέφοντας στην ισοτιμία της στερλίνας πριν από τον 1ο ΠΠ. Η ενέργεια αυτή του τότε υπουργού οικονομικών της, του Ο. Τσόρτσιλ, ήταν εξαιρετικά αποπληθωριστική – με αποτέλεσμα να βυθιστεί η χώρα στην ύφεση, τρία χρόνια πριν τον υπόλοιπο πλανήτη (το 1926 αντί το 1929).
 
Ο σωστός τρόπος για το τότε παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, θα ήταν η επιστροφή στο χρυσό – σε μία όμως πολύ υψηλότερη τιμή, σχετικά με τη στερλίνα. Αυτή δε ακριβώς η λανθασμένη τιμή, συνέβαλε στη Μεγάλη Ύφεση του 1929 – οπότε δεν ήταν η επιστροφή στον κανόνα του χρυσού που προκάλεσε τη Μεγάλη Ύφεση, αλλά η τιμή που επιλέχθηκε. Η Μ. Βρετανία πάντως επέμενε στη συγκεκριμένη πολιτική, έως ότου έγινε αφόρητη – με αποτέλεσμα να υποτιμηθεί η στερλίνα το 1931.
 
Αμέσως μετά, το 1933, υποτιμήθηκε το δολάριο – ενώ στη συνέχεια, το 1936, η Γαλλία και η Μ. Βρετανία υποτίμησαν τα νομίσματα τους, στα πλαίσια του νομισματικού πολέμου που μαινόταν και με στόχο την «κλοπή» της ζήτησης των γειτόνων τους. Έτσι προκλήθηκε εύλογα μία από τις χειρότερες υφέσεις στην παγκόσμια ιστορία – με την ανεργία να εκτοξεύεται στα ύψη, με τη βιομηχανική παραγωγή να καταρρέει και με μία πολύ μακριά περίοδο αρνητικής ανάπτυξης.
 
Ο πρώτος νομισματικός πόλεμος επιλύθηκε τελικά μετά το 2ο ΠΠ, στη διάσκεψη του Bretton Woods – ενώ ο δεύτερος ξεκίνησε το 1967 και διήρκεσε έως το 1987. Εν προκειμένω, το θεμελιώδες γεγονός εν μέσω αυτού του πολέμου, ήταν η έξοδος των ΗΠΑ από τον κανόνα του χρυσού, στις 15 Αυγούστου του 1971 – κάτι που αναγκάσθηκε στην ουσία να αποφασίσει ο Νίξον, για να σταματήσουν οι εκροές του αμερικανικού χρυσού, για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, για να προωθηθούν οι εξαγωγές και για να στηριχθεί η οικονομία των ΗΠΑ.
 
Σε αυτό το χρονικό διάστημα προκλήθηκαν τρεις υφέσεις – το 1974, το 1979 και το 1980. Η αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά κατέρρευσε το 1974, η ανεργία εκτοξεύθηκε στα ύψη, ο πληθωρισμός ξέφυγε από τον έλεγχο μεταξύ των ετών 1977 και 1981 (σωρευτικά την πενταετία έφτασε στο 50%) και το δολάριο έχασε τη μισή του αξία – ενώ δεν γινόταν αποδεκτό από πολλές χώρες, οπότε θα είχε καταρρεύσει, εάν δεν επιτυγχανόταν η συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία (πετροδολάριο, ανάλυση).
 
Ακολούθησε τότε, από το 1985 έως το 2010, μία χρυσή περίοδος: η εποχή του «βασιλιά δολαρίου», του ισχυρού δολαρίου δηλαδή που είχε ως αποτέλεσμα μία πολύ ικανοποιητική ανάπτυξη, μία σταθερότητα των τιμών και θετικές οικονομικές επιδόσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη. Δεν επρόκειτο για ένα σύστημα χρυσού προτύπου, ούτε βασιζόταν σε κανόνες – αλλά για ένα σύστημα δολαριακού προτύπου, όπου οι ΗΠΑ συμφωνούσαν να διατηρήσουν την αγοραστική δύναμη του δολαρίου, να μην το υποτιμούν δηλαδή, ενώ οι εμπορικοί τους εταίροι μπορούσαν να συνδεθούν με το δολάριο, σχεδιάζοντας τις οικονομίες τους γύρω από κάποια σύνδεση με το δολάριο.
 
Έτσι δημιουργήθηκε ένα σταθερό σύστημα που λειτούργησε έως το 2010 – όπου οι ΗΠΑ διέλυσαν τη συμφωνία για να ανταπεξέλθουν με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και ουσιαστικά κήρυξαν τον τρίτο νομισματικό πόλεμο το 2010. Ο στόχος τους δε, ήταν ο συνήθης του παρελθόντος: η «κλοπή» πλούτου, ανάπτυξης, θέσεων εργασίας και επενδύσεων από τους εμπορικούς τους εταίρους.
Συμπερασματικά λοιπόν, το μάθημα των νομισματικών πολέμων είναι το ότι, δεν έχουν ποτέ τα αναμενόμενα αποτελέσματα – δηλαδή αυξημένες εξαγωγές, περισσότερες θέσεις εργασίας, επενδύσεις και ανάπτυξη. Αντίθετα, αυτό που «παράγουν» είναι ακραίος αποπληθωρισμός, ακραίος πληθωρισμός, ύφεση ή οικονομική καταστροφή – κάτι που πρέπει να αναμένουμε στο μέλλον, αφού βιώνουμε ήδη τον τρίτο νομισματικό πόλεμο στον πλανήτη.
 
Η σημερινή θέση του δολαρίου
 
Περαιτέρω, οι πρόσφατες αναφορές σχετικά με το ότι η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, η Βραζιλία κλπ. διακανονίζουν τις αγορές πετρελαίου με τα νομίσματα τους και πως οι BRICS+ προετοιμάζουν ένα δικό τους κοινό νόμισμα, έχουν δημιουργήσει την εντύπωση ότι, οι ημέρες του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού και συναλλακτικού νομίσματος έχουν τελειώσει – αν και δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο, αφού υπήρξαν παρόμοιες συζητήσεις πριν από 15 χρόνια καθώς επίσης πιο πρόσφατα, κατά τη διάρκεια της «φούσκας» των κρυπτονομισμάτων.

Εν τούτοις, εάν χρησιμοποιήσει κανείς το δείκτη της αποτελεσματικής πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας του δολαρίου της Citi, θα διαπιστώσει πως το δολάριο ευρίσκεται στο 103,81 – κάτω μεν από το πιο πρόσφατο υψηλό του 111,90 τον Οκτώβριο του 2022, αλλά πολύ πιο πάνω από το ύψος που είχε τα τελευταία 20 χρόνια. Ο δείκτης αυτός (γράφημα), μετράει την αξία του δολαρίου – με το 100 να είναι το ουδέτερο σημείο του.
 
Υπενθυμίζουμε εδώ ότι, ο παραδοσιακός δείκτης δολαρίων είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος των συναλλαγματικών ισοτιμιών έξι ανεπτυγμένων οικονομιών: της ζώνης του ευρώ, της Ιαπωνίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, του Καναδά, της Σουηδίας και της Ελβετίας. Το ευρώ δε έχει στάθμιση 58% στον δείκτη δολαρίου και συντελεστή συσχέτισης 0,98 – με βάση τις μηνιαίες τιμές του δείκτη δολαρίου και του ευρώ από το 1980.
 
Το δολάριο τώρα, στα τέλη του 2022, αντιπροσώπευε περίπου το 60% των παγκοσμίων συναλλαγματικών αποθεμάτων των κεντρικών τραπεζών (20% το ευρώ) – το οποίο είναι μεν χαμηλότερο από την κορύφωση του λίγο επάνω από το 70% στην πρώτη δεκαετία μετά το 2000, αλλά πολύ υψηλότερο από το 50% που ήταν πριν από 30 χρόνια (γράφημα). Η αιτία είναι το ότι, οικονομίες όπως η Κίνα που έχουν εμπορικά πλεονάσματα, χρειάζονται απαραίτητα ζήτηση από τις ΗΠΑ, με βάση το δολάριο – για να αντισταθμίσουν τη δική τους αδύναμη εγχώρια κατανάλωση και τα υψηλά τους ποσοστά αποταμίευσης.
Σε κάθε περίπτωση, το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα βασίζεται αφενός μεν στη σταθερότητα του δολαρίου, αφετέρου στο μεγάλο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ – σημειώνοντας πως για να γίνει πραγματικό αποθεματικό νόμισμα το κινεζικό γουάν που αντιπροσωπεύει μόλις το 2,7% των παγκοσμίων συναλλαγματικών αποθεμάτων (γράφημα), θα έπρεπε εν πρώτοις να απελευθερωθεί από τον κρατικό έλεγχο. Μία τέτοια χαλάρωση όμως θα είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ικανότητας της κινεζικής ρυθμιστικής αρχής να ελέγχει την πίστωση – οπότε τους λογαριασμούς κεφαλαίου και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας.
 
Με απλά λόγια, η Κίνα θα πρέπει να είναι πρόθυμη να αλλάξει το οικονομικό της μοντέλο, έτσι ώστε η οικονομία της να διαδραματίσει τον ίδιο ρόλο, με αυτήν των ΗΠΑ – κάτι που όμως δεν φαίνεται πιθανό, με τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούν εκεί.
Από την άλλη πλευρά, σχεδόν το 90% των διεθνών συναλλαγών τιμολογείται σε δολάρια ή σε ευρώ – σύμφωνα με μία πρόσφατη ανάλυση της Fed Νέας Υόρκης (πηγή).  Υπάρχουν δε μόνο τρεις άλλες οικονομίες που διαθέτουν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται, για να στηρίξουν ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα: η Ευρωζώνη, η Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
 
Το ευρώ βέβαια λειτουργεί στην ουσία υποστηρικτικά στο δολάριο και δικαίως θεωρείται «θυγατρικό» του – όπως φαίνεται καθαρά από τις διακυμάνσεις της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων (γράφημα), οι οποίες ελέγχονται από τα βασικά επιτόκια και γενικότερα από τη νομισματική πολίτική των δύο κεντρικών τραπεζών: της Fed και της ΕΚΤ.
 
Σε κάθε περίπτωση, καμία από αυτές τις οικονομίες δεν διαθέτει τις χρηματοπιστωτικές αγορές με το απαιτούμενο βάθος και ρευστότητα – η ύπαρξη των οποίων αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της διεθνούς χρηματοδότησης και του εμπορίου. Ειδικότερα, αυτά που απαιτούνται από ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, είναι τα εξής:
  1. Η σταθερότητα του πολιτικού συστήματος της χώρας έκδοσης.
  2. Το μέγεθος και οι προοπτικές της οικονομίας.
  3. Η παγκόσμια ολοκλήρωση των αγορών και της οικονομίας της.
  4. Ένα διαφανές και ανοιχτό σύστημα.
  5. Ένα αξιόπιστο νομικό σύστημα.
  6. Η ποιότητα του δημόσιου χρέους της.
  7. Η ικανότητα κάλυψης του κόστους που σχετίζεται με ένα αποθεματικό νόμισμα.
  8. Το μέγεθος, το βάθος και η ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Εν προκειμένω, οι ΗΠΑ διέθεταν μεν έως πρόσφατα όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά σήμερα αντιμετωπίζουν προβλήματα με ορισμένα – όπως με τη σταθερότητα του πολιτικού τους συστήματος, με τις προοπτικές της οικονομίας τους, με την ποιότητα του δημοσίου χρέους τους που έχει επιδεινωθεί σε μεγάλο βαθμό και φυσικά με την ικανότητα κάλυψης του κόστους ενός αποθεματικού νομίσματος, αφού τα ελλείμματα τους είναι πλέον τεράστια.
 
Ο πιο σημαντικός βέβαια παράγοντας, όσον αφορά τη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ήταν ο συγχρονισμός της οικονομικής ανάπτυξης και ο συντονισμός της νομισματικής πολιτικής, μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών – κάτι που δεν φαίνεται πιθανόν να αλλάξει στο εγγύς μέλλον. Είναι βέβαιο όμως πως θα υπάρξουν αποκλίσεις σε αυτήν την πολιτική, όπως το τέλος του ελέγχου της καμπύλης απόδοσης των ομολόγων από την Ιαπωνία – οι οποίες θα επηρεάσουν τα μεμονωμένα νομίσματα.
 
Θα υπάρξουν επίσης διαφορές, στη ζήτηση νομισμάτων για διεθνείς συναλλαγές – με τα νομίσματα των οικονομιών που εξαρτώνται από την εξόρυξη πόρων, όπως του Καναδά και της Αυστραλίας, να επηρεάζονται περισσότερο από τις τάσεις της οικονομικής ανάπτυξης. Ειδικότερα από την τιμή της ενέργειας – η οποία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό χώρες, όπως ξανά την Ιαπωνία.
 
Εν τούτοις, είναι αναμφισβήτητο γεγονός το ότι, δεν υπάρχουν βιώσιμες ή άμεσα διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις αντί του δολαρίου, ως αποθεματικό νόμισμα – ενώ τυχόν απώλεια του status του θα προκαλούσε χάος στο διεθνές εμπόριο και στα χρηματοοικονομικά, με το κόστος να είναι καταστροφικό κυρίως για τις αμερικανικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Λογικά λοιπόν οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να το επιτρέψουν ποτέ – ακόμη και αν πρέπει να διεξάγουν πυρηνικό πόλεμο για να το προστατεύσουν.
 
Όλα όσα κράτη δε προσπάθησαν να ανεξαρτητοποιηθούν από το σύστημα του δολαρίου, όπως οι χώρες της Λατινικής Αμερικής (Χιλή και Βενεζουέλα), καθώς επίσης της Μέσης Ανατολής στο παρελθόν ή το Ιράκ και η Λιβύη σχετικά πρόσφατα, καταστράφηκαν – ενώ όλοι θυμόμαστε τις ικεσίες της Ιαπωνίας στα τέλη της δεκαετίας του 1980 προς τις ΗΠΑ, να εξετάσουν έναν ευρύτερο ρόλο για το γεν, πριν από το σπάσιμο της ιαπωνικής χρηματοπιστωτικής φούσκας. Φυσικά το αίτημα τότε της Ιαπωνίας απορρίφθηκε από την κυβέρνηση Reagan – ενώ δεν πρέπει να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό, από τις σημερινές και από τις επόμενες αμερικανικές κυβερνήσεις.
 
Επίλογος  
 
Ολοκληρώνοντας, αν και είναι γεγονός η αλλοίωση της διεθνούς οικονομίας από τις γεωπολιτικές εντάσεις, από τη μετατόπιση των αλυσίδων εφοδιασμού, από την ενεργειακή κρίση και από τις προσπάθειες επιστροφής της βιομηχανικής πολιτικής στη Δύση, καθώς επίσης η ισχυροποίηση της Κίνας που, σε όρους αγοραστικής αξίας (ΡΡΡ) έχει ξεπεράσει ήδη κατά πολύ τις ΗΠΑ (γράφημα, πηγή), δεν φαίνεται να υπάρχει μία σημαντική εναλλακτική λύση στο σύστημα που βασίζεται σε κανόνες και υποστηρίζεται από το δολάριο.
 


Ως εκ τούτου, έχουμε την άποψη πως το μόνο που θα άλλαζε πραγματικά το σημερινό status quo, θα ήταν η χρεοκοπία των ΗΠΑ – η οποία όμως δεν φαίνεται πια τόσο απίθανη μεσοπρόθεσμα όσο στο παρελθόν, με κριτήριο την κατακόρυφη άνοδο των αμερικανικών ελλειμμάτων και χρεών, καθώς επίσης του κόστους εξυπηρέτησης τους.
 
Όσο ήταν εγκληματικό λάθος πάντως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, άλλο τόσο ήταν λάθος οι προκλήσεις των ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ και οι πρωτοφανείς κυρώσεις που επέβαλαν – αν μη τι άλλο, επειδή οι ΗΠΑ δεν είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν τον πόλεμο ή/και μία έμμεση στρατιωτική σύγκρουση με την Κίνα, ούτε να χρησιμοποιήσουν ξανά σε τέτοια έκταση το δολάριο ως όπλο, ενώ έχουν επιταχύνει σημαντικά την πορεία παρακμής του σημερινού νομισματικού συστήματος, δημιουργώντας παντού εχθρούς.
 
 
Πηγή : https://analyst.gr
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου