MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

Η διπλή κρίση και το θαύμα της Ουγγαρίας

Η επιτυχία του ουγγρικού οικονομικού μοντέλου, χωρίς τη βοήθεια κανενός, τεκμηριώνει το αποτρόπαιο έγκλημα που διενεργήθηκε στην Ελλάδα – η οποία δεν εκπόνησε ποτέ ένα δικό της σχέδιο, ενώ οι συλλήβδην ανίκανες κυβερνήσεις της υποτάχθηκαν με μία απίστευτα ενδοτική δουλοπρέπεια στην Τρόικα.
«Η Ουγγαρία, βιώνοντας μία μεγάλη κρίση το 2008, με τη σοσιαλιστική κυβέρνηση της τότε να την οδηγεί στο ΔΝΤ, εφαρμόζοντας την καταστροφική πολιτική του, αντέδρασε το 2010 εκλέγοντας μία άλλη πατριωτική και συντηρητική – η οποία σταμάτησε τις συζητήσεις με το Ταμείο και βίωσε μία δεύτερη κρίση, καταφέρνοντας όμως να το εξοφλήσει τρία χρόνια μετά, να το εκδιώξει από την πρωτεύουσα της και να επιτύχει θαύματα. 

Το οικονομικό μοντέλο της στηρίχθηκε στα εξής: (α) στην ενίσχυση των νοικοκυριών, (β) στον περιορισμό του κοινωνικού κράτους, (γ) στη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής μέσω της κεντρικής τράπεζας, (δ) στη μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις εγχώριες επιχειρήσεις στο 9% και τους καλύτερα αμειβόμενους εργαζομένους στο 15%, καθώς επίσης (ε) στην υποχρέωση των ξένων επιχειρήσεων να συμμετέχουν στις κρατικές δαπάνες».
Ανάλυση

Εισαγωγικά, ο πληθυσμός της Ουγγαρίας είναι περίπου όσος της Ελλάδας (9.830.000), ο αριθμός των εργαζομένων της ανάλογος (4,6 εκ. έναντι 4,75 εκ. της Ελλάδας), η έκταση της μικρότερη (93.030 τετραγωνικά χιλιόμετρα), το ΑΕΠ της επίσης (124,4 δις $ το 2016), ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα ευρίσκεται στα 14.840 $ (22.736 $ της Ελλάδας). Ο πρωτογενής της τομέας είναι λόγο μεγαλύτερος (4,5% του ΑΕΠ έναντι 4% της Ελλάδας), η βιομηχανία διπλάσια (30,4% έναντι 15,8%) και οι υπηρεσίες μικρότερες (65,1%). 

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση τώρα, μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, έφτασε στην Ουγγαρία πολύ γρήγορα – στις 9 Οκτωβρίου του 2008, προκαλώντας ένα μεγάλο χρηματιστηριακό κραχ, στραγγίζοντας τη ρευστότητα στη διατραπεζική αγορά και στην αγορά ομολόγων, καθώς επίσης αδυνατίζοντας το νόμισμα της (φιορίνι), με αποτέλεσμα να αναγκασθεί η κεντρική της τράπεζα να αυξήσει τα βασικά της επιτόκια κατά 3%.

Στα πλαίσια αυτά η σοσιαλιστική κυβέρνηση της Ουγγαρίας, στην οποία η κρίση δεν ξέσπασε από το πουθενά, αλλά ήταν το αποτέλεσμα του πολύ υψηλού εξωτερικού χρέους της (στο 172,79% του ΑΕΠ το 2009, όταν της Ελλάδας τότε ήταν στο 175,85% – πηγή), λόγω του υπερβολικού δανεισμού των νοικοκυριών της σε ξένο νόμισμα, ζήτησε τη βοήθεια του ΔΝΤ – λαμβάνοντας ένα μήνα αργότερα 12,5 δις € από το Ταμείο, 6,5 δις € από την ΕΕ και 1 δις € από την Παγκόσμια Τράπεζα (πηγή).

Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως μεταξύ των ετών 2006 και 2008 περίπου 1.300.000 Ούγγροι είχαν δανεισθεί από εγχώριες και ξένες τράπεζες σε ξένο συνάλλαγμα, για την αγορά κατοικίας – επειδή τα επιτόκια ήταν σταθερά στο 3% για όλη τη διάρκεια του δανείου τους. Το μεγαλύτερο μέρος όλων αυτών των δανείων (γράφημα, σχεδόν διπλασιάστηκε το ιδιωτικό χρέος από το 2006 έως το 2009) είχαν ληφθεί από την κρατική ΟΤΡ, από μία θυγατρική της Βαυαρικής LB, από τις αυστριακές RAIFFEISEN και CIB, καθώς επίσης από την ιταλική INTESA SANPAOLO.

Ήδη από τότε, από το 2008 δηλαδή και μετά, η υψηλή ζήτηση για δάνεια σε νομίσματα ξένων χωρών, είχε αυξήσει την ισοτιμία των ξένων νομισμάτων (ευρώ και φράγκο) απέναντι στο φιορίνι, αφού και τα νομίσματα υπάγονται στους νόμους της ζήτησης και της προσφοράς – οπότε τα επιτόκια παρέμειναν μεν σταθερά στο 3%, αλλά λόγω της ανατίμησης των ξένων νομισμάτων οι δόσεις διπλασιάστηκαν το 2010.

Εκτός αυτού η κατανάλωση επί πιστώσει στην Ουγγαρία ήταν πολύ συνηθισμένη έως το 2010, όπως άλλωστε και στην Ελλάδα – με αποτέλεσμα το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών να είχε μειωθεί στο 7,6% το 2010 από 18,47% το 1995 (αν και η ιδιοκατοίκηση είναι πολύ υψηλή, στο 90% έναντι 57% της Γερμανίας ή 74% της Ελλάδας το 2018).

Συνεχίζοντας, στις αρχές του 2009 η Ουγγαρία βυθίστηκε ξανά σε μία κρίση ρευστότητας – κυρίως λόγω της κατάρρευσης του ΑΕΠ των χωρών της Βαλτικής, καθώς επίσης της κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, της ευρύτερης τραπεζικής κρίσης και της μαζικής φυγής των επενδυτών εξαιτίας των φόβων απώλειας των χρημάτων τους. Ως εκ τούτου το φιορίνι δέχθηκε ξανά πιέσεις, χάνοντας πολύ γρήγορα ακόμη ένα 15% της ισοτιμίας του – όπου η παρακάτω αναφορά μίας γερμανικής εφημερίδας της εποχής (πηγή), στις αρχές του 2009, είναι χαρακτηριστική:
«Σε καμία χώρα της Ανατολικής Ευρώπης δεν ήταν τόσο έντονη η χρηματοπιστωτική κρίση, όσο στην Ουγγαρία – στην οποία η δραματική πτώση της παραγωγής κατά 14,6% μέσα σε έναν μόλις μήνα (Δεκέμβριο) ή κατά 23,3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, συνοδεύθηκε από την κατάρρευση του φιορινιού στο 1:302 σε σχέση με το ευρώ, από 1:140 στις αρχές του 2008, αν και σταθεροποιήθηκε στο 1:290. 

Η κεντρική της τράπεζα αύξησε το βασικό επιτόκιο από το 8,5% στο 11,5% για να συγκρατήσει την πτώση του νομίσματος – ενώ το γεγονός ότι, σχεδόν το 62% όλων των ιδιωτικών δανείων είναι σε ξένο νόμισμα, η εξυπηρέτηση τους με το αδύναμο φιορίνι θα οδηγήσει πολλά νοικοκυριά στη χρεοκοπία».
Ως αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής, καθώς επίσης της υπαγωγής της χώρας στο ΔΝΤ έναντι αυστηρών μέτρων λιτότητας, η κυβέρνηση έχασε τη στήριξη των Πολιτών – οπότε το σοσιαλιστικό κόμμα, μαζί με τους φιλελευθέρους, έδωσαν στις 14.04.2009 την εντολή σε έναν τεχνοκράτη, επιχειρηματία και οικονομολόγο (Gordon Bajnai), να αναλάβει τη διαχείριση του κράτους ως πρωθυπουργός. Εκείνη την εποχή προβλεπόταν μία μείωση του ΑΕΠ κατά 6-7%, η οποία θα αύξανε το έλλειμμα του προϋπολογισμού – κάτι που όμως δεν θα ήταν τόσο σοβαρό, όπως στην Ελλάδα, αφού το δημόσιο χρέος της Ουγγαρίας ήταν στο 70% περίπου, το έλλειμμα στον προϋπολογισμό του 2008 στο -3,6% και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο -7%, ενώ είχε εμπορικά πλεονάσματα. 

Ο νέος πρωθυπουργός, εφαρμόζοντας πιστά τις εντολές του ΔΝΤ πάγωσε τους μισθούς και τις συντάξεις των 700.000 δημοσίων υπαλλήλων, κατήργησε το 13ο μισθό και την αντίστοιχη 13η σύνταξη (=ονομαστική μείωση κατά 7%), σταμάτησε την αύξηση της καθιερωμένης κοινωνικής και οικογενειακής βοήθειας κατά το ύψος του πληθωρισμού, περιόρισε το χρόνο των επιδομάτων γεννήσεων στα δύο έτη από τρία, αύξησε την ηλικία συνταξιοδότησης στα 65 από 62 έτη, το ΦΠΑ από 20% στο 25%, επέβαλλε φόρο περιουσίας (τον οποίο όμως δεν επέτρεψε τελικά το συνταγματικό δικαστήριο), συνέχισε τις ιδιωτικοποιήσεις κοκ.

Έτσι το καλοκαίρι του 2009 η Ουγγαρία, στην οποία οι άνεργοι είχαν αυξηθεί στους 500.000 περίπου (11%, γράφημα) επέστρεψε στις αγορές, αφού τα επιτόκια δανεισμού της ομαλοποιήθηκαν – ενώ είχε ακόμη να λάβει 6 δις € από το δάνειο των 20 δις € που της είχε εγκριθεί από το ΔΝΤ.

Ακολούθησαν οι εκλογές τον Απρίλιο του 2010, όπου κέρδισε το κόμμα που τοποθετούταν εναντίον του ΔΝΤ και των μέτρων του – το πατριωτικό συντηρητικό Fidesz του κ. Orban, το οποίο πήρε τα 2/3 των βουλευτικών εδρών, οπότε τη συνταγματική πλειοψηφία. Λίγο αργότερα ξέσπασε η ελληνική κρίση χρέους, ενώ με την αιτιολογία αυτή η Κομισιόν απαίτησε από τη νέα κυβέρνηση της Ουγγαρίας δημοσιονομική πειθαρχία – τη συνέχιση δηλαδή του προγράμματος λιτότητας των προκατόχων της, έτσι ώστε το έλλειμμα του προϋπολογισμού να μειωθεί κάτω του 3%.

Εν τούτοις, ο νέος πρωθυπουργός δεν συμφώνησε, κηρύσσοντας τον αγώνα για την χρηματοοικονομική ανεξαρτησία της χώρας του – ενώ λίγο αργότερα σταμάτησε τις συζητήσεις με το ΔΝΤ, επειδή δεν ήθελε να έχει την ίδια κατάληξη με την Ελλάδα όπως είπε, παρά το ότι έχασε τα υπόλοιπα 6 δις € του προγράμματος στήριξης.
Λόγω της σκληρής στάσης του τώρα, τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) εκτοξεύθηκαν στα ύψη, τα επιτόκια δανεισμού του δημοσίου επίσης, ενώ οι κερδοσκόποι στις χρηματαγορές επιτέθηκαν στο νόμισμα της χώρας, προκαλώντας τη ραγδαία υποτίμηση του (γράφημα) – οπότε αυξήθηκε το κόστος δανεισμού των Ούγγρων ραγδαία, επειδή όπως ήδη αναφέραμε τα περισσότερα ιδιωτικά δάνεια ήταν σε ξένο συνάλλαγμα.

Ειδικά όσον αφορά τα νοικοκυριά, τα ενυπόθηκα δάνεια τους ήταν κυρίως σε ευρώ ή σε ελβετικό φράγκο, λόγω της σταθερότητας και των χαμηλών επιτοκίων τους – οπότε η υποτίμηση του νομίσματος είχε ως συνέπεια την αδυναμία εξόφλησης των δόσεων τους. Εν τούτοις, ο νέος πρωθυπουργός παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του, κατηγορώντας την ΕΕ και την Ευρωζώνη ως υπαιτίους της κρίσης – τονίζοντας πως οι ενώσεις αυτές διοικούνται από δυσκίνητες ομάδες, ενώ η Ουγγαρία δεν μπορεί να στηριχθεί από κανέναν, εκτός από τον εαυτό της. Ειδικότερα είχε πει τα εξής: 
«Η Ουγγαρία θα πρέπει να ξεφύγει από την ιδέα της μελλοντικής συμμετοχής της στην Ευρωζώνη – να «απελευθερωθεί» είναι η σωστή λέξη. Το 2011 θα είναι το έτος της αναδιοργάνωσης της χώρας, το 2012 της απελευθέρωσης της, το 2013 της ανάπτυξης και το 2014 της ευημερίας«. 
«Μεγάλα λόγια» θα έλεγε κανείς σε μία χώρα σαν την Ελλάδα, όλες οι κυβερνήσεις της οποίας έσκυψαν το κεφάλι στην Τρόικα, προτιμώντας να υποταχθούν ενδοτικά στις εντολές της – ενώ συνεχίζουν να επαίρονται ότι την διέσωσαν, ακόμη και οι υπεύθυνοι του μεγαλύτερου εγκλήματος στην ιστορία της, του PSI. 

Όμως, από οικονομικής πλευράς, η τοποθέτηση του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας ήταν απολύτως σωστή – αφού το πρώτο έτος της διάσωσης μίας χώρας πρέπει να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα, το δεύτερο να ωριμάσουν και το τρίτο να αποδώσουν. Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε η χώρα καταδικάζεται στην κυλιόμενη πτώχευση που βιώνουμε ακόμη στην Ελλάδα – στη χειρότερη δυνατή μορφή χρεοκοπίας.

Η δεύτερη κρίση της Ουγγαρίας

Περαιτέρω το 2011, όπου η ευρωπαϊκή κρίση χρέους μαζί με την τραπεζική ευρισκόταν στο ζενίθ, η Ουγγαρία κινδύνευσε ξανά να χρεοκοπήσει – όχι λόγω του δημοσίου χρέους της, αλλά εξαιτίας του πολύ μεγάλου εξωτερικού της χρέους, δημοσίου και ιδιωτικού, το οποίο είχε φτάσει πλέον στο 180% του ΑΕΠ της (το ιδιωτικό χρέος και δη το εξωτερικό είναι κατά πολύ δυσκολότερο στην επίλυση του από το δημόσιο). Για σύγκριση, το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας το 2010 ήταν στο 185% του ΑΕΠ της (πηγή) – σχεδόν εξ ολοκλήρου σε ευρώ, άρα στο δικό της νόμισμα με την ευρεία του έννοια.

Το ΑΕΠ της Ουγγαρίας το 2012 έπεσε στα 127 δις $ από 157 δις $ το 2008, ενώ το ποσοστό νέου χρέους της (=έλλειμμα προϋπολογισμού) στο 5,5% το 2011. Η αιτία ήταν το ότι, παρά τους υψηλούς φόρους και τις εισφορές, το ποσοστό απασχόλησης ήταν χαμηλό, στο 61,5% το 2008 και στο 60,4% το 2011 (στο 66,3% στην Ελλάδα το 2008, έχοντας καταρρεύσει στο 55% το 2012, το χαμηλότερο στην ΕΕ – γράφημα) – οπότε τα δημόσια έσοδα της περιορισμένα. Ευτυχώς για την Ουγγαρία, μόλις το 40% των ομολόγων της ήταν σε ξένα χέρια – όταν της Ελλάδας σχεδόν το 90%. 

Στα πλαίσια τώρα της τραπεζικής κρίσης και των επιθέσεων των κερδοσκόπων, η Ουγγαρία οδηγήθηκε για μία ακόμη φορά σε μία πιστωτική παγίδα – με αποτέλεσμα να αδυνατεί να δανεισθεί, καθώς επίσης να μην διενεργούνται νέες επενδύσεις. Μεταξύ άλλων επειδή αυξανόταν το δημόσιο χρέος της, από το 71,6% του ΑΕΠ το 2008 στο 80,7% το 2011, μειώνοντας την πιστοληπτική της ικανότητα – όπου το Νοέμβριο του 2012 η Moody’s τη χαρακτήρισε ως μία εξαιρετικά ανασφαλή επενδυτικά χώρα. 

Εν τούτοις ο πρωθυπουργός της (ο οποίος κέρδισε τις εκλογές του 2018 με 69% ή με 133 έδρες στη Βουλή από τις 199 συνολικά), είχε δηλώσει πολλές φορές κατά τη διάρκεια του 2012, τόσο απέναντι στην ΕΕ, όσο και στο ΔΝΤ, ότι δεν θα αποδεχθεί την πολιτική λιτότητας για την παροχή δανείων – καθώς επίσης ότι δεν ήθελε να γίνει μέλος της Ευρωζώνης. Για να λάβει χρήματα όμως από τον ESM και από το ΔΝΤ έπρεπε να υιοθετήσει αυτήν την πολιτική – κάτι που δεν έκανε, σταματώντας όπως αναφέραμε ακόμη και τις συζητήσεις με το ΔΝΤ, επειδή δεν ήθελε να ακολουθήσει το παράδειγμα της Ελλάδας. 

Εάν επιδεινωνόταν τώρα η κρίση, τότε η Ουγγαρία θα απειλούταν από μαζικές χρεοκοπίες των ιδιωτών, ενώ οι ιδιώτες από μαζικές κατασχέσεις και από πλειστηριασμούς – γεγονότα που θα προκαλούσαν ακόμη περισσότερο τη μείωση της κατανάλωσης, του ΑΕΠ και των δημοσίων εσόδων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση της χώρας, με στόχο να μειώσει το εξωτερικό χρέος και να παραμείνει το έλλειμμα εντός των πλαισίων του Μάαστριχτ (3%), εκπόνησε ένα δικό της οικονομικό μοντέλο, αποτελούμενο από τους εξής πέντε πυλώνες: 
(α) από την ενίσχυση των νοικοκυριών, 

(β) από τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους, 

(γ) από τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής μέσω της κεντρικής τράπεζας, 

(δ) από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις εγχώριες επιχειρήσεις και τους καλύτερα αμειβόμενους εργαζομένους, καθώς επίσης 

(ε) από την υποχρέωση των ξένων επιχειρήσεων να συμμετέχουν στις κρατικές δαπάνες. 
Για να κατανοήσουμε τώρα το αποτρόπαιο έγκλημα που διενεργήθηκε στην Ελλάδα, η οποία δεν εκπόνησε ποτέ ένα δικό της σχέδιο (ακόμη δεν έχει), ενώ όλες οι κυβερνήσεις υποτάχθηκαν με μία απίστευτη δουλοπρέπεια στην Τρόικα (παρά το ότι η χώρα μας ήταν σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση από την Ουγγαρία και ασφαλώς πιο πλούσια), τα παρακάτω:

(α) Η ενίσχυση των νοικοκυριών

Το έτος 2011 η κυβέρνηση της Ουγγαρίας αποφάσισε πως μελλοντικά μόνο το 3% των ακινήτων, τα οποία απειλούνταν με πλειστηριασμούς, θα επιτρεπόταν να ρευστοποιηθούν από τις τράπεζες – ενώ νομοθέτησε την πλήρη αποπληρωμή των δανείων σε ξένο νόμισμα, με μία σταθερή ισοτιμία ίση με 180 φιορίνια ανά ελβετικό φράγκο και ευρώ, όταν η επίσημη ισοτιμία ήταν τότε στα 250 φιορίνια (άρα κούρεμα της τάξης του 28%). 

Εκτός αυτού, η κυβέρνηση έδωσε τη δυνατότητα στους Ούγγρους έως το 2016 να εξυπηρετούν τα δάνεια τους μηνιαία, με την διατηρούμενη από την κυβέρνηση τεχνητά χαμηλή ισοτιμία των 180 φιορινιών – ενώ επιβάρυνε με τη διαφορά της ισοτιμίας τις τράπεζες, με την αιτιολογία πως ήταν αυτές οι κυρίως υπεύθυνες για τα δάνεια σε συνάλλαγμα που έδιναν, οπότε για τις δυσκολίες εξυπηρέτησης τους εκ μέρους των ιδιωτών. Για να μπορέσουν τώρα πολλές ξένες τράπεζες να ανταπεξέλθουν με τις ζημίες, στηρίχθηκαν από τις μητρικές τους – οπότε ένα μέρος της κρίσης μεταφέρθηκε στην Ευρώπη.

Επί πλέον, για να ελαφρύνει ακόμη περισσότερο τα νοικοκυριά, η κυβέρνηση αποφάσισε τη σταδιακή μείωση του παράπλευρου κόστους κατοικίας (ρεύμα, νερό κλπ.), κατά 20% μεταξύ του Ιανουαρίου του 2011 και του Νοεμβρίου του 2013 – επειδή οι Ούγγροι δαπανούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος τους, συγκριτικά με το μέσο ευρωπαϊκό, για να καλύψουν αυτά τα κόστη.

Ταυτόχρονα το δημόσιο δήλωσε πως ήταν πρόθυμο να εξαγοράσει τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας που δεν θα ήθελαν να μειωθεί η κερδοφορία τους, εξαιτίας των μέτρων που πήρε – μετατρέποντας τον κλάδο της ενέργειας σε έναν κρατικά ελεγχόμενο και μη κερδοσκοπικό.

(β) Ο περιορισμός του κοινωνικού κράτους

Η κυβέρνηση μείωσε την κοινωνική ασφάλιση. Το 2010 αποφάσισε να εθνικοποιήσει τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία και με τα χρήματα τους να συμπληρώσει τα ελλείμματα του κρατικού συνταξιοδοτικού ταμείου. Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως από το 1998 στην Ουγγαρία υπήρχε η δυνατότητα, επί πλέον στην κρατική υποχρεωτική ασφάλιση, να ασφαλίζεται κανείς σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία – οπότε έως το 2010, περί τα 3 εκ. Ούγγροι είχαν πληρώσει στα ιδιωτικά ταμεία 10,7 δις €, εκτός από τις εισφορές τους στα κρατικά.

Λόγω όμως της κακοδιαχείρισης των κρατικών συνταξιοδοτικών ταμείων, καθώς επίσης των ελλιπών αποθεματικών τους, το έλλειμμα τους όσον αφορά την κάλυψη των συντάξεων είχε φτάσει το 2011 στα 3,2 δις € – ενώ από το 2008 οι συνταξιούχοι λάμβαναν μία ελάχιστη σύνταξη ύψους 93 € (σε όρους αγοραστικής αξίας όσο περίπου 200 € στην Ελλάδα). 

(γ) Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής

Από τον Αύγουστο του 2012 η κεντρική τράπεζα άρχισε να μειώνει σταδιακά τα βασικά της επιτόκια, για να τονώσει την οικονομία – όπου τα επιτόκια έφτασαν στα τέλη του 2017 στο 0,9% από 11,5% το 2008! Η πτώση των επιτοκίων είχε ως στόχο την υποτίμηση του νομίσματος απέναντι στο ευρώ και στο δολάριο, για να αυξηθούν οι εξαγωγές – αφού όμως η κυβέρνηση είχε προηγουμένως οχυρώσει τον ιδιωτικό τομέα, επιβαρύνοντας τις ξένες τράπεζες.

Εκτός αυτού η Ουγγαρία είχε ανέκαθεν μετά το 2005 εμπορικά πλεονάσματα, με τη βιομηχανία της στο 30% του ΑΕΠ (γράφημα) – ενώ μετά το 2010 και πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της. Λόγω των χαμηλών βασικών επιτοκίων τώρα αφενός μεν το νόμισμα υποτιμήθηκε όπως ήθελε η κυβέρνηση, αφετέρου οι εμπορικές τράπεζες είχαν τη δυνατότητα να χρηματοδοτούνται φθηνά από την κεντρική – οπότε στηρίχθηκε η ρευστότητα και η πραγματική οικονομία (επενδύσεις κλπ.). 

(δ) Η μείωση των φόρων

Η κυβέρνηση, για να τονώσει ακόμη περισσότερο την οικονομία, αποφάσισε το 2015 να υιοθετήσει έναν σταθερό φορολογικό συντελεστή ύψους 16%, ανεξάρτητο από το ύψος των εισοδημάτων – τον οποίο το 2015 μείωσε στο 15%. Μόνο από τη μείωση του συντελεστή κατά 1% περιορίσθηκαν τα έσοδα του δημοσίου κατά 384,2 εκ. € – τα οποία όμως τέθηκαν στη διάθεση των νοικοκυριών, ενισχύοντας την κατανάλωση. 

Το 2016 μείωσε επί πλέον το φορολογικό συντελεστή των επιχειρήσεων στο 9% από 19% προηγουμένως – με στόχο να μετατρέψει την Ουγγαρία σε μία ελκυστική χώρα για επενδύσεις, καθώς επίσης να εξελιχθεί σε έναν φορολογικό παράδεισο εντός της ΕΕ. Με το συντελεστή αυτό η Ουγγαρία θεωρείται από τις ελκυστικότερες χώρες στην Ευρώπη – αφού στην Ιρλανδία είναι μεταξύ 12,5% και 25% ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων, στην Κύπρο 12,5% και στη Βουλγαρία μεταξύ 5% και 10%. 

(ε) Οι υποχρεώσεις των ξένων επιχειρήσεων 

Για να χρηματοδοτηθούν οι αυξημένες κρατικές δαπάνες η κυβέρνηση επέβαλλε το 2010 έναν ειδικό φόρο στις ξένες τράπεζες και στις εταιρείες τηλεπικοινωνίας – όπου επιβαρύνθηκαν κυρίως γερμανικές και άλλες δυτικοευρωπαϊκές επιχειρήσεις. 

Εκτός αυτού, έκτοτε όλες οι ξένες εταιρείες υποχρεώθηκαν να πληρώνουν έναν ειδικό «φόρο κρίσης» επί του όγκου του Ισολογισμού τους, από 0,15% έως 0,50% – με κυριότερες τις αυτοκινητοβιομηχανίες (Audi), τα ξένα Σούπερ Μάρκετ (γερμανική REWE, βρετανική Tesco), τις ασφαλιστικές εταιρείες (γερμανική Allianz) και τις ενεργειακές (γερμανική E.ON). Ο ειδικός αυτός φόρος υιοθετήθηκε όταν σταμάτησαν οι συζητήσεις το 2010 με το ΔΝΤ – ενώ τα έσοδα μόνο από τον ειδικό φόρο των ξένων επιχειρήσεων το 2010 ήταν 650 εκ. €. 

Η επόμενη ημέρα 

Συνεχίζοντας, η Ουγγαρία κατάφερε να εξοφλήσει πριν τη λήξη τους τα δάνεια του ΔΝΤ, τον Αύγουστο του 2013 – όπου ο κεντρικός τραπεζίτης της, ο οποίος είχε εκπονήσει το οικονομικό μοντέλο της κυβέρνησης ως υπουργός οικονομικών έως το Μάρτιο του 2013, απαίτησε ως αντάλλαγμα το κλείσιμο των γραφείων του Ταμείου στη Βουδαπέστη. Δύο μήνες προηγουμένως το συμβούλιο υπουργών οικονομικών της ΕΕ (ECOFIN) είχε αποφασίσει μετά από πρόταση της Κομισιόν την «απελευθέρωση» της χώρας από την παρατεταμένη «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος» που είχε ξεκινήσει το 2004.

Το έλλειμμα του προϋπολογισμού της το 2016 ήταν μόλις -1,7%, το δημόσιο χρέος της μειώθηκε από το 80,7% το 2011 στο 74,1% και η ανεργία στο 4,4% – ενώ τα επιτόκια των εμπορικών τραπεζών της περιορίσθηκαν από 9% το 2012 στο 2,1% το 2017 (κάτω από το επίπεδο του πληθωρισμού ύψους 2,35%). Το φιορίνι ευρίσκεται στο 1:310 σε σχέση με το ευρώ, ενώ οι εξαγωγές της είναι ύψους 82,2 δις € (22 δις € της Ελλάδας το 2016 – πηγή) – χαμηλότερες από το 2012 παρά την υποτίμηση του φιορινιού (90,7 δις $).

Σημαντική είναι όμως η πτώση του ιδιωτικού δανεισμού της (γράφημα) – ενώ εντυπωσιακή η μείωση του εξωτερικού χρέους της, από 180,72% του ΑΕΠ το 2011 στο 103,37% το 2017 (πηγή). Επίσης η τεράστια αύξηση της κερδοφορίας των τραπεζών της κατά 50% το 2017, σε συνδυασμό με τη μείωση των τραπεζικών επισφαλειών (NPL) στο 3,7% παρά την κατακόρυφη άνοδο τους το 2010 (πηγή – σχεδόν 50% σήμερα στην Ελλάδα με τα αποτυχημένα μέτρα της Τρόικας!). 

Βέβαια, κανένας δεν γνωρίζει εάν το ουγγρικό μοντέλο θα συνεχίσει να έχει επιτυχία – πόσο μάλλον όταν ο περιορισμός του κοινωνικού κράτους, σε συνδυασμό με την πτώση της ισοτιμίας του νομίσματος, μείωσε σημαντικά το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού της χώρας, με αποτέλεσμα τη μαζική μετανάστευση των νέων. Μεταξύ άλλων λόγω της επιβολής διδάκτρων στα Πανεπιστήμια το 2012, από 300 € έως 3.500 € (Ιατρική) το εξάμηνο – με αποτέλεσμα τη μείωση των φοιτητών από τους 430.000 στους 329.000. 

Σε σχέση πάντως με το 2012, το 2017 ο πληθυσμός της μειώθηκε από 10,1 εκ. στα 9,8 εκ. – ενώ οι μετανάστες εκτός ΕΕ αυξήθηκαν από 50.000 στις 71.000. Το 3% δε του ΑΕΠ, το οποίο αυξήθηκε κατά 3,2% το 2017, προέρχεται από τα μεταναστευτικά εμβάσματα – ενώ τα προηγούμενα έξι χρόνια η Ουγγαρία έλαβε από τα πακέτα της ΕΕ 30 δις €, ανήκοντας σε εκείνες τις χώρες που στηρίζονται περισσότερο. Όσον αφορά τη διαφθορά, η χώρα είναι στην τελευταία θέση της Ευρωζώνης και σε διεθνές επίπεδο λίγο καλύτερα από τη Λευκορωσία και τη Βουλγαρία – ενώ ακόμη πιο αρνητική είναι η χειραγώγηση των ΜΜΕ από την κυβέρνηση, η μη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και η έντονη εχθρότητα απέναντι στους μετανάστες. 

Αυτοί ήταν κυρίως οι λόγοι που, παρά την εντυπωσιακή νίκη του πρωθυπουργού στις εκλογές (69%), δεκάδες χιλιάδες Πολίτες διαδήλωσαν εναντίον του πρόσφατα στη Βουδαπέστη, κατηγορώντας τον ως ακροδεξιό – αν και δεν πρέπει να αγνοηθούν οι ενέργειες του δικτύου του ουγγρικής καταγωγής κ. G. Soros, το οποίο είναι εναντίον της κυβέρνησης, επιδιώκοντας ως συνήθως συνθήκες κοινωνικής αστάθειας και αναταραχών στις χώρες που δραστηριοποιείται. Το γεγονός δε ότι, ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας διάκειται φιλικά ως προς τη Ρωσία, αποτελεί κόκκινο πανί τόσο για τις Η.Π.Α., όσο και για την Κομισιόν – η οποία φυσικά άγεται και φέρεται από τη Γερμανία.

Επίλογος 

Ο δρόμος που επέλεξε η Ουγγαρία δεν ήταν καθόλου ανθόσπαρτος – ενώ, παρά τις επιτυχίες του μοντέλου της, υπάρχουν αρκετά αρνητικά στοιχεία (δεν εξετάζουμε καθόλου τη χώρα από πολιτικής πλευράς, αλλά μόνο από οικονομικής). Είναι όμως αναμφίβολο ότι τα κατάφερε, όταν η Ελλάδα έχει σχεδόν καταστραφεί – ενώ απλά και μόνο το γεγονός ότι ανέκτησε την εθνική της κυριαρχία, διώχνοντας κυριολεκτικά το ΔΝΤ αφού προηγουμένως το εξόφλησε, είναι αρκετό για να τοποθετηθεί κανείς θετικά σε όλα όσα δρομολογήθηκαν. 

Άλλωστε «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία» – ενώ η επιτυχία ασφαλώς εξασφαλίζεται όσο προβλήματα και αν έχει ένα κράτος, αρκεί να υπάρξει μία πατριωτική, ικανή κυβέρνηση που να είναι πρόθυμη να αγωνισθεί, χωρίς να υποτάσσεται σκύβοντας με δουλοπρέπεια το κεφάλι, σε κανέναν και σε τίποτα.

Υστερόγραφο: Ορισμένοι ίσως ισχυρισθούν, αναζητώντας ως συνήθως δικαιολογίες για το κατάντημα μας, πως η Ουγγαρία τα κατάφερε επειδή είχε το δικό της νόμισμα. Το γεγονός και μόνο όμως του τεράστιου εξωτερικού χρέους της, αναιρεί αυτούς τους ισχυρισμούς – ενώ η επιτυχία της στηρίχθηκε στο σχέδιο που η ίδια εκπόνησε, στα ρίσκα που πήρε, στην επιθυμία της να αγωνισθεί πάση θυσία για τη δημοσιονομική της ελευθερία, καθώς επίσης στο ότι ποτέ δεν απαίτησε να μην πληρώσει τα χρέη της – κάτι που δυστυχώς δεν έκανε η Ελλάδα, έχοντας πάρα πολλές δυνατότητες στη διάθεση της λόγω του τότε πλούτου της (εθνικά ομόλογα πριν φύγουν τα 120 δις € των καταθέσεων, το μηδενισμό του χρέους το 2010 πριν χαθεί σχεδόν 1 τρις € από τις αξίες των ακινήτων και του χρηματιστηρίου κοκ.).
Αθήνα, 18. Απριλίου 2018

 

Οικονομολόγος





Πηγή : https://analyst.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου