Όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται...
Ένα ιστορικό ντοκουμέντο που ελάχιστοι το ξέρουν και ακόμη λιγότεροι το αναζητούν για τις αιτίες και τις αφορμές που το 1921 με εντολή του βασιλέως επεβλήθη επιβολή μη εξαγωγής συναλλάγματος.
Τα προστατευτικά μέτρα αυτά ορίσανε την υπαγωγή στον έλεγχο του Υπ. Οικονομικών (μέχρις απαγορεύσεως) οποιασδήποτε αγοραπωλησίας συναλλάγματος στο εξωτερικό, καθώς και οποιασδήποτε μεταφοράς κεφαλαίων στο εξωτερικό (επιταγών, τηλεγραφικών και ταχυδρομικών εντολών, πιστοχρεώσεων λογαριασμών, κλπ).
Απαγορεύτηκε επίσης στις τράπεζες η μετατροπή των καταθέσεων συναλλάγματος σε δραχμές, με σκοπό την τοποθέτησή τους στο εξωτερικό. Με αυτό το Βασιλικό Διάταγμα και ένα πλέγμα τροποποιητικών νόμων και διαταγμάτων εγκαθιδρύθηκε ο λεγόμενος Έλεγχος Συναλλάγματος.
Σκοπός του Ελέγχου ήταν η παρεμπόδιση της εξαγωγής συναλλάγματος για κερδοσκοπία, όχι όμως για αγορές εμπορευμάτων.
Τα παραπάνω μέτρα φυσικά δεν ήταν αρκετά για να διακόψουν την εκροή συναλλάγματος, καθώς έμποροι, τράπεζες και κερδοσκόποι έβρισκαν τρόπους να τα παρακάμπτουν (όπως ακριβώς γίνεται μέχρι και σήμερα!).
Η περίοδος 1924-1932
Ακολούθησε η περίοδος 1924-1932 όπου χαρακτηρίζεται όχι µόνο από την διεθνή και την εσωτερική οικονοµική κρίση , όχι µόνο από τις δυσκολίες για την εγκατάσταση προσφύγων και των ακτηµόνων, αλλά και από τη συρροή κεφαλαίων από το εξωτερικό προς την Ελλάδα. Η επέκταση του κρατικού τοµέα στην οικονοµία και η εµπέδωση του κρατικού παρεµβατισµού στηρίζεται κατά µεγάλο µέρος στην χρηµατοδότηση από το εξωτερικό.
Παράλληλα η κινητοποίηση των εγχώριων παραγωγικών δοµών και η εκβιοµηχάνιση που σηµειώνονται κατά τα έτη 1923-1928 και 1932-1936 οφείλονται επίσης κατά µεγάλο µέρος σε κεφάλαια που συρρέουν από το εξωτερικό. Η εισβολή των ξένων κεφαλαίων στη χώρα κατά την περίοδο αυτή είναι πολύ σηµαντικότερη σε όγκο και σε έκταση από εκείνη που σηµειώθηκε στην εποχή του Τρικούπη . Κατά το διάστηµα της «τρελής δεκαετίας» που οδήγησε στην τρικουπική πτώχευση, το σύνολο των δανείων είχε φθάσει τα 640 εκ. φράγκα.
Κατά την νεότερη χρηµατιστική περιπέτεια της δεκαετίας 1922-1932 που οδήγησε στην πτώχευση του 1932 , το σύνολο των συναφθέντων δανείων εξωτερικού έφθασε τα 1022 εκ χρυσά φράγκα . Και στις δύο περιπτώσεις το µέγεθος του εξωτερικού χρέους ήταν εξίσου υπέρογκο: και στις δύο περιπτώσεις αντιπροσώπευε το 150% του ετήσιου ακαθάριστου εθνικού εισοδήµατος της χώρας. (Όσο είναι περίπου και σήμερα - 2016)
Τα δάνεια λειτούργησαν αντικειµενικά ώστε να κινητοποιήσουν τις εγχώριες παραγωγικές διαδικασίες και να ευνοήσουν την οικονοµική ανάπτυξη της χώρας κατά το µεσοπόλεµο : α) ως τοποθετήσεις, δηµόσιο χρέος, επέφεραν την αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης , την ανάπτυξη του κρατικού παρεµβατισµού στην οικονοµία και την διεύρυνση των αστικών κοινωνικών σχέσεων και β) η πτώχευση του 1932 ήταν η βασική αιτία που επέβαλε ολόκληρο το προστατευτικό οπλοστάσιο του Βενιζέλου το καλοκαίρι του 1932. Με την πτώχευση του 1932 η Ελλάδα όχι µόνο έπαυσε τελείως τις διεθνείς πληρωµές της, αλλά και δεσµεύθηκε οριστικά στην οδό οικονοµικής αυτάρκειας , η οποία έδωσε νέα ώθηση στην εγχώρια αγορά και οικονοµία.
Κι όµως παρ’όλες τις συνθήκες της σχετικής αυτάρκειας και αποµονώσεως από την διεθνή αγορά, µετά το 1932 , τα κεφάλαια από το εξωτερικό δεν σταµάτησαν να συρρέουν. Το σύνολο των κεφαλαίων, καταθέσεων και αποθεµατικών των τραπεζών δεν σταµάτησε να αυξάνει στην Ελλάδα καθ’ όλη τη διάρκεια του µεσοπολέµου : από 492 εκ. Τιµαριθµικών δραχµών το 1923 , αυξήθηκε σε 875 εκ. το 1928 , 939 εκ. το 1932 , 1233 εκ το 1936. Η ύφεση και κρίση του διεθνούς συστήµατος µετά το 1920 περιορίζοντας την αγορά στα παραδοσιακά δυτικοευρωπαϊκά κέντρα του διεθνούς εµπορίου, εξώθησε τα κεφάλαια στην αναζήτηση νέων αγορών για επενδύσεις η τοποθετήσεις.
Στην Ελλάδα τα ξένα κεφάλαια δεν προσήλθαν µόνο και µόνο για να βοηθήσουν στη προσφυγική αποκατάσταση αλλά επίσης να εκµεταλλευθούν τις νέες ευκαιρίες που δηµιουργούνταν µε την αιφνίδια διεύρυνση της εγχώριας αγοράς µετά το 1922 ήταν στο βάθος το κίνητρο που απέφερε στη χώρα µας τη συρροή µε κάθε µορφή των ξένων κεφαλαίων. Η οικονοµική σταθεροποίηση που άρχισε από το 1924 και κατέληξε στην νοµισµατική σταθεροποίηση του 1928 και στην εξυγίανση του πιστωτικού συστήµατος ήταν το κυριότερο επιχείρηµα που έπεισε τους ξένους χρηµατοδότες να τοποθετήσουν κεφάλαια στην Ελλάδα. Αυτό έγινε όχι µόνο µε τη µορφή των προσφυγικών δανείων, αλλά επίσης µε δάνεια που απέβλεπαν στη χρηµατοδότηση δηµόσιων έργων αποξηραντικών , υδρευτικών ή ακόµη στην επέκταση του οδικού η σιδηροδροµικού δικτύου.
Τα δηµόσια έργα ήταν ένας χώρος για επικερδείς τοποθετήσεις κεφαλαίου , ισοζύγιο πληρωµών και τα δηµοσιονοµικά διατηρούνταν σε ισορροπία. Παράλληλα η ανάπτυξη της αγοράς και η βελτίωση του κλίµατος των επενδύσεων προσέλκυαν στην Ελλάδα από τα µέσα της δεκαετίας 1920-30 και ξένα ιδιωτικά κεφάλαια είτε σε απευθείας παραγωγικές επενδύσεις είτε προς χρηµατοδότηση ελληνικών ιδιωτικών επιχειρήσεων. Το ύψος του ιδιωτικού δανεισµού από το εξωτερικό, κατά την περίοδο 1922-32 έφτασε περίπου τα 108 εκ δολάρια, δηλαδή το 20% του συνολικού(δηµόσιου και ιδιωτικού) εξωτερικού χρέους. Στην άλλη κατηγορία δηλαδή των άµεσων επενδύσεων ανήκουν οι περιπτώσεις των ξένων εταιριών PAOUER , OYLEN , FAOUNTESION , κλπ , που εγκαταστάθηκαν κατά τα χρόνια αυτά στην Ελλάδα.
Βλέπουµε δηλαδή ότι υπήρξε µετά το 1924 µια γενική εισβολή του ξένου κεφαλαίου στη χώρα µας και όχι µόνο για την αποκατάσταση των προσφύγων. Η εισβολή αυτή επεκτάθηκε στο σύνολο των δυνατοτήτων που πρόσφερε η αιφνίδια ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς, σε συνδυασµό µε τη συρρίκνωση της διεθνούς αγοράς κατά τα χρόνια αυτά. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν είναι περίεργο ότι , ενώ τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη ακολούθησαν πολιτική προσελκύσεως κεφαλαίων, την ίδια στιγµή η Ελλάδα βρισκόταν αντιµέτωπη µε φαινόµενα κεφαλαιακού πληθωρισµού. Στην Ελλάδα, µεταξύ των ετών 1920 και 1940 ο προεξοφλητικός τόκος κινήθηκε ανάµεσα στο 6% και 12%. Τα 67% των ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα ήταν αγγλικά. Ο προεξοφλητικός τόκος κινήθηκε µεταξύ 6,6% και 2% . Είναι χαρακτηριστικό ότι και στις άλλες δυτικές χώρες κατά την δεκαετία 1939-40 ο προεξοφλητικός τόκος είχε κατέλθει σε εξίσου χαµηλά επίπεδα: 2% στη Γαλλία , 1% στις ΗΠΑ.
Στην Ελλάδα σηµειώνονται τα αντίστροφα ακριβώς φαινόµενα : ενώ τα ευρωπαϊκά επιτόκια κατέρχονται µε τη διεθνή κρίση , στην Ελλάδα υψώνονται . Αυτό σηµαίνει ότι αφενός τα επιχειρηµατικά κέρδη διατηρούνται σχετικά υψηλά στην Ελλάδα και αφετέρου ότι η χώρα µας αντιµετωπίζει φαινόµενα υπερβολικής προσφοράς κεφαλαίων που φθάνει µέχρι το πληθωρισµό. Έτσι η διεθνής κρίση παρουσιάζεται µε δύο αντιφατικά πρόσωπα: στις δυτικές µητροπόλεις εµφανίζεται κυρίως ως στασιµότητα πράγµα που επιφέρει την κάθετη πτώση των τιµών και των επιτοκίων , ενώ στην Ελλάδα εµφανίζεται κυρίως ως πληθωρισµός πράγµα που συνεπάγεται τη διαρκή άνοδο των τιµών και των επιτοκίων.
Συνοπτικά , την περίοδο 1924-32 , το ελληνικό κράτος σύναψε στο εξωτερικό δέκα δάνεια συνολικής ονοµαστικής αξίας 1022 εκ φράγκων. Η µέση τιµή εκδόσεως κυµάνθηκε στο 89% , πράγµα που σηµαίνει ότι το πραγµατικό προϊόν αυτών των δανείων ήταν συνολικός περί τα 900 εκ χρυσά φράγκα. Ο µέσος ονοµαστικός τόκος των δανείων ήταν 7% ενώ στην πραγµατικότητα , λαµβάνοντας τη τιµή εκδόσεως ο τόκος έφθανε το 8%. Από το συνολικό προϊόν των εξωτερικών δανείων υπολογίζεται ότι το 37% διετέθη για την αποκατάσταση των προσφύγων, το 31% σε παραγωγικά έργα . Αποξηραντικά , υδραυλικά , σιδηροδροµικά ,οδοποιία , κ.λπ. Και τέλος το 32% απορροφήθηκε από τις τρέχουσες ανάγκες του δηµόσιου προϋπολογισµού και της υπηρεσίας των δανείων.
Στο διάστηµα 1922-32 ο εσωτερικός δανεισµός απέφερε αυτή τη δεκαετία 2.209 εκ δραχµές . Το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας κατά το 1933 ανάγεται κατά 70% στον δηµόσιο τοµέα της χώρας και κατά 39% στον ιδιωτικό . Το σύνολο του χρέους των ελληνικών ιδιωτικών επιχειρήσεων προς το εξωτερικό ήταν περίπου 125 εκ δολάρια . Από αυτά τα 35 εκ δολάρια είχαν τοποθετηθεί στο ιδιωτικό εµπόριο , 31 εκ δολάρια στις τράπεζες , 12,6 εκ στη βιοµηχανία. Επίσης 15 εκ δολάρια αντιπροσώπευαν την απευθείας επένδυση ξένων επιχειρήσεων στην Ελλάδα και άλλα 15 εκ δολάρια ήταν η συµµετοχή του ξένου κεφαλαίου σε µεικτές επιχειρήσεις (µαζί µε το ελληνικό κεφάλαιο) στη χώρα µας.
Απέµεινε έτσι ως εξωτερικό χρέος το ποσό των 407 εκ δολάρια . Από αυτό τα 132εκ δολάρια δηλαδή το 32,4% ήταν ιδιωτικά χρέη προς το εξωτερικό. Εν πάσει περιπτώσει από το συνολικό χρέος των 407 εκ δολαρίων τα 67, 42% κυκλοφορούσαν ως χρεόγραφα εκδοθέντα στην Αγγλία , 9,88% στις ΗΠΑ , 7,52% στη Γαλλία , 5,40% στη Σουηδία , 4,44% στο Βέλγιο , 1,71% στη Γερµανία , 1,65% στην Ιταλία.
Ο µηχανισµός της οικονοµικής κρίσεως.
Στην εγκατάλειψη της χρυσής βάσεως, ακολούθησαν την Αγγλία µία σειρά από χώρες που ήταν στενά συνδεδεµένες µε το αγγλικό εµπόριο . Ο µεγάλος κίνδυνος για τις χώρες αυτές ήταν ότι η διατάραξη των διεθνών τιµών θα απόβαινε εις βάρος αυτών που θα επέµεναν να διατηρούν σταθερή την ισοτιµία του εθνικού τους νοµίσµατος απέναντι στο χρυσό.
Οι συναλλαγµατικοί περιορισµοί της 28ης Σεπτεµβρίου και της 8ης Οκτωβρίου 1931 δε στάθηκαν ικανοί να περιορίσουν τη δυσπιστία προς τη δραχµή. Γενική ήταν η πεποίθηση ότι η απόφαση για τη διατήρηση της ισοτιµίας του 1928 δεν ήταν παρά ένα πυροτέχνηµα του Βενιζέλου , προορισµένο να καταρρεύσει σε σύντοµο διάστηµα. Έτσι , µε το φάσµα της υποτιµήσεως «επί θύραις» , οι κάτοχοι χρηµατικού κεφαλαίου άρχισαν να συναγωνίζονται σε κερδοσκοπικές µεταβιβάσεις , που είχαν σαν αποτέλεσµα να επιταχύνουν όχι µόνο την υποτίµηση του εθνικού νοµίσµατος, αλλά και τη δηµοσιονοµική πτώχευση της Ελλάδος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος , για να µειώσει την πληθωριστική ρευστότητα και τη φυγή των κεφαλαίων , καθώς και για να δηµιουργήσει αντικίνητρα στην αναπτυσσόµενη κερδοσκοπία, ανέβασε των προεξοφλητικό τόκο από 9 % σε 12% . Παράλληλα , µέσα στα πλαίσια της έντονης αντιπληθωριστικής πολιτικής , η Τράπεζα της Ελλάδος συνέχισε να περιστέλλει όλο και περισσότερο τη νοµισµατική κυκλοφορία . Στόχος ήταν να περιορισθεί η ρευστότητα της οικονοµίας , η οποία έδινε τη δυνατότητα στην κερδοσκοπία να αναπτύσσεται . Από το 1930 ως τις αρχές του 1932 η νοµισµατική κυκλοφορία µειώθηκε έτσι κατά 25% περίπου . Όµως, παρόλο ότι η αύξηση του προεξοφλητικού τόκου και η περιστολή της κυκλοφορίας απείλησαν µε παράλυση το πιστωτικό σύστηµα, την κίνηση της αγοράς και συνεπώς την κίνηση των κεφαλαίων , εντούτοις η κερδοσκοπία σε βάρος της δραχµής συνεχίστηκε αµείωτη .
Η εµµονή του Βενιζέλου στην ισοτιµία της δραχµής του 1928 συντηρούσε το πρόσφορο έδαφος για τη συνέχιση της κερδοσκοπίας. Στη δύσκολη αυτή στιγµή , το σηµαντικότερο ήταν να διατηρηθεί η νοµισµατική σταθερότητα της Ελλάδος. Τα αιτήµατα του Βενιζέλου ήταν : α). ζητούσε από τους ξένους δανειστές της Ελλάδος να δεχθούν την αναστολή επί πενταετία της καταβολής των χρεολυσιών του εξωτερικού χρέους. Η υπηρεσία του εξωτερικού χρέους απορροφούσε πάνω από 40% των εσόδων του δηµοσίου προϋπολογισµού και πάνω από 81% του συναλλάγµατος που απέφεραν στη χώρα οι εξαγωγές. Κατά δεύτερο λόγο ζητούσε να του χορηγηθεί νέο δάνειο συνολικής αξίας 50 εκατοµµυρίων δολαρίων , καταβλητέων σε 4 ετήσιες δόσεις, δηλαδή από 12, 5 εκ. δολάρια τη φορά.
Μεταξύ 26 Απριλίου και 29 Ιουλίου 1932 , η κυβέρνηση Βενιζέλου έφερε στη Βουλή και στη Γερουσία µια σειρά από νοµοσχέδια που καθόρισαν τη βασική φυσιογνωµία της οικονοµικής πολιτικής του κράτους ως το τέλος του µεσοπολέµου. Με τις ρυθµίσεις αυτές καθορίστηκε ότι : α) Αίρεται η ελεύθερη µετατρεψιµότητα της δραχµής σε χρυσό επανέρχεται , έπειτα από 4 χρόνια ελευθερίας, σε καθεστώς αναγκαστικής κυκλοφορίας. β) Αίρεται η σταθερή ισοτιµία της δραχµής είτε µε ορισµένη ποσότητα χρυσού είτε µες ορισµένο συναλλαγµατικό ισοδύναµο χρυσού. Αυτό έχει σαν συνέπεια, ότι η δραχµή αρχίζει να υποτιµάται και ως το ∆εκέµβριο του 1932 , φθάνει να χάσει περίπου τα 60% της ονοµαστικής τους αξίας.
1933-1940: Η οικονοµική αναδιάρθρωση κατά το Μεσοπόλεµο.
Το 1932 επιδεινώνεται η παγκόσµια οικονοµική κρίση που ξέσπασε το 1929 και φυσικά επηρέασε και την ελληνική οικονοµία. Η ελληνική οικονοµία επλήγη από την κρίση επειδή βασιζόταν , σε µεγάλο βαθµό στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων (σταφίδα, καπνός κ.λπ.) , για τα οποία µειώθηκε αισθητά η ζήτηση . Οµοίως, τα εµβάσµατα των µεταναστών , τα οποία αποτελούσαν µια πολύτιµη πηγή συναλλάγµατος της χώρας άρχισαν και αυτά να µειώνονται .
Αναπόφευκτα η διεθνής οικονοµική κρίση είχε άσχηµες επιπτώσεις για την Ελλάδα που είχε µεγάλα εξωτερικά χρέη λόγω της δανειοδότησης από τη διεθνή χρηµαταγορά για την αποκατάσταση των προσφύγων και τη χρηµατοδότηση της οικονοµικής ανάπτυξης . Επιπλέον το ισοζύγιο πληρωµών ήταν συνέχεια ελλειµµατικό κι έτσι –µιας και δεν υπήρχαν κεφάλαια - το ελληνικό κράτος βρέθηκε αναγκασµένο να πάρει δάνεια από τη διεθνή πιστωτική αγορά : Τα δάνεια αυτά, υπό δυσµενείς για την Ελλάδα όρους, λειτούργησαν αντικειµενικά , ώστε να κινητοποιήσουν τις εγχώριες παραγωγικές διαδικασίες και να ευνοήσουν έτσι την οικονοµική ανάπτυξη της χώρας στο µεσοπόλεµο. Συνέβαλαν στη δραστηριοποίηση της οικονοµίας µε δύο τρόπους :
• Ως τοποθετήσεις, επενδύσεις, δηµόσιο χρέος, επέφεραν την αύξηση της παραγωγής και της απασχολήσεως, την ανάπτυξη του κρατικού παρεµβατισµού στην οικονοµία και τη διεύρυνση των αστικών κοινωνικών σχέσεων και
• Με την πτώχευση του 1932 ως βασική αιτία επιβλήθηκε ολόκληρο το προστατευτικό οπλοστάσιο του Βενιζέλου, το καλοκαίρι του 1932.
Με την πτώχευση του 1932 , η Ελλάδα όχι µόνο σταµάτησε τελείως τις διεθνείς πληρωµές της, αλλά και δεσµεύτηκε οριστικά στην οδό της οικονοµικής αυτάρκειας , η οποία έδωσε νέα ώθηση στην εγχώρια αγορά και οικονοµία.
Από το 1923 ίσαµε τα 1930 η Ελλάδα πήρε δάνεια 1.116 δισεκατοµµυρίων γαλλικών φράγκων, που καλύφθηκαν µε την πώληση κρατικών µονοπωλίων και προνοµιών πράγµα που εξάντλησε τις πηγές των κρατικών εισπράξεων.
Το εξωτερικό χρέος ήταν υπέρογκο και αντιπροσώπευε περίπου το 150% του ετήσιου ακαθάριστου εθνικού εισοδήµατος της χώρας (ύψος χρέους πολύ κοντά στο σηµερινό του 2010). Κατά την περίοδο 1921-32 , η Ελλάδα εισέπραξε από δάνεια εξωτερικού το συνολικό ποσό των 19,4 δισεκατοµµυρίων δραχµών , υποχρεώθηκε όµως να καταβάλει υπό µορφή τοκοχρεολυσίων συνολικό ποσό αξίας 25 δισεκατοµµυρίων δραχµών.
Το 1933 περίπου τα δύο τρίτα των κρατικών δαπανών αφιερωνόταν στην πληρωµή των τόκων των τεράστιων αυτών οικονοµικών χρεών της χώρας , µε συνέπεια η χώρα να αναγκασθεί να σταµατήσει τις πληρωµές αυτές, όπως είχε συµβεί και το 1893.
Τα φορολογικά έσοδα του κράτους ήταν χαµηλά γιατί οι πλούσιοι ζούσαν ουσιαστικά αφορολόγητοι. Τα δύο τρίτα των φορολογικών εισπράξεων συγκεντρωνόταν από φόρους επί της κατανάλωσης –οι έµµεσοι αυτοί φόροι αποτελούσαν περίπου το 50% απ’τα έξοδα της εργατικής και αγροτικής οικογένειας. Υπήρχε ακόµα µια φορολογία 5% στους µισθούς, που από πρώτη µατιά δεν φαίνεται µεγάλη . Επειδή όµως µέτρο φορολογίας δεν ήταν το ετήσιο εισόδηµα αλλά το ηµεροµίσθιο η εκµετάλλευση των κατώτερων τάξεων γινόταν ακόµα µεγαλύτερη . Η πτώχευση της Ελλάδας το 1933 έχει ως άµεσο αποτέλεσµα το σταµάτηµα των εισροών κεφαλαίου µε τη µορφή κρατικών δανείων και συνακόλουθα τη ριζική επιδείνωση του ισοζυγίου πληρωµών της χώρας.
Οι αριθµοί ευηµερούν, οι άνθρωποι δυστυχούν.
Η καπιταλιστική βιοµηχανική ανάπτυξη ολόκληρης της µεσοπολεµικής περιόδου συνοδεύεται από τη συνεχή επιδείνωση της θέσης της εργατικής τάξης.
Στο διάστηµα 1922-1935 αυξάνουν οι τιµές καταναλωτή κατά 207% , ενώ οι µέσοι µισθοί µόλις κατά 83%. Η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνει την περίοδο 1928-1938 κατά 43% ενώ οι µέσοι µισθοί κατά 24% . Ο αριθµός των ανέργων αυξάνει από 75 χιλιάδες το 1928 σε 237 χιλιάδες το 1932, για να µειωθεί και πάλι σε 150 χιλιάδες το 1935:
Στα 1939 το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδηµα ήταν 75 δολάρια . Παραπάνω από τα τρία τέταρτα των οικογενειών έπρεπε να τα βγάλουν πέρα µε λιγότερο από 40.000 δραχµές το χρόνο , ενώ ο πλούτος ήταν συγκεντρωµένος στα χέρια µερικών οικογενειών. Το αποτέλεσµα ήταν κακές συνθήκες διαµονής και ανεπαρκέστατη διατροφή. Η µαζική εγκατάσταση των προσφύγων λειτούργησε σαν µια ακαταµάχητη δηµογραφική πίεση. Η εργατική δύναµη προσφέρθηκε σε αφθονία και φθηνά. Η ανεργία και η υποαπασχόληση στα χρόνια αυτά δεν ήταν παρά απλούστατα οι «σκοτεινές» προϋποθέσεις για τη βιοµηχανική ανάπτυξη που πραγµατοποιήθηκε .
Η συµπίεση των εργατικών µισθών διευκολύνθηκε από το οριστικό κλείσιµο της µετανάστευσης και συνοδεύθηκε ,όπως ήταν φυσικό , µε τη διόγκωση της ανεργίας . Η µετανάστευση εργαζοµένων , στο διάστηµα 1907-1921 , είχε φτάσει κατά µέσο όρο τις 25.000 ετησίως (µε εξαίρεση το 1918-19), από τους οποίους οι 23.600 κατευθυνόταν προς τις ΗΠΑ . Αυτό ισοδυναµούσε , για το ίδιο διάστηµα, µε µια συνολική αφαίµαξη του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού της χώρας κατά 19% περίπου.
Όµως , µε τα περιοριστικά µέτρα των ΗΠΑ από το 1921 και τη διεθνή ύφεση που ακολούθησε , η µετανάστευση κατήλθε αιφνίδια σε 5.100 άτοµα (κατά µέσο όρο) ετησίως , από τα οποία τα 3.500 προς τις ΗΠΑ . Η δειγµατολογική έρευνα , που έγινε από τη Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος το 1930 , απέδειξε ότι τα 73% των εργατικών οικογενειών του δείγµατος είχαν εισόδηµα κατώτερο από το θεωρούµενο γενικά ως ελάχιστο όριο για τη συντήρηση.
Σύµφωνα µε τους υπολογισµούς του Ξενοφώντα Ζολώτα , το ελάχιστο όριο για τη συντήρηση της µέσης εργατικής οικογένειας ήταν περίπου 33.000 δραχµές όµως 17,5% των οικογενειών είχαν ετήσιο εισόδηµα κατώτερο των 18.000 δραχµών , 51,16% µεταξύ 18.000 και 30.000 δρχ. και 4.33% µεταξύ 30.000 και 33.000 δρχ. Από το σύνολο του χαµηλού αυτού εργατικού εισοδήµατος το 57.5% δαπανιόταν σε τρόφιµα , από τα οποία µόνο το ψωµί αντιπροσώπευε το 40% των οικογενειακών δαπανών.
Η οικονοµική κατάσταση των µισθωτών µεταξύ των ετών 1930 και 1938 επιδεινώθηκε ακόµη περισσότερο . Το ελάχιστο όριο συντήρησης µιας οικογένειας είχε φτάσει το 1938 τις 60.000 δραχµές ετησίως . Την ιδία εποχή , όµως , µόνο 17% των οικογενειών είχαν εισόδηµα ίσο ή ανώτερο από αυτό το ελάχιστο όριο . Τα υπόλοιπα 83% των οικογενειών , δηλαδή 1.362.000 οικογένειες σε σύνολο 1.642.000 ,είχαν εισόδηµα κατώτερο , που έφθανε ως 18.727 δραχµές ετησίως , δηλαδή λιγότερο και από το 1/3 του θεωρούµενου ως απολύτως αναγκαίου.
Από αυτό το προβληµατικό οικογενειακό εισόδηµα αφαιρούνταν ετησίως , υπό τη µορφή άµεσων και έµµεσων φόρων, ένα ποσοστό που κυµαινόταν µεταξύ 15% και 26% του εισοδήµατος.
Όποια ομοιότητα με γεγονότα και καταστάσεις του σήμερα δεν είναι καθόλου συμπτωματική.
Με πληροφορίες απο τους οικονομολόγους Πάνο Λελιάτσο, και Δημήτρη Μεγαπάνο
Πηγή - Επιμέλεια: www.logiosermis.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου