Η διαστρέβλωση των οικονομικών κύκλων από τις κεντρικές τράπεζες, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την υπερχρέωση του πλανήτη, δεν γίνεται να καταπολεμηθεί με τις τεράστιες ποσότητες νέων χρημάτων, με τις οποίες έχουν πλημυρίσει το σύστημα – οπότε η κατάρρευση μπορεί μεν να αργήσει, αλλά δεν πρόκειται να αποφευχθεί.
Ανάλυση
Το σημαντικότερο πρόβλημα για την παγκόσμια οικονομία είναι ασφαλώς οι Η.Π.Α. – η πραγματική οικονομία των οποίων επιδεινώνεται διαρκώς, το δολάριο ανατιμάται παράλογα, θέτοντας σε κίνδυνο όλες τις αναπτυσσόμενες οικονομίες λόγω του δανεισμού τους σε συνάλλαγμα, σε συνδυασμό με τις εκροές κεφαλαίων, ενώ η φούσκα της Wall Street έχει χάσει εντελώς την επαφή της με την πραγματικότητα.
Όσον αφορά δε τη στατιστική χειραγώγηση των Πολιτών, έτσι ώστε να μην κατανοούν τι συμβαίνει, οπότε να αποπροσανατολίζονται, θεωρούμε πως η μεγαλύτερη απόδειξη είναι η αγορά εργασίας των Η.Π.Α. – όπου δήθεν μειώνεται η ανεργία, ενώ αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός εκείνων που δεν συμμετέχουν καθόλου στο εργατικό δυναμικό της χώρας. Όλων αυτών δηλαδή που έχουν κυριολεκτικά θαφτεί ζωντανοί, για να ωραιοποιούνται οι στατιστικές – αν και φαίνεται τι συμβαίνει από τη συνεχή αύξηση της εγκληματικότητας στην πρωτεύουσα του καπιταλισμού.
Περαιτέρω η BIS, η κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών που έχει προειδοποιήσει πολλές φορές για ένα επερχόμενο κραχ τεραστίων διαστάσεων, κατηγορεί κυρίως τη Fed, δευτερευόντως ορισμένες άλλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη, για την ανεύθυνη «διαστρέβλωση» των χρηματοοικονομικών κύκλων – η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την υπερχρέωση τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημοσίου τομέα πολλών χωρών, με σημαντικότερη αυτήν των Η.Π.Α.
Με το συνολικό χρέος της υπερδύναμης τώρα στο 350% του ΑΕΠ της, πάνω από 60 τρις $ δηλαδή, σχεδόν όσο το παγκόσμιο ΑΕΠ, η BIS θεωρεί πως ο κίνδυνος κραχ του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι μεγαλύτερος από ποτέ. Κατά τη ίδια, υπαίτιος για τη διαστρέβλωση των χρηματοοικονομικών κύκλων είναι τα τεχνητά χαμηλά βασικά επιτόκια – τα οποία λειτούργησαν όπως οι ενέσεις κορτιζόνης σε έναν άρρωστο αθλητή.
Συνεχίζοντας, η BIS «σκιαγραφεί» με λεπτομέρεια την πορεία του επιχειρηματικού, καθώς επίσης του χρηματοοικονομικού κύκλου στις Η.Π.Α., μετά το 1970 – στο γράφημα που ακολουθεί:
Επεξήγηση γραφήματος: ΗΠΑ – οι επιχειρηματικοί οικονομικοί
«κύκλοι» (κόκκινη γραμμή) και οι αντίστοιχοι χρηματοοικονομικοί (μπλε
γραμμή). Όπως γίνεται αντιληπτό, οι χρηματοοικονομικές ταλαντώσεις
αυξάνουν ολοένα και περισσότερο τις ακραίες διακυμάνσεις τους, σε
αντίθεση με τους επιχειρηματικές που διατηρούνται σε φυσιολογικά
επίπεδα.
Η κόκκινη καμπύλη περιγράφει τους κανονικούς, συμβατικούς επιχειρηματικούς κύκλους, με τις μέτριες ταλαντώσεις τους – σε χρονικά διαστήματα που κυμαίνονται από πέντε έως επτά έτη (απόσταση από τη μία κορύφωση έως την επόμενη). Οι γκρίζες στήλες απεικονίζουν τις υφέσεις, ενώ η μπλε καμπύλη τους χρηματοοικονομικούς, μεγαλύτερους κύκλους.
Εν προκειμένω, είναι πραγματικά εντυπωσιακή η άνοδος των χρηματοοικονομικών κύκλων μετά το 1983 (μπλε καμπύλη), καθώς επίσης η κατάρρευση που ξεκίνησε μετά το 1989 – στα πλαίσια της τραπεζικής κρίσης στις Η.Π.Α., γνωστής ως «Savings-and-Loan-Crisis», όπου έκλεισαν πάνω από 1.000 πιστωτικά ιδρύματα, με συνολικές ζημίες της τάξης των 150 δις $ (125 δις $ για το δημόσιο).
Μετά το 1995 αρχίζει μία ακόμη πιο εντυπωσιακή άνοδος, η οποία διαρκεί έως το 2007, με την τρομακτική κατάρρευση που ξεκίνησε τότε να συνοδεύεται επίσης από μία χρηματοπιστωτική κρίση – η οποία όμως ήταν πολύ πιο καταστροφική από την αμέσως προηγούμενη, με τις ζημίες που προκλήθηκαν να είναι αδύνατον να υπολογιστούν ακόμη.
H ραγδαία αύξηση του συνολικού χρέους των Η.Π.Α., καθώς επίσης το παραπάνω γράφημα, τεκμηριώνουν απόλυτα τα συμπεράσματα της BIS – τα οποία διαφέρουν από αυτά των υπολοίπων κεντρικών τραπεζών. Ειδικά το ότι, η υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική των τελευταίων τριών δεκαετιών, οδήγησε σε μία απίστευτη αύξηση των χρεών που επιβαρύνουν την παγκόσμια οικονομία, χωρίς κανένα ιστορικό προηγούμενο – με αποτέλεσμα να προκληθεί η κατάρρευση του 2008, η οποία δεν έχει φυσικά ακόμη θεραπευθεί.
Αναλυτικότερα, με την ακολουθούμενη έκτοτε νομισματική πολιτική η Fed δεν κάνει τίποτα άλλο, από το να ξεκινάει το ίδιο εγκληματικό παιχνίδι από την αρχή – ενώ η δεύτερη πρόσφατη αύξηση των βασικών επιτοκίων στο 0,50% μετά από δώδεκα μήνες αποσκοπεί κυρίως στην εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό, για να εξυπηρετούνται τα τεράστια χρέη των Η.Π.Α.
Βέβαια, το συνολικό χρέος των Η.Π.Α. πράγματι μειώθηκε τα τελευταία πέντε έτη. Εν τούτοις, μόνο κατά 10%, από το 360% του ΑΕΠ, στο 350% σήμερα – το οποίο αφενός είναι απλά στα επίπεδα του 2005 (λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση), αφετέρου είναι μικρότερο μεν, αλλά σε σύγκριση με ένα αρκετά υψηλότερο ΑΕΠ (το οποίο κανένας δεν γνωρίζει εάν είναι πραγματικό, πλασματικό ή, έστω, διατηρήσιμο, τουλάχιστον σε κάποιο μέρος του).
Επομένως, δεν μπορεί κανείς να ισχυρίζεται πως πρόκειται για έναν σημαντικό περιορισμό των χρεών (deleveraging) – ενώ, αντί να αναγνωρίζει η Fed πως έχουν συσσωρευτεί πολλά χρέη στο οικονομικό σύστημα, προσπαθεί με τη νομισματική πολιτική της (χαμηλά βασικά επιτόκια, πακέτα ποσοτικής διευκόλυνσης – QE), να υποκινήσει ξανά τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τα κράτη να χρεωθούν περαιτέρω.
Συμπερασματικά λοιπόν, έχει έλθει ίσως ο καιρός να παραδεχθούμε πως ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς επίσης των κερδών στις αγορές περιουσιακών στοιχείων, όσον αφορά τις βιομηχανικές χώρες, στηρίχθηκε σε μία μοναδική στην ιστορία αύξηση των χρεών, τουλάχιστον τις τελευταίες δύο δεκαετίες – με αποτέλεσμα οι άνοδοι των χρηματοοικονομικών κύκλων να γίνονται όλο και μεγαλύτεροι, οπότε πολύ περισσότερο επικίνδυνοι.
Η Ευρωζώνη
Oυσιαστικά η ΕΚΤ δεν μπορεί να κατηγορηθεί για μία ανάλογη αδιαφορία απέναντι στους χρηματοοικονομικούς κύκλους, όπως η Fed – επειδή αφενός μεν η επικρατούσα πολιτική λιτότητας, αν και λανθασμένη επειδή δεν συνοδεύεται από αναπτυξιακά μέτρα, στοχεύει στη μείωση των συνολικών χρεών, αφετέρου λόγω του ότι η Ευρωζώνη κινδυνεύει να βυθιστεί στον αποπληθωρισμό.
Η αιτία δε της συσσώρευσης χρεών στις χώρες της είναι μάλλον διαφορετική, από αυτήν στις Η.Π.Α. – με τα χρέη να προέρχονται αφενός μεν από τις «ασυμμετρίες» εντός της Ευρωζώνης, αφετέρου από τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού, τα οποία όμως δεν οφείλονται στην ΕΚΤ, αλλά κυρίως στις αγορές (επειδή «ανατίμησαν» την πιστοληπτική ικανότητα όλων των χωρών, μετά την υιοθέτηση του ευρώ).
Επομένως, η επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, καθώς επίσης τα μηδενικά επιτόκια, δεν μπορεί να θεωρηθούν «a priori» λανθασμένα – αν και πολύ δύσκολα θα επιλύσουν το πρόβλημα της υπερχρέωσης, το οποίο έγινε αντιληπτό εξαιρετικά αργά.
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, η λύση της υπερχρέωσης της Ευρωζώνης είναι είτε η τραπεζική, δημοσιονομική και πολιτική της ένωση, όπου τα πλεονάσματα ορισμένων χωρών θα συμψηφίζονται με τα ελλείμματα των άλλων (όπως συμβαίνει εντός της ομοσπονδιακής Γερμανίας), είτε το πάγωμα των χρεών που υπερβαίνουν το 80% του ΑΕΠ, είτε η διαγραφή χρεών με την ταυτόχρονη επιστροφή στην προ ευρώ εποχή.
Η Γερμανία
Συνεχίζοντας, θεωρούμε πως το μακράν μεγαλύτερο πρόβλημα της πολιτικής που εφαρμόζει η Γερμανία, εκτός από το ότι θα είναι αυτή που θα πληρώσει το λογαριασμό τυχόν ανεξέλεγκτης κατάρρευσης του ευρώ επειδή είναι η μεγαλύτερη πιστώτρια χώρα, είναι το χρηματοπιστωτικό της σύστημα – κάτι που άλλωστε ισχύει για ολόκληρη την ΕΕ. Κυρίως βέβαια η Deutsche Bank, ενώ η αφορμή για το ξέσπασμα θα μπορούσε να δοθεί από το χρεοκοπημένο τραπεζικό σύστημα της Ιταλίας. Ειδικότερα τα εξής:
Για πρώτη φορά το 2011 αναφέρθηκε η επικίνδυνη μόχλευση της Deutsche Bank στο 1:44 – γεγονός που σημαίνει ότι, για κάθε ένα δικό της ευρώ επένδυε 44 €. Πρόσφατα η μόχλευση της είχε εκτοξευθεί στο 1:105 (γράφημα), όταν της Lehman Brothers την ημέρα της χρεοκοπίας της ήταν στο 1:32 – οπότε, εάν υποχρεωνόταν να αποσβέσει μόλις το 1% του συνολικού δανειακού της χαρτοφυλακίου, συμπεριλαμβανομένων των αξιόγραφων, θα έπρεπε αμέσως να δηλώσει τη χρεοκοπία της.
Επεξήγηση γραφήματος: Η τελευταία μέτρηση του συστημικού ρίσκου
στην Ευρώπη (29.07.16). Η Deutsche Bank στην τρίτη θέση με
μόχλευση 1:105,29 και η επίσης γερμανική Commerzbank στην πέμπτη
θέση, με 1:70 – ακολουθούμενη από τη μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας
UniCredit, η οποία έχει στην ιδιοκτησία της τη μεγαλύτερη αυστριακή, με
σημαντικότατη δραστηριότητα στη Γερμανία, μετά την εξαγορά μεγάλων
γερμανικών τραπεζών.
Ολοκληρώνοντας, χειρότερη από τη Deutsche Bank είναι μόνο η βελγική DEXIA που έχει ήδη χρεοκοπήσει, καθώς επίσης η ιταλική Monte dei Paschi που ίσως δεν θα το αποφύγει – όπου όμως και οι δύο αυτές τράπεζες μαζί αποτελούν το 20% περίπου του συστημικού ρίσκου της Deutsche Bank. Στα επόμενα έτη τώρα πρέπει να αναχρηματοδοτήσει δάνεια 151 δις €, με το μεγαλύτερο μέρος τους να είναι ληξιπρόθεσμο το Φθινόπωρο του 2017 – κάτι που φυσικά δεν θα είναι καθόλου απλό, αφού όλοι γνωρίζουν πλέον τα τεράστια προβλήματα της.
Ο υπόλοιπος πλανήτης
Ξεκινώντας από την Ιαπωνία, ο πρωθυπουργός της δεν δίστασε από την αρχή της θητείας του να ρίξει στα σκουπίδια όλα τα κυρίαρχα οικονομικά δόγματα – χωρίς όμως να πετύχει το στόχο του επειδή, παρά την εντελώς μη συμβατική νομισματική πολιτική που ακολούθησε, δεν κατάφερε τελικά να καταπολεμήσει τον αποπληθωρισμό των μισθών, με αποτέλεσμα να μην επιστρέψει η χώρα του σε πορεία ανάπτυξης.
Εν τούτοις επιμένει, προσπαθώντας πλέον να αποδείξει πως αφενός μεν δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς δημόσιες επενδύσεις, όπως δυστυχώς θεωρεί η Γερμανία, αφετέρου ότι μία υπερχρεωμένη χώρα όπως η δική του (δημόσιο χρέος στο 250% του ΑΕΠ), έχει τη δυνατότητα να προβεί σε κρατικές επενδύσεις.
Τέλος, επειδή η Ιαπωνία δεν μπορεί να εφαρμόσει τη γερμανική πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα, την οποία παραδόξως επιτρέπουν οι Η.Π.Α. μόνο στη Γερμανία, δεν έχει άλλη επιλογή από τη «φυγή προς τα εμπρός» – αποτελώντας ως εκ τούτου μία ακόμη βόμβα στα θεμέλια του πλανήτη.
Συνεχίζοντας στην Κίνα, δεν υποφέρει μόνο από την τριπλή κρίση ακινήτων (φούσκα), τραπεζών (υπερχρέωση) και μετοχών (υψηλές τιμές) αλλά, επίσης, από τις μαζικές εκροές κεφαλαίων – τις οποίες επιδείνωσε η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων. Πουλάει λοιπόν μαζικά ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου για να αυξήσει τη ρευστότητα της και να στηρίξει το νόμισμα, κλιμακώνοντας όμως έτσι τα αμερικανικά επιτόκια – οπότε κάποια στιγμή θα βρεθεί σε μεγάλα αδιέξοδα, πόσο μάλλον εάν ενταθεί ο εμπορικός πόλεμος εναντίον της εκ μέρους των Η.Π.Α. και της ΕΕ.
Περαιτέρω, η κατάσταση στις χώρες παραγωγής ενέργειας και πρώτων υλών (Ρωσία, Καναδάς, Νορβηγία κλπ.) έχει εξομαλυνθεί σε κάποιο βαθμό, λόγω της ανόδου των τιμών πώλησης – με εξαίρεση όμως τη Σαουδική Αραβία, λόγω των τεράστιων ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της κυρίως από τους πολέμους που διεξάγει, καθώς επίσης τη Βενεζουέλα που έχει ουσιαστικά χρεοκοπήσει.
Πολλές άλλες χώρες, όπως η Βραζιλία, η Ν. Αφρική, η Τουρκία, η Ν. Κορέα κλπ., είναι αντιμέτωπες με μία σειρά προβλημάτων, με κυριότερο τα υψηλά τους εξωτερικά χρέη – η εξυπηρέτηση των οποίων δυσχεραίνει από την αύξηση της ισοτιμίας του δολαρίου. Ειδικά όσον αφορά την Τουρκία, αντιμετωπίζει ένα ακόμη πρόβλημα, λόγω των μεγάλων ελλειμμάτων του ισοζυγίου της – τα οποία αυξάνονται λόγω της ανόδου των τιμών της ενέργειας, αφού εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις εισαγωγές πετρελαίου.
Επίλογος
Αυτά που βιώνουν οι περισσότερες δυτικές χώρες είναι τα εξής: Οι επιχειρήσεις κάνουν ότι μπορούν για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα τους, με αποτέλεσμα να μειώνουν τους μισθούς των εργαζομένων τους, καθώς επίσης να απολύουν ένα μέρος από αυτούς – έτσι ώστε να έχουν τη στήριξη των επενδυτών.
Από την άλλη πλευρά οι κυβερνήσεις, στα πλαίσια της πολιτικής λιτότητας, συρρικνώνουν τις δαπάνες για την υγεία, για την παιδεία, για τις συντάξεις, για τις υποδομές κοκ., μειώνοντας επί πλέον τους μισθούς και τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων – επίσης για να έχουν τη στήριξη των αγορών. Έτσι τα κράτη δεν συμβάλλουν στην άνοδο του ρυθμού ανάπτυξης (ΑΕΠ = κατανάλωση + ιδιωτικές επενδύσεις + δημόσιες δαπάνες + εμπορικό πλεόνασμα), αλλά, αντίθετα, τροφοδοτούν την ύφεση.
Παράλληλα, ορισμένα από αυτά έχουν ήδη υποχρεωθεί να ενισχύσουν τους μηχανισμούς προστασίας και επιτήρησης, επειδή προβλέπουν μαζικές εξεγέρσεις των Πολιτών τους – ενώ δέχονται επί πλέον μεταναστευτικά κύματα από χώρες που δεν είναι ήδη σε θέση να καλύψουν τις βασικές ανάγκες των Πολιτών τους ή έχει ξεσπάσει πόλεμος.
Ειδικά στην Ευρώπη, εάν δεν μπορέσουν τελικά να επιβιώσουν κάποιες τράπεζες, αφού ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της ηπείρου μας είναι σε άθλια κατάσταση, τότε θα επιβληθεί η εκ των έσω διάσωση τους (Bail-in) – διαδοχικά από τους μετόχους, από τους ομολογιούχους και από τους καταθέτες τους, όπως έχει πια θεσμοθετηθεί. Ήδη πάντως αρκετές ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν επιβάλλει ένα είδος «de facto» ελέγχων κεφαλαίων, με την έννοια πως δεν επιτρέπουν την άμεση ανάληψη όλων των καταθέσεων – χρησιμοποιώντας διάφορες δικαιολογίες.
Εάν δεν αποδώσει ούτε αυτό το μέτρο, πόσο μάλλον εάν σημειωθεί ενδιάμεσα ένα μεγάλο κραχ για τους λόγους που προαναφέραμε, ειδικά εάν οι ισχυροί επενδυτές αποσύρουν πανικοβλημένοι τα χρήματα τους φοβούμενοι πως θα τα χάσουν, τότε προβλέπεται πως θα υιοθετηθεί η γνωστή πρόταση του ΔΝΤ από το 2013 – ένας μοναδικός φόρος ύψους 25% σε όλες τις τραπεζικές καταθέσεις, για τη διάσωση του συστήματος. Η τελευταία επιλογή πάντως, όσον αφορά τη διάσωση του συστήματος, δεν είναι άλλη από αυτήν που υιοθετήθηκε το 1914 και το 1940: ο πόλεμος.
Βασίλης Βιλιάρδος
Οικονομολόγος
E-mail: viliardos@analyst.gr
Ειδικότητα: Mάκρο-οικονομικά / Πολιτική Οικονομία
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου