Η όλη κατάσταση του παγκοσμίου χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά και της Ελλάδας, θυμίζει το μυστικό πράκτορα του 2ου
ΠΠ – ο οποίος, με ένα αλεξίπτωτο στην πλάτη του και με ένα δεύτερο ως
ρεζέρβα στο στήθος του, θέλει να πέσει με σιγουριά πίσω από τις γραμμές
του εχθρού, όπου τον περιμένει ένα ποδήλατο για να τον μεταφέρει στο
συμφωνημένο μέρος συνάντησης. Το αεροπλάνο φτάνει στο σημείο της ρίψης, ο
πράκτορας πέφτει και τραβάει το σχοινί του αλεξιπτώτου του – χωρίς όμως
να ανοίξει. Δεν πειράζει, σκέφτεται, οπότε τραβάει το σχοινί της
ρεζέρβας – όπου ούτε αυτή ανοίγει. Δεν γίνεται, σκέφτεται, να δεις που
ούτε το ποδήλατο θα είναι κάτω, στη θέση του. Το δίδαγμα είναι πως όταν
κάτι δεν πάει καλά, δεν πρέπει να συνεχίσει να σκέφτεται κανείς με τον
ίδιο τρόπο – αλλά να προετοιμασθεί για τα χειρότερα, ευχόμενος βέβαια τα
καλύτερα.
.
Ακούμε πως οι ελληνικές τράπεζες είναι
ασφαλείς – εύλογα σκεφτόμαστε, μετά από τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις που
κόστισαν περί τα 44 δις € στους Έλληνες, μετά από τον αναβαλλόμενο φόρο
που θα μας κοστίσει 17 δις €, μετά το σχέδιο Ηρακλής των 23 δις € και
μετά το εγκληματικό για τους Πολίτες hive down (ανάλυση). Εν τούτοις, η κερδοφορία τους οφείλεται κυρίως στις μακράν υψηλότερες προμήθειες που χρεώνουν – συγκριτικά με όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ.
Επίσης στις καταθέσεις των 183 δις € που έχουν στο παθητικό τους, για τις οποίες πληρώνουν σχεδόν μηδενικά επιτόκια – με αποτέλεσμα οι Έλληνες να έχουν χάσει περί τα 18 δις € από τον πληθωρισμό του 10% μόνο το 2022.
Προς όφελος φυσικά των τραπεζών, αφού σε όρους αγοραστικής αξίας θα
«πληρώσουν» χαμηλότερα για τις αναλήψεις – πόσο μάλλον όταν ο
πληθωρισμός συνεχίζεται το 2023, αν και με χαμηλότερο ρυθμό αύξησης.
Με δεδομένο δε το ότι, συμμετέχουν στα
αρπαχτικά fund που διαχειρίζονται τα κόκκινα δάνεια που τους πούλησαν,
σε εξευτελιστικές τιμές και εν μέρει με κρατικές εγγυήσεις, θα
εισπράττουν και από αυτά κέρδη – σημειώνοντας πως μόνο η Intrum της
Τράπεζας Πειραιώς είχε κέρδη προ φόρων 110,88 εκ. € το 2022, από 51,37 εκ. € το 2021, προερχόμενα από τα κόκκινα δάνεια των Ελλήνων.
Όμως, ένα πολύ μεγάλο μέρος των
κεφαλαίων τους αποτελείται από τον αέρα των αναβαλλομένων φόρων – ενώ
κανένας δεν εγγυάται ότι, οι συνθήκες της κερδοφορίας τους θα
διατηρηθούν στο μέλλον. Ούτε πως η άνοδος των επιτοκίων δεν θα δημιουργήσει νέα κόκκινα δάνεια
– ενώ το ποσοστό των υφισταμένων στους Ισολογισμούς τους είναι στο 8,2%
των δανείων τους, όταν ο μέσος όρος των κόκκινων δανείων στις τράπεζες
της ΕΕ είναι μόλις 1,79%. Ούτε βέβαια πως δεν θα ακολουθήσει μία νέα
ύφεση σε διεθνές επίπεδο, όπου οι τράπεζες είναι οι πλέον ευάλωτες – ενώ
φυσικά δεν ήταν αναμενόμενο πως θα χρεοκοπούσε η δεύτερη μεγαλύτερη
τράπεζα της πάμπλουτης Ελβετίας, η Credit Suisse (ανάλυση).
Οφείλει εδώ να εκτιμήσει κανείς επί
πλέον τους εγχωρίους κινδύνους, σημειώνοντας πως η Ελλάδα χρεοκόπησε με
δημόσιο χρέος στα 300 δις € ή στο 127% του ΑΕΠ, με κόκκινα δάνεια περί
το 5% και με πολύ υψηλότερο ΑΕΠ – ενώ στις 31.12.22 το χρέος ήταν 400,3 δις € (πηγή) παρά το κούρεμα του PSI και τα κόκκινα δάνεια στο 50%, μαζί με αυτά που έχουν μεταφερθεί στα κοράκια.
Εκτός αυτού, το έλλειμμα του προϋπολογισμού διαμορφώθηκε πάνω από 40
δις € σε τρία χρόνια (+44 δις το χρέος), του ισοζυγίου τρεχουσών
συναλλαγών το 2022 ήταν της τάξης του δυσθεώρητου 10% του ΑΕΠ και το
έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου εκτοξεύθηκε στο 20% – με το ιδιωτικό
χρέος πάνω από 406 δις € και το εξωτερικό στα 547 δις € (πηγή).
Μπορεί δε η μέση σταθμική διάρκεια του
χρέους να έφτασε στα 20,5 χρόνια το 2018, με τη μετάθεση των
ληξιπρόθεσμων 95 δις € για μετά το 2032, με πιθανότερο αντάλλαγμα την
παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας, αλλά έκτοτε μειώνεται συνεχώς – το 2022 στα 17,5 χρόνια (γράφημα). Όσον αφορά το περίφημο μαξιλάρι, πρόκειται για τα 15,6 δις € του ESM από το 3ο
μνημόνιο που είναι κλειδωμένα, συν τα 22 δις € περίπου των οργανισμών
του δημοσίου που μεταφέρουν όλα τα χρήματα τους στην ΤτΕ, διατηρώντας
μόνο αποθεματικά για τις ανάγκες τους 15 ημερών – ενώ χρησιμοποιούνται
στα repos από το δημόσιο.
Οι διεθνείς συνθήκες
Συνεχίζοντας, ο άλλος παράγοντας που έχει σχέση με τις ελληνικές τράπεζες, είναι οι διεθνείς συνθήκες – ειδικά μετά τη χρεοκοπία της Silicon Valley Bank (ανάλυση) που σε γενικές γραμμές προέκυψε ως εξής:
«Η SVB διαχειριζόταν πολλές καταθέσεις. Όταν τα επιτόκια αυξήθηκαν, έπρεπε να πληρώσει περισσότερους τόκους. Ταυτόχρονα, κατείχε πολλά ομόλογα που μειώθηκαν σε τρέχουσες αξίες, επειδή τα επιτόκια αυξάνονταν. Έτσι δεν μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της – οπότε ξεκίνησε ένα μαζικό bank run».
Συμπερασματικά λοιπόν, αυτό που έκανε η SVB ήταν απίστευτα ηλίθιο – όπου όμως το πρόβλημα μίας τέτοιας άποψης θεωρείται το ότι, είναι ταυτόχρονα και αληθινή και παραπλανητική.
Ειδικότερα, η SVB ενήργησε τόσο ανόητα, επειδή λειτούργησε με την ευφορία και με την αισιοδοξία που χαρακτηρίζει τον αμερικανικό τεχνολογικό κλάδο.
Αυτός ήταν ο λόγος που πήρε το συγκεκριμένο τεράστιο ρίσκο των
επιτοκίων – ενώ οι εταιρίες υψηλής τεχνολογίας, οι μεγάλοι πελάτες της
που ασφαλώς δεν είναι οικονομικά αναλφάβητοι, συμμετείχαν στο ρίσκο για
να εισπράττουν μεγαλύτερους τόκους, έχοντας πλήρη γνώση.
Πρόκειται επομένως τόσο για μία ανοησία, όσο και για έναν νέο ορθολογισμό – κάτι συνηθισμένο σε έναν τομέα που οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά αισιόδοξοι, με αποτέλεσμα να μη δίνουν σημασία στους κινδύνους, (ενώ πλέον έχουν συνηθίσει να διασώζονται από τη Fed – ιδιωτικοποίηση των κερδών, κοινωνικοποίηση των ζημιών).
Θυμίζει τη φούσκα του διαδικτύου του 2000, τη φούσκα των ενυπόθηκων
δανείων χαμηλής εξασφάλισης του 2007 ή τη φούσκα της τουλίπας στην
Ολλανδία που έσκασε το 1637 – εντυπωσιακά ανόητες συμπεριφορές, αλλά με
την εκ των υστέρων γνώση. Είναι όμως αυτό το τέλος της ιστορίας;
Περαιτέρω, υπάρχει μία καλύτερη ερμηνεία – το ότι το μη κατανοητό ρίσκο αποτελεί το «τυφλό σημείο» του ρίσκου. Η λογική δε πίσω από τη βλακεία, είναι η εξής:
ο σιδηρούς νόμος της Κρίσης και του Κραχ είναι να ελπίζεις, ενάντια
στις γνώσεις σου ότι, πάρα πολλοί οφειλέτες και υποχρεώσεις πληρωμής
τόκων, σε σχέση με τα μέσα που υπάρχουν για την εξυπηρέτηση αυτών των
χρεών, δεν οδηγούν στη δημιουργία προβλημάτων.
Εν προκειμένω, το εξαιρετικά ανησυχητικό είναι πως αυτό ακριβώς περιγράφει την κατάσταση του παγκοσμίου χρηματοπιστωτικού συστήματος – ενώ η SVB ήταν μεν μία ακραία περίπτωση από αυτήν την οπτική γωνία, αλλά ταυτόχρονα μία υποδειγματική περίπτωση (όπως σε κάποιο βαθμό και η Ελλάδα – με τις τράπεζες της).
Ειδικότερα, είναι δεδομένο πως το παγκόσμιο χρέος αυξάνεται ταχύτερα από το εισόδημα που απαιτείται για την πληρωμή του – αφού περί το 1990, το χρέος ως προς το ΑΕΠ παγκοσμίως ήταν ενάμιση, διπλασιάσθηκε το 2008 και σήμερα είναι δυόμιση (γράφημα).
Οι βασικές αιτίες είναι η απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα μετά
το 1990, 15 χρόνια χαμηλών επιτοκίων, καθώς επίσης τα προγράμματα
επαναγοράς ομολόγων και μετοχών.
Ο δανεισμός ήταν φθηνός και ελκυστικός –
οπότε τόσο το χρέος, όσο και τα περιουσιακά στοιχεία, οι μετοχές, τα
ομόλογα και τα ακίνητα δηλαδή, αυξήθηκαν. Αυτό που ίσως ξεχάσθηκε, που
δεν δόθηκε σημασία όπως στην περίπτωση της SVB (ή/και δεν δίνεται στην περίπτωση της Ελλάδας), είναι το ότι παράλληλα αυξανόταν και κάτι άλλο: η συστημική ευπάθεια στις αυξήσεις των επιτοκίων.
Το δίκοπο μαχαίρι εδώ είναι ο
πληθωρισμός που διαβρώνει τα νομίσματα, μειώνοντας κατακόρυφα την
αγοραστική τους αξία – πολύ περισσότερο σε συνδυασμό με την
αποπαγκοσμιοποίηση, με την έννοια του αποκλεισμού των χωρών που παράγουν
φθηνά καταναλωτικά αγαθά, όπως της Κίνας και των υπολοίπων Ασιατικών
ή/και αυτών που διαθέτουν φθηνή ενέργεια. Πόσο χρονικό διάστημα εδώ μπορούν να διατηρηθούν αρνητικά τα πραγματικά επιτόκια,
δηλαδή τα ονομαστικά μείον τον πληθωρισμό, όπως σήμερα; Προφανώς όχι
για πολύ – αφού τότε κανένας δεν θα ήταν πρόθυμος να δανείζει, οπότε θα
καταρρεύσει απότομα η πυραμίδα των χρεών.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, οι μελέτες της ΕΚΤ τεκμηριώνουν το ότι, όλες
οι κρίσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος που εξετάσθηκαν, ήταν το
αποτέλεσμα μίας μακράς περιόδου χαμηλών επιτοκίων και της επακόλουθης
αύξησης τους – όπως στο παράδειγμα της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους του 2010, με πρώτο θύμα την Ελλάδα.
Επομένως, ευρισκόμαστε σήμερα σε αυτό
ακριβώς το σημείο – με τις κεντρικές τράπεζες να προσπαθούν να
αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στις εμπορικές τράπεζες και
στους τίτλους τους (στα κρατικά ομόλογα επίσης), έχοντας διαπιστώσει ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη ευπάθεια του παγκοσμίου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Εύλογα αναρωτιέται λοιπόν κανείς που ευρίσκεται το «τυφλό σημείο» – η χρονική στιγμή που το μη κατανοητό ρίσκο θα γίνει ευρύτερα κατανοητό.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με τον D. Bessemer, η όλη κατάσταση θυμίζει το μυστικό πράκτορα του 2ου ΠΠ
– ο οποίος, με ένα αλεξίπτωτο στην πλάτη του και με ένα δεύτερο ως
ρεζέρβα στο στήθος του, θέλει να πέσει με σιγουριά πίσω από τις γραμμές
του εχθρού, όπου τον περιμένει ένα ποδήλατο για να τον μεταφέρει στο
συμφωνημένο μέρος συνάντησης.
Το αεροπλάνο φτάνει στο σημείο της ρίψης, ο πράκτορας πέφτει και τραβάει το σχοινί του αλεξιπτώτου του – χωρίς όμως να ανοίξει. Δεν πειράζει, σκέφτεται, οπότε τραβάει το σχοινί της ρεζέρβας – όπου ούτε αυτή ανοίγει. Δεν γίνεται, σκέφτεται, να δεις που ούτε το ποδήλατο θα είναι κάτω, στη θέση του.
Το δίδαγμα είναι πως όταν κάτι δεν πάει καλά, δεν πρέπει να συνεχίσει να σκέφτεται κανείς με τον ίδιο τρόπο – αλλά να προετοιμασθεί για τα χειρότερα, ευχόμενος βέβαια τα καλύτερα.
Στην περίπτωση της κρίσης, το πρώτο σκέλος της δράσης, ο περιβόητος σταθμισμένος τραπεζικός κανονισμός της «Βασιλείας III» για την καταπολέμηση της κρίσης του 2008, προφανώς δεν λειτούργησε – τουλάχιστον όχι για τη μεγάλη ελβετική τράπεζα της ίδιας χώρας, για την Credit Suisse.
Το δεύτερο σκέλος είναι τα μέτρα που
ακολούθησαν: η πλήρης ασφάλιση των καταθέσεων της SVB στις ΗΠΑ και η
εξαγορά της Credit Suisse από την UBS στην Ελβετία, με τις κρατικές
εγγυήσεις που τη συνόδευσαν. Σήμερα λοιπόν ελπίζει κανείς, στο παράδειγμα του πράκτορα, σε μία ήπια προσγείωση και σε ένα ποδήλατο – όπου όμως μπορεί μεν οι τραπεζικές μετοχές να έχουν ανακάμψει, αλλά η JP Morgan προειδοποιεί για μία νέα πτώση τους.
Εάν θα πρόκειται για μία σχετικά ήπια προσγείωση, είναι αβέβαιο – ενώ η τελευταία μας φροντίδα δεν μπορεί να είναι εάν το ποδήλατο ευρίσκεται ακόμη εκεί.
Η έρευνα της ΕΚΤ απέδειξε μεν πως η κάθε χρηματοπιστωτική κρίση
ακολουθεί μία μακρά περίοδο χαμηλών επιτοκίων και μία ξαφνική άνοδο
τους, αλλά όχι πως κάθε τέτοια περίοδος καταλήγει σε κρίση – οπότε
υπάρχει ακόμη χρόνος για να δημιουργηθεί ένα δίχτυ ασφαλείας για το
σύστημα.
Κανένας δεν γνωρίζει βέβαια εάν θα επικρατήσει αυτή η λογική – όπως δεν επικράτησε στο παράδειγμα της Ελλάδας που συνεχίζει να χρεώνεται, χωρίς να δίνει σημασία στο τι θα μπορούσε να συμβεί, οπότε χωρίς να δημιουργεί ένα δίχτυ ασφαλείας.
Αφού μας δανείζουν και μάλιστα με σχετικά χαμηλότερα επιτόκια, σκέφτονται οι Έλληνες, τότε η οικονομία μας είναι υγιής – με αποτέλεσμα να κλείνουν τα μάτια στους δείκτες που αναφέραμε. Ως εκ τούτου, το μέλλον είναι αβέβαιο – τόσο για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όσο και για την Ελλάδα.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου